Σουρινάμ—Η Χώρα των Κοττομίσις
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα» στο Σουρινάμ
Ο ΠΟΙΚΙΛΟΣ πληθυσμός του Σουρινάμ περιλαμβάνει Κρεολούς, Ινδούς, Ινδονησίους, Νέγρους της Ζούγκλας, Ινδιάνους της Αμερικής, Κινέζους, Ολλανδούς και άλλους. Στην πρωτεύουσά του, το Παραμαρίμπο, μπορεί κανείς να ιδή κυρίες με μοντέρνα φορέματα, αλλά και Ινδές γυναίκες με σαρί, Ινδονήσιες γυναίκες με σαρόγκ, Νέγρες της Ζούγκλας με λαμπρά χρωματιστές τόγκες, και άλλες που φορούν το «Κοττοτζάκκι.» Θα ήθελα να σας μιλήσω γι’ αυτή την ενδυμασία.
Βρίσκετε αυτό το όνομα παράξενο; Η προέλευσίς του είναι από τη γλώσσα του Σουρινάμ, «κόττο» που σημαίνει φόρεμα και «τζάκκι» που σημαίνει ζακέττα. Φυσικά, «μίσσι» σημαίνει Δεσποινίς ή Κυρία. Γι’ αυτό η κυρία που φορεί την τυπική αυτή ενδυμασία ονομάζεται «κοττομίσσι.»
Η ιστορία αυτής της ενδυμασίας ανατρέχει στο παρελθόν, στους χρόνους της δουλείας, πριν από εκατό χρόνια και πλέον. Οι περισσότεροι από τους δούλους, που τους έφεραν από την Αφρική, περπατούσαν κατ’ ουσίαν γυμνοί, και πολλές από τις κοπέλλες ήσαν πολύ ωραίες. Συνέβαινε συχνά ώστε οι ιδιοκτήτες δούλων να ερωτεύωνται τις γυναίκες αυτές λόγω των σωματικών των θέλγητρων και να κάνουν ακατάλληλες προτάσεις σ’ αυτές. Έτσι αποφασίσθηκε να προσπαθήσουν να το αποτρέψουν αυτό.
Λέγουν ότι οι γυναίκες των ιδιοκτητών των δούλων συναντήθηκαν μαζί για να συζητήσουν το ζήτημα. Αποφάσισαν να σχεδιάσουν ένα φόρεμα που θα σκέπαζε ολόκληρα τα σώματα των νεαρών γυναικών και να τις κάνουν να φαίνονται άσχημες. Έτσι συνελήφθη η ιδέα των «κοττοτζάκκι»!
Οι γυναίκες άρχισαν να σχεδιάζουν ένα φαρδύ εσώρρουχο ή κομπιναιζόν. Το ενίσχυσαν μ’ ένα «κούι,» δηλαδή ένα κομμάτι ύφασμα γεμισμένο άχυρο, που το φορούσαν επάνω από τους γοφούς. Έπειτα φορούσαν το φαρδύ κομπιναιζόν ώστε αυτό να πέφτη επάνω από το «κούι» σχηματίζοντας μπουφφάν που έκρυβε έτσι τους γοφούς. Έπειτα φορούσαν ένα ωραίο χρωματιστό «κόττο» ή εξωτερικό ένδυμα επάνω από το κομπιναιζόν. Και πάνω απ’ αυτό σχεδίασαν ένα διπλό «τζάκκι» ή ζακέττα. Αυτή ήταν τόσο μακριά ώστε να φθάνη ως το «κούι,» και είχε μανίκια 3 τέταρτα. Το ύφασμα ήταν σκληρά κολλαρισμένο. Έτσι μ’ αυτή τη στολή μια λεπτή κοπέλα έμοιαζε με μια γυναίκα που ζύγιζε 200 πάουντ»!
Μια «αντζίζα,» ή κάλυμμα της κεφαλής, είχε σχεδιασθή για να ταιριάζη με το φόρεμα. Με τον καιρό, οι γυναίκες άρχισαν να δένουν αυτά τα χρωματιστά μανδήλια της κεφαλής με τέτοιον τρόπο ώστε να δείχνουν τις ποικίλες διαθέσεις των, αγάπη, ζηλοτυπία, οργή, και ούτω καθεξής.
Το στυλ της «αντζίζας» είχε και άλλες σημασίες εκτός από το να δείξη τη διάθεσι εκείνης που τη φορούσε. Μέσω αυτών οι κοπελλες ώριζαν συναντήσεις με τα αγόρια που είχαν ως φίλους και έδειχναν αν ακόμα τα αγαπούσαν.
Η θέσις ή η απασχόλησις, επίσης, δειχνόταν με την «αντζίζα» που φορούσαν. Επί παραδείγματι, υπήρχε ένας τύπος που φοριόταν από τις πόρνες. Μια δούλη που φρόντιζε για τα παιδιά του ιδιοκτήτου δούλων φορούσε έναν ειδικό τύπο «κοττοτζάκκι» και μιαν «αντζίζα» με πλατύ γύρο. Πάνω απ’ αυτό φορούσε καπέλλο. Έτσι ο καθένας μπορούσε να ιδή από την ενδυμασία της ότι ήταν μια ειδική δούλη κοπέλλα.
Ένα «μεκ σάνι εντέ,» ή κάλυμμα κεφαλής «για πολλές εργασίες,» είναι πολύ ενδιαφέρον. Αυτό κατασκευάζεται με το δέσιμο τριών «αντζίζα» μαζί, ενώ όλες οι δώδεκα γωνίες προεξέχουν και για να ταιριάζουν, φορούσαν τρεις «κοττοτζάκις» τη μία επάνω από την άλλη, που η καθεμιά ήταν κοντότερη από την άλλη, ώστε και οι τρεις να φαίνονται. Μια άδετη «αντζίζα» εκρατείτο σε κάθε χέρι. Αυτή η ενδυμασία ήταν για ειδικές ευκαιρίες, όπως όταν ένα πρόσωπο επιρροής από το εξωτερικό επεσκεπτόταν το Σουρινάμ.
Οι «κοττομίσσις» καλωσώριζαν ένα τέτοιο άτομο με το να υποκλίνωνται και να λέγουν λίγες λέξεις καλωσορίσματος. Έπειτα, ενώ ακόμη κοίταζαν στον ξένο, ξαναγύριζαν πίσω στα βήματα των και έσειαν τις «αντζίζες» των στα χέρια τους. Επίσης άπλωναν άδετες «αντζίζες» στο έδαφος ώστε το πρόσωπο επιρροής μπορούσε να περπατήση επάνω σ’ αυτές. Αυτό εσήμαινε: Σας τιμώ τόσο πολύ ώστε σας κάνω να περπατήσετε επάνω σ’ εκείνο που φορώ στην κεφαλή μου.»
Ένας πιο τελευταίος τρόπος δεσίματος της «αντζίζας» ονομάζεται, «ότο μπάκα,» που σημαίνει προφυλακτήρ αυτοκινήτου. Αυτός ο τρόπος γίνεται με το να διπλώνη κανείς τις άκρες της «αντζίζας» μαζί στο πίσω μέρος της κεφαλής σε σχήμα ενός προφυλακτήρος αυτοκινήτου,
Τώρα μόνον οι ηλικιωμένες γυναίκες κατά καιρούς φορούν το «κοττοτζάκκι,» αλλά χωρίς το γέμισμα με άχυρο. Συχνότερα φοριέται μια απλά δεμένη «αντζίζα». Για ειδικά γεγονότα, εν τούτοις, όπως την ημέρα της Χειραφετήσεως, που εορτάζεται η κατάργησις της δουλείας που έγινε το 1863, πολλές γυναίκες, νέες και ηλικιωμένες, παρελαύνουν στους δρόμους με αυτή την ενδιαφέρουσα ενδυμασία του παλιού καιρού.