Η Προβληματική Κατάστασις του Γεωργού του Κάμπου
Από τον ανταποκριτή του Ξύπνα στον Καναδά
ΓΕΛΑΣΤΗ χώρα! Ναι, αυτό είναι εκείνο που οι πρώτοι άποικοι ανεκάλυψαν όταν εισέδυσαν στις Καναδικές αχανείς πεδιάδες. Αληθινά ήταν μια χώρα αφθονίας. Η οργιαστική θερινή βλάστησις έτρεφε τον βούβαλο, την έλαφο, την άλκη και άλλα άγρια ζώα κατά εκατομμύρια. Λίμνες και πλατείς ποταμοί ήταν γεμάτοι με άφθονα ψάρια. Αφθονούσαν τα πουλιά για κυνήγι και τα ωδικά πουλιά. Απέραντες δασώδεις περιοχές που διεκόπτοντο από εκχερσώσεις και ατελείωτες πεδινές εκτάσεις με συστάδες δένδρων εδώ και εκεί, ιδιαιτέρως κατά μήκος των οχθών των ποταμών, έδιναν υποσχέσεις για επιτυχείς αγροτικές επιχειρήσεις.
Σε κάθε δικαιούχον οικογενειακού κλήρου εχορηγείτο έκτασις 160 αίηκερς (640 στρέμματα) δωρεάν γης, με το δικαίωμα αγοράς περισσοτέρων. Εφαίνετο να μην υπάρχη ζήτημα ως προς το τι να κάμη κανείς όλη αυτή τη γη. Ο κόσμος είχε ανάγκη από σιτάρι, και εδώ υπήρχε γη ειδικά κατάλληλη για να το παραγάγη. Έτσι, έσκαψαν τη χορτασμένη γη και έσπειραν σιτάρι ώσπου τα ισοπεδωμένα λιβάδια έγιναν περίφημα ως η Χρυσή Λύσις. Μπορείτε να φαντασθήτε στα μάτια της διανοίας σας το ώριμο χρυσό σιτάρι να κυματίζη με τον άνεμο τόσο μακριά όσο ο ορίζων;
Έπειτα άρχισαν οι σιδηροδρομικές γραμμές να φθάνουν ολοένα και μακρύτερα, και μεγάλες αμαξοστοιχίες φορτωμένες με σιτηρά έτρεχαν με βουητά προς την παραλία για να μεταφέρουν το πολύτιμο φορτίο τους στα αναμένοντα πλοία. Εν τω μεταξύ έφθαναν ακόμη περισσότεροι μετανάστες. Ενεργητικοί γεωργοί συνέχιζαν να οργώνουν το παρθένο έδαφος με ζευγάρια βοδιών ή ζευγάρια ίππων. Προσωρινά σπίτια, μερικά χτισμένα από χώμα, ήσαν αρκετά. Ο καθένας απέβλεπε στο μέλλον μ’ εμπιστοσύνη για μια εποχή ευημερίας.
Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε μια περίοδος εκσυγχρονισμού. Τα ζευγάρια των ίππων και οι βαριές ατμοκίνητες αλωνιστικές μηχανές άρχισαν να εξαφανίζωνται. Τις εργασίες ανέλαβε να κάνη η εύστροφη βενζινομηχανή. Αυτήν, με τη σειρά της, την διεδέχθη η διζελομηχανή. Γιγαντιαίες αυτοπροωθούμενες συνδυασμένες θεριστικές και αλωνιστικές μηχανές έκαμαν έπειτα την εμφάνισί τους. Ασφαλώς ήταν καταπληκτικό να βλέπη κανείς πώς εθέριζαν και κατεβρόχθιζαν, έτσι να πούμε, τεράστιες δρεπανιές ανεπτυγμένων σιτηρών σε διάστημα λεπτών. Αλλά μαζί με όλη αυτή την πρόοδο ήλθαν επίσης μεγαλύτερα έξοδα και επιβαρύνσεις συντηρήσεως.
Μια μικρή πρόβλεψις θα έπρεπε να πείση εκείνους τους γεωργούς του κάμπου ότι η μηχανοποίησις και οι βελτιωμένες μέθοδοι καλλιεργειών γρήγορα θα έφθαναν στα υπανάπτυκτα έθνη, και αυτά επίσης θα βρίσκονταν στην αγορά μαζί με τα δισεκατομμύρια των τόννων σίτου. Αλλά ολίγοι έδιναν σοβαρή σκέψι σε μια τέτοια δυνατότητα. Οι αγρότες αγόραζαν περισσότερη γη για να παράγουν περισσότερο σιτάρι για να πληρώνουν περισσότερα μηχανήματα, και κατόπιν αγόραζαν περισσότερη γη για να παράγουν περισσότερο σιτάρι και να πληρώνουν περισσότερα μηχανήματα. Αυτό ήταν ένας εύθυμος κύκλος, που επρόκειτο ν’ αποδειχθή στο τέλος όχι και τόσο εύθυμος.
Καθώς ήταν στην Αρχή
Ολίγοι γεωργοί σ’ εκείνον τον παληό καιρό ειδικεύονταν στο σιτάρι. Είχαν επίσης ίππους, κτήνη, χοίρους, πουλερικά, πάπιες και ινδιάνους. Δεν «έθεταν όλα τους τα αυγά σ’ ένα καλάθι.» Σύντομα διεπίστωσαν ότι οι πλούσιες εσοδείες δεν διεδέχοντο η μία την άλλη ατέλειωτα. Υπάρχουν επίσης και ισχνά έτη. Έτσι έπρεπε να καλλιεργούν και τροφές για τα ζώα, και συνήθως ένα αρκετά μεγάλο κήπο για να παράγη κάθε είδος λαχανικών. Λαχανικά, φρούτα και κρέατα εναποθηκεύοντο όλα καταλλήλως για χειμερινή χρήσι.
Η συναλλαγή βουτύρου και αυγών και η πώλησις φρέσκου βουτύρου ή οποιουδήποτε σφαγείου βοδιού ή χοίρου εφαίνετο πάντοτε αρκετή για ν’ αντισταθμίση τον λογαριασμό του παντοπωλείου. Κανένας δεν πεινούσε. Τα παιδιά μεγάλωναν με τόση υγεία με όση και οι ποντικοί της πεδιάδος που χοροπηδούσαν ολόγυρά των. Οι οικογένειες ειργάζοντο μαζί και έμεναν μαζί, ως μονάς είχαν επιτυχία στην καλλιέργεια, διότι κάθε μέλος, νέοι και ηλικιωμένοι, συμμετείχαν στην εργασία.
Δεν επρόκειτο βέβαια για συνεχή εργασία και καθόλου διασκέδασι. Κάθε καλοκαίρι, έφερνε τα πολύ αναμενόμενα πικνίκ καθώς και τους αγώνες ιππασίας. Εγίνοντο αγώνες μπαίηζμπωλλ και άλλοι αγώνες και έπειτα χοροί το βράδυ. Τον χειμώνα εγίνοντο παγοδρομίες, αγώνες σκι και οργανώνοντο ομάδες λογοτεχνικών συζητήσεων. Υπήρχαν επίσης συχνές συγκεντρώσεις για κοινή εργασία, διότι, αν ήρχετο ένας νέος άποικος ή η σιταποθήκη κάποιου εκαίετο, συναθροίζονταν οι γείτονες και έχτιζαν ένα σπίτι ή έκαναν μια νέα σιταποθήκη βιαστικά. Οι άνθρωποι ήσαν φιλικοί.
Το Σημείο της Στροφής
Έπειτα ξαφνικά, το 1929, η κατάστασις άλλαξε αποφασιστικά. Η Μεγάλη Κρίσις είχε έλθει. Οι αγορές χρεωγράφων του κόσμου κατέρρευσαν. Εύποροι άνθρωποι είχαν γίνει ζητιάνοι μέσα σε μια νύχτα σχεδόν. Τα «πεινασμένα χρόνια μεταξύ 1930-1940» είχαν έλθει. Πολλοί κεφαλαιούχοι που είχαν κάμει επενδύσεις, απογοητευμένοι προτίμησαν ν’ αυτοκτονήσουν—παρά ν’ αντιμετωπίσουν τη θλίψι της φτώχειας. Οι αγρότες χτυπήθηκαν σκληρά, επίσης, και πολλοί παραιτήθηκαν από τον αγώνα, επιτρέποντες στις εταιρίες που έκαναν ενυπόθηκα δάνεια να καταλάβουν τα κτήματα.
Άλλοι προσκολλήθηκαν στα αγροκτήματα τους. Εργάζονταν από τα ξημερώματα ως το βράδυ και, όταν νύχτωνε, υπήρχαν ακόμη δουλειές για να γίνουν. Έπρεπε ν’ αρμέξουν τις αγελάδες, να βγάλουν το βούτυρο, να θρέψουν τους χοίρους, να επιδιορθώσουν τις εξώθυρες, να στερεώσουν τους φράχτες, και να συγκεντρώσουν τα ζώα που είχαν απομακρυνθή. Συχνά, η γυναίκα του αγρότη ήταν η ηρωίδα στο μέτωπο του σπιτιού, διότι πολλές από τις ζωτικές δουλειές έπεφταν πάνω στους ισχυρούς της ώμους.
Ατυχώς για τους αγρότες, οι ανυπόμονοι νεαροί δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να επιμένουν. Επαναστατούσαν με το να είναι νταντάδες στα ζώα, διότι, αδιάφορο με το πόσο σκληρά εργάζονταν, ποτέ δεν εφαίνετο να ελευθερώνεται η οικογένεια από το φορτίο των χρεών. Ήθελαν καλύτερη εκπαίδευσι και χειραφέτησι από τις δουλειές του αγροκτήματος. Άρχισαν να στρέφωνται στην πόλι, όπου οι άνθρωποι έπρεπε να εργάζωνται μόνο οκτώ ώρες την ημέρα και πληρώνονταν γι’ αυτές. Τελικά η έξοδος από τα αγροκτήματα έφθασε σε καταπληκτικές αναλογίες.
Για εκείνους που απέμειναν, ήταν ένας καιρός σταθεροποιήσεως. Μερικοί, ελπίζοντας σε ευημερία, αγόρασαν όλα τα γειτονικά μικρά κτήματα και έτσι προέκυψαν πελώριες ιδιοκτησίες γης. Ο μικρότερος αγρότης, αναγκασμένος να πωλήση με ζημία, ξέπεσε στα βιομηχανικά κέντρα, και συχνά πήγαινε καλά. Τότε η αγροτική εργασία έγινε ο μεγάλος πονοκέφαλος. Εφαίνετο ότι σε μερικές περιφέρειες δεν είχε μείνει κανείς για να μισθωθή. Ολόκληρο το αγροτικό πρόγραμμα έπρεπε ν’ αναδιοργανωθή. Το κάθε τι μηχανοποιήθηκε για να μπορή ένας άνθρωπος να κάνη όλο το έργο. Τα υπεράριθμα κτήνη πουλήθηκαν και ο αγρότης μικρών καλλιεργειών έγινε αγρότης σιτηρών.
Ευημερία Επηρεασμένη από τον Πόλεμο
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έπειτα προήγαγε την οικονομία με μια πληθώρα μετρητών. Οι τιμές υψώθηκαν· τα γεωργικά προϊόντα παντός είδους ήσαν σε ζήτησι. Πολλοί αγρότες πήγαν στον πόλεμο, αλλά εκείνοι που έμειναν πίσω απεκόμισαν πλούσια κέρδη. Πάλι η σκηνή του αγροκτήματος άλλαξε. Τώρα δεν ήσαν μόνον οι νεαροί που πήγαν στις πόλεις. Οι πιο ηλικιωμένοι μετακινήθηκαν προς τις ανέσεις της ζωής των πόλεων, ή περνούσαν τον χειμώνα στην Καλιφόρνια, τη Φλώριδα ή το Μεξικό. Τα κτήνη και οι κήποι δεν χρειάζονταν πια. Θ’ αγόραζαν τα αναγκαία στο σουπερμάρκετ.
Έτσι «ο πλούσιος αγροκτηματίας» έγινε άνθρωπος του καθησιού. Πηγαινορχόταν στο αγρόκτημα μ’ ένα ακριβό αυτοκίνητο και καλλιεργούσε τη γη του με τρακτέρ. Το φθινόπωρο το αγρόκτημα διέκοπτε τις εργασίες, και ο ιδιοκτήτης ήταν ελεύθερος να κάνη ό,τι του άρεσε στη διάρκεια του μακρού χειμώνος. Εφαίνετο ωσάν αυτοί οι αγροκτηματίες να είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία και μια αρκετά άνετη ζωή.
Αλλά περιμένετε! Και σε άλλες χώρες επίσης προώδευαν τα αγροτικά πράγματα. Ναι, ακόμη και υπανάπτυκτες χώρες μεταμορφώνονταν πολύ γρήγορα. Νέες μέθοδοι καλλιεργείας, εύστροφες μηχανές, λιπάσματα του εμπορίου, καλύτερος ανεφοδιασμός σπόρων και νέες ποικιλίες προωθούσαν την παραγωγή των εσοδειών. Περισσότερες χώρες κατώρθωναν να παράγουν επαρκή σιτηρά για την δική τους κατανάλωσι και κατόπιν λίγο περισσότερα.
Να γιατί στις δεκαετίες του 1950 και 1960 οι Καναδοί βρέθηκαν σε πραγματικό κίνδυνο. Η παγκόσμιος αγορά σίτου είχε υπερκορεσθή. Εκατομμύρια τόννοι σίτου ήσαν ακόμη σε ζήτησι, αλλά τώρα η Αργεντινή, η Αυστραλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είχαν μπη σ’ ένα σκληρό ανταγωνισμό. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός και η Χρυσή Δύσις είχε μαζικά «σιλό» γεμάτα από πλεονάσματα σίτου, ενώ οι αγρότες, με εσοδείες δύο ετών που βρίσκονταν ακόμη στις αποθήκες των αγροκτημάτων και έναν άλλον θερισμό που ωρίμαζε στους αγρούς, διερωτώντο πόσο μέρος από τη στρεμματική έκτασι θα έπρεπε ν’ αφήσουν να κυριεύεται από αγριόχορτα.
Υπολογίζεται ότι τώρα ο Καναδάς έχει στις αποθήκες του περίπου ενάμισυ δισεκατομμύριο μπούσελ σίτου, με ολίγους πωλητάς. Και είναι σπάνιο τώρα ένα ζήτημα συναλλαγής τοις μετρητοίς. Ο Καναδάς οφείλει συχνά ν’ αποφασίζη πόσες από τις εξαγωγές των πελατών του είναι πρόθυμος να εισαγάγη σε αντάλλαγμα σίτου. Είναι μια αγορά αγοραστών. Ταυτοχρόνως τα πεινασμένα έθνη απλώς δεν μπορούν να πληρώσουν την τιμή. Έτσι, οι εξαγωγείς αντιμετωπίζουν το ερώτημα: Να πωλήσουν ή να μη πωλήσουν σε μικρότερη τιμή; Αποφασιστική υποτίμησις των διεθνών τιμών θα μπορούσε να επιταχύνη ένα πόλεμο τιμών των άκρων στον οποίον κανένας δεν μπορεί να συγκατατεθή.
Εν τω μεταξύ, τόποι κτηνοτροφίας έχουν αναφυή—τόποι στους οποίους δεν χρειάζεται αποθήκη ούτε κατοικία αγροκτήματος, αλλ’ απλώς «σιλό» για εναποθήκευσι ζωοτροφών, υπαίθριοι σταύλοι ζώων και μηχανές για να διανέμουν τη νομή στους σταύλους. Και το σιτάρι έγινε ο «παράς» ή το μέσον ανταλλαγής. Με αυτόν έχουν γίνει ανταλλαγές μηχανημάτων, επίπλων, ειδών παντοπωλείου και ούτω καθεξής.
Ο Φίλιπ Μάτιας γράφει στην εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Ποστ: «Η οικονομία των πεδινών αγροκτημάτων αρχίζει να επιστρέφη στο σύστημα των ανταλλαγών. Ο λόγος: Τεράστια πλεονάσματα σιτηρών που δεν μπορούν να πωληθούν. Οι αγρότες με υπερεξογκωμένους σιτοβολώνες ανταλλάσσουν σιτηρά με μηχανήματα, κτήνη, έπιπλα, μόρφωσι για τα παιδιά τους και ίσως για θεραπεία στον οδοντίατρο.» Αυτό μπορεί ν’ ανακουφίζη την τοπική πίεσι, αλλά δεν προσφέρει καμμιά πραγματική βελτίωσι της οικονομίας του έθνους.
Από όλες τις τάξεις της κοινωνίας ο αγρότης φαίνεται να υπήρξε ο πιο πειθήνιος. Τα παράπονα των εργατών βιομηχανίας βρίσκουν διέξοδο σε απεργίες και στάσεις εργασίας, αλλ’ ο αγρότης μόνον καταπίνει τα αισθήματά του και μοχθεί με την ελπίδα ότι κάπως η επόμενη περίοδος θα φέρη βελτιώσεις. Αλλά, τελικά, η ασθένεια των διαμαρτυρομένων τον έπιασε—οι εργάτες διαμαρτύρονται, οι σπουδασταί διαμαρτύρονται, ακόμη και οι κληρικοί είχαν τις διαμαρτυρίες των, γιατί λοιπόν να μη διαμαρτυρηθή και ο αγρότης;
Συγκεντρώσεις διαμαρτυριών έχουν σκηνοθετηθή σε όλη τη χώρα, και οργανώσεις αγροτών απέστειλαν διεγερτικές αποφάσεις στην Κυβέρνησι από την οποίαν ζητούσαν δράσι. Δεν θα ικανοποιούνταν πια με τις κοινοτοπίες και τις συμβουλές για υπομονή που προσεφέροντο από εκείνους που ευρίσκοντο στην εξουσία. Έγιναν τραχείς και κινήθηκαν ομαδικά. Όταν ο Πρωθυπουργός του Καναδά, Πιέρ Ε. Τρυντώ, συναντήθηκε μαζί τους τελευταία στο Ουίννιπεγκ και στη Ρεγγίνα, χιλιάδες αγρότες απέκλεισαν τους δρόμους των πόλεων με τα τρακτέρ των και ωργισμένοι φώναζαν εναντίον του.
Αλλά ποια είναι η απάντησις; Σε ποιους θα πωλούσατε πάγο στον Αρκτικό; Σε ποιους μπορείτε πραγματικά να πωλήσετε σιτάρι σε μια υπερκορεσμένη παγκόσμιο αγορά; Και άλλες χώρες, επίσης, αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, και αυτές επίσης κραυγάζουν για διεξόδους. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει άμεσος λύσις. Τι παράδοξο δημιουργεί αυτό! Έθνη υπερκορεσμένα από σιτηρά δεν έχουν αρκετά από ωρισμένα είδη επειδή έχουν πάρα πολλά σιτηρά, ενώ οι υποσιτιζόμενοι και λιμοκτονούντες βλέπουν αφθονία παντού εκτός από τα δικά των τραπέζια. Θα χρειασθή να έλθη ένας σοφώτερος από τον Βασιλέα Σολομώντα με την απάντησι.
Πού Πάμε Τώρα;
Οποιοδήποτε φάρμακο κι αν ζητή να εφαρμόση η κυβέρνησις, ένα πράγμα φαίνεται να είναι βέβαιο: Οι προηγούμενες αντιλήψεις των σχέσεων μεταξύ αγροτών και Κυβερνήσεως θα πρέπει να εξετασθούν επιμελώς και ν’ αλλάξουν αποφασιστικά. Οι αγρότες δεν θα μπορέσουν πια να ειδικεύωνται σ’ ένα τύπο καλλιεργείας. Μπορεί εύλογα να επιστρέψη η διαφοροποιημένη καλλιέργεια κάτω από τελείως διάφορες συνθήκες. Αλλ’ αυτό θα χρειασθή κάποιο είδος διεθνούς ελέγχου για να τεθή τέρμα στην κατάστασι «αφθονία ή πείνα» που επικρατεί τώρα σε πάρα πολλές χώρες.
Το ανταγωνιστικό σύστημα, ιδιαιτέρως όσον αφορά την αγροτική παραγωγή, φαίνεται σε πολλούς ανθρώπους ότι έχει θάψει την χρησιμότητά του. Πολλοί ισχυρίζονται ότι χρειάζεται ένα διεθνές συμβουλευτικό σώμα—ένα σώμα που να είναι απολύτως αμερόληπτο, αξιότιμο και δίκαιο, και το οποίο θα ερρύθμιζε προσεκτικά ποιος να καλλιεργή, τι και πού, επάνω σε μια παγκόσμια βάσι. Η αξιοθρήνητη αλήθεια, εν τούτοις, είναι ότι ένα τέτοιο σώμα προς το παρόν είναι δύσκολο να βρεθή μεταξύ των πολιτικών και εμπορικών στοιχείων της κοινωνίας.
Βεβαίως θα είναι ένας σοφός διαχειριστής εκείνος που θα κατορθώση να δώση έκβασι σ’ αυτό το συνεχιζόμενο πρόβλημα! Οι ανθρώπινες προσπάθειες δεν προσφέρουν καμμιά ελπίδα μιας αιφνιδίας λύσεως για τη θλιβερή κατάστασι του γεωργού του κάμπου.