Αν Σεις Ήσθε ο Δικαστής, Ποια θα Ήταν η Απόφασις Σας;
ΣΑΣ προσκαλούμε να θέσετε τον εαυτό σας στη θέσι ενός δικαστού σ’ αυτή τη δικαστική υπόθεσι από την Αυστρία:
Ένα κοριτσάκι δύο ετών έχει προσβληθή από λευχαιμία. Ο γιατρός που χειρίζεται την περίπτωσι διατάσσει να του κάνουν μετάγγισι. Για θρησκευτικούς λόγους, οι γονείς απορρίπτουν αυτή τη θεραπεία. Από αυτό το σημείο και πέρα, ο γιατρός αρνείται να παράσχη οποιαδήποτε περαιτέρω ιατρική περίθαλψι στο παιδί. Το παιδί το έβγαλαν από το νοσοκομείο.
Οι γονείς τότε ζητούν κάποια άλλη θεραπεία που θα μπορούσε να βοηθήση το κοριτσάκι τους, αλλά λίγο αργότερα εκείνο πεθαίνει. Οι τοπικές αρχές κατηγορούν τους γονείς για ανθρωποκτονία. Η υπόθεσις φέρεται στο δικαστήριο. Ο δημόσιος κατήγορος, στην αγόρευσί του, ζητεί να τιμωρηθούν οι γονείς. Αν ήσαστε ο δικαστής, ποια θα ήταν η απόφασίς σας;
Παρακαλούμε διαβάστε αυτό το άρθρο για να γνωρίσετε την υπόθεσι πριν βγάλετε την απόφασί σας.
Η Ασθένεια και ο Θάνατος του Παιδιού
Τον Μάιο του 1970, ο Έντουαρντ και Βερόνικα Βάλτερ, από το Στέιρ της Άνω Αυστρίας, παρετήρησαν ότι η διετής κόρη τους Ειρήνη ήταν πολύ χλωμή. Αμέσως επισκέφθηκαν ένα Παιδίατρο. Εκείνος πίστευε ότι η ασθένεια της Ειρήνης ήταν απλώς μια περίπτωσις κακής διατροφής. Επειδή η κατάστασίς της δεν βελτιωνόταν, οι γονείς της μικρής επισκέφθηκαν τον γιατρό και πάλι τον Σεπτέμβριο. Εξετάσθηκε το αίμα της Ειρήνης αλλά δεν βρέθηκε καμμιά ασθένεια του αίματος.
Ένα μήνα αργότερα, κατά τα τέλη του Οκτωβρίου, το παιδί εστάλη στο Γενικό Δημόσιο Περιφερειακό Νοσοκομείο της Στέιρ. Δυο μέρες αργότερα, όταν η μητέρα ήλθε να δη το παιδί της στο νοσοκομείο, της είπαν ότι έπρεπε να γίνη μετάγγισις αίματος στην Ειρήνη. Η κυρία Βάλτερ εξήγησε ότι, σαν Χριστιανή Μάρτυς του Ιεχωβά, δεν ήθελε μετάγγισι αίματος για το παιδί της λόγω της Βιβλικής εντολής ν’ απέχουν από αίμα κάθε είδους.—Πράξ. 15:28, 29· Λευιτ. 17:14.
Κατόπιν εκλήθη ο πατέρας να έλθη στο νοσοκομείο και πήγε. Οι γονείς κράτησαν τη στάσι τους σχετικά με τις μεταγγίσεις αίματος για το παιδί τους. Τότε ο γιατρός εδήλωσε: «Όσον αφορά εμένα η περίπτωσις θεωρείται λήξασα.»
Έτσι, από την αρχή ακόμη το νοσοκομείο έδειξε διαθέσεις να στερήση το παιδί από την περιποίησί του, αν οι γονείς δεν συμφωνούσαν σ’ ένα ωρισμένο είδος θεραπείας—τη μετάγγισι αίματος. Το ίδιο εκείνο απόγευμα είπαν στον κύριο και την κυρία Βάλτερ να πάρουν το παιδί στο σπίτι τους, χωρίς όμως να τους δοθούν οποιεσδήποτε οδηγίες για άλλους τρόπους θεραπείας.
Επανειλημμένως ρώτησαν οι γονείς της μικρής αν υπήρχε άλλος τρόπος να βοηθήσουν το παιδί τους εκτός από τη μετάγγισι αίματος, αλλ’ ο γιατρός είπε ότι δεν υπήρχε. Οι γονείς έφεραν την Ειρήνη σε μια κλινική στην Άνω Αυστρία και κατόπι σε δύο πρακτικούς γιατρούς στη Γερμανία και Αυστρία. Δεν βρέθηκε θεραπεία για το παιδί. Στις 5 Νοεμβρίου 1970 πέθανε στο σπίτι των γονέων της στο Στέιρ.
Κατηγορίες Απαγγέλλονται Κατά των Γονέων
Μήπως έχετε την εντύπωσι ότι οι γονείς ήθελαν πράγματι να πεθάνη το παιδί τους, ή ότι επίτηδες συνέβαλαν στο θάνατό του με το ν’ απορρίψουν τη μετάγγισι αίματος; Ο Δρ. Άλφρεντ Άντελ φαίνεται ότι έτσι πίστευε, γιατί όταν συνέταξε το πιστοποιητικό νεκροψίας συνεπλήρωσε στο Σημείον 12 του πιστοποιητικού του θανάτου τις λέξεις: «Άρνησις μεταγγίσεως αίματος.» Το Σημείον 12 φέρει τον ακόλουθο τίτλο: «Σε περίπτωσι βιαίου θανάτου (αυτοκτονία, φόνο, ανθρωποκτονία, δυστύχημα) δώστε λεπτομέρειες για τον τρόπο και την αιτία αυτού του βιαίου θανάτου.»
Την επομένη μέρα ο Δρ. Άντελ ανέφερε την υπόθεσι στον Ομοσπονδιακό Αστυνομικό Σταθμό στο Στέιρ. Οι γονείς εξετάσθηκαν αμέσως από το Ομοσπονδιακό Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών και εξήγησαν τη θρησκευτική των άποψι για τη μετάγγισι αίματος. Επίσης, δήλωσαν ότι οι γιατροί δεν ήσαν σε θέσι να εγγυηθούν μια θεραπεία και, επειδή γνώριζαν ότι η μετάγγισις αίματος μπορεί να είχε επίσης σοβαρά, ακόμη και μοιραία αποτελέσματα, αυτός ο λόγος τους είχε οδηγήσει ν’ αρνηθούν μετάγγισι.
Η αστυνομία έστειλε την αναφορά στο γραφείο του δημοσίου κατηγόρου, ο οποίος, με τη σειρά του, ζήτησε μια γνωμάτευσι από το Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Πάρις Λόντρον του Λιντς, σχετικά με τον θάνατο της Ειρήνης Βάλτερ. Η τελική γνωμάτευσις του Ινστιτούτου, που συνετάγη από τον Καθηγητή Νόρμπερτ Φέλκαρτ και τον αρχίατρο Δρα Κλάους Γιάρος, έλεγε:
«Στην πραγματικότητα η πρόγνωσις για να ζήση κανείς απ’ αυτή την ασθένεια δεν είναι ευνοϊκή, ακόμη και με τις σύγχρονες ιατρικές μεθόδους, δηλαδή, βασικά μια ανάρρωσις δεν ήταν δυνατή, και η βασική ασθένεια θ’ απέβαινε μοιραία αργά ή γρήγορα.»
Εν τούτοις, αυτή η ίδια γνωμάτευσις είπε εν συνεχεία ότι η άρνησις συγκαταθέσεως για μετάγγισι αίματος «συντόμευε το διάστημα της ζωής του παιδιού σημαντικά.» Η περίληψις έλεγε ότι το παιδί πέθανε από αναιμία που ωφείλετο σε λευχαιμία και «παρεμπόδισι καταλλήλου ιατρικής περιθάλψεως.»
Κατόπιν το γραφείο κατηγόρου υπέβαλε μήνυσι εναντίον του Έντουαρντ και της Βερόνικα Βάλτερ στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Στέιρ στις 19 Φεβρουαρίου 1971. Υποστήριξε ότι με το να μη επιτρέψουν τη μετάγγισι αίματος στο παιδί τους ήταν παράβασις του άρθρου 335 του Ποινικού νόμου που αφορά την ασφάλεια της ζωής. Αυτός ο νόμος λέγει:
«Κάθε πράξις ή παράβασις, της οποίας το δρων πρόσωπο μπορεί ν’ αντιληφθή είτε από τις φυσικές συνέπειές της, που είναι φανερές στον καθένα, είτε από ειδικές διατάξεις που έχουν δημοσιευθή, είτε από την κοινωνική του θέσι, την υπηρεσία του, το επάγγελμά του, την τέχνη του, την απασχόλησί του ή γενικά από τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ότι είναι δυνατόν να προκληθή ή να αυξηθή κίνδυνος της ζωής, της υγείας ή της σωματικής ασφαλείας ατόμων, και αν έχη προξενηθή σοβαρά βλάβη σ’ ένα άτομο, πρέπει να θεωρηθή ως παράβασις του νόμου εκ μέρους του ένοχου και να τιμωρηθή με φυλάκισι μέχρις έξη μηνών ή με πρόστιμο μέχρι 100.000 σεληνίων [περίπου $4.350] και αν το άτομο πεθάνη, να τιμωρηθή με φυλάκισι μέχρις ενός έτους.»
Η κατηγορία καταλήγει με την αίτησι να επιβληθή το δεύτερον μέτρο ποινής που προβλέπει αυτός ο νόμος.
Ερωτήσεις Προς Εξέτασιν
Τι σκέπτεσθε για την υπόθεσι τώρα; Συμφωνείτε με την κατηγορία του δημοσίου κατηγόρου και πιστεύετε ότι η ενοχή των κατηγορουμένων έχει επαρκώς αποδειχθή; Ή μήπως οι γονείς ευσυνείδητα έκαμαν ό,τι μπορούσαν για να σώσουν τη ζωή του παιδιού; Ποια πιθανότης υπήρχε να ζήση το παιδί ή να παραταθή η ζωή του με μια μετάγγισι αίματος; Ήταν η μετάγγισις αίματος η μόνη κατάλληλη και η καλύτερη θεραπεία σ’ αυτή την περίπτωσι;
Εξ άλλου, έκαμαν οι γιατροί ό,τι μπορούσαν και ό,τι ώφειλαν να κάμουν για να βοηθήσουν το παιδί; Ας στραφούμε στις γνώμες μερικών ειδικών.
Ποια Είναι η Κατάλληλη Θεραπεία;
Η περίληψις στην προαναφερθείσα τελική γνωμάτευσι λέγει: «Θάνατος από αναιμία που οφείλεται σε λευχαιμική λυμφαδένωσι και παρεμπόδισις της κατάλληλης ιατρικής θεραπείας.» Τι θα λέγατε αν αυτό που θεωρείται «κατάλληλη» θεραπεία αποδεικνυόταν ότι περιελάμβανε ωρισμένους κινδύνους; Σαν ένας δίκαιος δικαστής θα έπρεπε να λάβετε και αυτό υπ’ όψι στη γνωμάτευσί σας. Εξετάστε λοιπόν τα ακόλουθα:
Στην προανάκρισι, οι γονείς υπέβαλαν στο δικαστήριο το Μόνατσριφτ φυρ Κίντερχαϊλκοντε (Μηνιαίο Περιοδικό της [Γερμανικής Εταιρίας] Παιδιατρικής), Τόμ. 118, Νο 1, Ιανουάριος 1970. Αυτό το περιοδικό δημοσίευε τις διαλέξεις που έγιναν στο 67ο συνέδριο της Γερμανικής Εταιρίας Παιδιατρικής στο Σααρμπρύκεν στις 24 Σεπτεμβρίου 1969, πάνω στο θέμα «Νεώτερες Απόψεις περί της Λευχαιμίας των Παίδων.»
Η σελίς δύο αναφέρει ότι εβδομάδες πριν από την είσοδο στο νοσοκομείο γίνονται αντιληπτά τα συμπτώματα της ασθενείας. Οι σελίδες τέσσερα έως δώδεκα ασχολούνται με την ποικιλία των συγχρόνων πιο αποτελεσματικών χημειοθεραπευτικών μεθόδων θεραπείας και της επιτυχίας των. Αυτή η επιστημονική συζήτησις σε είκοσι έξη σελίδες της εκδόσεως για την παιδιατρική υπεβλήθη στο Ιατροδικαστικό Ινστιτούτο Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Πάρις Λόντρον του Λιντς, για να εκδοθή μια συμπληρωματική γνωμάτευσις.
Πάνω σ’ αυτό, το Ινστιτούτο έκαμε μια περίληψι της συζητήσεως σε τριάντα πέντε περίπου γραμμές και ανέφερε ότι «οι πιο πρόσφατοι τρόποι θεραπείας της οξείας λευχαιμίας έχουν οδηγήσει σε μια σημαντική παράτασι της ζωής.» Προσέθεσαν: «Ο χρόνος παρατάσεως της ζωής έχει αυξηθή από τις σύγχρονες μεθόδους θεραπείας κατά ένα μέσο όρο 13 ετών.» «Κάποιος μάλιστα ελπίζει να φθάση στο πενταπλάσιο του κανονικού χρόνου επιβιώσεως.»
Ο σύμβουλος υπερασπίσεως των γονέων επέτυχε επίσης γνώμες αυθεντιών: του Καθηγητού Χ. Βάικερ, διευθυντού του Ινστιτούτου Ανθρώπινης Γενετικής στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και συνεκδότου ενός εγχειριδίου παιδιατρικής, που ενοσήλευσε περισσότερα από 200 παιδιά που έπασχαν από οξεία λευχαιμία στη διάρκεια είκοσι ετών ασκήσεως της παιδιατρικής. Ο Καθηγητής Βάικερ γράφει:
«Ο μέσος όρος ζωής που μπορεί να αναμένεται από ένα παιδί με οξεία αδιαφοροποίητη λευχαιμία είναι περίπου τρεις μήνες, αν το παιδί δεν νοσηλευθή από την πρώτη εμφάνισι των διακριτικών συμπτωμάτων της λευχαιμίας. Η Ειρήνη Βάλτερ έδειξε τέτοια συμπτώματα τον Μάιο ή Ιούνιο (ασυνήθη χλωμάδα) και τον Ιούλιο (διόγκωσι της σπλήνας) ασχέτως αν αυτά διεγνώσθησαν ή όχι. Ο μέσος όρος ζωής που μπορούσε να έχη χωρίς θεραπεία—θα ήταν μέχρι τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο του 1970· αυτό φυσικά θα μπορούσε να ποικίλλη στον καθένα ατομικά. Η πιθανή διάρκεια ζωής παιδιών με λευχαιμία δεν έχει μεταβληθή ή έχει υποστή μόνον ασήμαντη μεταβολή από τότε που εισήχθησαν οι μεταγγίσεις αίματος. . . .
«Μόνον με την εισαγωγή της κορτιζόνης στη θεραπεία της λευχαιμίας αυξήθηκε η πιθανή διάρκεια ζωής από έξη ως εννέα μήνες κατά μέσον όρο. Γι’ αυτό η συνδυασμένη κυτταροστατική θεραπεία με κορτιζόνη βρίσκεται εντελώς στο προσκήνιο στη θεραπεία της λευχαιμίας. . . . Κρίνοντας την πορεία της ασθενείας μ’ αυτόν τον τρόπο και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη γνώσι μας για τις πιθανότητες επιβιώσεως του λευχαιμικού παιδιού, το συμπέρασμα του βιαίου θανάτου λόγω αρνήσεως μεταγγίσεως αίματος πρέπει ν’ απορριφθή στην υπό εξέτασιν περίπτωσι. . . . Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πιθανότητες παρατάσεως της ζωής της αυξήθηκαν σημαντικά από την εφαρμογή της συνδυασμένης κυτταροστατικής θεραπείας με κορτιζόνη, εν τούτοις, μόνον μέσω αυτής της θεραπείας και όχι μέσω των μεταγγίσεων αίματος που συνηθίζονται από τη δεκαετία του 1940.»
Κίνδυνοι των Μεταγγίσεων Αίματος
Ένας άλλος ειδικός του οποίου ζητήθηκε η γνώμη ήταν ο Δρ. Φ. Β. Γκύντερ, διευθυντής του νοσοκομείου της πόλεως του Βούππερταλ-Μπάρμεν της Γερμανίας. Είπε ότι «συμφωνούσε απόλυτα με τη προαναφερθείσα γνώμη του Καθηγητού Βάικερ και κατόπιν προσέθεσε τη δική του γνώμη:
«Ως διευθυντής του νοσοκομείου του Βούππερταλ-Μπάρμεν για παιδιά, το οποίον δέχεται τεσσάρας με πέντε χιλιάδες ασθενείς ετησίως, τα χαρακτηριστικά της ασθενείας της λευχαιμίας στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας είναι γνωστά σε μένα. Ποτέ δεν είδα να ζήση ένα παιδί που έπασχε από λευχαιμία. Συμφωνώ με τους γιατρούς που παρακολουθούσαν την Ειρήνη στο ότι συνέστησαν στους γονείς της μετάγγισι αίματος. Σχετικά μ’ αυτό, όμως, θα έπρεπε να αναφέρω ότι εγώ προσωπικά παρετήρησα ότι οι μεταγγίσεις αίματος μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές, ακόμη και μοιραίες επιπλοκές στους λευχαιμικούς ασθενείς.»
Με διαταγή του δικαστηρίου τα στοιχεία της υποθέσεως τα έστειλαν στον Αρχίατρο του παιδιατρικού τμήματος του Νοσοκομείου του Μέντλιγκ, που είναι επιμελητής του Πανεπιστημίου, τον Δρα Ρουτζίσκα, για να λάβουν μια επιπρόσθετη γνώμη από ένα Ειδικό Παιδίατρο.
Στη γνωμάτευσί του αυτή ο Δρ. Ρουτζίσκα είπε ότι μια μετάγγισις αίματος θα ήταν κατάλληλη στην περίπτωσι της Ειρήνης Βάλτερ ως θεραπευτική αγωγή για την αναιμία που συνεδέετο με την ασθένεια της λευχαιμίας. Αλλ’ επίσης ετόνισε τα μειονεκτήματα, ακόμη και τον κίνδυνο της ζωής που μπορεί να φέρη μια μετάγγισις αίματος.
Ο κύριος και η κυρία Βάλτερ ήσαν πλήρως ενήμεροι για τους κινδύνους που είχε η μετάγγισις αίματος. Είχαν διαβάσει το βιβλιάριο που είχε εκδοθή από τη Βιβλική και Φυλλαδική Εταιρία Σκοπιά με τίτλο «Αίμα, Ιατρική και ο Νόμος του Θεού.» Αυτή η πραγματεία που παρέχει τεκμηριωμένη απόδειξι όσον αφορά τους διαφόρους κινδύνους που περιλαμβάνονται στις μεταγγίσεις αίματος, προσετέθη στα στοιχεία του δικαστηρίου.
Η Δίκη
Στις 27 Οκτωβρίου 1971 έγινε στο Στέιρ η δίκη. Ένας γιατρός του νοσοκομείου του Στέιρ, ο Δρ. Γιόχαν Φριτς, εξετάσθηκε ως μάρτυς. Κατέθεσε ότι η προταθείσα μετάγγισις αίματος θα γινόταν με σκοπό τη βελτίωσι της γενικής καταστάσεως του παιδιού, δηλαδή, την έντονη χλωμάδα, και όχι για την πραγματική θεραπεία της ασθενείας του. Μετά τις εξετάσεις που έγιναν σε συνεργασία με το νοσοκομείο του Πανεπιστημίου του Ίννσμπρουκ, θα μετέφεραν το παιδί στο δεύτερο μεγαλύτερο Θεραπευτικό Κέντρο στη Βιέννη. (Εν τούτοις, το παιδί πέθανε περίπου δυόμισυ εβδομάδες μετά την πρώτη είσοδό του στο νοσοκομείο!) Η πραγματική θεραπεία θα εχορηγείτο τότε στη Βιέννη.
Κατόπιν ο δημόσιος κατήγορος διάβασε το παραπεμπτικόν βούλευμα, που κατηγορούσε τους γονείς ως ενόχους, ή μάλλον, συνενόχους σε εγκληματικό αδίκημα κατά της ασφαλείας της ζωής. Εζήτησε τη τιμωρία τους.
Οι σύμβουλοι υπερασπίσεως, Δρ. Χάιμο Πούσνερ και Δρ. Χανς Φρήντερς, από τη Βιέννη, έφεραν επιχειρήματα ότι οι γονείς είχαν κάμει περισσότερα για να «σώσουν το παιδί τους από όσα απαιτούσε απ’ αυτούς ο νόμος.
Αν ήσαστε δικαστής τι θα αποφασίζατε; Παρακαλούμε ξαναεξετάστε τα σχετικά με την υπόθεσι γεγονότα απαντώντας στα ακόλουθα ερωτήματα απ’ όσα έχετε διαβάσει:
Τι έλεγε το άρθρο 335 του ποινικού νόμου, που κατηγόρησαν τους γονείς ότι παρέβησαν; Τι ανέφεραν οι ιατρικές γνωματεύσεις και από τις δυο πλευρές; Τι έκαμαν οι γονείς για να παρατείνουν τη ζωή του παιδιού των;
Ας μη επηρεασθή η λογίκευσίς σας από τη σκέψι ότι το παιδί θα πέθαινε οπωσδήποτε. Σύμφωνα με τον νόμο ακόμη και η συντόμευσις της ζωής τιμωρείται. Εξ άλλου, θα είχε παραταθή οπωσδήποτε η ζωή του παιδιού με μια μετάγγισι αίματος;
Έχετε βγάλει μια απόφασι; Αν ναι! τότε μπορείτε να τη συγκρίνετε με την πραγματική απόφασι του δικαστού στην υπόθεσι Βάλτερ.
Η Απόφασις
Ο κύριος και η κυρία Βάλτερ αθωώθησαν βάσει των ακολούθων:
(1) Οι κατηγορούμενοι εγνώριζαν αρκετά καλά για τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη μετάγγισι αίματος και ήξεραν ότι υπήρχαν άλλοι πιο αποτελεσματικοί τρόποι θεραπείας. Γι’ αυτό δεν μπορούσαν να δουν, με την έννοια του νόμου, ότι το ν’ αρνηθούν τη μετάγγισι αίματος μπορούσε να είναι αδίκημα εναντίον της ασφαλείας της ζωής του παιδιού των.
(2) Στην πραγματικότητα, το νοσοκομείο ήταν υποχρεωμένο ν’ απευθυνθή στο δικαστήριο της κηδεμονίας για περισσότερες οδηγίες όσον αφορά τη θεραπεία του παιδιού. Εν όψει του κινδύνου που περιελαμβάνετο, το δικαστήριο της κηδεμονίας θα μπορούσε ν’ αρνηθή μια υποχρεωτική μετάγγισι αίματος και θα μπορούσε να είχε σεβασθή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων.
(3) Οι ειδικοί των οποίων η γνώμη εζήτησε το δικαστήριο υπέδειξαν τα μειονεκτήματα της μεταγγίσεως αίματος. Έτσι, η άρνησις των γονέων δεν ήταν αβάσιμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Περίπου δέκα διακεκριμένοι Αυστριακοί ειδικοί γιατροί, περιλαμβανομένων και Επιμελητών Πανεπιστημίου, διευθυντών υγειονομικής υπηρεσίας Παιδιατρικών Νοσοκομείων και Διευθυντών Παιδιατρικών Νοσοκομείων Πανεπιστημίων της Αυστρίας είπαν όταν ρωτήθηκαν σχετικά με αυτή την περίπτωσι, ότι προσωπικώς ήσαν πρόθυμοι να σεβασθούν τη θρησκευτική στάσι των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο ζήτημα του αίματος και να κάμουν κάθε άλλη δυνατή ιατρική θεραπεία, προκειμένου να βοηθήσουν αυτούς τους ασθενείς. Τέτοιοι γιατροί είναι άξιοι επαίνου, διότι αγωνίζονται να βοηθήσουν τον συνάνθρωπό τους και συγχρόνως δείχνουν σεβασμό στις υπαγορεύσεις της Χριστιανικής συνειδήσεως που βασίζονται στη Γραφή.