Αποκάλυψις της Βασικής Πηγής
Η ΑΥΞΗΣΙΣ των μαζικών απορριμμάτων και της μαζικής μολύνσεως εξακολούθησε μέχρι σήμερα. Αλλά ποια είναι η βασική πηγή;
Μήπως είναι η ανθρώπινη εφευρετικότης; Όχι αυτή καθ’ εαυτήν, διότι οι άνθρωποι εφεύρισκαν πράγματα καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρωπίνης ιστορίας. Πράγματι, το Γραφικό Βιβλίο της Γενέσεώς μάς λέγει για προκατακλυσμιαίους ανθρώπους όπως για τον Ιουβάλ, ο οποίος «ήτο πατήρ πάντων των παιζόντων κιθάραν και αυλόν,» και τον «Θουβάλ-Κάιν, χαλκέα παντός εργαλείου χαλκού και σιδήρου.»(Γεν. 4:21, 22) Δεν είναι η εφευρετικότης του ανθρώπου αλλ’ η κακή χρήσις της που δημιουργεί προβλήματα.
Παρομοίως, το πρόβλημα δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου στη βιομηχανία, διότι η βιομηχανία μπορεί να λειτουργήση σε κάθε μέγεθος. Η συγκέντρωσις και οι μέθοδοι της βιομηχανίας είναι αυτά που επέφεραν τη βλάβη. Αλλά η βιομηχανία παράγει για τους ανθρώπους. Έτσι, βασικά, η μόλυνσις προέρχεται, από τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Μήπως ζήτε και εργάζεσθε σε μια βιομηχανική πόλι, ή οδηγείτε αυτοκίνητο, ή θερμαίνετε το σπίτι σας με κάρβουνο ή πετρέλαιο, ή χρησιμοποιείτε χημικά λιπάσματα και εντομοκτόνα, ή χρησιμοποιείτε προϊόντα με δοχεία που πετιούνται—βάζα, κουτιά από κονσέρβες ή φιάλες; Τότε συμβάλλετε στο πρόβλημα της μολύνσεως.
Η Πραγματική Πηγή
Η πραγματική πηγή της μαζικής μολύνσεως βρίσκεται στην πραγματικότητα στη διαμόρφωσι των αξιών που οι άνθρωποι γενικά έχουν δεχθή, στον τρόπο ζωής και στο σύστημα που έχει αναπτυχθή. Η διανοητική μόλυνσις ωδήγησε στη φυσική μόλυνσι.
Το μέγεθος εθεωρήθη αρετή. Η ταχύτης, η μαζική παραγωγή και το εύκολο κέρδος έγιναν ο κανών μετρήσεως της επιτυχίας, όπως είπε μια επιτροπή της Αυστραλιανής Γερουσίας σε μια έκθεσί της για τη μόλυνσι: «Η αύξησις είναι ακόμη η εθνική θρησκεία και η ανάπτυξις είναι ο προφήτης της.»
Το ηλιόφως, ο καθαρός αέρας, το καθαρό νερό, το χορτάρι, τα δένδρα, τα άγρια ζώα—ναι, όλ’ αυτά ίσως θα πρέπει να θυσιασθούν. Αλλά η «πρόοδος» πρέπει να εξακολουθήση!
Η ευτυχία επεδιώχθη με την απόκτησι βιομηχανικών προϊόντων, που επέφερε μια σταθερή χειροτέρευσι στις ανθρώπινες σχέσεις και στις πνευματικές αξίες.
Είναι αλήθεια ότι πολλά άτομα σήμερα αισθάνονται κατά κάποιον τρόπο «δεσμευμένα.» Βρίσκουν ότι είναι κλεισμένα σ’ ένα σύστημα που δεν το διεμόρφωσαν οι ίδιοι. Αισθάνονται αβοήθητοι να μεταβάλουν τα πράγματα μέσα στη σύντομη ζωή τους.
Τι θα έκαναν όμως αν άνοιγε ο δρόμος για να επιτευχθή μια τέτοια αλλαγή; Πόσοι θα την έκαναν; Σεις προσωπικώς θλίβεσθε για τον ιδιοτελή υλισμό που ώθησε στην κακομεταχείρισι των φυσικών στοιχείων της γης; Τα περισσότερα άτομα σήμερα κατά βάθος προτιμούν έναν υλιστικό τρόπο ζωής επιθυμώντας μόνο να μπορούσαν ν’ αποφύγουν κατά κάποιο τρόπο τις δυσάρεστες συνέπειες. Μπορεί να μη δημιούργησαν αυτοί το σύστημα της μολύνσεως, αλλά προτιμούν την διαιώνισί του λόγω των λεγομένων «ωφελημάτων» που παρέχει αυτό το σύστημα.
Ο Κίνδυνος από τα «Αναπτυσσόμενα» Έθνη
Βλέπομε ότι σε πολλές χώρες έχει διαμορφωθή μια κοινωνία πολύ διαφορετική από την προ του 1750. Και οι χώρες που δεν είχαν αναπτυχθή στο ίδιο επίπεδο βρίσκονταν διαρκώς σε μειονεκτικώτερη θέσι οικονομικώς στις σχέσεις τους με τις «προοδευτικές» χώρες. Το εθνικό τους νόμισμα έχει συγκριτικά μικρή αξία στη διεθνή αγορά.
Τώρα τα «υποανάπτυκτα» έθνη αγωνίζονται σκληρά για να εισέλθουν στις τάξεις των «προοδευτικών» εθνών. Οι άνθρωποι σ’ αυτές τις χώρες ποθούν να έχουν τα προϊόντα που έχουν και οι άλλοι. Αυτό απλώς περιπλέκει το πρόβλημα. Γιατί;
Διότι το μέσο άτομο σε μια βιομηχανική κοινωνία δημιουργεί πολλαπλασία μόλυνσι από τα άτομα σε μια αγροτική κοινωνία. Σύμφωνα με τον Δρα Πωλ Έρλιχ: «Κάθε Αμερικανόπουλο επιβαρύνει το περιβάλλον 50 φορές περισσότερο από κάθε παιδί Ερυθροδέρμων.»
Γιατί Τόσο Λίγο Ενδιαφέρον Μέχρι Τώρα;
Γιατί άφησαν την κατάστασι να φθάση σε κρίσιμο σημείο; Η Επιτροπή της Αυστραλιανής Γερουσίας επί της Μολύνσεως του Ύδατος ξεχώρισε δυο βασικούς παράγοντες, και είπε: «Πίσω από τα περισσότερα προβλήματα της μολύνσεως βρίσκονται οι δίδυμοι παράγοντες της αγνοίας και της απαθείας.»
Οι πρώτοι τεχνολόγοι επιστήμονες δεν προέβλεψαν την τεραστία επίδρασι που θα είχαν επάνω στις ανθρώπινες συνθήκες ζωής οι εφευρέσεις των εξοικονομήσεως εργασίας και μαζικής παραγωγής. Οι πρώτοι βιομήχανοι ίσως δεν είχαν αντιληφθή καλά τον βαθμό δηλητηριάσεως που θα προέκυπτε από την υπερβολική χρήσι των ορυκτών καυσίμων ούτε την περιωρισμένη ικανότητα των ποταμών, λιμνών και ακόμη των ωκεανών ν’ απορροφούν τα απορρίμματα που συσσωρεύονται σ’ αυτούς. Οι άνθρωποι, που ποθούσαν τα πρώτα μηχανήματα εξοικονομήσεως εργασίας και τα υποβοηθητικά εξαρτήματα, επεδίωκαν αρχικά να ελαφρώσουν κάπως το φορτίο που έφεραν. Δεν ξεκίνησαν εσκεμμένως για να καταστρέψουν το περιβάλλον των. Ούτε όμως και ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα όταν έγινε πιο φανερή η ζημία.
Ο συγγραφεύς Λούις Μάμφορντ λέγει για την πωρωμένη άποψι που ανέπτυξε η βιομηχανική κοινωνία: «Το να ενδιαφερθούν για πράγματα όπως η ακαθαρσία, ο θόρυβος, οι δονήσεις, εθεωρήθη ως θηλυπρεπής ευαισθησία.» Διηγείται πως όταν ο Σκώτος εφευρέτης Τζαίιμς Βαττ θέλησε να βελτιώση το σχέδιο της ατμομηχανής του ώστε να ελαττώση τον ισχυρό της θόρυβο, οι κατασκευασταί της Αγγλίας εμπόδισαν τον Βαττ να το κάμη. Γιατί; Τους άρεσε η βροντερή απόδειξις δυνάμεως που έδινε ο θόρυβος! Ένας σύγχρονος βιομήχανος στη Γερμανία έδειξε ότι αυτή η στάσις έχει πολύ λίγο αλλάξει. Όπως ανέγραψε το περιοδικό Ντερ Σπήγγελ της 14ης Σεπτεμβρίου 1970, όταν αυτός ο βιομήχανος ερωτήθηκε για τη μόλυνσι του Ρήνου, εξεδήλωσε κάποιο ενδιαφέρον για τον θάνατο των ψαριών, αλλά είπε: «Μπάνιο, ψάρεμα και ρομαντισμός—ένα μπουκέτο από ανοησίες!» Η θυσία αυτών των πραγμάτων ήταν απλώς το «τίμημα για την πρόοδο.»
Φθάνοντας στη ρίζα του προβλήματος, ο οικολόγος Μπάρρυ Κόμμονερ δηλώνει: «Οι προηγούμενες λεηλασίες των φυσικών μας πόρων εγίνοντο συχνά με πλήρη γνώσι των επιβλαβών συνεπειών, διότι είναι δύσκολο να μη γνωρίζη κανείς ότι η διάβρωσις ακολουθεί γρήγορα την αποδάσωσι μιας βουνοπλαγιάς. [Και απαιτείται μόνο κοινός νους για να διαπιστώσωμε ότι αν φορτώσωμε ένα ποτάμι με σκουπίδια θα επηρεάση τους ανθρώπους κατά μήκος του ποταμού.] Η δυσκολία έγκειται όχι σε επιστημονική άγνοια, αλλά σε εκούσια απληστία.»
Υπάρχει βέβαια ακόμη άγνοια. Οι επιστήμονες παραδέχονται ότι δεν γνωρίζουν ακόμη τα πλήρη αποτελέσματα πολλών από τις χημικές ενώσεις που ψεκάζονται στον αέρα, στην ξηρά και στα ύδατα. Αυτή η άγνοια είναι επικίνδυνη. Αλλά η απάθεια γι’ αυτόν τον κίνδυνο, μια απάθεια ριζωμένη στην ανθρώπινη ιδιοτέλεια, στην «εκούσια απληστία,» εμπόδισε οποιαδήποτε πραγματική αναχαίτισι ή έστω μια επιβράδυνσι στην τεχνολογική ανάπτυξι νέων επινοήσεων και χημικών προϊόντων.
Ποια ελπίς θεραπείας λοιπόν υπάρχει; Τι θα λεχθή για την επιτυχία που είχε σε μερικές περιοχές η αναχαίτισις της δηλητηριάσεως του περιβάλλοντος; Μπορεί να φέρη πλήρη ανακούφισι;