Μήπως η Εργασία σας σάς Εξουσιάζει;
«ΔΕΝ ΖΟΥΜΕ, πράγματι. Απλώς υπάρχομε. Η μόνη μας δικαιολογία για να υπάρχωμε είναι να εξυπηρετούμε τα επαγγέλματά μας,» παραπονέθηκε ο Ερλ πικρά.
Ο κύριος Κίνλεϋ,a προϊστάμενός του και σύντροφός του την ώρα του γεύματος, έγνεψε καταφατικά. «Είμαστε σκλάβοι. Μας εξουσιάζουν οι δουλειές μας.»
«Κυττάξτε την έκθεσι των πωλήσεων που έκαμα το περασμένο έτος. Και πώς το εκτιμάτε αυτό; Μου λέτε να επιτύχω 10 τοις εκατό περισσότερες αυτό το έτος.»
«Αυτό,» υπενθύμισε ο κύριος Κίνλεϋ, «είναι η ψυχρή εταιρία που ομιλεί μέσω εμού προς εσένα. Η δουλειά μου είναι να κάνω τους ανθρώπους να εντείνουν τις προσπάθειές των.»
Ο πιο ηλικιωμένος άνδρας σκέφθηκε περίλυπα ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο απρόσωπα, τόσο απάνθρωπα πριν η εταιρία συγχωνευθή με το γιγαντιαίας «αναπτύξεως» σωματείον. Πριν από τη συγχώνευσι, ο πρόεδρος της εταιρίας ήταν και ο ιδιοκτήτης. Οι σχέσεις εβασίζοντο περισσότερο σε προσωπική βάσι. Υπήρχε χώρος για κατανόησι και φιλικά αισθήματα. Αλλ’ ελάχιστα χαρακτηριστικά των ημερών εκείνων έχουν απομείνει, εκτός από την κλονισμένη εμπιστοσύνη μεταξύ αυτού του ιδίου και μερικών ατόμων όπως ο Ερλ. Ακόμη κι’ αυτή η εμπιστοσύνη ήταν επιφανειακή. Κατά βάθος ο κύριος Κίνλεϋ δεν επρόκειτο ν’ αποκαλύψη τις πραγματικές του πεποιθήσεις.
«Τώρα είμεθα μέρος ενός σωματείου με μεγάλη ανάπτυξι,» είπε ο Ερλ, ενώ η φωνή του είχε πολύ σαρκαστικό τόνο. «Το εμπόρευμά μας βρίσκεται στην δημοσία αγορά. Όποιος έχει χρήματα, μπορεί να εγείρη αξιώσεις επάνω μας. Επενδύουν το δολλάριό τους. Χωρίς να κουνήσουν το δάχτυλό τους, θέλουν να πάρουν πίσω δυο δολλάρια. Αυτό σημαίνει να βγάλωμε περισσότερα κέρδη. Δεν ενδιαφέρει πώς, αρκεί να πραγματοποιήσωμε κέρδη. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσωμε ν’ αντεπεξέλθωμε, είναι να παράγωμε κατωτέρας ποιότητος προϊόντα.»
Παγιδευμένοι Από τον Γιγαντισμό
Αυτή η συνομιλία από την πραγματική ζωή που έγινε στη διάρκεια του γεύματος μεταξύ του Ερλ και του κυρίου Κίνλεϋ είναι συνήθης, κάθε φορά που οι άνθρωποι αισθάνονται παγιδευμένοι μέσα στον σύγχρονο κόσμο των επιχειρήσεων, συχνά μέσα σε σωματειακούς γίγαντες. Είναι μια παγίδα από την οποία λίγοι φαίνεται ότι θα μπορούσαν ν’ απαλλαγούν. Και οι δυο τους, ο Κος Κίνλεϋ και ο Ερλ, κουνούσαν απειλητικά δύο ανίσχυρους γρόνθους στο πρόσωπο της εμποριοκρατίας. Αυτό φαίνεται από τον ορισμό που έδωσε ένας διευθυντής ενός γιγαντιαίου Αμερικανικού σωματείου χάλυβος, στο περιοδικό Φόρτσιουν: «Δεν είμεθα στην επιχείρησι για να κατασκευάζωμε χάλυβα, δεν είμεθα στην επιχείρησι για να ναυπηγούμε πλοία, δεν είμεθα στην επιχείρησι για να οικοδομούμε κτίρια. Είμεθα στην επιχείρησι για να κερδίζουμε χρήματα.»
Ανάπτυξις, με επέκτασι, με συγχώνευσι, με κάθε μέσον, είναι η ‘αγία λεωφόρος’ για κέρδη και περισσότερα κέρδη.
Μια κοινωνία, στην οποία ο βασικός στόχος είναι το κέρδος μέσω αναπτύξεως, προκαλεί έναν αγώνα δρόμου μεταξύ των επιχειρήσεων, επιταχύνοντας την πορεία τους προς την κατάστασι του γιγαντισμού. Εξαφανίζεται βαθμιαίως η επιρροή του μικρεμπόρου, του οποίου το κατάστημα ήταν το βασίλειό του, του καλλιτέχνου, του οποίου η επιδεξιότης ήταν ο πλούτος του, του γεωργού που είχε στην κυριότητά του στρέμματα γης και ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτάρκης. «Αυτή είναι η εποχή των τεραστίων σωματείων με τα πολλά δισεκατομμύρια δολλάρια,» γράφει ο Φρεντ Κουκ στο βιβλίο του Δη Κορράπτεντ Λαντ. «Είναι, με αυξανόμενο ρυθμό, η εποχή των μηχανογραφικών υπολογιστών και του αυτοματισμού. . . . Το αποτέλεσμα υπήρξε όχι μόνον ότι το άτομο συγχωνεύθηκε μέσα σε μια συλλογικής φύσεως υπόστασι, αλλ’ ότι το μικρό σωματείο συγχωνεύθηκε μέσα στο μεγαλύτερο. Αυτή η ακαταμάχητη ώθησις προς δημιουργίαν όλο και περισσοτέρων δυναμικών συγκροτημάτων που εμπνέουν το δέος, υπήρξε το χαρακτηριστικό ολόκληρης της περιόδου που ακολούθησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από το 1950 ως το 1960 πάνω από χίλιες μεγάλες Αμερικανικές επιχειρήσεις συνεχωνεύθησαν. Ο ρυθμός συγχωνεύσεως επιταχύνθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Πολύ περισσότερες από τα δυο τρίτα των βιομηχανιών των Ην. Πολιτειών (μεταφοραί, εργοστάσια, ορυχεία και δημόσιες υπηρεσίες) ελέγχονται σήμερα από λίγες μόνο εκατοντάδες σωματείων. 316 μόνο βιομηχανικά σωματεία απασχολούν το 40% όλων των εργαζομένων Αμερικανών. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο, παρατηρεί ο Κουκ, η βούλησις του ατόμου εξασθενεί και η συνείδησίς του γίνεται ατροφική.
Στον συγγραφέα Έριχ Φρομ αυτό φαίνεται σαν μια τρομερή ανατροπή της τάξεως: «Εκείνο που παραμένει ζωντανό είναι οι οργανισμοί, οι μηχανές· . . . ο άνθρωπος έχει καταντήσει δούλος μάλλον παρά κύριός των.» Οι άνθρωποι δεν γίνονται τίποτε περισσότερο από τα καλολαδωμένα γρανάζια των μηχανών: «Η λίπανσις γίνεται με υψηλότερους μισθούς, με πρόσθετα ευεργετήματα, με καλώς αεριζόμενα εργοστάσια και συρίζουσα μουσική, και με ψυχιάτρους και εμπειρογνώμονας επί των ανθρωπίνων σχέσεων·. . . Κανένα από τα αισθήματά του ή τις σκέψεις του δεν πηγάζει από τον εαυτό του· τίποτε δεν είναι αυθεντικό. Δεν έχει πεποιθήσεις, ούτε στην πολιτική, ούτε στη θρησκεία, ούτε στη φιλοσοφία . . . Ταυτίζει τον εαυτό του με τους γίγαντες και τους ειδωλοποιεί ως τους αληθινούς εκπροσώπους των δικών του ανθρωπίνων δυνάμεων, εκείνων από τις οποίες έχει αποξενωθή.»
Ανήθικες Ενέργειες
Ένας άλλος λόγος για τον οποίον πολλοί επιχειρηματίαι αισθάνονται παγιδευμένοι είναι η ισχυρή τάσις προς ανήθικες ενέργειες. Πράγματι, ο ιστορικός που έγραψε για την αρχαία Καρχηδόνα, «Κανένα πράγμα που καταλήγει σε ωφέλεια δεν θεωρείται επαίσχυντο,» θα μπορούσε να εφαρμόση τα ίδια λόγια στον σημερινό εμπορικό κόσμο. Η Εμπορική Επιθεώρησις του Χάρβαρντ, αφού έλαβε συνέντευξι από 1.700 διευθυντάς επιχειρήσεων, διεπίστωσε ότι τέσσερες από τους επτά επίστευαν ότι κάθε άλλος διευθυντής στην εταιρία τους θα παρεβίαζε έναν κώδικα ηθικής, οποτεδήποτε ένοιωθε ότι θα μπορούσε να ξεφύγη ατιμωρητί. Τέσσερες από τους πέντε παρεδέχθησαν ότι η επιχείρησίς τους ήταν ανήθικη, ένοχη μερικών ενεργειών, όπως είναι η δωροδοκία, η μίσθωσις πορνών για τους πελάτες, οι αισχροκερδείς τιμές, οι απατηλές διαφημίσεις, οι καταχρήσεις εμπιστοσύνης, οι ψευδείς οικονομικές δηλώσεις προς επίτευξιν δανείου ή πιστώσεως και η παροχή ή αποδοχή δωροδοκιών.
Κατόπιν υπάρχει ο αγών αναρριχήσεως της σωματειακής ιεραρχικής κλίμακος. Όπως παρεδέχθη ένας διευθυντής εταιρίας πετρελαίων: «Μερικά άτομα σ’ αυτή την εταιρία θα κάμουν οτιδήποτε προκειμένου να προωθηθούν.» Το να κάμη κανείς «οτιδήποτε για να προωθηθή» οδηγεί σε πολλές ανήθικες ενέργειες, οι οποίες έχουν περιγραφή ως «απάτη, φαρμακερή πανουργία και πλήρης έλλειψις ηθικής.» Το βιβλίο Δη Κορράπτεντ Λάντ [Η Διεφθαρμένη Χώρα] μιλεί για δολοφονικές εκτελέσεις και κοπή λαρυγγιών που λαμβάνουν χώραν σε εκατοντάδες επιχειρήσεων με «επαγγελματίας κακοποιούς.»
«Είναι δυνατόν για έναν άνδρα να κινηθή επιτυχώς δια μέσου των διαχειριστικών περιθωρίων, με έντιμες μόνο και αξιοπρεπείς μεθόδους;» ρώτησε τους διευθυντάς αναγνώστας του το περιοδικό Μόντερν Όφφις Προσίτζορς. Σχεδόν όλοι απήντησαν, «Όχι.»
Οποιεσδήποτε ασυνείδητες μέθοδοι κι’ αν χρησιμοποιούνται, τείνουν να γίνουν μεταδοτικές. Ο Νόρμαν Τζάσπεν, διοικητικός σύμβουλος στη Νέα Υόρκη, προειδοποιεί: «Όταν υπάρχη έλλειψις εντιμότητος στην κορυφή, επεκτείνεται προς τα κάτω σαν μια μεταδοτική ασθένεια.» Εκείνοι που θέλουν ν’ αποφύγουν να μολυνθούν από μια άρρωστη ηθική, μπορεί να αισθάνωνται δικαιολογημένα ότι είναι παγιδευμένοι.
«Προσχεδιασμένη Κακή Κατασκευή»
Ένας άλλος λόγος, για τον οποίο μερικοί επιχειρηματίες αισθάνονται παγιδευμένοι στην εργασία τους, είναι ότι δεν μπορούν να παράγουν βιομηχανικώς προϊόντα υψηλής ποιότητος, πράγμα που θα ήθελαν. Υπάρχει τάσις για «προσχεδιασμένη κακή κατασκευή.» Αυτό σημαίνει ότι ο παραγωγός σκοπίμως παράγει το προϊόν του έτσι ώστε να είναι κάπως πρόστυχο, όχι όμως και τόσο οφθαλμοφανώς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το προϊόν φθείρεται συντομώτερα και ο πελάτης θα πρέπει ν’ αγοράση άλλο. Η τακτική αυτή ονομάζεται από έναν οικονομικό συγγραφέα «ένα αναπόσπαστο μέρος της Αμερικανικής οικονομίας.»
Η εταιρία Τζένεραλ Μότορς έκαμε άλλες εταιρίες να ‘σκάσουν από τη ζήλια’ τους όταν ωδήγησε τη βιομηχανία αυτοκινήτων να υιοθετήση την τακτική της «προσχεδιασμένης κατωτέρας κατασκευής» με το να αλλάζη αυτοκινητικά μοντέλα κάθε χρόνο. Ένας κριτικός εσχολίασε λέγοντας, ότι ο πρωτοπόρος κατασκευαστής αυτοκινήτων Χένρυ Φορντ, με την ιδέα του να κατασκευάση αυτοκίνητο που θα διαρκούσε χρόνια, θα ήταν «εξάπαντος μια εθνική απειλή σήμερα.»
Εκείνο που ξεπερνά όλες μαζί τις «ελεύθερες επιχειρήσεις,» είναι οι κρατικές δαπάνες εξοπλισμών, που χαρακτηρίζονται ως «ένα ευχάριστο διεγερτικό της οικονομίας σε μια κοινωνία σπατάλης, διότι τα πολεμικά όπλα γίνονται πολύ γρήγορα απηρχαιωμένα και πρέπει διαρκώς ν’ ανανεώνωνται.»
Η «προσχεδιασμένη κακή κατασκευή» καταλήγει σ’ έναν κύκλο. Οι επιχειρήσεις ενθαρρύνουν την σύναψι χρεών, κάνουν πιο εύκολη την καταναλωτική πίστωσι και θέτουν σε κίνησι τον ατελείωτο κύκλο, τον οποίον το περιοδικό Μπίζνες Γουήκ εχαρακτήρισε με την φράσι: «Δανείζομαι, δαπανώ, αγοράζω, σπαταλώ, χρειάζομαι.»
Δεν Υπάρχουν Διαθέσεις Ήσυχης Αποχωρήσεως
Ο Κος Κίνλεϋ αντιμετώπισε ένα προσωπικό δίλημμα. Αρρώστησε και κουράσθηκε από τη δουλειά του. Οι ανώτεροι διευθυνταί αγνόησαν εντελώς τις παρακλήσεις του να μην πλημμυρίση η αγορά με κακής ποιότητος πράγματα. Εφόσον η εταιρία συγχωνεύθηκε στο σωματειακό συγκρότημα, η πίεσις στους ανθρώπους να εντείνουν τις προσπάθειές των και να διογκώσουν την παραγωγή απλώς αυξήθηκε. Οι περισσότεροι γύρω του ήσαν του συμβιβαστικού τύπου, και τους άρεσε η σωματειακή ηθική όπως οι πάπιες στο νερό, επιδιώκοντας κυρίως προαγωγή. Πώς ν’ αντισταθή ένας άνδρας σε μια συντριπτική, άσπλαγχνη, απρόσωπη σωματειακή δύναμι, που χρησιμοποιεί και απομυζά και αχρηστεύει ανθρώπους;
Ποια άλλη λύσις υπήρχε; Ενόσω ήταν μικρή και ανεξάρτητη, ήταν δυνατόν για έναν άνδρα, με λίγες επίμονες παρακλήσεις, όταν έφθανε σε μεγαλύτερη ηλικία, ν’ αποσυρθή με ασφάλεια σε μια ήσυχη, μόνιμη θέσι, για την οποία οι νεώτεροι ελάχιστες φιλοδοξίες έτρεφαν. Τώρα όμως υπήρχε ένα καταστατικό σωματείου που κρεμόταν μέσα στο γραφείο του γενικού διευθυντού, ένα καταστατικό διαμορφωμένο σαν πυραμίδα. Κάθε θέσις ήταν ένα σκαλοπάτι σ’ αυτή την πυραμίδα, ένα βήμα ανόδου, επάνω στο οποίο οι νεώτεροι, ισχυρότεροι και ικανώτεροι άνδρες είχαν πάντοτε διακαή πόθο ν’ αναρριχηθούν.
Υπερκόπωσις
Ο Κος Κίνλεϋ εγνώριζε κατά βάθος, ότι τα σήματα κινδύνου που έδινε το νευρικό του σύστημα ήταν «κρίσις.» Οι επιχειρηματίαι που επιδεικνύουν τα έλκη των σαν παράσημα τιμής, έχουν κατ’ ευφημισμόν όνομα γι’ αυτά—την λέξι «έντασις.»
Ποια βοήθεια θα μπορούσε να δώση ο ψυχίατρος της εταιρίας; Ο Κος Κίνλεϋ εγνώριζε ποια θα ήταν η συμβουλή του: «Διώξτε τους ενδοιασμούς σας και παίξτε το επιχειρηματικό παιγνίδι σύμφωνα με τους κανόνες του.» Στο βιβλίο του Η Επιχείρησις ως Παιγνίδι, ο Άλμπερτ Ζ. Καρρ λέγει: «Οι άνθρωποι των οποίων οι οικονομικής φύσεως αποφάσεις και ενέργειες υπερβαρύνονται με προσωπικά αισθήματα, το βρίσκουν δύσκολο να υπομείνουν την έντασι της επιχειρήσεως.» Συμβουλεύει τους επιχειρηματίες να φυλάττουν τους ενδοιασμούς των για την καθημερινή ζωή, διότι «η στρατηγική της επιχειρήσεως είναι εντόνως ξεχωριστή από τα ιδεώδη της ιδιωτικής ζωής.» Ο Άντριου Μ. Χάκκερ, σ’ ένα άρθρο με τίτλο «Η Διάπλασις ενός Προέδρου [Σωματείου],» συμφωνεί: «Το πώς αυτός αντιδρά σ’ αυτή την πρόκλησι [να ανέχεται ένα χαμηλής ποιότητος προϊόν] θα σημειωθή από τους ανωτέρους του.» Ένας άνθρωπος ο οποίος λόγω της υπερβολικής ευαισθησίας του αδυνατεί να «παίξη το παιγνίδι,» όχι μόνο δύσκολα θα γίνη πρόεδρος, αλλά, όπως προσθέτει ο Καρρ: «Θα είναι τυχερός αν διατηρήση οποιαδήποτε εκτελεστική εργασία και κατορθώση ν’ αποφύγη την υπερκόπωσι.»
Ανήσυχοι διευθυνταί, καθ’ όλη την περίοδο τής ηλικίας των από τριάντα έως σαράντα ετών, αν έχουν επιζήσει, ανταγωνίσθηκαν σ’ έναν κόσμο που απαιτεί κατορθώματα. Συνεχής ανοδική πορεία τους εξαναγκάζει να προχωρούν με ρυθμό που τελικά επισκιάζει την όλη τους προσωπικότητα. Έπειτα, καθώς φθάνουν στα πενήντα τους, αισθάνονται ότι δεν μπορούν να χαλαρώσουν τον ρυθμό, ν’ αναπαυθούν, να προσαρμοσθούν στα συμπτώματα του γήρατος. Εκείνοι που δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, λέγει ο Καθηγητής Γουίλλιαμ Ε. Χένρυ του Πανεπιστημίου του Σικάγου, «καλπάζουν κατά γράμμα προς τον θάνατο.»
Η σύγχρονη επιχείρησις συχνά σύρει τους ανθρώπους ακατάπαυστα και ανηλεώς προς μια αναμόχλευσι καταστρεπτικών αισθημάτων στα ενδόμυχά τους—φόβου, μίσους, θυμού, ζηλοτυπίας, υποψίας, απογοητεύσεως, φθόνου, ενοχής, ανασφαλείας, αμφιβολίας.
Ο Κος Κίνλεϋ εύρισκε τον εαυτό του όχι μόνο σε έντασι, νευρικό και κακοδιάθετο, αλλά, το χειρότερο, εξηντλημένο. Ήταν ένα είδος ζοφερής, κακόκεφης εξαντλήσεως. Δεν μπορούσε ν’ απομακρύνη τις παρενοχλήσεις της επιχειρήσεως στο τέλος της ημέρας και να τις απώθηση από τον νου του όταν ήταν στο σπίτι. Μια διαρκής εξάντλησις, που συσσωρεύεται από τη Δευτέρα ως το τέλος της εβδομάδος, εχρειάζετο το Σάββατο και την Κυριακή για ν’ αναπαυθή και ν’ αναλάβη.
Διαφυγή Από τις Σιαγόνες της Σωματειακής Παγίδος
Στα πενήντα τέσσερα χρόνια του, όμως, ποια ευκαιρία θα ’βρισκε ν’ απασχοληθή κάπου αλλού; Πού θα μπορούσε να βρη μια θέσι ανταμειπτική εξίσου σε χρήμα, αξιοπρέπεια και ευεργετήματα; Είναι αλήθεια, ότι υπήρχαν ανταγωνισταί που ευχαρίστως θα εμίσθωναν έναν άνθρωπο της ωριμότητός του και των προσόντων του, αν τους βοηθούσε να ξεπεράσουν την εταιρία όπου τώρα ειργάζετο. Αυτό όμως εσήμαινε ίσως ακόμη πιο δύσκολη αναρρίχησι στη δική τους σωματειακή ιεραρχία.
Εν πρώτοις πρέπει ‘να το πάρη απόφασι’—και να προσαρμόση ψυχολογικώς και την οικογένειά του σ’ αυτό—ότι ανακούφισις από την πίεσι της εργασίας θα μπορούσε να είναι σαν ένα είδος που αγοράζει κάποιος και πληρώνει γι’ αυτό. Ποιο είναι το κόστος; Πιθανόν ένα χαμηλότερο βιωτικό επίπεδο. Το χρήμα δεν θα πρέπει πλέον να είναι το μοναδικό μέτρον αξιών.
Ο Κος Κίνλεϋ εγνώριζε ότι είναι σπουδαίο ν’ αποκτήση κανείς μια λογική άποψι του χρήματος. Η Γραφή το είχε τοποθετήσει σαφώς: «Ρίζα πάντων των κακών είναι η φιλαργυρία· την οποίαν τινές ορεγόμενοι, απεπλανήθησαν από της πίστεως, και διεπέρασαν εαυτούς με οδύνας πολλάς.»—1 Τιμ. 6:10.
Ο Κος Κίνλεϋ ένοιωθε ότι αν ήθελε να ζήση πολύ περισσότερο, θα έπρεπε να κάμη μια αλλαγή. Κάτι μέσα στο σώμα του και στη διάνοιά του το έλεγε το ίδιο μ’ εκείνο, στο οποίο είχε καταλήξει μια δεκαπενταετής μελέτη από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Ντιούκ: Η ικανοποίησις από την εργασία είναι ένας από τους ζωτικωτέρους παράγοντας μακροζωίας.
Μια εβδομάδα μετά απ’ εκείνη την ώρα του γεύματος με τον Ερλ, ο Κος Κίνλεϋ υπέβαλε ευγενικά την παραίτησί του.
Έπειτα από δυο μήνες ειργάζετο τρεις έως τέσσερες ημέρες την εβδομάδα ως ανεξάρτητος σύμβουλος, υπηρετώντας μικρότερες εταιρίες της ειδικότητός του. Δεν εκέρδιζε το ίδιο ποσό χρημάτων, όπως πριν. Είχε χάσει μερικά σημαντικά επιπρόσθετα ευεργετήματα, όπως η συλλογική εξασφάλισις. Ήταν το τίμημα που πλήρωνε για την ανακούφισι από την πίεσι της εργασίας. Άξιζε αυτό;
Κατά την αντίληψί του. Ναι. «Νοιώθω μια απείρως ανώτερη εσωτερική ευτυχία. Ξέφυγα από την παγίδα του σωματείου. Τώρα έχω καιρό για χόμπυ, για μελέτη και στοχασμούς, καιρό να κατευθύνω τις δικές μου ικανότητες σκέψεως. Τώρα εργάζομαι για να ζω. Ελπίζω ότι ποτέ πάλι δεν θα υποχρεωθώ να ζω απλώς για να εργάζωμαι.»
Αυτή η αφήγησις από την πραγματική ζωή ενός Αμερικανού επιχειρηματίου εγείρει για σας το ερώτημα: Μήπως η εργασία σας σάς εξουσιάζει;
[Υποσημειώσεις]
a Τα ονόματα σ’ αυτή την αφήγηση από την πραγματική ζωή ενός Αμερικανού επιχειρηματίου έχουν αλλάξει.