Τι Γνωρίζομε για το Μήκος της Ανθρώπινης Ζωής;
ΓΙΑ ΤΑ περισσότερα άτομα το παρόν μήκος της ζωής του ανθρώπου είναι ακριβώς ένα γνωστό γεγονός. Νομίζουν ότι αυτό θα έπρεπε να μη θεωρήται ούτε ως περίεργο ούτε ως υποκείμενο σε αλλαγή. «Πάντοτε υπήρξε τέτοιο και πάντοτε θα είναι έτσι,» λέγουν. Δεν ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν την αιτία του γήρατος και της αδυναμίας και του θανάτου που το συνοδεύουν. Αλλά νομίζουν ως βέβαιον ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνη σχετικά μ’ αυτό.
Τι νομίζετε σεις γι’ αυτό; Έχετε ερευνήσει το θέμα ως κάποιο βαθμό; Υπήρξε πάντοτε τόσο βραχύ το μήκος της ανθρώπινης ζωής; Είναι πράγματι αυτό αμετάβλητο και είναι μήπως «αντιεπιστημονικό» να σκεπτώμεθα κατ’ άλλον τρόπον;
Γνωρίζετε, παραδείγματος χάριν, ότι οι επιστήμονες της ιατρικής είναι ακόμη πολύ αβέβαιοι σχετικά με το γιατί οι άνθρωποι γηράσκουν και πεθαίνουν; Το βιβλίο Επιστημονικόν Έτος για το 1967 (στην Αγγλική) λέγει ότι σ’ ένα τετραήμερο συνέδριο γεροντολόγων έγινε παραδεκτό ότι «το φαινόμενον του γήρατος αποτελεί ακόμη σε μεγάλο βαθμό ένα μυστήριο. ‘Δεν έχομε την πιο αμυδρή ιδέα για την αιτία του γήρατος’, είπεν ο Δόκτωρ Νάθαν Β. Σώκ, του Νοσοκομείου της Πόλεως της Βαλτιμόρης της Μαίρυλαντ.»
Όχι διότι δεν υπάρχουν καθόλου θεωρίες για το γήρας. Υπάρχουν πολλές. Οι περισσότερες απ’ αυτές περιλαμβάνουν τον θάνατο των κυττάρων. Σύμφωνα με τις περισσότερες παραδεδεγμένες θεωρίες, κατά τη διάρκεια των ετών της αναπτύξεως το σώμα παράγει περισσότερα κύτταρα από εκείνα που αποθνήσκουν. Σ’ ένα άτομο που έχει αναπτυχθή υπολογίζεται ότι κάθε λεπτό περίπου τρία δισεκατομμύρια κύτταρα πεθαίνουν και, ταυτοχρόνως, αντικαθίστανται—σχεδόν όλα. Υπάρχει απόδειξις ότι αναπτύσσεται μια έλλειψις ισορροπίας μεταξύ των παλαιών κυττάρων που πεθαίνουν και των νέων κυττάρων που σχηματίζονται. Η ελάττωσις της παραγωγής κυττάρων πιστεύεται ότι προκαλεί την κατάρρευσι του σώματος—απώλειαν της μυϊκής δυνάμεως, επιβράδυνσι των αντιδράσεων, εξασθένησι των αισθήσεων, ευθραστότητα των οστών, ρυτίδες, και, το πιο σοβαρό, την ελάττωσι των οργανικών λειτουργών—αυτό γνωρίζομε ως γήρας.
Έτσι, σ’ ένα άρθρο του περιοδικού Πανδέκτης της Επιστήμης του Φεβρουαρίου 1969 (στην Αγγλική) ανεφέρετο: «Οι συλλογικές μειώσεις των κυττάρων εμφανίζονται ως συμπτώματα των εκφυλιστικών νόσων και των φθορών της ηλικίας, σύμφωνα με τον Δρα Χάουαρντ Τζ. Κέρτις του Εθνικού Εργαστηρίου του Μπρουκχάβεν στο Άπτον, Λογκ Άιλαντ.»
Πότε αρχίζει το γήρας; Ο Δρ Σωκ, έπειτα από δέκα έτη ερεύνης, λέγει στο ίδιο άρθρο ότι πιστεύει ότι «το γήρας αρχίζει όταν σταματά η ανάπτυξις,» δηλαδή, περίπου μεταξύ των ετών δεκαοκτώ και είκοσι. Κατόπιν τι συμβαίνει; Το άρθρο συνεχίζει: «Σχεδόν όλες οι λειτουργίες τότε αρχίζουν να παρακμάζουν αργά. Στην ηλικία των 30 ετών αρχίζουν να χειροτερεύουν μ’ ένα ταχύτερο αλλ’ ακόμη μέτριο ρυθμό, ο οποίος παραμένει σταθερός μέχρι του θανάτου. Με απλή γλώσσα, περνούμε πάνω από την κορυφή του λόφου στα 20, και η κατηφοριά γίνεται απότομη μετά τα 30.» Με βάσι τις μελέτες του, ο Δρ. Σωκ ομοίως πιστεύει ότι η αιτία είναι ο θάνατος των κυττάρων.
Το πρόβλημα είναι ότι οι επιστήμονες ακόμη δεν γνωρίζουν ακριβώς γιατί συμβαίνει ώστε τα ανθρώπινα κύτταρα, έπειτα από μια περίοδο ετών, αποτυγχάνουν ν’ αναπαράγουν το είδος των και έτσι να διατηρούν τον αναγκαιούντα εφοδιασμό του σώματος.
Πόσον Καιρό Είναι Δυνατόν να Ζουν οι Άνθρωποι;
Μερικοί, όπως γνωρίζομε, ζουν έως εκατό έτη ή και περισσότερο σήμερα. Σε νεωτέρους καιρούς, η μεγαλύτερη ηλικία κατά τον θάνατον που γενικά είναι παραδεκτή ως αυθεντική, σύμφωνα με τη Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία (έκδοσις 1968, άρθρο επί του μήκους της ανθρωπίνης ζωής), είναι του Πιέρ Ζουμπέρ, ο οποίος γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου 1701, και πέθανε στις 16 Νοεμβρίου 1814 στην ηλικία των 113 ετών και 124 ημερών.
Πιστεύετε ότι είναι η μεγαλύτερη ηλικία που μπορούσε να ζήση οποιοσδήποτε; Η Βίβλος, παραδείγματος χάριν, λέγει: «Και ήτο ο Μωυσής εκατόν είκοσι ετών ότε απέθανε· δεν ημαυρώθησαν οι οφθαλμοί αυτού, ουδέ ηλαττώθη η δύναμις αυτού.» (Δευτ. 34:7) Ίσως θα το παραδεχθήτε αυτό ως δυνατόν επίσης αφού η διαφορά είναι μόνον περίπου έξη έτη και δύο τρίτα του έτους.
Τι θα πούμε τότε για τον πρόγονο του Μωυσέως, τον Αβραάμ, ο οποίος, σύμφωνα με τη Γραφική αφήγησι, έζησε «έτη εκατόν εβδομήκοντα πέντε» προτού πεθάνη; (Γέν. 25:7, 8) Και τι θα πούμε για τον πρόγονο του Αβραάμ Σημ, για τον οποίον αναφέρεται στη Γένεσι 11:10, 11 ότι έζησε εξακόσια έτη, ή για τον προπάππο του Μαθουσάλα, του οποίου οι ημέρες πριν από τον παγγήινο κατακλυσμό ανήλθαν σε «εννεακόσια εξήκοντα εννέα έτη· και απέθανε.» (Γέν. 5:25-27) Θα σύρατε τη γραμμή κάπου μεταξύ ωρισμένων από αυτούς τους ανθρώπους και θα θεωρούσατε τις άλλες ηλικίες ως «μη επιστημονικές» ή «παράλογες»;
Πριν απαντήσετε, εξετάστε τα επόμενα:
Στο άρθρο που αναφέρθηκε ενωρίτερα, η Βρεττανική Εγκυκλοπαιδεία του 1968 δείχνει ότι ο μέσος όρος ετών που οι άνθρωποι τώρα ζουν και ο αριθμός των ετών που ένας άνθρωπος μπορούσε να ζήση είναι δυο διάφορα πράγματα. Πόσον καιρό μπορούσε να ζη ένας άνθρωπος; Η Εγκυκλοπαιδεία λέγει ότι το μήκος της ζωής που είναι δυνατό για ανθρώπους είναι «ένας θεωρητικός αριθμός του οποίου η ακριβής αξία δεν μπορεί να προσδιορισθή από την υπάρχουσα γνώσι. Πιθανώς υπάρχει ένα ανώτατον όριον μήκους ζωής για το ανθρώπινο γένος, αλλά εωσότου ανακαλυφθή κάποια ιδιότης του πρωτοπλάσματος που οριστικώς περιορίζει τη δυνατή διάρκεια της ανθρωπίνης ζωής, η ακριβής διάρκεια του μήκους ζωής του ανθρώπου θα παραμείνη άγνωστη.»
Το βρίσκετε αυτό εκπληκτικό; Συνεχίζοντας, το άρθρο λέγει: «Με πρώτη σκέψι, αυτή η δήλωσις φαίνεται παράλογη. Ασφαλώς κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να ζη 1.000 έτη. Ακόμη κι’ αν όλοι δυνατόν να συμφωνούν ότι η πιθανότης ενός ατόμου να ζήση 1.000 έτη είναι απείρως μικρή, δεν υπάρχει καμμιά επιστημονική απόδειξις ότι αυτή η δήλωσις είναι, ή δεν είναι, αληθής.»
Οι άνθρωποι, λοιπόν, δυνατόν ν’ απορρίπτουν τη δυνατότητα της ηλικίας του Μαθουσάλα, και ακόμη ν’ αστειεύονται γι’ αυτήν. Αλλά δεν μπορούν να ενεργούν έτσι με αληθώς επιστημονικές βάσεις, διότι η γνήσια επιστήμη ομολογουμένως δεν γνωρίζει κανένα ωρισμένο ή απόλυτον όριο για την ανθρώπινη ζωή.
Ποια ηλικία θα θέτατε σεις ως το ανώτατο όριο που ένας άνθρωπος μπορούσε να ζη; Υποθέστε ότι επρόκειτο να θέσετε το θετικό ανώτατο όριο στα 120 έτη. Θα μπορούσατε τότε ν’ αρνηθήτε άκαμπτα να πιστεύσετε ότι ένας άνθρωπος θα μπορούσε να ζήση 120 έτη και ένα λεπτό; Και αν είσθε πρόθυμος να δεχθήτε μια επέκτασι ενός λεπτού, γιατί τότε να μη δεχθήτε 120 έτη και μια ημέρα—ή και μια εβδομάδα, ένα μήνα, ένα έτος και ούτω καθεξής;
Ο Δρ. Χάρολντ Φ. Ντορν, ο οποίος υπηρέτησε στο Τμήμα Βιομετρικών Ερευνών του Εθνικού Καρδιολογικού Ινστιτούτου ως διευθυντής από το 1960 ως το 1963, εχρησιμοποίησε κατ’ ουσίαν το ίδιο παράδειγμα στο άρθρο επί του μήκους της ανθρωπίνης ζωής στο πληροφοριακό έργο που ανεφέρθη. Εν όψει της αποδείξεως που προσεφέρθη, το συμπέρασμά του είναι: «Έτσι, αν βασισθούμε στην υπάρχουσα γνώσι της μακροβιότητος, ένας ακριβής αριθμός του μήκους της ανθρωπίνης ζωής δεν μπορεί να δοθή.»
Ποια η Ελπίς από την Ιατρική Επιστήμη για Μακρότερη Ζωή;
Ποια ελπίδα, λοιπόν, προσφέρουν οι ιατρικοί επιστήμονες και ερευνηταί της μακροβιότητος για το μέλλον; Αναμένουν ότι ο άνθρωπος γρήγορα θ’ ανταγωνισθή τη χελώνη περνώντας το όριο των εκατό ετών; Προσφέρουν οποιαδήποτε ουσιαστική ελπίδα για σας ώστε ν’ απολαύσετε ένα εκτεταμένο μήκος ζωής; Αν όχι, υπάρχει ελπίς από οποιαδήποτε άλλη πηγή;
Το βιβλίο Επιστημονικόν Έτος του 1967 λέγει: «Αισιοδοξούντες γιατροί αποβλέπουν στο μέλλον, στον 21ον αιώνα οπότε πολλά προβλήματα της παρούσης εποχής μπορούν να λυθούν. Εν τούτοις οι περισσότεροι ειδικοί αμφιβάλλουν αν ο μέσος όρος του μήκους της ζωής θα εκταθή πολύ πέραν του μήκους της παροιμιώδους 70ετίας.»
Αλήθεια, πότε πότε μερικές μάλλον εντυπωσιακές προρρήσεις γίνονται στις εφημερίδες ή τα περιοδικά για μεγάλες προόδους που αναμένονται από μερικούς επιστήμονες. Αλλά δεν υπάρχει καμμιά σοβαρή απόδειξις για οποιαδήποτε πρόοδο προς μια δραστική αύξησι του μήκους της ανθρώπινης ζωής από τέτοιες πηγές, όπως το έθεσε το περιοδικό Αμερικανός Επιστήμων του Μαρτίου 1968:
«Ακόμη και αν οι μεγαλύτερες αιτίες θανάτου σε γεροντική ηλικία—η καρδιοπάθεια, η εγκεφαλική συμφόρησις και ο καρκίνος—εξηλείφοντο, η μέση προσδοκία ζωής δεν θα μεγάλωνε πολύ περισσότερο από μια δεκαετία. Θα ήταν τότε περίπου 80 έτη αντί της προσδοκίας των 70 περίπου ετών που τώρα επικρατεί σε προωδευμένες χώρες.»
Μήπως σημαίνει αυτό ότι δεν υπάρχει καμμιά πραγματική ελπίς για μακρότερη ζωή; Ότι γενεές ανδρών και γυναικών θα εξακολουθούν ν’ αποθνήσκουν ενώ οι οξυές, οι δρυς και οι σεκόγιες θα εξακολουθούν να ζουν; Υπάρχει κάποια πηγή πληροφορίας που να δίνη αξιόπιστη βάσι για να πιστεύωμε διαφορετικά;
Αξιόπιστη Πηγή Ελπίδος
Υπάρχει. Και είναι μια πηγή που όχι μόνον ορίζει λεπτομερώς τη θεμελιώδη αιτία του γήρατος και του θανάτου, αλλά και δείχνει επίσης πώς η ανθρώπινη ζωή μπορεί και θα ξεπεράση τη ζωή οποιωνδήποτε ζώντων φυτών και ζώων της γης. Είναι η ίδια πηγή που δίνει τον «παροιμιώδη» αριθμό της προσδοκίας της ζωής του ανθρώπου στον οποίον αναφέρονται οι επιστήμονες. Είναι η Βίβλος, η οποία λέγει στον Ψαλμό 90:10: «Αι ημέραι της ζωής ημών είναι καθ’ εαυτάς εβδομήκοντα έτη, και εάν εν ευρωστία ογδοήκοντα έτη. Πλην και το καλύτερον μέρος αυτών είναι κόπος και πόνος, διότι ταχέως παρέρχεται, και ημείς πετώμεν.»
Δυνατόν να πήτε, «Αλλ’ αυτό απλώς επιβεβαιώνει την βραχύτητα του μήκους της ζωής του ανθρώπου.» Αλήθεια, αυτός ο Ψαλμός που εγράφη πριν χιλιάδες χρόνια στο παρελθόν δείχνει ότι η εικόνα δεν άλλαξε πολύ τουλάχιστον όσον αφορά την προσδοκία της ανθρώπινης ζωής. Αλλά δεν λέγει ότι αυτή ήταν πάντοτε η περίπτωσις, ότι οι άνθρωποι ποτέ δεν είχαν μια προσδοκία ζωής μεγαλύτερης από εβδομήντα ή ογδόντα έτη, ή ότι ποτέ δεν θα έχουν. Πράγματι, η Βίβλος δίνει το ιστορικό εννέα ανδρών που έζησαν προ του παγγήινου κατακλυσμού της εποχής του Νώε, και το οποίον δείχνει ένα μέσον όρο διαρκείας ζωής 847 ετών.—Γέν. 5:1-31.
Οι επιστήμονες γενικά παραδέχονται την ‘αμηχανία’ τους ως προς το γιατί ο άνθρωπος γηράσκει. Η Βίβλος το εξηγεί αυτό με απλούς όρους. Δείχνει ότι ο άνθρωπος γηράσκει και πεθαίνει λόγω της αμαρτίας που εκληρονόμησε και της ατέλειας που μεταβιβάσθηκε σ’ αυτόν από τους πρώτους γονείς του, τον Αδάμ και την Εύα. Για αυτόν το λόγο ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Δι’ ενός ανθρώπου [του Αδάμ] η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον, και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον.»—Ρωμ. 5:12.
Ο Δημιουργός του ανθρώπου εσχεδίασε τον άνθρωπον έτσι ώστε η ζωή του να εξαρτάται από ωρισμένα πράγματα. Έπρεπε ν’ αναπνέη αέρα, να πίνη νερό και να τρώγη τροφή. Χωρίς αυτά, ο άνθρωπος θ’ απέθνησκε. Αλλά δεν περιελαμβάνοντο ακριβώς μόνον αυτά τα υλικά πράγματα. Η ζωή του ανθρώπου εξηρτάτο επίσης και από τη δίκαιή του σχέσι με τον Δημιουργό του. Ο Υιός του Θεού ανέφερε τη διακήρυξι των Εβραϊκών Γραφών που έλεγε, «Με άρτον μόνον δεν θέλει ζήσει ο άνθρωπος, αλλά με πάντα λόγον εξερχόμενον δια στόματος Θεού. (Ματθ. 4:4) Ο πρώτος άνθρωπος είχε τον εκπεφρασμένον νόμο του Θεού αλλά τον παρεβίασε και συνεπώς έβλαψε τη σχέσι του ανθρωπίνου γένους με τον Θεό. Αυτή η εσφαλμένη ενέργεια ωδήγησε στην ατέλεια, και η ατέλεια έφερε τελικά θάνατον. Όταν το πρώτο ζεύγος άρχισε να τεκνοποιή, ο νόμος της κληρονομικότητος έκαμεν ώστε το σπέρμα των να κληρονομήση την αμαρτωλή των φύσι και την προκύπτουσα ατέλεια.—Ψαλμ. 51:5.
Οι επιστήμονες παραδέχονται ότι δεν μπορούν ‘επιστημονικά’ να ορίσουν οποιοδήποτε ωρισμένο όριο του δυνατού ανωτάτου ορίου μήκους της ζωής για τους ανθρώπους. Η Βίβλος δείχνει ότι το μήκος της ζωής αρχικά ήταν απεριόριστο, ότι ο Θεός επληροφόρησε το πρώτο ανθρώπινο ζεύγος ότι όσον καιρό θα υπήκουαν δεν θ’ απέθνησκαν. (Γέν. 2:16, 17) Η διάσπασις εκ μέρους των της ορθής των σχέσεως με τον Θεό δια της παρακοής ήταν εκείνη που έφερεν ασθένεια, παθήματα, γήρας και θάνατο σε όλο το ανθρώπινο γένος, περιλαμβανομένων και ημών. Απ’ εκείνον τον καιρό κι’ εμπρός το ανθρώπινον γένος σταθερώς εξασθενούσε και το μήκος της ζωής του εμειώνετο από ένα μέσον όρο εκατοντάδων ετών προ του Κατακλυσμού στο τωρινό μήκος ζωής των εβδομήντα ή ογδόντα ετών.
Η εξήγησις της Βίβλου σημαίνει ότι χωρίς αμαρτία ο άνθρωπος δεν θα είχε την πείρα του φαινομένου του γήρατος, δεν θα αδυνάτιζε και δεν θα υπέφερε ασθένεια που οδηγεί στον θάνατο. Η αφαίρεσις της αμαρτίας και η αποκατάστασις ορθών σχέσεων με τον Θεό θα είχε συνεπώς ως αποτέλεσμα μια ατέλειωτη ζωή. Πράγματι, η Βίβλος προσφέρει ακριβώς αυτό, την ελπίδα «ζωής αιωνίου, την οποίαν υπεσχέθη ο αψευδής Θεός προ χρόνων αιωνίων,» καθώς ο απόστολος Παύλος έγραψε εις Τίτον 1:2. Ο Ιησούς Χριστός όταν ήταν στη γη είπε, «Εγώ ήλθον δια να έχωσι ζωήν, και να έχωσιν αυτήν εν αφθονία.» (Ιωάν. 10:10) Δεν περιώρισε αυτήν την ελπίδα αφθόνου ζωής στον ουρανό, διότι εδίδαξε τους ακολούθους του να προσεύχωνται προς τον Πατέρα του: «Ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης.»—Ματθ. 6:10.
Φαίνεται μη πραγματική σ’ εσάς αυτή η προοπτική ατελεύτητης ζωής επάνω στη γη; Εν τούτοις μέσα στο ίδιο το σώμα σας έχετε απόδειξιν ότι τα ανθρώπινα πλάσματα επλάσθησαν για να ζουν χωρίς να υπόκεινται στο φαινόμενον του γήρατος και στον θάνατο. Εξετάστε αυτή την απόδειξι τώρα και ιδέτε πώς αυτή προσθέτει επιβεβαίωσι της λογικότητος της ελπίδος που προσφέρει η Βίβλος.
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Οι επιστήμονες γενικώς παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν γιατί ο άνθρωπος γηράσκει· εν τούτοις η Βίβλος το εξηγεί με απλούς όρους