Το Γερμανικό Ανώτατο Δικαστήριο Αποφαίνεται για τους Ολοχρόνιους Διακόνους
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στη Δυτική Γερμανία
Οι ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ είναι πασίγνωστοι στη Γερμανία διότι δεν συμβιβάσθηκαν χάριν ωφελείας στη διάρκεια του καθεστώτος του Χίτλερ. Άνθρωποι άλλων θρησκειών, περιλαμβανομένων κληρικών, εζητωκραύγασαν τον Χίτλερ, εχαιρέτησαν τη Ναζιστική σημαία και υποστήριξαν τις στρατιές του Χίτλερ στους επιθετικούς των πολέμους. Σχεδόν όλοι οι Καθολικοί ιερείς και Προτεστάνται λειτουργοί ήσαν ένοχοι συμβιβασμού με το καθεστώς του Χίτλερ. Σ’ αυτούς τους κληρικούς είχε χορηγηθή εξαίρεσις από στρατιωτική υπηρεσία διαρκούντος εκείνου του καιρού.
Αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά σταθερώς αρνήθηκαν να ζητωκραυγάσουν τον Χίτλερ, να χαιρετήσουν τη Ναζιστική σημαία ή να υποστηρίξουν τις στρατιές του. Κι’ αυτοί επίσης αξιούσαν εξαίρεσι ως διάκονοι θρησκείας. Αλλά τους ηρνούντο εξαίρεσι και εδιώκοντο. Χιλιάδες εξ αυτών εστάλησαν στα Ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου και πολλοί εθανατώθηκαν.
Καμμιά Εξαίρεσις
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η υποχρεωτική στρατολογία πάλιν είχεν εισαχθή στη Γερμανία, το 1956. Σε Καθολικούς ιερείς και κληρικούς πάλιν εδίδετο εξαίρεσις. Στην αρχή, οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν επίσης εξαιρεθή. Αλλ’ έπειτα εθεσπίσθησαν άλλες υπηρεσιακές απαιτήσεις, και στους μάρτυρας του Ιεχωβά δεν εχορηγείτο εξαίρεσις από αυτή την υπηρεσία.
Το 1962 απηγγέλθη η πρώτη καταδίκη εναντίον ενός νεαρού διακόνου των μαρτύρων του Ιεχωβά με τον νέον αυτόν νόμον. Αυτός είχε αρνηθή να δηλώση άλλη υπηρεσία στη θέσι της στρατιωτικής υπηρεσίας. Αλλά εφόσον από τους λειτουργούς των κρατικών εκκλησιών και άλλων αποχρώσεων δεν απαιτούσαν να εκτελούν αυτή την υπηρεσία, ο διάκονος αυτός των μαρτύρων του Ιεχωβά ισχυρίσθηκε ότι και αυτός επίσης έπρεπε να εξαιρεθή κάτω από τις διατάξεις του Συντάγματος της Δυτικής Γερμανίας. Εν τούτοις, η αίτησίς του απορρίφθηκε. Καταδικάσθηκε σε φυλάκισι τεσσάρων μηνών.
Πολλές όμοιες υποθέσεις ακολούθησαν με καταδικαστικές αποφάσεις φυλακίσεως. Μεταξύ εκείνων που καταδικάσθηκαν ήσαν διάκονοι των μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους σε διακονική δράσι. Υπεβλήθη έφεσις υπέρ των συνταγματικών δικαιωμάτων σε μια προσπάθεια όπως ακυρωθούν αυτές οι αποφάσεις και ληφθή νομική αναγνώρισίς των ως διακόνων εξαιρουμένων από κάθε στρατολογία.
Τον Οκτώβριο του 1963 υποβλήθηκαν περαιτέρω αποδείξεις στο δικαστήριο. Αυτές περιέγραφαν με μεγάλη λεπτομέρεια το γεγονός ότι οι ολοχρόνιοι διάκονοι των μαρτύρων του Ιεχωβά είναι χειροτονημένοι διάκονοι δικαιούμενοι της εξαιρέσεως που παρέχεται από το σύνταγμα.
Επί της αιτήσεως δεν έγινε καμμιά ενέργεια. Η υπόθεσις παρέμεινε εκκρεμής επί επτά έτη. Όλον αυτόν τον καιρό οι ολοχρόνιοι διάκονοι των μαρτύρων του Ιεχωβά εξακολούθησαν να καταδικάζονται σε φυλακίσεις που εκυμαίνοντο μεταξύ ενός και δεκαέξη μηνών.
Επίσης, παρουσιάσθηκε μια νέα κατάστασις. Μετά την απόλυσι από τη φυλακή, αυτοί οι διάκονοι εκαλούντο πάλι για άλλη υπηρεσία. Όταν ηρνούντο, εφυλακίζοντο δεύτερη φορά. Μερικοί φυλακίσθηκαν για τρίτη φορά. Επομένως, υποβλήθηκε μια περαιτέρω αίτησις υπέρ των συνταγματικών δικαιωμάτων στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας. Η αίτησις αμφισβητούσε τη συνταγματικότητα των επανειλημμένων καταδικών για την ίδια παράβασι.
Το Ανώτερο Δικαστήριο Αποφασίζει
Στις 7 Μαρτίου 1968, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωκε την απόφασί του. Διεκήρυξε ότι επανειλημμένες καταδίκες σ’ αυτές τις υποθέσεις ήσαν πράγματι αντισυνταγματικές. Εσημείωνε ότι κανένας δεν μπορεί να τιμωρήται δυο φορές για την ίδια πράξι σύμφωνα με τον θεμελιώδη νόμο.
Εν τούτοις, αυτή η απόφασις δεν έλυσεν εξ ολοκλήρου το πρόβλημα. Οι μάρτυρες του Ιεχωβά εξακολουθούσαν να φυλακίζονται την πρώτη φορά για άρνησι στρατιωτικής υπηρεσίας και άλλης υπηρεσίας σε αντικατάστασι της στρατιωτικής που δεν απαιτούσαν από διακόνους άλλων θρησκειών.
Τελικά, στις 11 Δεκεμβρίου 1969, στο Βερολίνο, η 8η Σύγκλησις του Διοικητικού Δικαστηρίου της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως εξέδωκε μια απόφασι. Αυτή ήταν μεγάλης σημασίας σχετικώς με την κατάστασι των ολοχρονίων διακόνων των μαρτύρων του Ιεχωβά που υπηρετούν ως ειδικοί σκαπανείς και επίσκοποι των Χριστιανικών εκκλησιών.
Αυτό το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Γερμανίας διεκήρυξεν ότι αυτοί οι ολοχρόνιοι διάκονοι εξαιρούνται από στρατιωτική υπηρεσία καθώς και από άλλη υπηρεσία αντί της στρατιωτικής επίσης. Αυτή η απόφασις ανέτρεψε την απόφασι που είχε ληφθή από την 7η Σύγκλητο αυτού του ιδίου δικαστηρίου πολλά έτη ενωρίτερα.
Επιχειρήματα Εναντίον της Αποφάσεως
Προηγουμένως, η 7η Σύγκλητος είχε υποστηρίξει ότι οι ολοχρόνιοι διάκονοι των μαρτύρων του Ιεχωβά δεν εδικαιούντο να εξαιρεθούν επειδή δεν είχαν θέσι όμοια μ’ εκείνη των διακόνων άλλων θρησκειών. Υπεστήριζε μια απόφασι κατωτέρου δικαστηρίου ότι οι θέσεις δεν «αντιστοιχούσαν» λόγω των διαφορών στη μελέτη και την εκπαίδευσι που παρείχετο στους Καθολικούς και Διαμαρτυρομένους λειτουργούς.
Το δικαστήριο επίσης υπεστήριζε: «Ένας λειτουργός ή διάκονος δικαιούται προστασίας μόνον, σύμφωνα με τον νόμο, όταν η θέσις του ενώπιον της εκκλησίας των πιστών εξέχει καθότι αυτός μόνος επιτρέπεται να τελή τις τελετές της θρησκευτικής λατρείας και σ’ αυτόν απονέμεται ένας ειδικός τίτλος, ο οποίος ανήκει αποκλειστικά στο επάγγελμα του λειτουργού· εν αντιθέσει προς τούτο, ο θρησκευτικός όμιλος των μαρτύρων του Ιεχωβά δεν αναγνωρίζει καμμιά τάξι λαϊκών ούτε καμμιά τάξι κληρικών.»
Το δικαστήριο εδήλωσε επίσης: «Αποφασιστική είναι η εικών ότι ένα θρήσκευμα κανονικά έχει ένα διάκονον· η εικών αυτή είναι στα μεγαλύτερα θρησκεύματα η θέσις ενός λειτουργού ο οποίος σαν πάστωρ του ποιμνίου του εκτελεί ποιμαντικό έργον, χωρίς το οποίο η τελετουργική ζωή στην πραγματικότητα δεν υφίσταται.
Επομένως, αυτές οι προηγούμενες αποφάσεις είχαν δεχθή ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά που υπηρετούσαν ολοχρονίως δεν είχαν την «εικόνα» ενός κληρικού. Αυτό ήταν, βεβαίως αληθές. Και οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν θέλουν αυτή την «εικόνα.» Αλλ’ αυτό δεν εσήμαινε ότι δεν ήσαν λειτουργοί με την αληθή έννοια της λέξεως.
Το Δικαστήριο Υποστηρίζει τα Δικαιώματα
Η 8η Σύγκλητος, στην τελική της απόφασι της 11 Δεκεμβρίου 1969 διεφώνησε με αυτές τις προηγούμενες ερμηνείες. Αντιθέτως, στην υπό κρίσιν υπόθεσι ενός ειδικού σκαπανέως και επισκόπου, υπεστήριξε τα δικαιώματα που χορηγούνται από τον νόμο σε άλλους λειτουργούς που υπηρετούν ολοχρονίως άσχετα με τη θρησκεία των· ανέφερε: «Η ουδετερότης του Κράτους απέναντι των θρησκευτικών αντιλήψεων των Πολιτών της απαγορεύει στο Κράτος να κάμη εκτίμησι της διδασκαλίας και των ιδρυμάτων των θρησκευτικών οργανώσεων και άλλων αποχρώσεων.»
Το δικαστήριο έδειξε ότι η παραδεδεγμένη «εικών» δεν ήταν το σπουδαίο πράγμα, αλλ’ ήσαν τα καθήκοντα που εκτελούνται. Είπε: «Εν τούτοις, από την αρχή της θρησκευτικής ισότητος, συμπεραίνεται ότι εδώ, για λόγους θεμελιωμένους επί συνταγματικών δικαιωμάτων, ο ‘τύπος’ ή ‘η επαγγελματική εικών’ ενός λειτουργού και των δυο μεγάλων Χριστιανικών θρησκευμάτων [Ρωμαιοκαθολικής και Ευαγγελικής] καθώς ανεπτύχθη μέσω της εκκλησιαστικής τάξεως και της θεολογικής ερμηνείας δυνατόν να μη χρησιμοποιήται σαν μια ράβδος μετρήσεως για τους διακόνους άλλων θρησκευμάτων. Οι διαφορές στην πίστι και στα δόγματα, που εννοούνται ως ιδιόρρυθμα στην αυτοπαράστασι και των δυο μεγάλων Χριστιανικών θρησκευμάτων, δεν πρέπει να λαμβάνωνται υπ’ όψιν.»
Έτσι το δικαστήριο διεκήρυξε ότι δεν θα ήταν δυνατόν ν’ αναγκασθή ένας λειτουργός μιας άλλης θρησκείας εκτός των δυο μεγάλων θρησκευμάτων να συμμορφώνεται, προς ένα ωρισμένον κανόνα που οι εκκλησίες αυτές είχαν οικοδομήσει για τον εαυτό τους. Η θρησκευτική ισότης και εξαίρεσις δεν θα μπορούσε να εξαρτηθή από οποιαδήποτε ιδιαίτερη αντίληψι της θρησκείας για το αξίωμα του λειτουργού. Για τους μάρτυρας του Ιεχωβά, δεν είναι το «αξίωμα,» ή ο «τίτλος» ή η «εικών» που είναι ζωτικής σημασίας στην αναγνώρισι της διακονίας των, αλλά οι πνευματικές υπηρεσίες που αυτοί εκτελούν.
Σχετικά με το τι είναι εκείνο που συνιστά έναν ολοχρόνιο λειτουργό, το δικαστήριο είπε: «Αν μια διακονική δράσις. . . ‘αντιστοιχή’, προς τις δραστηριότητες που αποδίδονται στους [Ρωμαιοκαθολικούς και Ευαγγελικούς] διακόνους, μπορεί μόνον ν’ αποφασισθή από την αρμονία προς εξωτερικά χαρακτηριστικά, χωρίς να ληφθή υπ’ όψιν ένα ωρισμένο ‘πρότυπο’ που προσδιορίζεται θεολογικώς ή δι’ εκκλησιαστικού νόμου.» Ετονίσθη ότι η διακονική δράσις θα εθεωρείτο «ολοχρόνιος» δράσις όταν ο διάκονος αφιέρωνε όλο το έργο του στη διακονία.
Ούτε θα έπρεπε μόνον ένας τύπος σχολικής εκπαιδεύσεως ή προπαρασκευής να είναι ο αποφασιστικός παράγων. Το δικαστήριο έκρινε ότι «το ζήτημα της προπαρασκευαστικής εκπαιδεύσεως και επιβεβαιώσεως που απαιτούνται όταν ένας διορίζεται σε μια μόνιμο ολοχρόνια δράσι ως διάκονος και πώς γίνεται αυτός ο διορισμός δεν είναι καθόλου ειδικής σημασίας. Το κράτος το αφήνει αυτό στις θρησκευτικές πεποιθήσεις και διδασκαλίες όλων των θρησκευτικών οργανώσεων να καθορίσουν υπό ποιες περιστάσεις προσδιορίζονται τα καθήκοντα, το ίδιο όπως αυτά παρακολουθούνται αντιστοίχως από τους διορισμένους διακόνους των μεγάλων εκκλησιών.»
Αυτή η σταθερή απόφασις από το Γερμανικό ανώτερο δικαστήριο υπέρ της ελευθερίας της θρησκευτικής πεποιθήσεως είναι αξιέπαινη. Είναι όμοια προς τις αξιοσημείωτες αποφάσεις άλλων χωρών όπου τα δικαιώματα του ατόμου τηρούνται σε υψηλή θέσι.
Εν τούτοις, πολύν καιρό προ της δημοσιεύσεως αυτής της αποφάσεως οι μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν δείξει ότι πράγματι είναι χειροτονημένοι διάκονοι του Υψίστου Θεού Ιεχωβά. Επί μακρόν ήσαν γνωστοί σε όλη τη Γερμανία για την ολόθερμη διακονική τους δράσι. Με αυτή τη δράσι έλαβαν βοήθεια δεκάδες χιλιάδων άτομα δικαίας διαθέσεως στη Γερμανία για ν’ αποκτήσουν γνώσι του Λόγου του Θεού, της Βίβλου, που τα κατέστησε ικανά να υπηρετούν τον Δημιουργό τους.
Ωστόσο, η απόφασις του δικαστηρίου είναι μια ωραία νομική αναγνώρισις της θεόδοτης χειροτονίας αυτών των ολοχρονίων διακόνων του Ιεχωβά.