Τι τα Επίσημα Αρχεία του Καναδά Αποκαλύπτουν Τώρα
Ο ΚΑΝΑΔΑΣ θεωρείται μια από τις πιο ελεύθερες χώρες του κόσμου. Οι πολιτικές του ελευθερίες προστατεύονται από τον νόμο και η μορφή της κυβερνήσεώς του είναι δημοκρατική.
Ο Καναδάς επί μακρόν είχε μια τέτοια φήμη μεταξύ των εθνών του κόσμου. Αλλ’ αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι το πώς και αξιωματούχοι της κυβερνήσεως και κοινοί πολίτες χρειάσθηκε κατά καιρούς να αγωνισθούν για να κρατήσουν τα πράγματα έτσι.
Σε δύο περιπτώσεις στο παρελθόν ηγέρθησαν διαμάχες σχετικά με το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας. Αυτό περιελάμβανε το δικαίωμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά να διεξάγουν το ειρηνικό έργο των ως Χριστιανοί διάκονοι. Η διευθέτησις αυτού του ζητήματος είχε ως αποτέλεσμα μερικές θαυμάσιες συνταγματικές αποφάσεις από το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά. Αυτές απετέλεσαν μια σπουδαία συνεισφορά στην προστασία των ελευθεριών τις οποίες απολαμβάνουν τώρα οι Καναδοί.
Αλλά ποιος ήταν υπεύθυνος που ετέθησαν υπό αμφισβήτησιν τα δικαιώματα τα οποία σήμερα έχουν τόσο μεγάλη αξία ως μέρος των ελευθεριών του Καναδά; Από ποια πηγή ήλθαν οι πιέσεις που προσπάθησαν ν’ αρνηθούν σ’ αυτούς τους Χριστιανούς τις ελευθερίες των;
Οι δυο περιπτώσεις ήσαν το 1918 και το 1940 σε καιρούς πολέμου. Αλλ’ αφού όλα αυτά είναι περασμένη ιστορία, γιατί το ζήτημα εγείρεται τώρα, το 1973; Διότι προσφάτως τα επίσημα αρχεία της Καναδικής κυβερνήσεως ανοίχθηκαν για δημοσία επιθεώρησι στη Βιβλιοθήκη Δημοσίων Αρχείων στην πρωτεύουσα Οττάβα. Τώρα, η πραγματική ιστορία γιατί αμφισβητήθηκε η θρησκευτική ελευθερία γίνεται γνωστή για πρώτη φορά από τα ίδια τα αρχεία της κυβερνήσεως!
Ο Κλήρος Απαιτεί την Καταπίεσι
Η πρώτη ενέργεια καταπιέσεως κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά (που τότε ωνομάζονταν Διεθνείς Σπουδασταί των Γραφών) έγινε προς το τέλος του Αʹ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1918.
Εκείνον τον καιρό, η Κανάντα Γκαζέτ, μια επίσημη εφημερίς της κυβερνήσεως, εδημοσίευσε μια διαταγή η οποία έθετε εκτός νόμου μερικές εκδόσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αυτές ήταν το βιβλίο Το Τετελεσμένο Μυστήριον και μερικά τεύχη της Μηνιαίας Εκδόσεως των Σπουδαστών της Γραφής. Η κατοχή απλώς αυτών των εκδόσεων μπορούσε να επιφέρη πρόστιμο 5.000 δολλαρίων και φυλάκισι πέντε ετών!
Όταν έγινε υπαινιγμός ότι ο κλήρος είχε προκαλέσει αυτή τη διαταγή της λογοκρισίας, το αρνήθηκαν. Εν τούτοις, το πρόσφατο άνοιγμα των επισήμων αρχείων αποκαλύπτει ότι εκείνον ακριβώς τον καιρό, ο Αρχηγός της λογοκρισίας Συνταγματάρχης Έρνεστ Τσάμπερς είχε στα αρχεία του μια επιστολή από την Πρώτη Κονγκρεγκασιοναλιστική Εκκλησία του Βανκούβερ της Βρεταννικής Κολομβίας. Εκείνος που έγραψε την επιστολή ήταν ο πάστωρ της Εκκλησίας, «Αιδ.» Α. Ε. Κουκ. Ο κληρικός Κουκ είχε γράψει τα ακόλουθα στη λογοκρισία:
«Έλαβα εντολή από την Γενική Ιερατική Οργάνωσι του Βανκούβερ να θέσω υπ’ όψιν σας ένα ζήτημα που φαίνεται σ’ εμάς ότι είναι σημαντικής δημοσίας σπουδαιότητος επί του παρόντος. Καθώς γνωρίζετε, οι οπαδοί του εκλιπόντος ‘Πάστορος’ Ρώσσελ . . . αυτοαποκαλούνται ‘Διεθνείς Σπουδασταί των Γραφών’ . . .
»Δεν θα ήταν επίσης καλό να απαγορευθούν οι προπαγανδιστικές εκδόσεις αυτού του ομίλου οι οποίες εκτυπώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και αποστέλλονται στον Καναδά προς διανομήν από αυτούς τους ανθρώπους;»
Ο Αρχηγός της λογοκρισίας, Συντ. Τσάμπερς απήντησε. Στην επιστολή του η οποία εχαρακτηρίσθη ως «Εμπιστευτική» έλεγε στον κληρικό Κουκ :
«Σεβασμιώτατε και Αγαπητέ Κύριε: . . . η επιστολή σας φορεύς των απόψεων ενός ομίλου με τόση επιρροή όπως η Γενική Ιερατική Οργάνωσις του Βανκούβερ απεδείχθη πολύ χρήσιμος στο να επιτύχη δράσιν σ’ αυτό ακριβώς το σπουδαίο ζήτημα. . . .
»Θεωρώ ότι οι δηκτικές επιθέσεις σ’ αυτές τις εκδόσεις εναντίον των Εκκλησιών όλων των δογμάτων, χωρίς διάκρισι, αξίζουν της προσοχής μας ακόμη και αν οι δηλώσεις που περιέχονται σ’ αυτές τις επιθέσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ‘στρατιωτικώς απαράδεκτες’.»
Έτσι αυτά τα εμπιστευτικά έγγραφα του παρελθόντος που τελικά τώρα ανοίχθηκαν για δημοσία εξέτασι, αποκαλύπτουν ότι πράγματι ο κλήρος προκάλεσε τη δράσι του 1918 εναντίον αυτής της μειονότητος των αληθινά σοβαρών Χριστιανών. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εστερήθησαν των ελευθεριών επειδή ετόλμησαν, όπως και ο Ιησούς Χριστός, να κηρύξουν τον λόγο του Θεού χωρίς φόβο, εκθέτοντας την υποκρισία του κλήρου.
Αλλά γιατί φοβήθηκαν οι εκκλησίες τόσο πολύ απ’ αυτά που έλεγαν γι’ αυτές οι Μάρτυρες του Ιεχωβά;
Οι Εκκλησίες Εγκαταλείπουν τον Χριστό
Είχαν εγκαταλείψει το καθήκον τους να κηρύξουν τον Λόγο του Θεού και ν’ ακολουθήσουν τον Άρχοντα της Ειρήνης, Ιησού Χριστό. Αντιθέτως, ο κλήρος σε όλες τις χώρες είχε στραφή στην πλήρη υπηρεσία του Θεού του πολέμου. Προσπάθησαν να παραστήσουν τον Αʹ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ένα «ιερό» πόλεμο αντί εκείνου που ήταν, δηλαδή ένας βάρβαρος αγών για παγκόσμια πολιτική κυριαρχία.
Η πολεμοκάπηλη στάσις του κλήρου έκαμε πολλά σκεπτόμενα άτομα να αηδιάσουν από την καρδιά τους. Αντελήφθησαν ότι η προώθησις του πολέμου δεν ήταν η κατάλληλη δραστηριότης αυτών που ισχυρίζονται ότι αντιπροσωπεύουν τον Άρχοντα της Ειρήνης. Τον Οκτώβριο του 1914 μετά την έκρηξι του πολέμου, ο Ραββίνος Γουάιζ της Νέας Υόρκης έκαμε αυτά τα σχόλια σχετικά με την πορεία που είχαν ακολουθήσει οι εκκλησίες:
«Η αποτυχία των εκκλησιών και των συναγωγών να διατηρήσουν την αρχηγία των επί των λαών, ήταν η αιτία του παρόντος πολέμου. Έχουν ενθρονίσει έναν πολεμικό διάβολο στη θέσι του Θεού. Είναι ικανοποιημένοι να είναι ένα απλό στοιχείο της κοινωνικής οργανώσεως και να υπερασπίζονται τις χώρες των και τους κυβερνήτας των, δικαίους ή αδίκους.»
Ένας διάσημος Καναδός που επέκρινε αυτό που έκαναν οι εκκλησίες είναι ο Τζ. Σ. Γούντσγουορθ. Ήταν ένας χειροτονημένος Μεθοδιστής ιερεύς και αργότερα έγινε μέλος της Βουλής. Σε ένα γράμμα προς τη γυναίκα του Λούσυ, που δημοσιεύθηκε αργότερα στη βιογραφία του, έλεγε ότι είχε παρακολουθήσει μια Κυριακάτικη εκκλησιαστική λειτουργία στο Μόντρεαλ τον Οκτώβριο του 1915:
«Το βράδυ πήγα στη Μεθοδιστική Εκκλησία του Αγίου Ιακώβου σε μια συγκέντρωσι επιστρατεύσεως. Ειλικρινά, Λούσυ, αν οι αρχές μου δεν ήσαν αντίθετες προς τις θεαματικές μεθόδους, θα είχα σηκωθή επάνω και θα είχα καταγγείλει ολόκληρη την τελετή σαν διαστροφή—μια επικατάρατη διαστροφή, αν προτιμάς—των διδασκαλιών του Ιησού, και μια βεβήλωσι της ημέρας και του οίκου που έχουν ξεχωρισθή για Θεία λατρεία. . . .
»Το αποκορύφωμα ήταν όταν ο πάστωρ σε μια φλογερή έκκλησι εδήλωσε ότι όποιος νέος άνδρας μπορούσε να πάη [στον πόλεμο] και δεν πήγαινε δεν ήταν ούτε Χριστιανός ούτε πατριώτης. Όχι! Το αποκορύφωμα ήταν η ανακοίνωσις ότι οι λοχίες της επιστρατεύσεως ήσαν εγκατεστημένοι στις θύρες της εκκλησίας και ότι όποιος ήταν άνθρωπος πνεύματος—όποιος αγαπούσε την πατρίδα του—όποιος ήταν οπαδός του Ιησού—θα έπρεπε να λάβη την απόφασί του εκείνη την στιγμή εκεί!»
Ο Γούντσγουορθ έγραψε στη γυναίκα του τελειώνοντας: «Αισθανόμουν ότι ήθελα να κάμω κάτι από απόγνωσι—να απαρνηθώ την συμμετοχή μου στην εκκλησία—να αποκηρύξω τους δεσμούς μου με την Εκκλησία.» Αργότερα το 1918 έκαμε ακριβώς αυτό! Παραιτήθηκε από την εκκλησία, διακηρύττοντας:
«Για μένα, οι διδασκαλίες και το πνεύμα του Ιησού είναι τελείως ασυμβίβαστα με την υποστήριξι του πολέμου. . . . Οι εκκλησίες μετεβλήθησαν σε πολύ αποτελεσματικές υπηρεσίες επιστρατεύσεως. Η επιτυχία ενός ιερέως φαίνεται να μετράται από τον αριθμό των επιστρατευμένων στην εκκλησία του μάλλον παρά από τον αριθμό των προσηλύτων.»
Όταν ο Αʹ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, η ίδια Μεθοδιστική Εκκλησία (γνωστή πλέον ως Ηνωμένη Εκκλησία) ωμολόγησε δημοσίως ότι η πορεία της στη διάρκεια του πολέμου δεν ήταν Χριστιανική. Τον Φεβρουάριο του 1924, η επίσημη εφημερίς της, Δη Κρίστιαν Γκάρντιαν, ανέφερε:
«Ασφαλώς δεν θα υπάρχη ένας νοήμων, πολιτισμένος άνθρωπος σε όλον τον κόσμο που να πιστεύη ότι υπάρχει κάποια αρετή ή καλωσύνη ή εξαγιάζουσα χάρις στον πόλεμο. Και οι περισσότεροι από μας έχομε οδηγηθή πολύ πιο πέρα από αυτήν την αρνητική άποψι στην πολύ θετική και αναπόφευκτη πεποίθησι ότι ο πόλεμος είναι, για τις ημέρες μας και την εποχή μας, ένα απεχθές, τελείως αντιχριστιανικό και ασυγχώρητο έγκλημα.
»Και εφ’ όσον δεν είχαμε αυτά ακριβώς τα αισθήματα σχετικά με αυτόν πριν λίγα μόλις χρόνια, μερικοί από μας—πολλοί από μας—είμεθα έτοιμοι να αναγνωρίσωμε το λάθος μας με την πιο ειλικρινή ταπεινότητα και να ζητήσωμε συγχώρησι για την άγνοιά μας και την έλλειψι του πνεύματος του Κυρίου μας.»
Η Θέσις των Μαρτύρων του Ιεχωβά
Εν τούτοις, ποια θέσι είχαν λάβει σ’ αυτό το θέμα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά; Όχι όταν είχε τελειώσει ο πόλεμος, όταν μια διακήρυξις της ειρήνης θα ήταν εύκολη, αλλά σ’ ένα καιρό που απητείτο θάρρος να ομιλήση κανείς, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έκαμαν δημοσίως γνωστή την αλήθεια σχετικά με το θέμα.
Για παράδειγμα, σημειώστε τι έλεγε η Μηνιαία Έκδοσις των Σπουδαστών της Γραφής που εξεδίδετο από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά, τον Σεπτέμβριο του 1917:
«Ο κλήρος στάθηκε στο πλευρό των βασιλέων και είπε, ουσιαστικά, ‘Προωθήστε το έργο της καταστροφής· ο Θεός είναι μαζί σας, και θα προσευχώμεθα να ευλογήση τον στρατό σας. Στη Γερμανία ο κλήρος προσεύχεται στον Θεό να ευλογήση τον στρατό τους και να τους κάμη ικανούς να καταστρέψουν τους Άγγλους· στην Αγγλία ο Κλήρος προσεύχεται στον Θεό να ευλογήση τα Βρεταννικά στρατεύματα για να μπορέσουν να εξαλείψουν τους Γερμανούς από το πρόσωπο της γης. Ποια τάξι κληρικών εισακούει ο Θεός; . . .
»Οι Γραφές τονίζουν ότι και οι βασιλείς και ο κλήρος είναι υπεύθυνοι γι’ αυτόν τον πόλεμο, αλλ’ ότι ο κλήρος είναι ακόμη πιο κατακριτέος, διότι ήταν καθήκον του να γνωρίζη το Σχέδιο του Θεού και να το λέγη στους ανθρώπους. Αλλ’ αρνήθηκαν να το μάθουν και απέτυχαν να το πουν και σε άλλους.
Αυτή η πορεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, οι οποίοι με παρρησία έκαναν γνωστή την αλήθεια, ήταν ανυπόφορη στον κλήρο. Έτσι επεχείρησαν να καταπνίξουν την αλήθεια. Αλλά επέτυχαν;
Ο ΚΛΗΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ ΑΠΟΤΥΓΧΑΝΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΗ ΤΗ ΔΙΑΔΟΣΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Η προσπάθεια του κλήρου του Καναδά να αναχαιτίση το κύμα της αληθείας ήταν τόσο μάταιη σαν να προσπαθούσε να αναχαιτίση τον ταραγμένο Ωκεανό. Είναι αλήθεια, ότι ήταν εύκολο γι’ αυτούς να θέσουν εκτός νόμου μερικές εκδόσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Αλλά να προσπαθήσουν να εμποδίσουν την εξάπλωσι της αληθείας ήταν άλλο ζήτημα.
Πρώτα πρώτα η δημοσιότης που εδόθη σ’ αυτή τη διαμάχη από τον Καναδικό τύπο βοήθησε να ξαπλωθή το άγγελμα, αντί να το εμποδίση. Ο υπεύθυνος επί της λογοκρισίας του τύπου για τη δυτική περιοχή του Καναδά, Τζ. Φ. Λάιβσεϋ, έγραψε σχετικά με την απαγόρευσι:
«Αυτή η προπαγάνδα απολαμβάνει σήμερα μεγαλύτερη διαφήμισι δωρεάν από τις Καναδικές Ημερήσιες εφημερίδες απ’ όση θα μπορούσε να επιτευχθή με την πιο σπάταλη δαπάνη χρημάτων στις διαφημιστικές στήλες.»
Επίσης, μια δυτική εφημερίδα, Δη Τσινούκ, παρετήρησε σε κύριο άρθρο της σχετικά με την απαγόρευσι του βιβλίου Το Τετελεσμένον Μυστήριον :
«Όταν η Καναδική κυβέρνησις έθεσε υπό απαγόρευσιν το βιβλίο, προσέφερε πολλά για τη διαφήμισί του και διήγειρε την περιέργεια των ανθρώπων σχετικά με το περιεχόμενό του. Σαν αποτέλεσμα των ενεργειών της κυβερνήσεως, χιλιάδες νέων αντιτύπων του βιβλίου θα τεθούν πιθανόν σε κυκλοφορία και θα γίνουν εκατοντάδες νέοι προσήλυτοι των Διεθνών Σπουδαστών της Γραφής. . . .
»Οι κληρικοί είπαν κάθε είδους κατηγορίες για το πρόσωπο του Ρώσσελ [πρώτου προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά] και το αποτέλεσμα ήταν ότι μερικά περίεργα μέλη της εκκλησίας εξασφάλισαν μερικές από τις εκδόσεις του Ρώσσελ, τους άρεσαν και ενώθηκαν με το κίνημα αυτό. Τώρα που η Καναδική κυβέρνησις διώκει τους Ρωσσελιστάς, μπορείτε να αναμένετε μια ταχεία εξάπλωσι αυτού του κινήματος.»
Άλλες Εκδόσεις Παράγονται
Επίσης, ενώ μερικές εκδόσεις των Μαρτύρων είχαν απαγορευθή, αυτό δεν τους εμπόδισε να παράγουν άλλες. Μια προτεινομένη έκδοσις με τίτλο «Ο Πρωινός Αγγελιοφόρος» υπεβλήθη για έγκρισι στον κυβερνητικό υπεύθυνο επί της λογοκρισίας του δυτικού τύπου στο Γούιννιπεγκ, Τζ. Φ. Β. Λάιβσεϋ. Εκείνος το ενέκρινε, διότι το έντυπο ησχολείτο με καθαρώς θρησκευτικά θέματα.
Αυτή η έκδοσις κατόπιν εκτυπώθηκε και εστάλη σε διάφορα κέντρα σε όλον τον Καναδά. Στις 10 Ιουνίου 1918 έγινε μια γρήγορη, μαζική διανομή από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά σε κάθε πόλι, όλα την ίδια μέρα.
Μολονότι αυτή η έκδοσις δεν συζητούσε θέματα που αφορούσαν την κυβέρνησι, ήταν επικριτική για τις εκκλησίες. Όπως ανεμένετο, ο κλήρος αντέδρασε βίαια.
Αλλά γιατί είχε εγκρίνει ο κ. Λάιβσεϋ Τον Πρωινό Αγγελιοφόρο; Το εξήγησε αυτό σε μια επιστολή που έγραψε προς τον Αρχηγό επί της λογοκρισίας:
«Διάβασα το βιβλίο από την αρχή έως το τέλος πολύ προσεκτικά . . . και επειδή δεν ανέφερε κάτι εναντίον του πολέμου, δεν είδα ότι θα μπορούσε να απαγορευθή με την αιτιολογία ότι είναι μια επίθεσις κατά της θρησκείας, διότι αυτό δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, υπόθεσις της λογοκρισίας του Τύπου.»
Ο Αρχηγός επί της λογοκρισίας, Συντ/ρχης Τσάμπερς, ο ίδιος είπε: «Όσον αφορά το ίδιο το θέμα, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει σ’ αυτό τίποτε εναντίον της Αγγλίας, εναντίον των Συμμάχων ή Ειρηνιστικό.»
Έτσι, τα κυβερνητικά αρχεία, που ανοίχθηκαν τώρα στο κοινό στην Οττάβα, κάνουν τελείως φανερό ότι οι εν λόγω θρησκευτικές εκδόσεις δεν ήσαν «υπόθεσις της λογοκρισίας του Τύπου.» Είναι επίσης φανερό ότι ο Αρχηγός επί της λογοκρισίας είχε ξεφύγει από τα ιδιαίτερα καθήκοντα του αξιώματός του λόγω της παρεμβολής του κλήρου στην κυβέρνησι.
Οι Εναντιώσεις Αποτυγχάνουν
Η προσπάθεια να εμποδίσουν τη διάδοσι της αληθείας απεδείχθη πολύ απογοητευτική για τον κλήρο. Όταν έγιναν προσπάθειες να διώξουν τους Μάρτυρας επειδή είχαν στην κατοχή των απαγορευμένες εκδόσεις, ο Αρχηγός της λογοκρισίας συχνά δεν μπορούσε να κάμη τα δικαστήρια να τον πάρουν στα σοβαρά. Ανέφερε τα προβλήματα του στον Καναδό Υπουργό των Εσωτερικών:
«Πολλά απ’ αυτά τα άτομα είναι ειρηνικοί που διάγουν μια καθαρή ζωή και γενικά έχουν καλή φήμη ότι είναι έντιμοι, κλπ. στις κοινότητες στις οποίες κατοικούν. . . .
»Η ενέργεια μερικών δικαστών στη Μανιτόμπα ν’ απαλλάξουν με τόση ελαφρότητα υποθέσεις τόσο σαφείς εναντίον αυτών των ανθρώπων, σύμφωνα με αναφορές που έγιναν σε μένα από στρατιωτικούς αξιωματούχους, έχει κάμει την πολεμική λογοκρισία γελοία.»
Φαντασθήτε να προσπαθούν να φυλακίσουν «ειρηνικούς ανθρώπους που διάγουν μια καθαρή ζωή . . . με καλή φήμη ότι είναι έντιμοι!» Πόσο ένοχοι είναι οι κληρικοί που πιέζουν ένα αξιωματούχο να χαρακτηρίση αξιοπρεπείς, και έντιμους Χριστιανούς ως εγκληματίες και που προσπαθούν να τους στείλουν στη Φυλακή! Ο Βασιλεύς Σολομών των αρχαίων χρόνων, ένας κυβερνήτης με μεγάλη ικανότητα, είχε μερικά λόγια για τον κλήρο. Είπε:
«Ο δικαιώνων τον ασεβή και καταδικάζων τον δίκαιον, αμφότεροι είναι βδέλυγμα εις τον Ιεχωβά.»—Παροιμ. 17:15, ΜΝΚ.
Τα επίσημα αρχεία του Καναδά αποκαλύπτουν επίσης ότι η μηχανορραφία του κλήρου εναντίον των Μαρτύρων δεν σταμάτησε με τη λογοκρισία και τον διωγμό. Εστάλη επίσης και μια κατάσκοπος στις θρησκευτικές των συγκεντρώσεις. Το όνομα της ήταν Κα Τζέκελ. Τι ανεκάλυψε; Κάποια κρυφή συνομωσία για την ανατροπή της κυβερνήσεως; Η αναφορά σχετικά με την κατασκοπεία της στις Χριστιανικές υπηρεσίες αυτών των αληθινών πιστών αναφέρει τα εξής:
«Ακούω ότι έχουν σχεδιάσει κάτι που πρόκειται να λάβη χώραν το Πάσχα, ομιλούν γι’ αυτό στις συναθροίσεις των, αλλά δεν έχω καταφέρει να καταλάβω περί τίνος πρόκειται, διότι, στις συναθροίσεις των ομιλούν με συμβολική γλώσσα.»
Ακόμη και τα παιδιά ξέρουν ότι στις εκκλησίες του Χριστιανικού κόσμου ‘κάτι σχεδιάζεται να λάβη χώραν το Πάσχα’. Μολονότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν εορτάζουν το Πάσχα, εν τούτοις εορτάζουν τον θάνατο του Ιησού Χριστού, χρησιμοποιώντας τα εμβλήματα του άρτου και του οίνου, τη «συμβολική γλώσσα» που αντιπροσωπεύει το σώμα και το αίμα του Χριστού. Πώς ήταν δυνατόν να σκεφθή κανείς ότι γινόταν μια απαίσια συνωμοσία με το να συζητούν για μια συνήθεια που ήταν παγκοσμίως αναγνωρισμένη και βιβλική;
Μια Χριστιανική Απάντησις
Ενώ κάθε είδους πιέσεις ασκούνται εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά, διαβήματα έγιναν από τα κεντρικά γραφεία στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Μια ανοιχτή επιστολή εστάλη στον Καναδό Υπουργό των Εσωτερικών. Αυτή η επιστολή, η οποία βρίσκεται επίσης στα επίσημα αρχεία έλεγε εν μέρει:
«Είσθε πολύ απησχολημένος με τις επίσημες υποθέσεις σας αυτόν τον καιρό για να αναγνώσετε προσεκτικά αυτές τις εκδόσεις και εξαρτάσθε από άλλους για να σας πληροφορήσουν σχετικά με τα περιεχόμενά των. Είτε το γνωρίζετε είτε όχι, μια ωρισμένη τάξις κληρικών του Καναδά είναι οι άνθρωποι που κατευθύνουν αυτή την εκστρατεία συκοφαντίας και δυσφημήσεως εναντίον των ανωτέρω εκδόσεων. . . .
»Όταν ο Ιησούς κατηγορείτο αδίκως ενώπιον του Πιλάτου, αυτός ο κυβερνήτης δεν επίστευε ότι ο Ιησούς ήταν ένοχος, αλλά επηρεάσθηκε στην ενέργειά του να τον καταδικάση από τον κλήρο εκείνων των ημερών. Κατά κάποιον τρόπο η ιστορία επαναλαμβάνεται.
»Η πλειονότης των κληρικών εμποτισμένη με την επιθυμία της δημοτικότητος και της επιδοκιμασίας μεταξύ των ανθρώπων, προφανώς έχουν παραμελήσει τελείως τα καθήκοντα του υψηλού λειτουργήματος που αναλαμβάνουν. Αντί να βοηθούν στο έργο της καταλλήλου διαφωτίσεων του λαού σχετικά με τις διδασκαλίες της Βίβλου, δένουν τους ανθρώπους με περισσότερα δεσμά και τους κρατούν περισσότερο σε άγνοια.»
Μια άλλη επιστολή εγράφη από τα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά μερικές εβδομάδες αργότερα. Αυτή εστάλη στον Αρχηγό επί της λογοκρισίας. Του ετόνιζε την αδικία της καταδίκης των εκδόσεων χωρίς να τηρηθούν τα στοιχειώδη δικαιώματα μιας ακροάσεως με τον κατηγορούμενο. Η επιστολή ανέφερε:
«Με πάσαν εντιμότητα, προτού μια έκδοσις αφιερωμένη τελείως στην ανάπτυξι Βιβλικών ζητημάτων τεθή υπό απαγόρευσιν, τα υπεύθυνα άτομα για την κυκλοφορία της πρέπει να τύχουν ειδοποιήσεως και ακροάσεως, και να τους επιτραπή να φέρουν υπ’ όψιν των κυβερνητικών αξιωματούχων τα πραγματικά κίνητρα πίσω απ’ αυτή.»
Αυτή η επιστολή εξεδήλωνε την αληθινή Χριστιανική στάσι πλήρους εμπιστοσύνης στον Μέγα Κριτή, Ιεχωβά Θεό, διότι έλεγε επίσης:
«Ταπεινά φέρομε το άγγελμα που έχει προμηθεύσει ο Κύριος στον Λόγο Του και εφιστούμε την προσοχή των ανθρώπων σ’ αυτό· και αν αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία το θεωρούν πρέπον να το αφαιρέσουν από τον λαό, πρέπει να φέρουν την ευθύνη, και αυτή η ευθύνη είναι απέναντι στον Θεό και όχι σε ανθρώπους. Και ο Θεός με την τελεία σοφία Του, θα τους μεταχειρισθή με τον δικό Του καλό τρόπο.»
Οι Χριστιανοί Νικηταί
Η ιστορία δείχνει ότι το ζήτημα τελικά λύθηκε. Αφού τελείωσε ο πόλεμος τον Νοέμβριο του 1918, η απαγόρευσις εναντίον αυτών των Χριστιανών ήρθη, προς μεγάλη λύπη του κλήρου. Η ανάμιξίς των στις κυβερνητικές υποθέσεις αγνοήθηκε από αξιωματούχους της Καναδικής κυβερνήσεως, οι οποίοι έθεταν υψηλά την ελευθερία και ευσυνείδητα εργάζονταν για να την διατηρήσουν προς χάριν όλων των Καναδών, περιλαμβανομένων και των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Η άποψις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, ότι «ο Θεός θα τους μεταχειρισθή με τον δικό Του καλό τρόπο,» δικαιώθηκε πλήρως. Με ανανεωμένη ελευθερία να κηρύξουν, το έργον των μαρτύρων του Ιεχωβά απλώθηκε γρήγορα στον Καναδά ύστερα από εκείνον τον καιρό. Η σταθερή θέσις των υπέρ των αρχών της Βίβλου έγινε παροιμιώδης στη χώρα, κερδίζοντας τον σεβασμό πολλών σκεπτομένων πολιτών, περιλαμβανομένων και αξιωματούχων της κυβερνήσεως. Η δημοσία διακονία των που ανήγγελλε τη βασιλεία του Θεού ως τη μόνη ελπίδα του ανθρώπου έφερε τεράστιες ευλογίες και ως αποτέλεσμα πολλοί άλλοι Καναδοί ενώθηκαν μαζί τους στο έργο τους.
Αυτή η πνευματική ευημερία και δραστηριότης άρχισε να γίνεται αντιληπτή σε αντίθεσι με την κατάστασι του κλήρου και των εκκλησιών. Οι εκκλησίες άρχισαν να ζητούν μέσα για να καταπιέσουν τους Μάρτυρας. Τα αρχεία της Οττάβας ξεσκέπασαν τον ρόλο τους. Τι ακριβώς συνέβη τότε;
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΥΠΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΙΝ
Το καλοκαίρι του 1940 ήταν μια σκοτεινή εποχή για τα Δυτικά κράτη που υπεστήριζαν την παράταξι των Συμμάχων στον Βʹ Παγκόσμια Πόλεμο. Οι δυνάμεις του Χίτλερ είχαν κατακλύσει το περισσότερο μέρος της Ευρώπης. Η Γαλλία έπεσε μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες.
Η συντριβή των Συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη συνεκλόνισε τον Καναδά. Ταραχή, φόβοι και καχυποψία είχαν καταλάβει τους ανθρώπους.
Σ’ αυτή την ατμόσφαιρα εντάσεως ο Καναδός Υπουργός Δικαιοσύνης Ερνέστ Λαπουέντ, Ρωμαιοκαθολικός από την πόλι του Κεμπέκ, σηκώθηκε στη Βουλή στις 4 Ιουλίου 1940 να ανακοινώση:
«Θα επιθυμούσα να θέσω προς εξέτασιν στη βουλή ένα νομοθετικόν διάταγμα, το οποίον κηρύσσει παράνομον την οργάνωσιν η οποία είναι γνωστή ως Μάρτυρες του Ιεχωβά.»
Κύμα Διωγμού Αρχίζει
Η απαγόρευσις αμέσως έδωσε το σύνθημα για ένα κύμα διωγμού εναντίον αυτών των αθώων Χριστιανών. Την επομένη μάλιστα ημέρα η Έφιππος Αστυνομία άρχισε να εισβάλη στις ιδιωτικές κατοικίες των και στις αίθουσες. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν απλώς επειδή είχαν στην κατοχή τους Βιβλικές εκδόσεις, οι οποίες αποτελούσαν μέρος της προσωπικής των βιβλιοθήκης από πολλά χρόνια!
Σε μερικές περιοχές, ο διωγμός μετεβλήθη σε μια πραγματική κακόβουλο δίωξι με την κατηγορία αντεθνικής δράσεως. Σε μια συνάθροισι για τον εορτασμό του Δείπνου του Κυρίου (αυτό που οι εκκλησίες ονομάζουν «αγία μετάληψι») στην πόλι του Κεμπέκ εισέβαλαν βιαίως. Παιδιά απεβλήθησαν από τα σχολεία και τα απομάκρυναν από τους θεοσεβείς γονείς των. Πολλοί Μάρτυρες διώχθηκαν και φυλακίσθηκαν.
Αλλά σε όλον αυτόν τον διωγμό, αυτοί οι Χριστιανοί δεν κατηγορήθηκαν για οποιαδήποτε αδικοπραγία. Τους τιμωρούσαν απλώς επειδή ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά!
Ο Τζων Ντιφενμπαίηκερ, ένα μέλος της Βουλής από το Σασκάτσουαν, έφερε αυτό το γεγονός υπ’ όψιν της Βουλής λέγοντας:
«Πιστεύω ότι έγιναν περίπου πεντακόσιες μηνύσεις Μαρτύρων του Ιεχωβά από τις οποίες καμμιά δεν είχε σχέσι με ανατρεπτικές ενέργειες, με μόνο αδίκημα ότι ανήκουν σε μια οργάνωσι απαγορευμένη κατά τους Κανονισμούς της Αμύνης του Καναδά.»
Η απαγόρευσις ήγειρε πολύ δριμεία επίκρισι εκ μέρους του λαού. Ήταν φανερό σε πολλούς Καναδούς πολίτας, περιλαμβανομένων και ανωτέρων κυβερνητικών αξιωματούχων, ότι αυτή η μοχθηρή εκστρατεία εναντίον αυτών των ταπεινών Χριστιανών ήταν τελείως άδικη. Ο Άγκους Μακ Ίννις, μέλος της Βουλής από το Βανκούβερ, είπε στη Βουλή:
«Επιθυμώ να είπω με όλη μου τη σοβαρότητα ότι η κατηγορία και ο διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά κατά τους Κανονισμούς της Αμύνης του Καναδά είναι ανεξάλειπτη ντροπή γι’ αυτήν τη χώρα, για το Υπουργείο Δικαιοσύνης και για τον Καναδικό λαό.
»Έχω στα αρχεία μου μια επιστολή η οποία αναφέρει ένα περιστατικό που έλαβε χώραν στο Μόντρεαλ σε μια θρησκευτική συγκέντρωσι, όπου αυτοί οι άνθρωποι είχαν συναχθή με σκοπό να εκτελέσουν την εορτή της αγίας μεταλήψεως. Στον τόπο αυτόν έγινε εισβολή από δέκα μέλη της εφίππου αστυνομίας. . . .
»Ας υποθέσωμε ότι κάτι τέτοιο συνέβαινε όταν η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία είχε ένα εορτασμό στους δρόμους της Οττάβα μόλις πριν λίγο καιρό. Θα είχαν αντηχήσει [οι ουρανοί] από τις διαμαρτυρίες!
»Οποιοδήποτε δικαίωμα παραχωρείται σε κάποια θρησκευτική οργάνωσι στη χώρα πρέπει να παραχωρήται σε όλες· αλλιώς δεν έχομε θρησκευτική ελευθερία στον Καναδά. Δεν ξέρω· δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να υπάρχη αυτός ο συνεχής διωγμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά.»
Ένα άλλο μέλος της Βουλής, ο κ. Α. Β. Νηλ από τη Βρεταννική Κολομβία, μίλησε επίσης από προσωπική γνώσι που είχε για τους Μάρτυρας του Ιεχωβά:
«Γνωρίζω πολλούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους, μένω όχι μακρυά απ’ αυτούς, και δεν γνωρίζω καμμιά περίπτωσιν ελλείψεως νομιμοφροσύνης μεταξύ αυτών, ούτε γνωρίζω κανένα άλλον που θα είχε μια κατηγορία αυτού του είδους εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Συμβαίνει να έχουν παράδοξες θρησκευτικές πεποιθήσεις με τις οποίες δεν συμφωνώ, αλλ’ αυτό δεν τους κάνει επιβλαβείς ή ανατρεπτικούς. . . .
»Από τη σημαντική γνώσι που έτυχε να έχω γι’ αυτούς τους ανθρώπους ως τώρα, μπορώ να πω ότι υπάρχουν πολλοί απ’ αυτούς στην περιφέρεια που αντιπροσωπεύω και ότι είναι αξιοπρεπείς και αξιοσέβαστοι άνθρωποι. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι θρησκευτικές των πεποιθήσεις, αυτό δεν μας αφορά.»
Παρ’ όλες τις προσπάθειες να καταπνίξουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αυτοί συνέχισαν να εκτελούν τη Θεόδοτη διακονία των. Μολονότι τους πήραν τα γραφικά τους έντυπα, εξακολούθησαν να κηρύττουν από σπίτι σε σπίτι χρησιμοποιώντας τη Βίβλο και διαβάζοντας εδάφια για να παρηγορούν τους ανθρώπους με τη μεγαλειώδη ελπίδα της νέας τάξεως του Θεού. Συνέχισαν να κάνουν συναθροίσεις, αλλά σε ιδιωτικές κατοικίες αντί στις δημόσιες αίθουσες.
Επίσης, παρά την καταπίεσι, τις συλλήψεις και την κακομεταχείριση πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι σε όλον τον Καναδά μπόρεσαν να δουν πέρα από την εξωτερική εμφάνισι της εναντιώσεως. Είδαν ότι αυτοί ήσαν πιστοί Χριστιανοί που έστεκαν σταθερά υπέρ του νόμου του Θεού. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ αυξηθή ο αριθμός των Μαρτύρων του Ιεχωβά στον Καναδά πιο γρήγορα από προηγουμένως!
Η Κυβερνητική Επιτροπή Υψώνει Φωνή
Η απαγόρευσις είχε επιβληθή από τον Ρωμαιοκαθολικό Υπουργό της Δικαιοσύνης, Λαπουέντ, μ’ ένα πολύ αυθαίρετο τρόπο. Στους μάρτυρας δεν είχε δοθή καμμιά ειδοποίησις, ακρόασις ή ευκαιρία να υπερασπισθούν τον εαυτό τους.
Ο Λαπουέντ ενήργησε ως κατήγορος, ως δικαστής και ως σώμα ενόρκων. Μολονότι είχε ορισθή μια επιτροπή από μέλη της Βουλής για να προτείνη μεταβολές στους κανονισμούς της Αμύνης του Καναδά, ο Λαπουέντ αγνόησε την επιτροπή και επέβαλε την απαγόρευσι στις 4 Ιουλίου 1940.
Αλλά το 1942 μια εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, διευθέτησε ακροάσεις για να εξετάση τι συνέβαινε με τους Κανονισμούς της Αμύνης του Καναδά. Μετά από μια αμερόληπτη ακρόασι, η Επιτροπή στις 23 Ιουλίου 1942 ομοφώνως επρότεινε να αρθή η απαγόρευσις. Εδώ παραθέτομε μερικά σχόλια της Επιτροπής που έχουν ληφθή απ’ ευθείας από τις επίσημες συζητήσεις της Καναδικής Βουλής:
«Καμμιά απόδειξις δεν ετέθη ενώπιον της Επιτροπής από το Υπουργείον Δικαιοσύνης η οποία να δείχνη ότι σε οποιαδήποτε στιγμή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα έπρεπε να ανακηρυχθούν μια παράνομος οργάνωσις.»
»Είναι ντροπή για την Επικράτεια του Καναδά να διώκωνται άνθρωποι για τις θρησκευτικές των πεποιθήσεις με τον τρόπο που αυτοί οι δυστυχείς άνθρωποι έχουν διωχθή.»
Η Αργοπορία Αυξάνει την Οργή
Η ομόφωνος πρότασις έγινε προς την Καναδική Κυβέρνησι τον Ιούλιο του 1942. Αλλ’ ο Υπουργός της Δικαιοσύνης την αγνόησε!
Είναι αλήθεια ότι το Υπουργείο εκείνη την εποχή είχε ένα νέο Υπουργό δικαιοσύνης, τον Λουί Σ. Σαιν Λωράν. Είχε αναλάβει το Υπουργείο ενωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1941. Αλλά και ο Σαιν Λωράν επίσης ήταν Ρωμαιοκαθολικός από την πόλι του Κεμπέκ. Και αμετάπειστος, αρνήθηκε να άρη την απαγόρευσι!
Τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής, των οποίων οι προτάσεις αγνοήθηκαν, εξωργίσθησαν. Διαμαρτυρήθηκαν εντόνως όταν το ζήτημα εφέρθη και πάλι για συζήτησι στη Βουλή.
Τα επίσημα αρχεία περιέχουν την ακόλουθη δήλωσι από τον Βουλευτή Άγκους Μακ Ίννις:
«Το γεγονός παραμένει· δηλαδή, ότι καμμιά απόδειξις δεν ετέθη ενώπιον της Επιτροπής η οποία να δικαιολογή την ανακήρυξι των Μαρτύρων του Ιεχωβά ως παρανόμου οργανώσεως. Κατά τη γνώμη μου, είναι φανερό ότι καθαρά θρησκευτική προκατάληψις διατηρεί την απαγόρευσι.»
Ο κ. Βίκτωρ Κουέλτς, μέλος της Βουλής από την Ακάντια, πρόσθεσε τις παρατηρήσεις του:
«Κάνει πράγματι κάποιον να απορή μήπως η ενέργεια εναντίον των Μαρτύρων του Ιεχωβά οφείλεται κατά μέγα μέρος στη στάσι των έναντι των Ρωμαιοκαθολικών και όχι σε μια στάσι ανατρεπτικής φύσεως από μέρους των. . . .
»Αυτή την ερώτησι την κάνουν σε ολόκληρη τη χώρα. Με ρωτούν γι’ αυτό από τη μια άκρη του Καναδά ως την άλλη.»
Αυτά τα σχόλια ήσαν πολύ κοντά στην αλήθεια και σύντομα δημιουργήθηκε ένα άγριο ξέσπασμα από κατηγορίες. Αυτές οι κατηγορίες ανέφεραν ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εδιώκοντο κατ’ απαίτησιν της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Το κάλυμμα είχε αρχίσει να πέφτη. Αλλά η Εκκλησία δεν μπορούσε να επιτρέψη ν’ αποκαλυφθούν οι αναμίξεις της στην πολιτική. Γι’ αυτό ο Υπουργός της Δικαιοσύνης Σαιν Λωράν αισθάνθηκε ότι έπρεπε να κινηθή για να καλύψη το ζήτημα. Έτσι στις 14 Οκτωβρίου 1943, στο αποκορύφωμα του Βʹ Παγκοσμίου Πολέμου, η απαγόρευσις ήρθη!
Τέτοια αντιστροφή της καταστάσεως σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο της ιστορίας ήταν πράγματι εκπληκτική. Ήταν πράγματι μια αναγνώρισις ότι δεν υπήρχε καμμιά βάσις για τα μέτρα που είχαν ληφθή εναντίον των Μαρτύρων.
Αλλά μήπως η άρσις της απαγορεύσεως θα έκρυβε την αλήθεια σχετικά με το τι πραγματικά είχε συμβή στα παρασκήνια; Όχι, δεν θα την έκρυβε.
Τώρα, το άνοιγμα των επισήμων αρχείων του Καναδά αποκαλύπτει τι πραγματικά συνέβη. Και ποια ήταν η πραγματική αιτία για όλον αυτόν τον διωγμό;
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΙΤΙΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΦΩΣ
Ποια ήταν η πραγματική αιτία για τον διωγμό των Μαρτύρων του Ιεχωβά στον Καναδά κατά τον Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο; Τι συνέβαινε πραγματικά στα παρασκήνια; Γιατί και οι δυο Υπουργοί Δικαιοσύνης είχαν οδηγήσει την κυβέρνησι σε μια τόσο δύσκολη θέσι;
Ας ενθυμούμεθα ότι και οι δύο Υπουργοί της Δικαιοσύνης, ο Ερνέστ Λαπουέντ και ο Λουί Σαιν Λωράν, ήσαν Ρωμαιοκαθολικοί που προέρχονταν από την πόλι του Κεμπέκ. Και ένας διάσημος Καναδός συγγραφεύς, ο Χιού Μακ Λένναν, έκαμε την εξής παρατήρησι για την ισχύ στο Κεμπέκ:
«Η πραγματική ισχύς δεν βρίσκεται στη νομοθετική συνέλευσι αλλά στην Καθολική εκκλησία.»
Ο άνθρωπος ο οποίος μπορούσε πραγματικά να υπαγορεύση τον τρόπο ενεργείας ήταν ο Ρωμαιοκαθολικός Καρδινάλιος Ροντρίγκ Βιλλνέβ. Όταν ο Ερνέστ Λαπουέντ έγινε Καναδός Υπουργός της δικαιοσύνης, πληροφορημένοι άνθρωποι ανεγνώρισαν ότι ήταν κυρίως ο αντιπρόσωπος της Καθολικής Εκκλησίας.
Τα Αρχεία της Κυβερνήσεως Αποκαλύπτουν την Αλήθεια
Τα αρχεία της κυβερνήσεως, τα οποία τώρα ανοίχθηκαν δημοσίως, αποκαλύπτουν την αλήθεια. Δείχνουν ότι πριν ακόμη αρχίση ο πόλεμος ο Λαπουέντ εβομβαρδίζετο με αιτήσεις από Καθολικές οργανώσεις να σταματήση τους Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ο πόλεμος έδωσε ένα βολικό επικάλυμμα, πίσω από το οποίον ο Υπουργός της Δικαιοσύνης ήλπιζε να κρύψη τις δολοπλοκίες της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Η κατάλληλη στιγμή έφθασε όταν η ακόλουθος επιστολή, στη Γαλλική, εστάλη από το μέγαρον του καρδιναλίου στον ιδιαίτερο γραμματέα του Λαπουέντ. Εγράφη στις 27 Ιουνίου 1940 από τον Πωλ Μπερνιέ, κοσμήτορα της Αρχιεπισκοπής του Κεμπέκ:
«Αγαπητέ Κύριε,
»Η Αυτού Εξοχότης ο Καρδινάλιος θα ήταν ευτυχής αν εφιστούσατε την προσοχή του εντιμότατου κ. Ερνέστ Λαπουέντ, Υπουργού της Δικαιοσύνης, στο εσώκλειστο κύριο άρθρο του Κεμπέκ, σχετικά με τις εκδόσεις της Σκοπιάς ή Μαρτύρων του Ιεχωβά.
»Ορισμένα βιβλία και φυλλάδια τα οποία εστάλησαν μόλις προσφάτως ταχυδρομικώς, και ιδιαιτέρως το περιοδικόν Παρηγορία, είναι ό,τι πιο εξαχρειωτικό και πιο καταστρεπτικό για την πνευματική ισχύ του έθνους.
»Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων, αγαπητέ Κύριε, για την προσοχή σας σ’ αυτή την επιστολή, και παραμένω
Ειλικρινά δικός σας,
Πωλ Μπερνιέ, Κοσμήτωρ.»
Το «κύριο άρθρο» που είχε εσωκλείσει το γραφείον του καρδιναλίου με την επιστολή ήταν από την εφημερίδα Λ’ Ακσιόν Κατολίκ. Αυτή η εφημερίδα ήταν η επίσημη φωνή της ιεραρχίας του Κεμπέκ. Το κύριο άρθρο έλεγε:
«Πολλά λέγονται σχετικά με τη δολιοφθορά.
»Δικαιολογημένα βρίσκονται υπό στενήν παρακολούθησιν εκείνοι που θα μπορούσαν να ανατινάξουν πλοία υπό κατασκευήν, εκρηκτικά, κλπ., κλπ. Αλλά υπάρχουν ακόμη περισσότερο επικίνδυνοι πράκτορες της δολιοφθοράς· αυτοί είναι άνθρωποι οι οποίοι προετοιμάζουν τις διάνοιες και τις καρδιές για ανατρεπτική δράσι με το να σπείρουν επαναστατικές ιδέες και να αναδεύουν στασιαστικά αισθήματα.
»Μεταξύ αυτών των δημοσίων εχθρών δεν υπάρχουν πιο υποκριταί και πιο επιβλαβείς από τους Μάρτυρας του Ιεχωβά και τους πράκτορές των.
»Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, στη μια ή στην άλλη ενορία, στην εξοχή ή στην πόλι, αυτό το επικίνδυνο δόγμα διανέμει τα δηλητηριώδη βιβλιάρια του . . .
»Οποιαδήποτε και αν είναι η υπόθεσις, εμείς διακηρύττομε χωρίς δισταγμό ότι οι αρχές θα έπρεπε να κάμουν περισσότερα για να προστατεύσουν τον λαό σ’ αυτή την επικράτεια.»
Αυτό το κύριο άρθρο και η επιστολή που το συνώδευε, τα οποία εστάλησαν στον ιδιαίτερο γραμματέα του Λαπουέντ, ήσαν στην πραγματικότητα μια απαίτησις από τον Καρδινάλιο να κηρύξη ο Λαπουέντ εκτός νόμου τους Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ο Λαπουέντ εγνώριζε ότι η ισχύς του εξηρτάτο από τον καρδινάλιο. Ανταποκρίθηκε λοιπόν πολύ γρήγορα.
Ταχεία Απάντησις
Το επόμενο στοιχείο σ’ αυτό το δράμα μυστικότητος και μηχανορραφίας είναι η ακόλουθος επιστολή που εστάλη στο μέγαρο του καρδιναλίου μια εβδομάδα αργότερα, στις 4 Ιουλίου 1940. Προήρχετο από τον ιδιαίτερο γραμματέα του Υπουργού της Δικαιοσύνης, Λαπουέντ. Απευθύνετο προς τον κοσμήτορα Πωλ Μπερνιέ και έλεγε: ·
«Κύριε Κοσμήτωρ:
»Μόλις έλαβα την επιστολή σας της 27ης Ιουνίου ανέλαβα προσωπικώς την υποχρέωσι να εκπληρώσω την επιθυμία της Αυτού Εξοχότητος του Καρδιναλίου και να επισύρω την προσοχή του Υπουργού στις διαμαρτυρίες σας καθώς και στο κύριο άρθρο το οποίον εδημοσιεύθη από την εφημερίδα Λ’ Ακσιόν Κατολίκ σχετικά με τη Σκοπιά, τους Μάρτυρας του Ιεχωβά και την Παρηγορία.
»Ο κ. Λαπουέντ μού έδωσε την άδεια να σας ανακοινώσω από τηλεφώνου την εμπιστευτική πληροφορία ότι η προαναφερθείσα οργάνωσις των Μαρτύρων του Ιεχωβά θα κηρυχθή παράνομος από σήμερα με την παράκλησι να γνωστοποιηθή αυτό στην Αυτού Εξοχότητα τον Καρδινάλιο.
»Αυτή η επιστολή σκοπόν έχει να επιβεβαιώση αυτό που μόλις σας είπα από τηλεφώνου.
»Είμαι βέβαιος ότι η Αυτού Εξοχότης ο Καρδινάλιος θα πληροφορηθή δεόντως σχετικά με την Υπουργική διαταγή όσον αφορά τους Μάρτυρας του Ιεχωβά.
»Παρακαλώ δεχθήτε, κ. Καγκελλάριε, τις εκφράσεις των ευχαριστιών μου και τους θερμότερους χαιρετισμούς μου.»
Η επιστολή είχε υπογραφή από τον ιδιαίτερο γραμματέα του Λαπουέντ. Έτσι από τη στιγμή της απαιτήσεως του καρδιναλίου, χρειάσθηκαν μόλις επτά ημέρες για να τεθή η απαγόρευσις στους Μάρτυρας του Ιεχωβά.
Έτσι από τα επίσημα αρχεία της ιδίας της κυβερνήσεως αποκαλύπτεται η αλήθεια. Η απαγόρευσις των Μαρτύρων του Ιεχωβά είχε κατευθυνθή απ’ ευθείας από το παλάτι του Ρωμαιοκαθολικού Καρδιναλίου της πόλεως του Κεμπέκ.
Τι επονείδιστο υπόμνημα εδημιούργησε ο κλήρος σ’ αυτό το ζήτημα! Υπήρχαν ψευδείς κατηγορίες από θρησκευτικούς εχθρούς, μυστικοί φάκελλοι, κρυφές επιρροές, καμμιά ευκαιρία ενστάσεως και αυθαίρετα διατάγματα προωρισμένα να καταστρέψουν την ελευθερία της λατρείας προς τον Θεό. Αυτές ήσαν οι μισητές και πονηρές μέθοδοι της κακόφημης Ιεράς Εξετάσεως που χρησιμοποιήθηκαν στη σύγχρονη εποχή από την Ρωμαιοκαθολική Ιεραρχία στον Καναδά για να βλάψη τους αθώους ανθρώπους που τολμούσαν να διακηρύξουν την αλήθεια του Λόγου του Θεού!
Τι Μπορούμε να Μάθωμε
Όλες οι προηγούμενες πληροφορίες, οι οποίες τώρα αποκαλύφθηκαν από τα αρχεία του Καναδά, δείχνουν πώς μπορεί να γίνη διωγμός σε τελείως αθώους ανθρώπους. Καμμιά κυβέρνησις η οποία έχει συνείδησι του βασικού καθήκοντός της ν’ ασκή δικαιοσύνη δεν θα ήθελε να είναι υπεύθυνη για τέτοια αδικοπραγία κάτω από τον μανδύα του νόμου. Η αδικία προς μια μειονότητα δυσφημεί και τον νόμο και την κυβέρνησι.
Είναι προς τιμήν των ανθρώπων οι οποίοι εμπνέονται από το κοινόν συμφέρον στη Βουλή το ότι αντελήφθησαν το λάθος και ήλεγξαν την κατάχρησι της επισήμου εξουσίας. Η σταθερότης εκείνων που ύψωσαν τη φωνή τους υπέρ της δικαιοσύνης είναι αξιέπαινη. Δυστυχώς ήλθε πολύ αργά για να προλάβη πολλές από τις επονείδιστες αδικίες που έγιναν ως αποτέλεσμα της απαγορεύσεως.
Αυτές οι περιπτώσεις τονίζουν το γεγονός ότι δεν είναι υπόθεσις της ανθρώπινης κυβερνήσεως να εκλέγη μεταξύ θρησκειών. Η πίστις δεν μπορεί να νομοθετηθή ή να περιορισθή από διατάγματα. Έτσι, όταν οι δημόσιοι αξιωματούχοι πιέζωνται να παρέμβουν στην ελευθερία λατρείας, θα έπρεπε να ενεργούν με συγκράτησι. Θα έπρεπε να υιοθετήσουν το πνεύμα του φιλοσοφικού Κου Τζάστις Χολμς, ο οποίος είπε: «Η καλύτερη δοκιμή της αληθείας είναι η δύναμις της σκέψεως να γίνη δεκτή στον δημόσιο ανταγωνισμό.»
Αυτό είναι παρόμοιο με τη σοφία που περιέχεται στη συμβουλή ενός πολύ προγενεστέρου δικαστού, του Γαμαλιήλ, ο οποίος άκουσε τις κατηγορίες εναντίον των αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Γαμαλιήλ είπε στα άλλα μέλη του δικαστηρίου:
«Απέχετε από των ανθρώπων τούτων και αφήσατε αυτούς· διότι εάν η βουλή αυτή ή το έργον τούτο είναι εξ ανθρώπων, θέλει ματαιωθή· εάν όμως είναι εκ Θεού, δεν δύνασθε να ματαιώσητε αυτό, και προσέχετε μήπως ευρεθήτε και θεομάχοι.»—Πράξ. 5:38, 39.
Και αυτό ακριβώς συνέβη στον Καναδά—οι αρχηγοί των εκκλησιών επολέμησαν πράγματι εναντίον ενός έργου, το οποίον είχε διαταχθή από τον Θεό· και επομένως επολέμησαν εναντίον του Θεού. Όποιος πολεμά εναντίον του Θεού πρέπει να χάση. Απόδειξις αυτού φαίνεται από το γεγονός ότι σήμερα οι εκκλησίες στον Καναδά, ειδικά η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, βρίσκεται σε μια κατάστασι γοργής παρακμής. Ιερείς, καλόγρηες, διάκονοι, ιεροσπουδασταί και κοινοί άνθρωποι ομοίως εγκαταλείπουν τις εκκλησίες σε τεράστιους αριθμούς. Επανειλημμένως οι θρησκευτικοί αρχηγοί ωρύονται και κραυγάζουν για την κατάρρευσι που λαμβάνει χώραν. Εκφράζουν βαθειά ανησυχία, ότι οι εκκλησίες και ο κλήρος μπορεί σύντομα να εξαφανισθούν.
Το ζήτημα που πολλοί Καναδοί αντιμετωπίζουν τώρα είναι αυτό: Θα εξακολουθήσουν να υποστηρίζουν αυτές τις θρησκείες κι έτσι να επιδοκιμάζουν και τα εγκλήματα των εναντίον της ελευθερίας, ναι, εναντίον ανθρώπων που επιδιώκουν να κάμουν το θέλημα του Θεού; Πολλοί άνθρωποι θέλουν να είναι απηλλαγμένοι από τέτοια ενοχή.
Σήμερα το έργο των μαρτύρων του Ιεχωβά στον Καναδά ευημερεί όσο ποτέ προηγουμένως! Ποτέ δεν είχαν τόσα πολλά άτομα στις συναθροίσεις των. Γιατί; Διότι έχουν γίνει πασίγνωστοι ως οι άνθρωποι οι οποίοι πράγματι μελετούν και διδάσκουν ό,τι είναι στη Βίβλο και ειλικρινά εφαρμόζουν τις αρχές της στη ζωή τους.