Πόσο Ισχυρή Είναι η Θρησκεία στην Ε.Σ.Σ.Δ Σήμερα;
Η ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ Ένωσις δεν εκδίδει πια επίσημες στατιστικές για τη θρησκεία. Εν τούτοις, το έκαμε κάποτε. Αυτές οι στατιστικές, μαζί με εκθέσεις αυτόπτων μαρτύρων και άλλων εκθέσεων στη διάρκεια των ετών, δίνουν μια αρκετά πλήρη εικόνα της καταστάσεως.
Οι πληροφορίες δείχνουν τι έγινε στους «πιστούς» και στον κλήρο της πατροπαράδοτης θρησκείας. Δείχνει τι έγινε στη δύναμι αυτών των θρησκειών, και στην κατάστασι των εκκλησιών, των σεμιναρίων και των μοναστηριών. Αποκαλύπτει την αλάθητη τάσι.
Πόσοι «Πιστοί»;
Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η έκδοσις του 1911 της Βρεταννικής Εγκυκλοπαιδείας έλεγε: «Σύμφωνα με εκθέσεις που δημοσιεύθηκαν [από τη Ρωσία] το 1905, οι οπαδοί των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων σ’ ολόκληρη τη Ρωσική αυτοκρατορία αριθμούν περίπου . . . 125.640.020.»
Αφού ο πληθυσμός τότε ήταν περίπου 143.000.000, ο αριθμός των ατόμων που ανήκαν σε κάποια θρησκεία ήταν τότε πάνω από 87 τοις εκατό του πληθυσμού. Πιθανόν ο αριθμός των «πιστών» να ήταν ακόμα μεγαλύτερος, αν προσθέσουν και κείνους που πίστευαν στον Θεό αλλά δεν ήσαν συνδεδεμένοι με κάποια θρησκεία.
Αυτό αντανακλά το βασικό γεγονός ότι προτού αναλάβη ο Κομμουνισμός, η Ρωσία ήταν πολύ θρησκευτική. Η συντριπτική πλειονότης των ανθρώπων ανήκαν σε κάποια θρησκεία ή εξέφραζαν πίστι στην ύπαρξι του Θεού. Αλλά τι έγινε από τότε;
Το 1937, η Σοβιετική Ένωσις έκαμε μια ειδική απογραφή για να προσδιορίση τη στάσι των πολιτών της προς τη θρησκεία. Περίπου 50.000.000 πολίται εδήλωσαν ότι «επίστευαν.» Το 1939 ο πληθυσμός της Σοβιετικής Ενώσεως ήταν περίπου 170.000.000. Έτσι στο τέλος της δεκαετίας του 1930, λιγώτερο του ενός τρίτου των ατόμων ολόκληρης της χώρας ωμολόγησαν ότι «επίστευαν.» Μετά από εικοσαετή Κομμουνιστική εξουσία ο αριθμός έπεσε από 90 περίπου τοις εκατό σε 30 περίπου τοις εκατό.
Το 1970 οι Τάιμς της Νέας Υόρκης εδημοσίευσαν μια έκθεσι του Ομίλου των Δικαιωμάτων Μειονοτήτων, μιας οργανώσεως ερεύνης με κέντρο το Λονδίνο. Οι Τάιμς έλεγαν: «Η έκθεσις υπολογίζει ότι η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία έχει 30 εκατομμύρια πιστούς, σ’ ένα Σοβιετικό πληθυσμό 237 εκατομμυρίων.» Και, το 1971 το Χέραλντ-Εξάμινερ του Λος Άντζελες έγραφε: «Δεν υπάρχει επίσημη έκθεσις ενεργών Ρώσων Ορθοδόξων πιστών στη Σοβιετική Ένωσι. Ανεπίσημοι υπολογισμοί φθάνουν σε 20 εκατομμύρια και πλέον.»
Έχοντες υπ’ όψιν ότι «πιστοί» άλλων θρησκειών συνολικά είναι λίγα εκατομμύρια, η τάσις είναι αλάνθαστη. Πράγματι, η κατάστασις είναι χειρότερη για τις εκκλησίες, αφού πολλοί «πιστοί» δεν πηγαίνουν στις εκκλησίες όπως πριν από την επανάστασι του 1917.
Το Νταίηλυ Πόστ της Κοτορούα της Νέας Ζηλανδίας γράφει: «Μια πρόσφατη έρευνα στο Πσκόβ [στη δυτική Σοβιετική Ένωσι] έδειξε ότι 13 τοις εκατό των κατοίκων της πόλεως θεωρούνται πιστοί.» Η εφημερίς διερμήνευσε τον αριθμό να δείχνη ότι σ’ αυτήν την περιοχή υπήρχε θρησκευτική δύναμις. Αλλά το αντίθετο πράγματι συμβαίνει. Αυτό δείχνει ότι από 90 περίπου τοις εκατό που ήσαν οι «πιστοί» πριν από το 1917, τώρα είναι μόνο 13 τοις εκατό.
Έτσι, αν οι διαθέσιμοι αριθμοί δείχνουν κάτι, δείχνουν ότι οι άνθρωποι στη Σοβιετική Ένωσι, μετά από πενήντα πέντε ετών αθεϊστική κατήχησι, εγκαταλείπουν τη θρησκεία. Οι νεώτερες γενεές εμποτίζονται με ιδέες που τους χωρίζουν από τη θρησκεία. Και κάθε έτος αυτοί αποτελούν μια αυξανόμενη αναλογία του πληθυσμού καθώς οι ηλικιωμένοι «πιστοί» πεθαίνουν.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία Ερημωμένη
Η Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία έπαθε συγκλονιστικές απώλειες. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από τον μειούμενο αριθμό των «πιστών,» αλλά και από τον αριθμό εκκλησιών, των κληρικών και των θρησκευτικών εργατών. Η Ενσυκλοπέντια Μπριτάννικα του 1959 είπε για την Ορθόδοξο Εκκλησία: «Το 1914 υπήρχαν στη Ρωσία 55.173 εκκλησίες και 29.593 παρεκκλήσια.» Αυτό είναι ένα σύνολο 85.000 περίπου κτιρίων για θρησκευτικές υπηρεσίες. Αλλά το 1955, έμειναν περίπου μόνο 20.000.
Η ίδια πηγή κατέγραψε τα εξής:
1914 1955
Κληρικοί 112.629 32.000
Μοναστήρια και Μονές καλογραιών 1.025 70
Αυτοί οι αριθμοί είναι παρόμοιοι με τους αριθμούς άλλων πηγών. Επί παραδείγματι, το βιβλίο Η Ευρώπη από το 1939 αναφέρει ότι το 1959 ο αριθμός των εκκλησιών ήταν περίπου 20.000 και ότι ο κλήρος αριθμούσε περίπου 32.000. Υπελόγισε ότι περίπου 90 μοναστηριακές εγκαταστάσεις λειτουργούσαν ακόμη.
Έπειτα, στη διάρκεια του τέλους της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960, πολλές άλλες εκκλησίες έκλεισαν. Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης ανέφεραν «μια μελέτη από δυο Ορθοδόξους ιερείς της Μόσχας ότι 10.000 εκκλησίες έκλεισαν στην τελευταία περίοδο του καθεστώτος του Κου Κρούστσεφ, περίπου ο μισός αριθμός αυτών που ήσαν σε λειτουργία.» Οι Τάιμς προσέθεσαν: «Μια επίσημη Σοβιετική έκδοσις του έτους 1966 έθετε τον αριθμό των εν λειτουργία εκκλησιών σε 7.500.»
Χαρακτηριστική είναι η κατάστασις σε μεγάλες πόλεις. Το Χέραλντ-Εξάμινερ του Λος Άντζελες αναφέρει: «Η Μόσχα το 1917 είχε περισσότερες από 600 εκκλησίες για ένα πληθυσμό ενός εκατομμυρίου. Σήμερα δεν υπάρχουν περισσότερες από 40 ή 50 εκκλησίες σε λειτουργία για ένα πληθυσμό επτά εκατομμυρίων και μερικές είναι στο μέγεθος μικρών παρεκκλησίων.» Ένας συγγραφεύς του Δη Κρίστιαν Σέντσιουρυ, μετά από επτά επισκέψεις στη Σοβιετική Ένωσι, επιβεβαίωσε αυτό, λέγοντας: «Πόσες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι ανοιχτές στη Μόσχα; Σαράντα.» Έτσι στη Μόσχα, την καρδιά της θρησκείας στην προκομμουνιστική εποχή, οι εκκλησίες έχουν στην πραγματικότητα εξαφανισθή. Και όπως παρατηρεί το Χέραλντ Εξάμινερ, «Σπανίως χτίζεται μια νέα.»
Η κατάστασις στο Λένιγκραντ είναι η ίδια. Το Δη Κρίστιαν Σέντσιουρυ αναφέρει: «Πάρτε το Λένιγκραντ, μια πόλι των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων. Δεκατέσσερις εκκλησίες είναι ανοιχτές εκεί.» Εν τούτοις, αυτή η έκθεσις δείχνει ότι αυτές οι εκκλησίες είναι «υπερπλήρεις κάθε Κυριακή πρωί» Ο αναγνώστης μπορεί έτσι να συμπεράνη ότι αυτό αντιπροσωπεύει μια αύξησι ενδιαφέροντος στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Αλλ’ αυτό δεν συμβαίνει καθόλου. Ένα παράδειγμα: Αν τρεις εκκλησίες είχαν εκκλησιαζομένους από 1.000 η κάθε μια, άλλα με τα χρόνια τα μέλη ελαττώθηκαν σε 500 στην καθεμιά, και έπειτα οι δύο έκλειναν τι θα γινόταν; Είναι πιθανόν ότι θα βρίσκατε 1.500 περίπου άτομα να προσπαθούν να πηγαίνουν στην εκκλησία που έμεινε. Ένας τυχαίος παρατηρητής θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι υπήρχε μια μεγάλη αύξησις, πραγματικά μια «θρησκευτική αφύπνισις,» διότι αυτή η μια εκκλησία ήταν «υπερπλήρης.» Αλλά τι συνέβη πραγματικά; Υπήρχαν λιγώτερα άτομα που υποστήριζαν τη θρησκεία στην περιοχή. Αλλ’ επειδή συνεχώς έκλειναν οι εκκλησίες, η μια που έμεινε είχε συνωστισμό.
Ποιοι Είναι οι Φιλόθρησκοι;
Επίσης, ποια είναι τα άτομα που κυρίως παρευρίσκονται στην Ορθόδοξο Εκκλησία; Ο ανταποκριτής των Τάιμς της Νέας Υόρκης Πήτερ Γκρος παρετήρησε:
«Κάθε φορά που επισκέφθηκα μια Σοβιετική εκκλησία . . . Υπήρχαν κάθε φορά φτωχές ηλικιωμένες γυναίκες με μαντήλι στο κεφάλι καθισμένες σε σκοτεινές γωνιές που ανάπνεαν θυμίαμα και έμοιαζαν σαν να είχαν χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή γύρω τους.
»Αν αυτό ήταν όλο εκείνο που εσήμαινε η θρησκεία, τότε οι ιδρυταί του Κομμουνισμού δεν θα έπρεπε να έχουν λόγο να ανησυχούν και τώρα και στο μέλλον.»
Η έκθεσις του Χέραλντ-Εξάμινερ του Λος Άντζελες ανέφερε επίσης: «Αυτοί που παρευρίσκονται σε λειτουργίες είναι λίγοι, κυρίως ηλικιωμένοι και πιο πολύ γυναίκες.»
Αλλά τι γίνεται με τις εκθέσεις ότι οι νέοι επιστρέφουν στη θρησκεία; Πάνω σ’ αυτό το Νταίηλυ Ποστ της Νέας Ζηλανδίας είπε τα εξής: «Στη Ρωσία μερικοί νέοι (όχι πολλοί) επέστρεψαν στην ορθόδοξο [θρησκεία] για αισθητικούς ως επίσης και για πνευματικούς λόγους.» Εκείνο που σημαίνει αυτό είναι ότι μερικοί νέοι παρευρίσκονται, όχι για να μάθουν τις αλήθειες του Θεού, άλλα για καλλιτεχνικούς και μορφωτικούς λόγους, από περιέργεια ή ακόμη και δεισιδαιμονία, όπως παρετήρησε το Μπριτάννικα Μπουκ οφ δη Γύαρ του 1972: «Οι νέοι που προσήλθαν στην Ορθόδοξο πίστι δεν καταλαβαίνουν τη λειτουργία ούτε προσέχουν τις ομιλίες, και παρ’ όλα αυτά βαπτίσθηκαν στην πίστι.»
Στο βιβλίο του Σπίτι Χωρίς Στέγη (στην Αγγλική), ο συγγραφεύς Μώρις Χίντους σχολιάζει το ζήτημα ότι μερικοί νέοι προσέρχονται στις εκκλησίες. Λέγει:
«Θα ήταν παράτολμο να μιλήσωμε γι’ αυτό σαν μια δημοφιλή κίνησι. Η Σοβιετική νεολαία σε υπερβολικό βαθμό είναι η αθεϊστική ή τελείως απαθής για την Ορθοδοξία.
«Ακόμα και στο Κοσάκ Κουμπάν, ιστορικώς ένα από τα πιο ευσεβή τμήματα της χώρας, η συνήθεια να πηγαίνουν στην εκκλησία στην πραγματικότητα έχει χαθή μεταξύ των νέων. Ενώ περνούσα με το αυτοκίνητο από τα χωριά του Κοσάκ την Κυριακή πρωί, είδα πλήθη νέων να γυρνούν στους δρόμους, να παίζουν στα πάρκα, αλλ’ όχι να πηγαίνουν στην εκκλησία. Σε καμμιά εκκλησία δεν είδα ένα σημαντικό αριθμό νέων.»
Έτσι, το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο: Η κάποτε πανίσχυρη Ρωσική Ορθόδοξος Εκκλησία πεθαίνει. Ο Πήτερ Γκρος την ονόμασε «μια ωχρή σκιά απ’ ό,τι ήταν πριν από τη Μπολσεβικική Επανάστασι.» Κι ένας θεολόγος και ιστορικός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Ανάτολυ Υ. Λεβίτιν, είπε:
«Η Ρωσική Εκκλησία είναι άρρωστη, σοβαρά άρρωστη. Η σοβαρότερη αδιαθεσία είναι η πολύ παλαιά αδιαθεσία του καισαροπαπισμού, η υποδούλωσις της εκκλησίας στην κοσμική εξουσία.
»Στην Εκκλησία υπάρχουν επίσκοποι που είναι κλαδιά μιας πεθαμένης, άγονης και άχρηστης συκιάς. Υπάρχουν γαγγραινώδη μέλη της εκκλησίας που . . . την μολύνουν με τις σάπιες αναθυμιάσεις και εγχέουν δηλητήριο στα πιο ιερά της βάθη.»
Όπως το δείχνει ο Λεβίτιν, η «γάγγραινα» υπάρχει στα ανώτατα επίπεδα. Αυτό ξαναφάνηκε το 1971 όταν ενθρονίσθηκε ο νέος πατριάρχης Ποιμήν για ν’ αντικαταστήση τον Αλέξιο, που πέθανε το προηγούμενο έτος. Για τον Ποιμένα. Το Μπριτάννικα Μπουκ οφ δη Γύαρ του 1972 είπε: «Έδειξε πλήρη συμμόρφωσι στην επίσημη κυβερνητική πολιτική.»
Τόσο φανερή ήταν η κατάστασις ώστε το περιοδικό Τάιμ της 3ης Απριλίου 1972 έγραψε ότι ένας εξέχων Ρώσος συγγραφεύς «κατηγόρησε τον Πατριάρχη Ποιμένα, τον αρχηγό της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, για τη δουλική συμμόρφωσί του με την αντιθρησκευτική πολιτική του Κρεμλίνου.» Όπως εσημείωσε το Τάιμ, ο συγγραφεύς «εμέμφθη την ιεραρχία της εκκλησίας για συμμόρφωσι με τέτοια μέτρα όπως είναι το κλείσιμο εκκλησιών, η συντριβή διαφωνούντων ιερέων και η απαγόρευσις θρησκευτικής εκπαιδεύσεως των παιδιών.»
Βεβαιότατα, ο Ρωσικός Ορθόδοξος κλήρος συνεχίζει να βοηθή στην κηδεία της δικής του θρησκείας! Τι γίνεται όμως με τις άλλες θρησκείες; Μήπως περνούν καλύτερα από την Ορθόδοξο Εκκλησία;