Από Στρατιώτης του Κάιζερ σε Στρατιώτη του Χριστού
ΣΤΗΝ αρχή περίπου του αιώνος μας, σε κάποιον Γερμανικό συνοικισμό στη νοτιοδυτική Ρωσία, οι άνθρωποι στέκονταν υπομονητικά σε δυο σειρές έξω από μια φτωχική εκκλησία κάθε Κυριακή πρωί. Μόνο όταν ένας γενειοφόρος ηλικιωμένος κύριος και η γυναίκα του περνούσαν ανάμεσα από τις σειρές των ανθρώπων κι’ έμπαιναν στην εκκλησία, τότε έμπαιναν και οι άλλοι.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ήταν οι παπούδες μου. Εδέχοντο τον εβδομαδιαίο σεβασμό του εκκλησιάσματος, διότι η θρησκευτική τους αφοσίωσις ήταν τόσο μεγάλη ώστε τους είχε υποκινήσει να χτίσουν την εκκλησία με δικά τους χρήματα. Ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος γυιος τους κι’ αυτός, με τη σειρά του, έκαμε ό,τι μπορούσε για να μεταδώση την ίδια αφοσίωσι στα επτά παιδιά του.
Η Πρώτη μου Θρησκευτική Εκπαίδευσις
Κάθε πρωί πριν αρχίση η εργασία στο αγρόκτημα, ο πατέρας μου καλούσε ολόκληρη την οικογένεια και το προσωπικό του αγροκτήματος γύρω από το μεγάλο τραπέζι μας για ανάγνωσι της Γραφής. Ζητούσε ταπεινά την ευλογία του Θεού και εξέφραζε την εκτίμησι για την καινούργια ημέρα και για τη στοργική φροντίδα του Δημιουργού.
Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα της παιδικής μου ηλικίας—ίσως όχι αυτή που θα αναμένατε για έναν που επρόκειτο να περάση την περισσότερη ζωή του ως στρατιώτης.
Όταν έφθασε ο καιρός για να πάνε τα παιδιά στο σχολείο, ο πατέρας μου μετανάστευσε στη Γερμανία για να μπορέσωμε να μορφωθούμε εκεί. Η μάθησις ήταν για μένα απόλαυσις, εκτός όταν επρόκειτο για θρησκευτική διδασκαλία. Υποθέτω ότι θα μπορούσε κανείς να πη ότι δεν ‘απέκτησα τις πρώτες βάσεις’ μιλώντας από θρησκευτική άποψι.
Όχι ότι δεν είχα πίστι· αλλά ο τρόπος που μας εδίδασκαν για τον Θεό και τους σκοπούς του ήταν αυτό που με απεμάκρυνε από τη θρησκεία. Ακόμη και η εκπαίδευσις για το χρίσμα στη Λουθηρανική Εκκλησία μου ήταν ανιαρή. Ο πάστωρ φαινόταν σαν να έκανε απλώς το καθήκον του. Κατά πόσον εμείς τα παιδιά καταλαβαίναμε ή όχι, αυτό φαινόταν σαν να μη τον ενδιέφερε. Μολονότι εχρίσθηκα ως μέλος της εκκλησίας, ποτέ δεν παρακολουθούσα τις λειτουργίες. Εν τούτοις, αυτά που μου εδίδαξε ο πατέρας μου τα φύλαγα μέσα στην καρδιά μου.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Σ’ εκείνα τα αμέριμνα χρόνια, έγινε μια αλλαγή που μ’ έστειλε στην καριέρα του στρατιώτη. Όταν ήμουν ένδεκα χρόνων η Γερμανία μπήκε στον πόλεμο. Πόσο μας συγκινούσε εμάς τα παιδιά να βλέπωμε τους στρατιώτες να βαδίζουν με τα όπλα τους στολισμένα με άνθη!
Αμέσως ο πατέρας πήγε στρατιώτης, αφήνοντας τη μητέρα να φροντίζη για επτά μικρά παιδιά. Η υγεία της δεν ήταν και τόσο καλή, κι’ έτσι πολλές δύσκολες δουλειές έπεφταν στους ώμους μου αφού ήμουν ο μεγαλύτερος γυιος.
Τα χρόνια περνούσαν και ο πατέρας δεν γύριζε από τον στρατό. Συχνά έλειπα από το σχολείο για να βοηθήσω την οικογένεια. Συνεχώς αναρωτιόμουν: Τι μπορώ να κάμω για να ελαφρώσω τα βάσανά μας;
Πήγα στον στρατιωτικό περιφερειακό σύμβουλο και ζήτησα να υπηρετήσω ως στρατιώτης στη θέσι του πατέρα μου. Ο σύμβουλος με απέρριψε διότι ήμουν μόνο δεκαπέντε ετών. Κι’ όμως ήθελα τόσο πολύ ν’ αντικαταστήσω τον πατέρα μου ώστε έγραψα ένα γράμμα στον Γερμανό Κάιζερ Γουιλιέλμο Β΄ γνωστοποιώντας την αίτησί μου. Πόσο ευτυχισμένος ήμουν όταν μου δόθηκε η άδεια! Κι’ έτσι την άνοιξι του 1918, έγινα ο νεώτερος στρατιώτης στον Γερμανικό στρατό.
Όταν ο πόλεμος τελείωσε τον Νοέμβριο του έτους εκείνου, ήμουν ακόμη πολύ νέος για να εκτιμήσω τη ζημιά που προξένησε ή να διακρίνω καθαρά τις πληγές που άφησε σε τόσες οικογένειες. Εμένα αυτοί οι λίγοι μήνες στο στρατό με είχαν μεταμορφώσει από παιδί σε άνδρα. Ήταν η αρχή της στρατιωτικής μου σταδιοδρομίας.
Επιδίωξις Στρατιωτικής Σταδιοδρομίας
Ο πόλεμος είχε χαθή και ο στρατός διελύθη. Άρχισα να εκπαιδεύωμαι ως μηχανουργός, αποφασισμένος να διακριθώ στο επάγγελμα. Αλλά οι σκληρές συνθήκες των μεταπολεμικών χρόνων έκαμαν δύσκολο να επιτύχω αυτό τον σκοπό. Έπειτα έφθασαν τα νέα ότι θα επετρέπετο στη Γερμανία να έχη ένα στρατό 100.000 ανδρών. Αυτή ήταν μια ευκαιρία να μάθω καλά το επάγγελμά μου· θα μπορούσα να συνεχίσω την εκπαίδευσι και συγχρόνως να είμαι στρατιώτης.
Για μια ακόμη φορά κατετάγην στο πεζικό. Ενώ η τάξις και η πειθαρχία μού άρεσαν, ο υποχρεωτικός Κυριακάτικος εκκλησιασμός δεν με είλκυε. Πόσο γελοίο μου φαινόταν που ως στρατιώτες είμαστε ενωμένοι ως την Κυριακή, οπότε χωριζόμαστε και έστελναν τους Καθολικούς εδώ και τους Διαμαρτυρόμενους εκεί!
Δεν είχαμε ένα Θεό; Δεν διαβάζαμε την ίδια Γραφή; Γιατί να χωριζώμαστε για μια ειδική ώρα εν ονόματι της υπηρεσίας στον Θεό; Ακόμη και οι τελετουργίες μού φαίνονταν παιδαριώδεις, χωρίς τίποτε το αξιόλογο στα κηρύγματα.
Διακοπή της Στρατιωτικής Σταδιοδρομίας
Ένα τραύμα στο γόνατό μου με ανάγκασε να διακόψω τη στρατιωτική μου σταδιοδρομία. Αλλ’ αντί να γυρίσω στην εκκλησία, είχα δύο πείρες σ’ αυτή την περίοδο που με απομάκρυναν ακόμη περισσότερο.
Ύστερα από πολύ θλιβερές περιστάσεις, η γυναίκα μου κι’ εγώ χάσαμε το πρώτο μας παιδί σε ηλικία έξη μηνών. Ο πάστωρ ρώτησε αν έπρεπε να δώση μια ομιλία των 20 μάρκων ή των 25 μάρκων. Εξήγησε ότι για τα πέντε επιπλέον μάρκα θα χτυπούσε τις καμπάνες και θα έδινε μια καλύτερη ομιλία. «Ώστε τα χρήματα είναι αυτά που θέλεις,» σκέφθηκα. Πόσο θλιβερό, αλήθεια!
Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώθηκε από τη δεύτερη πείρα που αφορούσε τον γείτονά μου. Βρισκόταν σε μεγάλη ανάγκη λόγω της μεγάλης ανεργίας στη χώρα. Άσχετα με το πόσο σκληρά προσπάθησε, δεν μπόρεσε να πληρώση τον εκκλησιαστικό φόρο. Παρ’ όλες τις παρακλήσεις που έκαμε στον πάστορα να δείξη κατανόησι, έγινε κατάσχεσις των επίπλων του για να πληρωθή ο φόρος. Αυτό όμως μου φάνηκε πολύ σκληρό. Κατέφυγα αμέσως στο δικαστήριο για να διακόψω νόμιμα κάθε δεσμό με την εκκλησία, ενέργεια απαραίτητη στη Γερμανία όπου Εκκλησία και Κράτος είναι στενά ενωμένα. Αυτό έγινε το 1931.
Στρατιώτης και Πάλι
Το 1934 έγινα και πάλι δεκτός στον στρατό για να συνεχίσω τη στρατιωτική μου σταδιοδρομία. Λίγο αργότερα έγινα αξιωματικός. Μόνο το 1936 όταν μεταφέρθηκα στην Ισπανία με την έκρηξι του εμφυλίου πολέμου, ήρθα και πάλι σε επαφή με τη θρησκεία του Χριστιανικού κόσμου—τα μοναστήρια στην Ισπανία είχαν μετατραπή σε φρούρια και αποθήκες όπλων!
Όταν άρχισε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος το 1939, μου ανέθεσαν την ευθύνη να επιθεωρώ αεροπλάνα που κατασκευάζονταν για τη Γερμανική πολεμική αεροπορία. Μια μέρα, στην αρχή του πολέμου, εγκατέστησαν μια μεγάλη διακοσμημένη εξέδρα σ’ ένα από τα στρατιωτικά αεροδρόμια. Σημαίες ανέμιζαν, αεροπλάνα και όπλα είχαν εκτεθή για επίδειξι, και ολόκληρη η μοίρα παρήλαυνε. Μια λιμουζίνα κατέφθασε με τους σεβαστούς επισκέπτες—ένα Καθολικό ιερέα κι’ ένα Διαμαρτυρόμενο κληρικό!
Πόσο εντυπωσιακές ήσαν οι ομιλίες των! Μας διεβεβαίωσαν ότι πολεμούσαμε για μια δίκαιη υπόθεσι. Στο τέλος της τελετής ευλόγησαν όλα τα όπλα.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Τελειώνει
Έξη μακρά χρόνια πέρασαν εωσότου τελειώση ο Πόλεμος. Ο θεός στον οποίον προσευχήθηκαν εκείνοι οι κληρικοί προφανώς δεν τους έδωσε σημασία, διότι και πάλι χάσαμε. Μαζί με τους συντρόφους μου βρέθηκα αιχμάλωτος πολέμου.
Μετά την απελευθέρωσί μου βασίσθηκα στη βοήθεια της πατρίδος μου, στην οποία είχα δώσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Μολονότι είχα φθάσει στον βαθμό του ταγματάρχου ως στρατιωτικός, όταν ζήτησα εργασία με παραμέρισαν διότι ήμουν πολύ ηλικιωμένος. Η περιουσία μου είχε καταστραφή και είχα χάσει τη γυναίκα μου λόγω θανάτου. Χωρίς να έχω ένα μέρος να ζήσω, απεφάσισα να πάω στη Γαλλία για να βρω εργασία.
Ενώ ήμουν στη Γαλλία, εργαζόμουν σε μια πόλι που είχε μια βιβλιοθήκη για Γερμανούς αιχμαλώτους και οποιοσδήποτε ήθελε μπορούσε να την χρησιμοποιήση. Μια μέρα τα μάτια μου κύτταζαν από ράφι σε ράφι εωσότου σταμάτησαν σε μια γωνιά όπου βρίσκονταν μερικές Γραφές. Έχωσα μια κάτω από το σακκάκι μου και πήγα στο σπίτι, γιατί δεν ήθελα να την δη κανείς και να γελάη με μένα.
Αρκετές ημέρες τη διάβαζα και την ξαναδιάβαζα χωρίς να καταλαβαίνω. Στις ώρες της εργασίας έβλεπα τον εαυτό μου τη μια στιγμή να προσεύχεται και την άλλη να βλασφημή. Ποτέ δεν είχα χάσει την πίστι μου στο Θεό, αλλά τώρα έψαχνα για γνώσι που δεν μπορούσα να βρω.
Μαθαίνοντας τη Γραφική Αλήθεια
Ύστερα από τρία χρόνια μοναξιάς ξαναπαντρεύτηκα και γύρισα στη Γερμανία. Ένα ωραίο Κυριακάτικο πρωινό παρατηρήσαμε μαζί με τη γυναίκα μου μια μικρή ομάδα ανδρών και γυναικών που είχαν έρθει από μια γειτονική πόλι με τα ποδήλατά τους. Γρήγορα ακούσαμε ένα κτύπημα στην πόρτα και καλέσαμε μέσα ένα νεαρό άνδρα.
Είχε μια Γραφή και μιλούσε για πράγματα που ποτέ προηγουμένως δεν είχαμε ακούσει ούτε και η γυναίκα μου ακόμη που ήταν μια τακτική εκκλησιαζομένη. Είχαμε πολλά ερωτήματα και ο νέος απήντησε σε όλα από τη Γραφή. Μας πρόσφερε ένα βιβλίο που είπε ότι θα μας βοηθούσε να κατανοήσωμε τον Λόγο του Θεού. Αρνηθήκαμε την προσφορά του αλλά είχαμε τόσο εντυπωσιασθή μ’ αυτά που μάθαμε ώστε ποτέ δεν λησμονήσαμε την επίσκεψί του.
Πέρασε ένας χειμώνας. Μια μέρα είχα κάποια εργασία στην ίδια πόλι από την οποία ο νεαρός είχε έρθει να μας επισκεφθή το περασμένο καλοκαίρι. Ήταν ήδη μεσημέρι όταν ξεκίνησα να γυρίσω στο σπίτι με το ποδήλατό μου. Καθώς προχωρούσα παρατήρησα έναν άνδρα να στέκεται σ’ ένα δημόσιο μέρος και να κρατάη σε κοινή θέα δυο περιοδικά. Γύρισα πίσω σαν κάποιος να με ωδηγούσε.
Τα περιοδικά ήσαν «Η Σκοπιά» και το «Ξύπνα!» που ποτέ δεν είχα δει προηγουμένως. Η τιμή τους ήταν 25 πέννες, ακριβώς όσα χρήματα είχα μαζί μου. Αγόρασα τα δυο περιοδικά από τον άνδρα που τόσο εξεπλάγη με την αποφασιστικότητά μου ώστε προσφέρθηκε να έλθη να μας επισκεφθή. Δυο ώρες αργότερα έφθασε στο σπίτι μας.
Πριν έλθη, η γυναίκα μου κι’ εγώ μόλις είχαμε καιρό να φάμε λίγο και να τακτοποιήσουμε το μικρό μας δωμάτιο. Η γυναίκα μου το μόνο που πρόφθασε ήταν να διαβάση τον τίτλο του ενός περιοδικού—«‘Η Σκοπιά’ Αγγέλλουσα την Βασιλείαν του Ιεχωβά»—όταν ο άνδρας κτύπησε την πόρτα.
Σχεδόν αμέσως τον άρχισε με τις ερωτήσεις, «Ποιος είναι ο Ιεχωβά; Δεν είναι ο Θεός των Εβραίων;»
Αντί να δώση μια μακρά εξήγησι ο επισκέπτης μας έβγαλε από την τσάντα του ένα βιβλίο. Και ήταν το ίδιο βιβλίο που είχαμε αρνηθή να πάρωμε το περασμένο καλοκαίρι—Το «Έστω ο Θεός Αληθής», εκδόσεως της Βιβλικής και Φυλλαδικής Εταιρίας Σκοπιάς!
Καθήσαμε γύρω από το τραπέζι και διαβάσαμε μαζί το κεφάλαιο με τίτλο «Ποιος Είναι ο Ιεχωβά;» Εμάθαμε ότι αυτός είναι ο Θεός που έκαμε τον ουρανό και τη γη.
Κάθε εβδομάδα ο άνθρωπος ερχόταν να διαβάση τη Γραφή μαζί μας, χρησιμοποιώντας για οδηγό το βιβλίο «Έστω ο Θεός Αληθής.» Καθώς η μελέτη μας προχωρούσε, αρχίσαμε να διακρίνωμε ότι είμαστε σαν τον απόστολο Παύλο όταν τα λέπια της τυφλώσεώς του έπεσαν από τα μάτια του. (Πράξεις 9:17-19) Τα λέπια της πνευματικής τυφλώσεως έπεφταν επίσης από τα δικά μας μάτια.
Έγινα Άλλου Είδους Στρατιώτης
Ο δάσκαλός μας έγινε ένας αγαπητός φίλος. Ήταν υλικά φτωχός, ίσως πιο φτωχός από μας, αλλ’ ήταν πνευματικά πλούσιος με τα καλά πράγματα από τον Λόγο του Θεού που τα μετέδιδε με γενναιοδωρία. Ήταν ολοχρόνιος Κήρυξ των αγαθών νέων της Βασιλείας του Θεού από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου συντηρούμενος με ολιγόωρη εργασία. Κι’ όμως όταν είχαμε προοδεύσει στο σημείο ν’ αφιερώσωμε τη ζωή μας στον Ιεχωβά Θεό, μας έδωσε φιλάγαθα 10 μάρκα για να μπορέσωμε να ταξιδέψωμε σε μια συνέλευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά, όπου συμβολίσαμε την αφιέρωσί μας με βάπτισμα.
Έτσι για μια ακόμη φορά έγινα στρατιώτης, αλλά τη φορά αυτή στρατιώτης του Χριστού, όπως γράφει το 2 Τιμόθεον 2:3. Από τότε αφιερώθηκα ολόψυχα να διεξάγω τον ‘καλόν αγώνα’ εναντίον του πνευματικού σκότους και να βοηθώ όλους εκείνους που ζητούν τον Θεό και θέλουν να τον υπηρετήσουν. Μετά την συνταξιοδότησί μου μετοικήσαμε στον Καναδά όπου η γυναίκα μου και η κόρη μου εξακολουθούν να κάνουν έργο ‘σκαπανέως,’ διαθέτοντας όλο τους τον χρόνο να κηρύττουν και να διδάσκουν άλλους για τους θαυμαστούς σκοπούς του Ιεχωβά να κάμη μια παραδεισένια γη στο εγγύς μέλλον.
Μολονότι η υγεία μου δεν είναι τόσο καλή όπως ήταν κάποτε, εξακολουθώ να κάνω ό,τι μπορώ στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Όταν ήμουν στρατιώτης του Κάιζερ και των διαδόχων του, υπηρέτησα ολόψυχα και εθυσίασα πολλά. Θα πρέπει να ενεργήσω διαφορετικά τώρα;
Ως στρατιωτικός, νόμιζα ότι έμαθα πολλά και έγινα άνδρας. Αλλά δεν βρήκα την αληθινή σοφία παρά μόνο αφού μελέτησα τον Λόγο του Θεού, τη Γραφή. Τώρα υπηρετώ με μια πραγματική αμοιβή εμπρός μου, την αιώνια ζωή στη δίκαιη νέα τάξι του Θεού.—Από συνεργάτην.