Η Ολλανδία Ελευθερώνει Φυλακισμένους Μάρτυρας
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στην Ολλανδία
ΑΡΚΕΤΑ χρόνια πριν, το 1936, ο Γιόχαν Άκκερμαν ήταν ο πρώτος Μάρτυς που άκουσε τις πόρτες της Αναμορφωτικής Φυλακής Βένχουιτσεν να κλείνουν πίσω του. Ως μάρτυς του Ιεχωβά, είχε αρνηθή να προσφέρη στρατιωτική υπηρεσία λόγω συνειδήσεως. Τριάντα οκτώ χρόνια αργότερα, στις 19 Ιουλίου 1974, αφέθη ελεύθερος κι ο τελευταίος μάρτυς του Ιεχωβά από την ίδια αυτή φυλακή.
Αυτά ήσαν ‘σπουδαία νέα’ για τον τύπο. Επικεφαλίδες όπως «ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ» εμφανίσθηκαν στις πρώτες σελίδες σπουδαίων εφημερίδων της χώρας.
Για πολλούς αξιωματούχους αυτό εσήμαινε το τέλος ενός προβλήματος που τους ενωχλούσε από πολύν καιρό—το να φυλακίζουν πολύ καλούς και ευπρεπείς νέους μαζί με σκληρούς εγκληματίες απλώς επειδή ηρνούντο να παραβιάσουν τη Χριστιανική τους συνείδησι. Για τους μάρτυρες του Ιεχωβά, ήταν ακόμη μια νίκη στον αγώνα για την ελευθερία να λατρεύουν τον Θεό με τον τρόπο που παραγγέλλει η Αγία Γραφή.
Η Βάσις γι’ Αυτή την Απόφασι
Τι ωδήγησε σ’ αυτές τις εντυπωσιακές ειδήσεις; Για να καταλάβη κανείς, πρέπει να γνωρίζη ότι όταν ένας Ολλανδός κλείση τα δεκαοκτώ, πρέπει να υποστή μια ιατρική εξέτασι. Εφόσον αποδειχθή ότι είναι σωματικώς και διανοητικώς υγιής, θα κληθή για στρατιωτική υπηρεσία όταν κλείση τα είκοσι. Αν, λόγω συνειδήσεως, αρνηθή τη χρήσι όπλων, μπορεί να χρησιμοποιηθή σε βοηθητική υπηρεσία.
Αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά στην Ολλανδία αρνούνται, όχι μόνον τη στρατιωτική υπηρεσία, αλλά επίσης οποιαδήποτε άμαχη υπηρεσία που προσφέρεται για να την αντικαταστήση. Ο Γραφικός λόγος για τη στάσι των θα εξετασθή αργότερα σ’ αυτό το άρθρο.
Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το πρόβλημα των αντιρρησιών συνειδήσεως που περιελάμβανε μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν μικρό. Αλλά στη διάρκεια του πολέμου το πρόβλημα μεγάλωσε και συνεχίσθηκε κατόπιν. Εφ’ όσον η Ολλανδική νομοθεσία προέβλεπε απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία για κείνους που κατείχαν το αξίωμα τακτικού θρησκευτικού διακόνου και για κείνους που προετοιμάζοντο γι’ αυτό το αξίωμα, θεωρήθηκε φρόνιμο να προσφύγουν στα δικαστήρια για να προσπαθήσουν ν’ αποκτήσουν αυτό το δικαίωμα.
Μια τέτοια απαλλαγή παρείχετο στους διακόνους εκείνων των οργανώσεων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνοντο σ’ έναν ειδικό κατάλογο. Εν τούτοις, το όνομα των μαρτύρων του Ιεχωβά δεν περιλαμβάνετο σ’ αυτόν τον κατάλογο. Αλλά ο νόμος επέτρεπε, επίσης, στον Υπουργό Αμύνης, αν ήθελε, να χορηγή απαλλαγή στους διακόνους μιας θρησκείας της οποίας το όνομα δεν υπήρχε στον κατάλογο. Έτσι, οι μάρτυρες του Ιεχωβά προσπάθησαν να κάμουν τον Υπουργό να χορηγήση απαλλαγές σε μερικές περιπτώσεις.
Επί δέκα περίπου έτη, αρχίζοντας από το 1949, αναρίθμητες περιπτώσεις συζητήθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, του οποίου καθήκον ήταν να συμβουλεύη την κυβέρνησι για τη σκοπιμότητα της χορηγήσεως απαλλαγής. Αλλά με τον καιρό ήγινε φανερό ότι η απαλλαγή εξηρτάτο από την προσωπική προθυμία του Υπουργού και όχι από την απόδειξι νομικού δικαιώματος. Έτσι αυτές οι προσπάθειες εγκαταλείφθηκαν.
Εν τούτοις, αυτή η δεκαετής προσπάθεια δεν έγινε μάταια χωρίς κάποια καλά αποτελέσματα. Ευνοϊκά σχόλια εμφανίζονταν στον τύπο από καιρό σε καιρό. Παραδείγματος χάριν, ένας εισαγγελεύς εδήλωσε: «Κατεδίκασα τον κατηγορούμενο σε φυλάκισι, αλλά γνωρίζω ότι δεν ανήκει στους εγκληματίες.»—Χετ Βρίγιε Φολκ, 11 Νοεμβρίου 1955.
Σ’ αυτή την περίοδο το Υπουργείο Δικαιοσύνης ήταν εκείνο που κυρίως έλαβε μέτρα για να ευκολύνη τις συνθήκες της φυλακίσεως. Από το 1950 κι έπειτα, επετράπη σ’ έναν επίσκοπο των μαρτύρων του Ιεχωβά από το Γραφείο του Τμήματος του Άμστερνταμ να επισκέπτεται τους φυλακισμένους μια φορά τον μήνα. Έπειτα το 1956, εδόθη άδεια επισκέψεως των φυλακισμένων χωρίς την παρουσία φύλακος. Επίσης, παρετάθη η διάρκεια των επισκέψεων.
Από το 1958 κι έπειτα επετράπη η εισαγωγή Βιβλικών εντύπων στη φυλακή για προσωπική μελέτη. Εν καιρώ, οι φυλακισμένοι Μάρτυρες μεταφέρθηκαν σε στρατώνες δίπλα στην Αναμορφωτική Φυλακή Βένχουιτσεν και τους δόθηκε σχετική ελευθερία κινήσεων. Τελικά, τους επετράπη να επισκέπτωνται τα σπίτια τους το Σαββατοκύριακο κι επίσης να παρακολουθούν συνελεύσεις των μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά ακόμη οι μάρτυρες του Ιεχωβά εστέλλοντο στη φυλακή, γεγονός που ενωχλούσε τη συνείδησι πολλών μέσα στη χώρα.
Οι Αρχές Αρχίζουν ν’ Ακούουν
Στις 26 Μαρτίου 1971, τρεις αντιπρόσωποι των μαρτύρων του Ιεχωβά συναντήθηκαν με μια οργάνωσι συζητήσεων που αντιπροσώπευε τα Υπουργεία Αμύνης και Δικαιοσύνης. Η συζήτησις διήρκεσε δυόμισυ ώρες.
Ένα από τα κύρια σημεία της συζητήσεως που παρουσιάσθηκαν από την οργάνωσι συζητήσεων ήταν αυτό: «Το ότι δεν θέλετε καμμιά ανάμιξι στην εκτέλεσι στρατιωτικής υπηρεσίας είναι σαφές και δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγησι. Αλλά τι σημαίνει στην πραγματικότητα η άρνησίς σας για άλλη πολιτική, υπηρεσία;»
Οι Μάρτυρες εξήγησαν ότι δεν εναντιώνονται στην πολιτική υπηρεσία αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά μάλλον ότι είναι ζήτημα αυστηράς ουδετερότητος. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε εργασία που αντικαθιστά απλώς τη στρατιωτική υπηρεσία θα ήταν απαράδεκτη στους μάρτυρες του Ιεχωβά.
Άλλες ερωτήσεις περιώρισαν το ζήτημα ακόμη περισσότερο. «Όταν ένα άτομο αρνήται τη στρατιωτική θητεία,» δήλωσαν οι αντιπρόσωποι της κυβερνήσεως, «περιέρχεται από τη στρατιωτική δικαιοδοσία στην πολιτική δικαιοδοσία, και απ’ αυτή τη στιγμή δεν έχει καμμιά απολύτως σχέσι με τον στρατό. Γιατί, λοιπόν, η αποδοχή τέτοιας πολιτικής υπηρεσίας απορρίπτεται επίσης;»
Η εκούσια αποδοχή τέτοιας εργασίας απορρίπτεται εκ μέρους των Χριστιανών λόγω αυτού που λέγει ο νόμος του Θεού γι’ αυτό το ζήτημα: «Δια τιμής ηγοράσθητε· μη γίνεσθε δούλοι ανθρώπων.» (1 Κορ. 7:23) Η πολιτική δουλεία ως υποκατάστατον της στρατιωτικής υπηρεσίας θα απερρίπτετο εξίσου από έναν Χριστιανό. Πράγματι, μ’ αυτόν τον τρόπο θα γινόταν μέρος του κόσμου αντί να παραμένη αποχωρισμένος, όπως παρήγγειλε ο Ιησούς.—Ιωάν. 15:19· 17:14-16.
Η συζήτησις τώρα έλαβε νέα τροπή. «Τι πρότασι θα θέλατε να κάμετε όσον αφορά τον χειρισμό περιπτώσεων που περιλαμβάνουν τους μάρτυρες του Ιεχωβά;» ρώτησε η επιτροπή. Η απάντησις: Απαλλαγή για τους ολοχρονίους καθώς επίσης και τους εν μέρει κήρυκες του Ευαγγελίου, όπως προβλέπει ο νόμος. Τονίσθηκε ότι μέλη ωρισμένων θρησκευτικών ταγμάτων στην Ολλανδία απολαμβάνουν απαλλαγή, κι εν τούτοις δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να ζουν σ’ ένα ίδρυμα και να παρασκευάζουν μπύρα.
Η επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για την πρότασι αυτή των Μαρτύρων. Φοβόταν ότι αυτό θα άνοιγε τις πόρτες για κάθε είδους άτομα των οποίων ο μόνος σκοπός ήταν ν’ αποφύγουν στρατιωτική υπηρεσία. Αλλά οι μάρτυρες του Ιεχωβά βεβαίωσαν την επιτροπή ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο για υποκριτάς να ξεφύγουν από την αυστηρή εξέτασι που γίνεται στις τοπικές εκκλησίες των Μαρτύρων.
Μέλος της Βουλής Υποβάλλει Ερωτήσεις
Λιγώτερο από τέσσερις μήνες αργότερα ένας μάρτυς του Ιεχωβά καταδικάσθηκε σε εικοσιένα μήνες φυλακή για το στρατιωτικό ζήτημα. Ο δικηγόρος του, κ. Σπέρμαν, υπεστήριξε την περίπτωσι με βάσι το γεγονός ότι ο πελάτης του ήταν ένας διάκονος του Ευαγγελίου. Κατόπιν εξέδωσε μια δημόσια δήλωσι στην οποία μεταξύ άλλων είπε: «Οι Καθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι σπουδασταί θεολογίας αποκτούν απαλλαγή από τη στρατιωτική υπηρεσία καθώς επίσης από άλλη δημόσια υπηρεσία, απλώς και μόνον επειδή φοιτούν σε κάποια ανεγνωρισμένη θεολογική σχολή. Επειδή οι Μάρτυρες τον Ιεχωβά στην Ολλανδία δεν έχουν κανένα θεολογικό κολλέγιο, κι επιπλέον επειδή η θρησκεία τους δεν απολαμβάνει νομική αναγνώρισι ως θρησκευτικό δόγμα, δεν ωφελούνται από τις δυνατότητες που προβλέπει ο νόμος σχετικά με τους αντιρρησίες συνειδήσεως.»
Σ’ αυτά ο κ. Σπέρμαν πρόσθεσε: ‘Αυτό το κριτήριο δεν μ’ ευχαριστεί πολύ. Δείχνει ότι εξουσίες αναμιγνύονται πάρα πολύ στα εσωτερικά ζητήματα των εκκλησιαστικών κοινωνιών. Σύμφωνα με τον Νόμο περί Θρησκευτικών Κοινωνιών του 1853, ο κανονισμός της εκκλησιαστικής κοινωνίας είναι ταμπού για το κράτος διότι έχει αφεθή στην ευθύνη της ίδιας της θρησκευτικής κοινωνίας.’—Ντε Τάιντ, Πέμπτη, 22 Ιουλίου 1971.
Αυτές οι δηλώσεις εξαπέλυσαν άλλου είδους ενέργειες. Ένα μέλος της Βουλής, ο κ. Ντ. Α. Θ. φαν Όιεν, έγραψε στους υπουργούς Αμύνης και Δικαιοσύνης, ρωτώντας: «Είναι πρόθυμοι οι πολιτικοί να εκφέρουν τη γνώμη των ως προς την ακόλουθη δήλωσι του κ. Β. Σπέρμαν προς το Ανώτατο Στρατιωτικό Δικαστήριο . . . ;» Έπειτα παρενέβαλε το κύριο νόημα της δηλώσεως του Σπέρμαν που παρετέθη ανωτέρω.
Κατόπιν ο βουλευτής έκαμε άλλες οξείες ερωτήσεις: «Είναι αλήθεια ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Σουηδία και στη Γερμανία απολαμβάνουν απαλλαγή από στρατιωτική και άλλη υπηρεσία αν μπορούν ν’ αποδείξουν ότι δαπανούν αρκετό χρόνο στο έργο κηρύγματος;» «Είναι πρόθυμοι οι πολιτικοί να διευκολύνουν τα πράγματα ώστε ο Νόμος περί Εκκλησιαστικών Κοινωνιών—ο οποίος καθιστά υπεύθυνη την εκκλησιαστική κοινωνία ν’ αποφασίζη ποιος θα έπρεπε ν’ αναγνωρισθή ως διάκονος δημοσίας θρησκευτικής υπηρεσίας—να εφαρμοστή και στους μάρτυρες του Ιεχωβά επίσης;»
Τώρα ο Υπουργός Αμύνης Αναλαμβάνει Δράσι
Στις 25 Οκτωβρίου 1973, οι τρεις αντιπρόσωποι των Μαρτύρων του Ιεχωβά κάθησαν πάλι γύρω από ένα τραπέζι μαζί με την επιτροπή που αντιπροσώπευε το Υπουργείον Αμύνης. Η επιτροπή δαπάνησε χρόνο για να πληροφορηθή πλήρως για την οργανωτική διάταξι των Μαρτύρων τον Ιεχωβά και τη διαδικασία τους για τον διορισμό των «ολοχρονίων διακόνων» τους.
Καθώς προχωρούσε αυτή η συνεδρίασις φάνηκε καθαρά ότι εσωτερικά το Υπουργείον Αμύνης είχε ήδη λάβει μέτρα για ν’ αναγνωρίση τους «ολοχρονίους—διακόνους» ως τέτοιους. Κατόπιν, απροσδόκητα, ένα από τα μέλη της επιτροπής έκαμε την πρότασι ν’ απαλλαγούν κι εκείνοι επίσης οι οποίοι προετοιμάζοντο για «ολοχρόνιοι διάκονοι.» Εφόσον φαινομενικά αυτό ήταν απλώς μια εισήγησις, οι αντιπρόσωποι των μαρτύρων του Ιεχωβά υποδέχθηκαν την πρότασι μάλλον με επιφύλαξι. Εν τούτοις, η επιτροπή ασχολήθηκε με το ζήτημα και μάλιστα επέμεινε σ’ αυτό.
Το αποτέλεσμα αυτής της συνεδριάσεως ήταν ότι τα κεντρικά γραφεία των μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ολλανδία εξουσιοδοτήθηκαν να διαβιβάσουν αυτή την πληροφορία στις εκκλησίες. Μ’ αυτό τον τρόπο, όλοι εκείνοι που προετοιμάζοντο για την «ολοχρόνια διακονία» θα επληροφορούντο τις νέες αυτές εξελίξεις. Από τώρα και στο εξής, όσοι ήσαν σ’ αυτή την κατηγορία θα έπαιρναν επ’ αόριστον αναβολή από στρατιωτική και άλλη υπηρεσία, εν αναμονή μιας τελικής ψηφίσεως του νόμου σχετικά μ’ αυτό.
Μπορείτε να φαντασθήτε πόσο ευπρόσδεκτα ήσαν αυτά τα νέα έπειτα από τόσα χρόνια προσπαθειών! Και νόμισαν ότι αυτό ήταν το τέλος του ζητήματος. Αλλά ένα ακόμη κεφάλαιο επρόκειτο να γραφή στην ιστορία του αγώνος για την ελευθερία λατρείας στην Ολλανδία. Στις 11 Ιουνίου 1974, οι ίδιοι αντιπρόσωποι των μαρτύρων του Ιεχωβά συναντήθηκαν με την ίδια επιτροπή από το Υπουργείο Αμύνης. Αυτή απεδείχθη ότι ήταν η πιο σύντομη συνεδρίασις μέχρι σήμερα, αλλά με εξαιρετικής σημασίας αποτελέσματα.
Σ’ αυτή την περίπτωσι οι αντιπρόσωποι του Υπουργείου Αμύνης ανήγγειλαν ότι στο μέλλον όλοι οι βαπτισμένοι μάρτυρες του Ιεχωβά κατά σύστασι του σώματος των πρεσβυτέρων των αντιστοίχων εκκλησιών, θα απαλλάσσωνται από στρατιωτική υπηρεσία εν αναμονή της οριστικής ψηφίσεως του νόμου. Η πορεία χειρισμού αυτών των υποθέσεων ανεπτύχθη έπειτα με ικανοποιητικό τρόπο. Τα δικαιολογητικά για την απαλλαγή σε κάθε περίπτωσι, υπογεγραμμένα από το σώμα των πρεσβυτέρων της εκκλησίας, θα μετεβιβάζοντο μέσω του γραφείου τμήματος των μαρτύρων του Ιεχωβά. Εκεί θα εβεβαιώνοντο οι υπογραφές των πρεσβυτέρων πριν να προωθηθούν προς την κυβέρνησι. Μ’ αυτό τον τρόπο θα επεκυρώνετο η αξιοπιστία των δικαιολογητικών για το Υπουργείο Αμύνης.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, σε αρμονία μ’ αυτή την απόφασι του Υπουργείου Αμύνης, ενήργησε γρήγορα και απελευθέρωσε όλους τους Μάρτυρες που ήσαν τότε φυλακισμένοι. Δώδεκα μέρες μετά την απελευθέρωση και του τελευταίου Μάρτυρος, στις 31 Ιουλίου 1974, οι άνθρωποι σε όλα τα μέρη της χώρας εξεπλάγησαν όταν διάβασαν στις εφημερίδες τους επικεφαλίδες, όπως «ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΩΝ.»
Το άρθρο σε μια από τις εφημερίδες τελείωνε μ’ αυτά τα σχόλια: «Το Υπουργείο Αμύνης επεξεργάζεται μια νομοθεσία δια της οποίας όλοι οι βαπτισμένοι μάρτυρες του Ιεχωβά θα απαλλάσσωνται από τη στρατιωτική υπηρεσία. Με τη βεβαιότητα της περατώσεως αυτού του νόμου από τα Γενικά Συμβούλια έχει αναστολή κάθε δίωξις αντιρρησιών μαρτύρων του Ιεχωβά. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης έκρινε ότι κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις δεν θα ήταν δίκαιο να κρατά στη φυλακή πια εκείνους τους συντρόφους των που είχαν ήδη καταδικασθή.»
Έτσι, ο εικοσιπενταετής αγώνας για την ελευθερία να λατρεύη ο καθένας τον Θεό σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεως τον τελείωσε με την απελευθέρωση εικοσιοκτώ Μαρτύρων. Και ακριβώς πάνω στην ώρα—λίγες μέρες πριν από τη Συνέλευσι Περιφερείας «Θείος Σκοπός» των μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ολλανδία το περασμένο καλοκαίρι.
Ελπίζαμε και προσευχόμεθα όπως, ως άτομα οι άνθρωποι που ήσαν υπεύθυνοι γι’ αυτή τη σοφή απόφασι, σε αρμονία με την προτροπή της Αγίας Γραφής, ‘φιλούν τον Υιόν [Ιησούν Χριστόν],’ αναγνωρίζοντάς τον ως Βασιλέα της γης, κι έτσι να μπορέσουν να λάβουν τις μεγάλες ευλογίες που, τόσο σύντομα, η ένδοξη Βασιλική του κυβέρνησις θα επιδαψιλεύση σε όλο το ευπειθές ανθρώπινο γένος.—Ψαλμ. 2:12.