Θρησκεία και Πόλεμος τα Πρόσφατα Χρόνια
ΟΙ θρησκευτικοί πόλεμοι δυστυχώς δεν περιορίσθηκαν στο απώτερο παρελθόν. Συνέβησαν και στους συγχρόνους καιρούς. Μπορεί κάποιος, επί παραδείγματι, να διαβάση ανταποκρίσεις για «μάχες μεταξύ Καθολικών και Διαμαρτυρομένων» στην Ιρλανδία.50
Από τον Αύγουστο του 1969 πάνω από 200 άτομα πέθαναν στις διαμάχες εκεί και πολλές εκατοντάδες τραυματίσθηκαν. Μια πρόσφατη ανταπόκρισις αναφέρει: «Ερειπωμένα από φωτιά καταστήματα, θρυμματισμένα παράθυρα, αγορές κατεστραμμένες από βόμβες, σπασμένα ξύλινα μαννεκέν μπροστά σε κλειδωμένα καταστήματα—όλα αυτά υπενθυμίζουν μ’ έναν θλιβερό και παράλογο τρόπο τη χειροτέρευσι του αστικού πολέμου μεταξύ των Διαμαρτυρομένων και των Καθολικών.»51
Αλλά τι θα λεχθή για τις σταυροφορίες ή τους «ιερούς πολέμους»; Βέβαια η θρησκεία δεν υπεστήριξε πολέμους σήμερα όπως έκαμε με τις σταυροφορίες, μπορείτε να σκεφθήτε. Εν τούτοις το έχει κάμει. Οι Εκκλησιαστικοί ηγέται το παραδέχονται αυτό.
Επί παραδείγματι, τον Ιούλιο του 1969 ένας φοβερός πόλεμος ξέσπασε μεταξύ του Ελ Σαλβαδόρ και της Ονδούρας. Σύμφωνα με το βιβλίο του έτους μιας εγκυκλοπαιδείας: «Η σύγκρουσις προξένησε θάνατο και μια ανθρώπινη τραγωδία σε τέτοιο σημείο που είναι σπάνιο στην ιστορία του Σαλβαδόρ.»52 Ποιος ήταν υπεύθυνος γι’ αυτόν τον πόλεμο;
Ο επίσκοπος της Ονδούρας Χοσέ Καράνζα κατηγόρησε τον Καθολικό κλήρο του Ελ Σαλβαδόρ ότι τον υπέθαλψε με τα συγγράμματά του, τους λόγους του και τη στάσι του. Είπε ότι τον απεκάλεσαν «ιερό πόλεμο» και ενεθάρρυναν τους Καθολικούς να πολεμήσουν.53
Είναι γεγονός ότι η θρησκεία στους σύγχρονους καιρούς διαφέρει πολύ λίγο από τον Μεσαίωνα όταν οι κληρικοί ενεθάρρυναν τις εκκλησίες των ‘να πάνε και να σκοτώσουν τους άπιστους.’ Ο σεβαστός εκκλησιαστικός ιστορικός Ρόλαντ Χ. Μπέιντον παρετήρησε: «Οι εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ειδικά πήραν μια στάσι όπως των σταυροφόρων έναντι του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.»54
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος—Ένας «Ιερός Πόλεμος»;
Είναι φανερό ότι τα αίτια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ήσαν τελείως διαφορετικά από τα αίτια των «ιερών πολέμων» των προηγουμένων αιώνων. Η εκκλησία υπεστήριξε άμεσα τις σταυροφορίες για την απελευθέρωσι των «αγίων τόπων.» Από την άλλη πλευρά, τα αίτια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ήσαν κυρίως πολιτικά. Εν τούτοις ο ρόλος της θρησκείας σ’ αυτόν τον σύγχρονο πόλεμο ήταν με ένα αξιοσημείωτο τρόπο ο ίδιος με τον ρόλο που έπαιξε η θρησκεία στους προηγουμένους «ιερούς πολέμους.»
Σχολιάζοντας έπ’ αυτού του σημείου ο Πρόεδρος του συλλόγου των Καθηγητών της Θεολογίας σε μια Σχολή Αποφοίτων στο Κλαίρμοντ, Ιωσήφ Σ. Χώου, ετόνισε το παράδειγμα του επισκόπου του Λονδίνου, Α. Φ. Γουίνιγκτον-Ίνγκραμ. Αυτός ο επίσκοπος παρώτρυνε τον Αγγλικό λαό:
«Σκοτώστε τους Γερμανούς—σκοτώστε τους· όχι προς χάριν του φόνου, αλλά για να σώσετε τον κόσμο, σκοτώστε τον καλό καθώς και τον κακό, σκοτώστε τον νέο καθώς και τον γέρο, σκοτώστε εκείνους που έδειξαν οίκτο στους τραυματίες μας καθώς κι’ εκείνους που υπήρξαν δαιμονιώδεις . . . Καθώς το είπα χίλιες φορές, θεωρώ αυτόν τον πόλεμο ως ένα πόλεμο για την αγνότητα και θεωρώ τον καθένα που θα πεθάνη σ’ αυτόν ως ένα μάρτυρα.»55
Και τι έκαμαν από την άλλη πλευρά; Ο αρχιεπίσκοπος της Κολωνίας της Γερμανίας είπε τα ακόλουθα στους Γερμανούς στρατιώτες:
«Αγαπημένοι μου άνθρωποι της Γης των Πατέρων μας, ο Θεός είναι μαζί μας σ’ αυτόν τον πόλεμο για τη δικαιοσύνη στον οποίον έχομε εμπλακή παρά τη θέλησί μας. Σας διατάσσομε εν τω ονόματι του Θεού να πολεμήσετε μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός σας για την τιμή και τη δόξα της χώρας. Με τη σοφία του και τη δικαιοσύνη του ο Θεός γνωρίζει ότι είμεθα στο πλευρό της δικαιοσύνης και θα μας δώση τη νίκη.»56
Τέτοια λόγια φέρνουν στη μνήμη την έκκλησι του Πάπα Ουρβανού, «Πηγαίνετε και πολεμήστε εναντίον των βαρβάρων,» η οποία υποκίνησε τις Σταυροφορίες. Εν τούτοις, τα λόγια του επισκόπου της Κολωνίας δεν είναι ασυνήθη. Μάλλον είναι χαρακτηριστικά του πνεύματος που επικρατούσε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Καθηγητής Μπέιντον είπε για τις εκκλησίες της Αμερικής:
«Οι Αμερικανοί κληρικοί όλων των πίστεων δεν ήσαν ποτέ τόσο ενωμένοι ο ένας με τον άλλον και με τη γνώμη της χώρας. Επρόκειτο για έναν ιερό πόλεμο. Ο Ιησούς είχε ντυθή με χακί και απεικονισθή σε πορτραίτα που τον παρουσίαζαν να βλέπη μια κάνη του όπλου. Οι Γερμανοί ήσαν Ούννοι. Το να τους σκοτώση κανείς εσήμαινε να καθαρίση τη γη από τέρατα.»57
Δεν πρόκειται για μια μεγαλοποιημένη περιγραφή της στάσεως του κλήρου. Ένα κύριο άρθρο του περιοδικού Φόρτσιουν παρετήρησε: «Υπήρχε τέτοιο μίσος για τον εχθρό στις εμπροσθοφυλακές, ώστε καμμιά ευγλωττία δεν μπορούσε να το συγκρίνη με τις ύβρεις που εκσφενδονίζονταν εναντίον των Γερμανών από τους ανθρώπους του Χριστού.»58 Ο Ρέυ Χ. Άμπραμς έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Οι Κήρυκες Παρουσιάζουν Όπλα, στο οποίο ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο «Ο Ιερός Πόλεμος» είναι αφιερωμένο στην ολόψυχη ενθάρρυνσι του πολέμου εκ μέρους του κλήρου. Επί παραδείγματι, ο Ράντολφ Χ. Μακκίμ ανεφώνησε από τον άμβωνά του στην Ουάσιγκτων:
«Ο Θεός μάς κάλεσε σ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο πόλεμος που διεξάγομε είναι δικός του. . . . Αυτή η σύγκρουσις είναι πράγματι μια σταυροφορία. Η μεγαλύτερη στην ιστορία—η ιερώτερη. Είναι στην πιο βαθειά και πιο αληθινή έννοια ένας Ιερός Πόλεμος. . . . Μάλιστα, είναι ο Χριστός, ο Βασιλεύς της Δικαιοσύνης, που μας καλεί ν’ αντιμετωπίσωμε σ’ έναν θανάσιμο αγώνα αυτή την ασεβή και βλάσφημη δύναμι [τη Γερμανία].»59
Επίσης ο Άλμπερτ Σ. Ντίφφενμπαχ, εκδότης του Δη Κρίστιαν Ρέτζιστερ, έγραψε σ’ ένα κύριο άρθρο:
«Ως Χριστιανοί, βέβαια, λέμε ότι ο Χριστός επιδοκιμάζει [τον πόλεμο]. Θα πολεμούσε όμως αυτός και θα φόνευε; . . . Δεν υπάρχει ευκαιρία, προκειμένου για τον θάνατο του εχθρού, που θα απέφευγε ή θα ανέβαλλε να την επωφεληθή! Θα έπαιρνε την ξιφολόγχη και τη χειροβομβίδα και τη βόμβα και το όπλο και θα εκτελούσε το έργο της θανατώσεως εναντίον εκείνου που είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός της βασιλείας του Πατρός του σε μια χιλιετηρίδα.»60
Σας συγκλονίζουν αυτές οι εκφράσεις; Και όμως αυτά έλεγαν πολλοί κληρικοί και θρησκευτικές εκδόσεις στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ολίγοι θρησκευτικοί ηγέται από κάθε πλευρά εναντιώθηκαν στις διαμάχες και τους φόνους. Ο Ρ. Χ. Άμπραμς είπε ότι του ήταν αδύνατο να βρη έστω και έναν ιερέα που να ήταν εναντίον του πολέμου.
Καταλαβαίνετε, επομένως, γιατί ο Βρεττανός Ταξίαρχος Φρανκ Π. Κρόζιερ είπε: «Οι Χριστιανικές Εκκλησίες είναι οι καλύτεροι παραγωγοί αιμοδιψίας που έχομε, και απ’ αυτές κάναμε ελεύθερη χρήσι.»61
Τι θα Μπορούσε να Είχε Συμβή;
Εν τούτοις, τι θα μπορούσε να είχε συμβή αν οι εκκλησίες στα εμπόλεμα έθνη είχαν διδάξει μ’ επιτυχία τα μέλη των ότι είναι κακό να φονεύουν τον συνάνθρωπό τους και ειδικά τους ομοίους των Χριστιανούς; Εφόσον οι άνθρωποι σ’ αυτά τα έθνη ωμολογούσαν στην πραγματικότητα όλοι ότι ήσαν Χριστιανοί, τότε ο πόλεμος θα ήταν αδύνατο να γίνη!
Σχολιάζοντας αυτό το γεγονός ένας εξέχων ραββίνος της εποχής εκείνης, ο Στέφεν Σ. Γουάις, είπε: «Η αποτυχία των εκκλησιών και των συναγωγών να διατηρήσουν την ηγεσία στο λαό ήταν η αιτία του παρόντος πολέμου.»62 Οι εκκλησίες, επειδή αυτό είναι το χαρακτηριστικό τους, παρέλειψαν να δώσουν καθοδήγησι στους ανθρώπους ώστε να μη συμμετέχουν στον πόλεμο.
Οι Εκκλησίες και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Υπήρξε καμμιά διαφορά στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Λέγουν για τον εξέχοντα Διαμαρτυρόμενο θεολόγο Ρέινχολντ Νίμπουρ: «Αυτός ωδήγησε πολλούς Αμερικανούς Χριστιανούς από την ειρηνοφιλία στην αποδοχή της ηθικής ανάγκης να πολεμήσουν τον Χίτλερ στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.»63
Ο σύγχρονος ιστορικός Α. Π. Στωξ είπε: «Οι εκκλησίες ως σύνολο ερρίφθησαν εγκαρδίως όχι μόνο στα ζητήματα της πολεμικής περιθάλψεως. . . αλλά σε μια πιο σθεναρή υποστήριξι του Πολέμου. Μερικοί προχώρησαν τόσο πολύ ώστε να τον αποκαλέσουν ένα θρησκευτικό πόλεμο.»64
Στη Γαλλία και την Αγγλία, επίσης, οι εκκλησίες ανταγωνίζονταν η μια την άλλη στην υποστήριξι της εθνικής υποθέσεως. Επί παραδείγματι, ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος του Καμπραί απεκάλεσε τον αγώνα της Γαλλίας «ένα πόλεμο υπερασπίσεως του πολιτισμού, του δικαίου των εθνών, της ανθρώπινης ηθικής, της ελευθερίας, εν ολίγοις, του ανθρωπισμού.»65 Είναι φανερό ότι οι εκκλησίες ωδηγούσαν τους ανθρώπους των στο πεδίο της μάχης εναντίον της Γερμανίας.
Τι θα λεχθή όμως για τις εκκλησίες της Γερμανίας; Ενίσχυσαν τον Αδόλφο Χίτλερ; Υπεστήριξαν τα πολεμικά του σχέδια;
Υποστήριξις του Χίτλερ
Το έτος 1933 υπεγράφη ένα κονκορδάτο μεταξύ της Γερμανίας και του Βατικανού. Το άρθρο 16 του κονκορδάτου ώριζε ρητώς ότι κάθε επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας, πριν αναλάβη τα καθήκοντά του, θα πρέπη να δίνη ένα «όρκο νομιμοφροσύνης» στο καθεστώς των Ναζί. Και το άρθρο 30 απαιτούσε όπως ύστερα από κάθε Μεγάλη Λειτουργία αναπέμπεται μια προσευχή «για την ευημερία του Γερμανικού Ράιχ και του λαού του.»66
Το έτος 1936, όταν είχαν κυκλοφορήσει ειδήσεις ότι οι Καθολικοί αντετίθεντο στο καθεστώς του Χίτλερ, ο Καρδινάλιος Φάουλχαμπερ είπε σε μια ομιλία στις 7 Ιουνίου: «Είσθε όλοι μάρτυρες του γεγονότος ότι όλες τις Κυριακές και τις εορτές στις κύριες λειτουργίες σ’ όλες τις εκκλησίες προσευχόμεθα για τον Φύρερ όπως υποσχεθήκαμε στο κονκορδάτο. . . . Στενοχωρούμεθα σχετικά μ’ αυτή την αμφισβήτησι της νομιμοφροσύνης μας προς το κράτος.»67
Μ’ αυτόν τον τρόπο που ωδηγούσαν οι εκκλησίες τον Γερμανικό λαό; Ο Ρωμαιοκαθολικός Καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, Φρίντριχ Χέερ, εξηγεί: «Στα ψυχρά γεγονότα της Γερμανικής ιστορίας ο Σταυρός και η σβάστικα ήλθαν πολύ πιο κοντά, μέχρις του σημείου ώστε η σβάστικα να εξαγγέλλη το μήνυμα της νίκης από τα καμπαναριά των Γερμανικών μητροπόλεων, σημαίες με τη σβάστικα να περιστοιχίζουν τους βωμούς των εκκλησιών και Καθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι, πάστορες, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί να δέχωνται με χαρά τη συμμαχία με τον Χίτλερ.»68
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1939, δυο εβδομάδες μετά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία, οι Γερμανοί επίσκοποι εδημοσίευσαν από κοινού μια ποιμαντορική επιστολή στην οποία ανέφεραν: «Σ’ αυτήν την αποφασιστική στιγμή υπενθυμίζομε στους Καθολικούς μας στρατιώτες να κάμουν το καθήκον τους με υπακοή στον Φύρερ και να είναι έτοιμοι να θυσιάσουν όλη τους την ατομικότητα. Κάνομε έκκλησι στους πιστούς να ενωθούν μαζί μας σε θερμές προσευχές όπως η Θεία Πρόνοια του Παντοδυνάμου Θεού οδηγήση αυτόν τον πόλεμο σε μια ευλογημένη επιτυχία και ειρήνη για την πατρίδα και το έθνος μας.»69
Το καλοκαίρι του 1940 ο Καθολικός επίσκοπος Φρανζ Γιοζέφ Ραρκόφσκι είπε: «Ο Γερμανικός λαός . . . έχει ήσυχη τη συνείδησί του . . . Γνωρίζει ότι αγωνίζεται έναν δίκαιο πόλεμο, έναν πόλεμο που προήλθε από την ανάγκη της αυτοπροασπίσεως ενός λαού.»70
Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης το 1939 παρετήρησαν: «Περιοδικά των Γερμανικών Προτεσταντικών και Καθολικών Εκκλησιών δημοσιεύουν τώρα πολλά ενθαρρυντικά άρθρα εξηγώντας τα καθήκοντα των στρατιωτών που αγωνίζονται για την άμυνα της χώρας των και νουθετούν τους Γερμανούς στρατιώτες ν’ αγωνισθούν με το πνεύμα του Αγίου Μιχαήλ για μια Γερμανική νίκη και μια δίκαιη ειρήνη.»71
Δεν είναι φανερό που ωδηγούσαν οι εκκλησίες τον Γερμανικό λαό; Ο Καθηγητής Γκόρντον Τσάαν έγραψε: «Ο Γερμανός Καθολικός ο οποίος απέβλεπε στους θρησκευτικούς του ανωτέρους για πνευματική καθοδήγησι και κατεύθυνσι σχετικά με την υπηρεσία του στους πολέμους του Χίτλερ, ελάμβανε ουσιαστικά τις ίδιες απαντήσεις που θα ελάμβανε από τον ίδιο τον αρχηγό των Ναζί.»72
Η θρησκευτική κατεύθυνσις που εδόθη είναι φανερή από την Καθολική υποστήριξι που δόθηκε στον πόλεμο από τα μέλη των εκκλησιών. Ο Καθηγητής Χέερ εξηγεί: «Από τα τριάντα δύο εκατομμύρια περίπου Γερμανών Καθολικών—από τα οποία δεκαπέντε και μισό ήσαν άνδρες—μόνο επτά αρνήθηκαν ανοικτά στρατιωτική υπηρεσία. Έξη απ’ αυτούς ήσαν Αυστριακοί.»73 Η κατάστασις ήταν η ίδια με τους Γερμανούς Διαμαρτυρομένους.
Έτσι σε κάθε χώρα οι εκκλησίες ωδήγησαν τα μέλη των στον πόλεμο. Καθολικοί έσφαζαν Καθολικούς στα πεδία των μαχών. Προτεστάνται εφόνευαν Προτεστάντες. Και οι εκκλησιαστικοί ηγέται και στις δυο παρατάξεις προσεύχονταν στο Θεό για νίκη!
Τι δυσφήμισι για τον Θεό να συνδέουν το όνομα του με τέτοια αποτρόπαια έργα! Είναι βέβαιο ότι τα λόγια της Γραφής εφαρμόζονται στις εκκλησίες: «Ομολογούσιν ότι γνωρίζουσι τον Θεόν, με τα έργα όμως αρνούνται, βδελυκτοί όντες και απειθείς και εις παν έργον αγαθόν αδόκιμοι.»—Τίτον 1:16.
Θρησκεία και Επανάστασις
Οι εκκλησιαστικοί ηγέται δεν υπεστήριξαν μόνο πολέμους μεταξύ των εθνών, αλλά και επαναστάσεις εντός των εθνών επίσης. Το 1937 οι Ισπανοί Καθολικοί ενθαρρύνθηκαν από πολλούς κληρικούς των να υποστηρίξουν την κίνησι του Στρατηγού Φράνκο εναντίον της Δευτέρας Ισπανικής Δημοκρατίας. Τώρα, όμως, επίσκοποι και ιερείς, που είναι δυσαρεστημένοι με το καθεστώς του Φράνκο, εζήτησαν τελευταίως «συγγνώμην» για την υποστήριξι της Εκκλησίας στην κίνησί του.74
Αναφερόμενος στις σύγχρονες τάσεις, ο Λουθηρανός Κάρολυ Πραίλε συνώψισε: «Έτσι παρατηρούμε μια αξιοσημείωτη ομοφωνία μεταξύ των θεολόγων σχετικά με το γεγονός ότι είναι δυνατόν για Χριστιανούς να λαμβάνουν μέρος σε μια επανάστασι.»75 Οι Ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι στην Αγγλία είπαν προσφάτως: «Δεν θα ήταν πρέπον να καταδικασθή η χρήσις βίας εναντίον της εξουσίας, εφ’ όσον είναι φανερό ότι αυτοί που είναι στην εξουσία μπορεί να είναι ένοχοι μιας χειρότερης βίας.»76
Είναι λοιπόν να εκπλήσσεται κανείς σήμερα που μέλη των εκκλησιών λαμβάνουν μέρος σε πολιτικές επαναστάσεις; Ο Τζιώρτζ Σέλεστιν, επιμελητής της θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Εδουάρδου στο Ώστιν του Τέξας παρετήρησε: «Οι Χριστιανοί είναι αποφασισμένοι να μεταβάλουν τις άδικες καταστάσεις όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Αυτό σημαίνει σε μερικές περιπτώσεις ότι οι εκκλησίες μπορεί να κηρύττουν τη βία.»77
Έτσι, το χρονικό της παγκόσμιας θρησκείας σχετικά με τον πόλεμο και τη βία είναι σαφές, και είναι ομολογουμένως φρικτό. Η παγκόσμιος θρησκεία είναι καταδικασμένη επειδή φέρει την κυρία ευθύνη, όπως λέγει το Αποκάλυψις 18:24, διότι «εν αυτή ευρέθη αίμα . . . πάντων των εσφαγμένων επί της γης.»
Έπειτα τι θα λεχθή επίσης για την ενοχή της στο ζήτημα της ανηθικότητος που σαρώνει τον κόσμο; Ποιος είναι ο ρόλος της σ’ αυτό;