«Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί»
«Δεν Θέλεις Επιθυμήσει Ιδιοτελώς τ’ Αγαθά του Άλλου»
Η ΔΕΚΑΤΗ Εντολή του Δεκαλόγου έχει ως εξής: «Μη επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου· μηδέ επιθυμήσης . . . παν ό,τι είναι του πλησίον σου»—Δευτ. 5:21.
Η πλεονεξία ή ιδιοτελής επιθυμία απηγορεύετο μόνο στους Ισραηλίτας ή οι Χριστιανοί πρέπει επίσης να φυλάγωνται απ’ αυτήν; Αναμφισβήτητα οι Χριστιανοί πρέπει να φυλάγωνται απ’ αυτήν. Έτσι ο απόστολος Παύλος έγραψε: «Νεκρώσατε λοιπόν τα μέλη σας τα επί της γης, . . . πλεονεξίαν.»—Κολ. 3:5.
Αυτή η εντολή είναι μια ειδική εντολή του Ιεχωβά Θεού, διότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να την επιβάλλη. Πραγματικά, μόνο ο ίδιος ο Θεός μπορεί να πη αν παρεβιάσθη ή όχι. Καθώς παρετήρησε πολύ καλά ένας Άγγλος επιστήμων και συγγραφεύς του δεκάτου ενάτου αιώνος: «Ερευνήστε όλους τους νόμους του κόσμου και δεν θα βρήτε κανέναν που να συγκρίνεται μ’ αυτόν. Την έκτη, εβδόμη, ογδόη και ενάτη θα τις βρήτε σε όλους τους κώδικες, αν και μόνο ως απαγόρευσι αδικημάτων υποκειμένων σε δικαστική τιμωρία. Η Δεκάτη Εντολή είναι το συμπλήρωμα όλων των υπολοίπων. Δείχνει ότι ο Θεός δεν απαιτεί από εμάς μόνο εξωτερική αρετή αλλά εσωτερική αγιότητα. . . ότι οι αμαρτωλές σκέψεις είναι αδίκημα ενώπιόν του, τόσο όσο και οι κακές πράξεις.»
Ο Λόγος του Θεού επανειλημμένως δείχνει ότι ο Θεός μπορεί να διαβάση τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Θεός το έδειξε αυτό όταν έστειλε τον προφήτη Σαμουήλ να εκλέξη διάδοχο του Βασιλέως Σαούλ. (1 Σαμ. 16:7) Και είπε μέσω του προφήτου του Ιερεμία: «Η καρδία είναι απατηλή υπέρ πάντα, και σφόδρα διεφθαρμένη·τις δύναται να γνωρίση αυτήν; Εγώ ο Ιεχωβά εξετάζω την καρδίαν, δοκιμάζω τους νεφρούς [βαθύτατες συγκινήσεις] δια να δώσω εις έκαστον κατά τας οδούς αυτού.» Η Δεκάτη Εντολή καθιστούσε σαφές σε όλον το λαό του Θεού ότι ήσαν υπόλογοι σ’ αυτόν για τις σκέψεις των, τις επιθυμίες των.—Ιερεμ. 17:9, 10, ΜΝΚ.
Βέβαια, αυτό το γεγονός δεν θα ενεργούσε ως προληπτικόν σ’ εκείνους που διακρατούν ότι ο Θεός είναι νεκρός ή ποτέ δεν υπήρξε. Αλλά για τους Ισραηλίτας δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο Θεός των Ιεχωβά ήταν πάρα πολύ ζων. Όπως ο πρόλογος του Δεκαλόγου τους υπενθύμιζε, ο Θεός των Ιεχωβά ήταν εκείνος που τους έβγαλε «εκ γης Αιγύπτου, εξ οίκου δουλείας.»—Έξοδ. 20:2.
Εκτός τούτου, εφόσον η ιδιοτελής επιθυμία είναι κυρίως η υποκινούσα δύναμις μεταξύ των ανθρώπων αυτού του κόσμου, δεν θα εσκέπτοντο καν να θέσουν ένα νόμο κατ’ αυτής στα νομικά των βιβλία. Όλο εκείνο που υπολογίζεται είναι η επιτυχία, άσχετα με τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να κερδηθή. Όπως πολύ κατάλληλα το έθεσε αυτό ο τέως συγγραφεύς Άλντους Χώξλεΰ: «Η πλεονεξία, που ήταν ένα θανάσιμο αμάρτημα στις ημέρες των προπατόρων μας του μεσαίωνος, είναι τώρα μια από τις κύριες αρετές.»
Όπως στην περίπτωσι των άλλων από τις Δέκα Εντολές, η Αγία Γραφή μάς δίνει προειδοποιητικά παραδείγματα. Ο Σατανάς ο Διάβολος επεθύμησε τη λατρεία που ορθώς μπορεί ν’ αποδοθή μόνο στον Ιεχωβά Θεό. Αυτό μπορεί να φανή από την προσφορά που έκανε στον Ιησού όλων των βασιλείων του κόσμου αν θα έκανε μια πράξι λατρείας ενώπιόν του. Επειδή επεθύμησε τη λατρεία που ανήκε μόνο στον Ιεχωβά Θεό, ο Σατανάς θα καταστραφή στον καθωρισμένο καιρό του Θεού.—Ματθ. 4:8-10· Εβρ. 2:14.
Υπήρχε ο Ιουδαίος Ισραηλίτης Αχάν που επεθύμησε μερικούς από τους θησαυρούς της Ιεριχώ που είχαν αφιερωθή στον Ιεχωβά Θεό. Επειδή υπέκυψε σ’ αυτή την ιδιοτελή επιθυμία επλήρωσε με τη ζωή του και ακόμη με τη ζωή της οικογενείας του.—Ιησ. Ναυή 7:20-26.
Η πονηρή Βασίλισσα Γοθολία επεθύμησε το θρόνο του διφύλου βασιλείου του Ιούδα, αν και ως γυναίκα δεν είχε κανένα δικαίωμα εις αυτόν. Για να επιτύχη το σκοπό της διέπραξε πολλούς φόνους, αλλά στο τέλος και αυτή πλήρωσε για την ιδιοτελή επιθυμία της με τη ζωή της. Κατάλληλα η Δεκάτη Εντολή χαρακτηρίσθηκε ως στο Αντιστάθμισμα της Πλεονεξίας.»—2 Βασ. 11:1-20.
Για ν’ απαλλαγούμε από ιδιοτελή επιθυμία, με τι πρέπει ν’ αρχίσωμε; Με την καρδιά, όπως ετόνισε και ο Ιησούς: «Εκ της καρδίας των ανθρώπων εξέρχονται οι διαλογισμοί οι κακοί, μοιχείαι, πορνείαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξία, πονηρία, δόλος, ασέλγεια, βλέμμα πονηρόν, βλασφημία, υπερηφανία, αφροσύνη. Πάντα ταύτα τα πονηρά έξωθεν εξέρχονται, και μολύνουσι τον άνθρωπον.» Και γιατί η καρδιά έχει αυτή την τάσι προς τα κάτω; Λόγω της κληρονομημένης αμαρτίας και λόγω της επιρροής του Σατανά και των δαιμόνων του.—Μαρκ. 7:21-23· Γεν. 8:21· Ψαλμ. 51:5· Εφεσ. 6:12.
Και τι θα μας βοηθήση να καταπολεμήσωμε αυτή την ριζωμένη ιδιοτελή επιθυμία να θέλωμε πράγματα που ανήκουν σε κάποιον άλλον; Το να λογικευθούμε επάνω στο ζήτημα θ’ αποδειχθή βοηθητικό. Όπως το εξέφρασε ο Ιησούς: «Καθώς θέλετε να πράττωσιν εις εσάς οι άνθρωποι, και σεις πράττετε ομοίως εις αυτούς.» Δεν θα θέλαμε ένα άλλο άτομο, να επιθυμήση τ’ αποκτήματά μας, τη σύζυγό μας, το σπίτι μας, το αυτοκίνητό μας ή τη θέσι μας σε κοσμική επιχείρησι ή στην Χριστιανική εκκλησία, δεν είν’ έτσι; Συνεπώς, λοιπόν, δεν πρέπει να επιθυμούμε τέτοια πράγματα που ανήκουν σε κάποιον άλλον.—Λουκ. 6:31.
Το να έχη κανείς πραγματικά το φρόνημα του πνεύματος έχοντας πάντοτε συναίσθηση της ανάγκης που έχει ένας του αγίου πνεύματος του Θεού και των καρπών του, θα τον βοηθήση να καταπολεμήση την έμφυτη πλεονεξία, να νεκρώση την ιδιοτελή επιθυμία στην καρδιά του και να εμποδίση μια τέτοια επιθυμία από το να τον καταλάβη. «Το να ζητή πρώτον την βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη του» θα συγκρατήση έναν από το να επιθυμή εκείνο το οποίο ανήκει σε άλλους. (Ματθ. 6:33) Αν το κάνουμε αυτό δεν θα έχωμε καθόλου έλλειψη, πνευματικών ευλογιών. Όπως τόσο καλά το εξέφρασε ο απόστολος Παύλος: «Όστις τον ίδιον αυτού Υιόν δεν εφείσθη, αλλά παρέδωκεν αυτόν υπέρ πάντων ημών, πώς και μετ’ αυτού δεν θέλει χαρίσει εις ημάς τα πάντα» που χρειαζόμαστε;—Ρωμ. 8:32.
Μια ακόμη βοήθεια στην καταπολέμησι της πλεονεξίας στην εκπεσμένη μας φύσι είναι το να μάθωμε το μάθημα της ικανοποιήσεως και της αυταρκείας. Ο απόστολος Παύλος είχε μάθει αυτό το μάθημα διότι μπορούσε να γράψη: «Εγώ έμαθον να είμαι αυτάρκης εις όσα έχω. Εξεύρω να ταπεινόνωμαι, εξεύρω και να περισσεύωμαι.» Το να είναι πνευματικώς προσεκτικός τον βοήθησε να είναι ικανοποιημένος. Και ότι το να είναι κανείς ικανοποιημένος είναι πιο λογικό, ο Παύλος το δείχνει σε μια από τις επιστολές του στον φίλο του Τιμόθεο: «Μέγας δε πλουτισμός είναι, η ευσέβεια μετά αυταρκείας. Διότι δεν εφέραμεν ουδέν εις τον κόσμον· φανερόν ότι ουδέ δυνάμεθα να εκφέρωμεν τι. Έχοντας δε διατροφάς και σκεπάσματα ας αρκώμεθα εις ταύτα.»—Φιλιππησ. 4:11, 12· 1 Τιμ. 6:6-8.
Αλλά πάνω απ’ όλα, η αγάπη, η ανιδιοτελής βασισμένη σε αρχές αγάπη, θα βοηθήση τους Χριστιανούς να καταπολεμήσουν ιδιοτελείς επιθυμίες. Αυτό είναι το είδος της αγάπης που«δεν φθονεί· . . . δεν επαίρεται, δεν ασχημονεί, δεν ζητεί τα εαυτής.» Αν δεν ζητή ούτε ακόμη τα δικά της συμφέροντα πόσο λιγώτερο θα επιθυμή ιδιοτελώς αυτό που ανήκει στους άλλους! (1 Κορ. 13:4, 5) Η ανιδιοτελής «αγάπη κακόν δεν κάμνει εις τον πλησίον· είναι λοιπόν εκπλήρωσις του νόμου η αγάπη.» Τέτοιο είδος αγάπης ακολουθεί την συμβουλή του αποστόλου και ζητεί, όχι τα αγαθά του άλλου, αλλά το καλόν του άλλου: «Μηδείς ας μη ζητή το εαυτού συμφέρον· αλλ’ έκαστος τα του άλλου.»—Ρωμ. 13:10· 1 Κορ. 10:24.
Αληθώς, αν και η πλεονεξία ή ιδιοτελής επιθυμία μπορεί να είναι βαθειά ριζωμένη και στη ρίζα κάθε είδους κακίας, υπάρχουν πολλά βοηθήματα για να την καταπολεμήσουν εκείνοι, που αληθινά επιθυμούν να το κάνουν αυτό.