ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • g75 22/2 σ. 13-15
  • Η Ιταλία Ψηφίζει Υπέρ του Διαζυγίου

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Η Ιταλία Ψηφίζει Υπέρ του Διαζυγίου
  • Ξύπνα!—1975
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • Το Κονκορδάτο και οι Παραχωρήσεις Του
  • Το Δημοψήφισμα
  • Η Στάσις της Εκκλησίας
  • Συντριπτική Ήττα
  • Η Βραζιλία Προτιμά το Διαζύγιο
    Ξύπνα!—1979
  • Ποιο Έρχεται Πρώτο—Η Εκκλησία σας ή ο Θεός;
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1970
  • Πρέπει να Επιτρέπεται το Διαζύγιο;
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1988
  • Η Εκκλησία—Αλλαγές και Σύγχυση
    Ξύπνα!—1993
Δείτε Περισσότερα
Ξύπνα!—1975
g75 22/2 σ. 13-15

Η Ιταλία Ψηφίζει Υπέρ του Διαζυγίου

Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στην Ιταλία

‘ΗΞΕΡΑ ότι έβρεχε, αλλά δεν φαντάσθηκα ότι θα γινόταν ένας τέτοιος κατακλυσμός.’ Αυτό ήταν το σχόλιο του Ιταλού καρδιναλίου Πολέττι όταν έγινε γνωστό ότι εκατομμύρια Ιταλών είχαν επιφέρει μια παταγώδη ήττα εναντίον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Είχαν ψηφίσει κατά της εκκλησίας σχετικά με τον Ιταλικό νόμο περί διαζυγίου.

Το διαζύγιο επετράπη διά νόμου από την 1 Δεκεμβρίου 1970. Τότε η Εκκλησία δεν μπορούσε να συγκεντρώση αρκετή υποστήριξι από την κυβέρνησι ώστε να εμποδίση την ψήφισι του νόμου. Ως εκ τούτου η Εκκλησία τώρα διεξήγαγε εκστρατεία για μια ειδική ψήφο του Ιταλικού λαού για να ανακληθή ο νόμος.

Κάνοντας έκκλησι απ’ ευθείας στον Ιταλικό λαό η εκκλησία πίστευε ότι η ‘σιωπηρή πλειοψηφία’ των Ιταλών θα ήταν πιστή στην Εκκλησία και ότι θα ψήφιζαν κατά του διαζυγίου. Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία αγωνίσθηκε και απέσπασε τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών (500.000) για να μπορέση η κυβέρνησις να δώση εντολή για να διεξαχθή η ψηφοφορία.

Αυτή η ειδική ψήφος (δημοψήφισμα) διεξήχθη στις 12 και 13 Μαΐου. Περισσότεροι από 32.000.000 Ιταλών προσήλθαν στις κάλπες. Μήπως οι περισσότεροι απ’ αυτούς υπεστήριξαν την Εκκλησία; Όχι! Αντιθέτως, το 60 τοις εκατό—πάνω από 19.000.000—ψήφισαν υπέρ της διατηρήσεως του νόμου του διαζυγίου! Αυτό εσήμαινε 6.000.000 περίπου περισσότεροι από εκείνους που ψήφισαν για την ανάκλησι του νόμου.

Το αποτέλεσμα συγκλόνισε και εξέπληξε τις Εκκλησιαστικές αρχές. Απεδείχθη επίσης απογοητευτικό για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους που είχαν υποστηρίξει τη θέσι της Εκκλησίας.

Εν τούτοις, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σημαίνει πολύ περισσότερα από μια απλή εκλογή υπέρ ή κατά του διαζυγίου. Το γεγονός ότι μια τόσο μεγάλη πλειονότης Ιταλών ψήφισε κατά της Εκκλησίας είναι πολύ πιο σημαντικό. Πολλοί πιστεύουν ότι αποτελεί μια πρόγευσι μελλοντικών γεγονότων. Γιατί το λέγουν αυτό; Μια σύντομη εξέτασις της σχέσεως μεταξύ της Ιταλικής κυβερνήσεως και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μάς βοηθεί να καταλάβουμε το γιατί.

Το Κονκορδάτο και οι Παραχωρήσεις Του

Πριν από το νόμο περί διαζυγίου το 1970, τα θέματα τα σχετικά με το γάμο ερρυθμίζοντο σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας που είχε υπογραφή μεταξύ της Εκκλησίας και του Κράτους το έτος 1929. Η συνθήκη αυτή (ή κονκορδάτο) είχε γίνει μεταξύ της κυβερνήσεως του Μουσσολίνι και του κράτους του Βατικανού. Παραχωρούσε στην εκκλησία πολλά ειδικά προνόμια σαν αντάλλαγμα για την υποστήριξί της προς εκείνη την κυβέρνησι.

Βάσει των όρων του Κονκορδάτου, ο Καθολικός κλήρος ελάμβανε οικονομική βοήθεια από το Κράτος. Η Καθολική θρησκεία και μόνον έπρεπε να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία. Και η Εκκλησία εξαιρείτο από τη φορολογία. Αυτά τα ειδικά προνόμια έδιναν στην Εκκλησία μια θέσι κυριαρχίας, που την καθιστούσε ικανή να ασκή μεγάλη επιρροή επάνω στο λαό.

Όσον αφορά το γάμο, το Κονκορδάτο υπεστήριζε τις απόψεις της Εκκλησίας. Ενώ η συμφωνία επέτρεπε την αναγνώρισι των πολιτικών γάμων, παραχωρούσε όμως στην Καθολική Εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να διαλύη τους γάμους. Και η θέσις της Εκκλησίας ήταν ότι μόνον ο θάνατος θα μπορούσε να διαλύση ένα γάμο. Μ’ αυτό αγνοούσαν τη θέσι που ο ίδιος ο Ιησούς έλαβε σ’ αυτό το ζήτημα. Εκείνος επέτρεψε το διαζύγιο κάτω από ωρισμένες περιστάσεις.—Ματθ. 19:9.

Υπήρχε, όμως, κάποια «διέξοδος» στην αξίωσι της εκκλησίας ότι δεν μπορούσε να υπάρξη διαζύγιο. Επέτρεπε «ακυρώσεις» γάμων. Με άλλα λόγια, ενώ δεν μπορούσε να υπάρχη διαζύγιο, η Εκκλησία μπορούσε να ισχυρισθη ότι, για διαφόρους λόγους, ένας γάμος είχε γίνει κάτω από συνθήκες που δεν επεδοκιμάζοντο από την Εκκλησία. Επομένως, ο γάμος θα μπορούσε να κηρυχθή άκυρος. Έτσι, μπορούσε ένα άτομο του οποίου ο γάμος είχε θεωρηθή «άκυρος» να ξανανυμφευθή.

Το οικονομικό κόστος αυτής της διαδικασίας ήταν πολύ μεγάλο. Γι’ αυτό το λόγο, μόνο μια μικρή μερίδα ανθρώπων μπορούσε ν’ ακυρώση τους γάμους των. Συνήθως αυτοί ήσαν ηθοποιοί του θεάτρου και του κινηματογράφου, πολιτικοί ηγέται, βιομήχανοι και άλλοι πλούσιοι άνθρωποι. Οι πτωχοί δεν είχαν τα μέσα, γι’ αυτό κι έτσι δεν ενδιαφέρονταν. Εκείνοι που εγκατέλειπαν τους συντρόφους των χωρίς ν’ ακυρώσουν τους γάμους των, συχνά συζούσαν με κάποιο άλλο άτομο σε μοιχεία. Μερικοί υπολογισμοί αναφέρουν ότι περίπου 5 εκατομμύρια άτομα ζούσαν σ’ αυτή την παράνομη κατάστασι. Αλλά ενεργώντας έτσι, δεν ήταν δυνατόν ένας πατέρας να αναγνωρίση νομίμως τα παιδιά που γεννιώνταν από μια τέτοια ένωσι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την απώλεια ωρισμένων ωφελειών.

Με την πάροδο των ετών διάφορα μέλη του Ιταλικού Κοινοβουλίου, αναγνωρίζοντας ότι υπήρχαν πολλές ανωμαλίες σχετικά με το γάμο και το διαζύγιο, προσπάθησαν να ψηφίσουν νομοσχέδια που θα επέτρεπαν το διαζύγιο. Αλλά κανένα δεν είχε εγκριθή μέχρι της 1ης Δεκεμβρίου 1970. Την ημέρα εκείνη ένα νομοσχέδιο, που είχε προταθή από τους βουλευτάς Φορτούνα και Μπασλίνι, ψηφίσθηκε σαν νόμος. Επιτέλους, το διαζύγιο επιτρεπόταν στην Ιταλία αν οι γαμήλιοι σύντροφοι ζούσαν χωριστά τουλάχιστον επί μια πενταετία. Αν ο ένας από τους συντρόφους αντιτίθετο στο διαζύγιο, τότε ύστερα από έξη ή επτά χρόνια διαστάσεως, ο άλλος σύντροφος μπορούσε να κάμη αίτησι διαζυγίου. Ειδικοί όροι περιέχονταν στο νόμο για να βοηθούν τα παιδιά και τη σύζυγο.

Το Δημοψήφισμα

Ο νόμος του 1970 δεν ενεκρίθη χωρίς αντιδράσεις. Και η αντίδρασις ήταν επίμονη. Προερχόταν τόσο από μέσα όσο και έξω από την κυβέρνησι—ιδιαίτερα από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η αντίδρασις αποκορυφώθηκε όταν οι δυνάμεις που ήσαν κατά του διαζυγίου κέρδισαν το δικαίωμα να κάμουν το δημοψήφισμα.

Πολλοί πολιτικοί ηγέται ήσαν αντίθετοι στο δημοψήφισμα. Εφοβούντο ότι θα κατέληγε σε μια πολιτική κρίσι διασπώντας την εύθραυστη ισορροπία της κομματικής συνεργασίας που είχε επιτευχθή έπειτα από πολλή εντατική προσπάθεια. Αλλά παρά τον φόβο αυτό, οι δυνάμεις που εστρέφοντο κατά του διαζυγίου προχώρησαν.

Σαν αποτέλεσμα προεκλήθη μια σαφής πράγματι διάστασις μεταξύ των πολιτικών κομμάτων. Το κόμμα της πλειοψηφίας (Χριστιανοδημοκράται) ετάχθη υπέρ της καταργήσεως του περί διαζυγίου νόμου. Τα άλλα ηγετικά κόμματα (Κομμουνισταί και Σοσιαλισταί) ευνοούσαν τη διατήρησι του νόμου του διαζυγίου.

Ενώ ελάμβανε χώρα αυτή η πόλωσις επί του πολιτικού πεδίου, τι συνέβαινε στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας;

Η Στάσις της Εκκλησίας

Η επίσημη θέσις της Εκκλησίας έγινε γνωστή τον Φεβρουάριο στο συνέδριο των Ιταλών επισκόπων. Δήλωσαν ρητώς την υποστήριξί τους προς τις δυνάμεις εναντίον του διαζυγίου.

Μια κοινοποίησις της επισήμου αυτής απόψεως εστάλη από τους επισκόπους προς όλους τους ιερείς για να διαβασθή στις τοπικές εκκλησίες. Μια ερμηνεία αυτής της απόψεώς των προήλθε από τον Μονσινιόρ Γκαετάνο Μπονιτσέλλι, ο οποίος δήλωσε ότι οι «Καθολικοί ή καλύτερα εκείνοι που ισχυρίζονται ότι είναι Καθολικοί και οι οποίοι ψήφισαν υπέρ της διατηρήσεως του νόμου του διαζυγίου, δεν θα μπορούν να θεωρούν τους εαυτούς των ως ‘Καθολικούς.’»

Ωστόσο, ακόμη και μέσα στην ίδια την εκκλησία, σύντομα παρουσιάσθηκαν αντιδράσεις. Σε μερικές πόλεις, όπως το Μιλάνο, υπήρξαν ιερείς ενοριών που προτίμησαν ούτε καν να διαβάσουν την κοινοποίησι στις εκκλησίες των. Άλλοι ιερείς μίλησαν με δριμύτητα κατά των απόψεων της Εκκλησίας. Σαραντατέσσερις Βενετοί ιερείς, σ’ ένα έγγραφο προς τους επισκόπους και τους ιερείς της περιοχής των, εξέφρασαν την πρόθεσί τους να ρίψουν την ψήφο τους υπέρ του νόμου του διαζυγίου. Άλλοι πάλι ιερείς προσπάθησαν να απαλύνουν την επίσημη άποψι δηλώνοντας ότι η ψήφος ήταν προσωπικό ζήτημα συνειδήσεως.

Πολλοί Καθολικοί αντέδρασαν δυσμενώς προς την τακτική της Εκκλησίας. Στη Μάντοβα μια ομάς Καθολικών εγκατέλειψαν την Εκκλησία κατά την τέλεσι της λειτουργίας όταν ο κληρικός άρχισε να διαβάζη την κοινοποίησι των επισκόπων σχετικά με το δημοψήφισμα. Σε άλλες πόλεις, έγιναν διαδηλώσεις εναντίον της στάσεως της Εκκλησίας. Τέτοια γεγονότα που συνέβησαν μέσα στις τάξεις της εκκλησίας έκαμαν μια Καθολική να πη τα εξής: «Αυτό το δημοψήφισμα, αντί να χωρίση τους Καθολικούς από τους εχθρούς του Καθολικισμού, διαιρεί, και ίσως ανεπανόρθωτα, τον κόσμο της Εκκλησίας. Το αντιλαμβάνονται αυτό εκείνοι που υποστηρίζουν αυτό το δημοψήφισμα;»

Στο σύγγραμμα του Η Βασιλεία η Εμή Δεν Είναι εκ του Κόσμου Τούτου, ο Βενεδικτίνος Ηγούμενος Τζιοβάννι Μπατίστα Φραντσόνι διεκήρυξε ότι, αντίθετα με την αξίωσι της Εκκλησίας σχετικά με το αδιάλυτο του γάμου, η Εκκλησία είχε πράγματι παραδεχθή το διαζύγιο με το περίφημο της «προνόμιο του Παύλου.» Σύμφωνα μ’ αυτή τη συνήθεια, ένας προσήλυτος στον Καθολικισμό, που ήταν ήδη έγκυρα νυμφευμένος, μπορούσε κάτω από ωρισμένες περιστάσεις ν’ απομακρύνη τη ‘μη Χριστιανή’ σύντροφό του και να ξανανυμφευθή στην Εκκλησία. Αλλά ακόμη και η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία παραδέχεται σχετικά με αυτό το «προνόμιο του Παύλου»: «Ο όρος αυτός βασίζεται στην υπόθεσι ότι ο Άγιος Παύλος παραχωρεί αυτό το προνόμιο στην 1 Κορινθίους 7:12-15, αλλά αποτελεί μάλλον προνόμιο που παραχωρείται από την εκκλησία μέσω μιας ευρυτέρας ερμηνείας του εδαφίου του Παύλου από ό,τι το ίδιο το εδάφιο επιτρέπει.»

Έτσι η στάσις της Εκκλησίας ήγειρε μια αυξανόμενη αντίθεσι μεταξύ των Καθολικών. Αυτό παρεδέχθη κι ένα άρθρο, που δημοσιεύθηκε στις 25 Απριλίου στην εφημερίδα του Βατικανού Λ’ Οσσερβατόρε Ρομάνο. Έλεγε: «Πολλοί μορφωμένοι Καθολικοί καθώς και νεαροί ιερείς, και μερικοί όχι και τόσο νέοι, αντέδρασαν και αρνήθηκαν δημοσίως τις οδηγίες που διεβιβάσθησαν από την Ιταλική Επισκοπή.» Επειδή παρουσιάσθηκε στον ορίζοντα η πιθανότης θρησκευτικής διαμάχης, ένας ιερεύς προειδοποίησε: «Αν δεν προσέξωμε, όλοι μας διατρέχομε τον κίνδυνο να βρεθούμε στο κέντρο του τυφώνος.»

Φυσικά, η εναντίωσις υπήρξε μεγάλη και έξω από την Εκκλησία. Η Σοσιαλιστική ημερήσια εφημερίδα Αβάντι! κατηγόρησε την Εκκλησία ότι «επεμβαίνει πολύ στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιταλικού Κράτους.» Και,όπως θα περίμενε κανείς, η Ουνιτά, μια Κομμουνιστική εφημερίδα απεκάλεσε την «κινητοποίησι του κλήρου» σαν «απαράδεκτη επέμβασι στην πολιτική σφαίρα.»

Όλα αυτά τα γεγονότα ωδήγησαν στις αναμενόμενες ημέρες της 12ης και 13ης Μαΐου. Τότε έλαβε χώρα το δημοψήφισμα—και το κτύπημα επήλθε.

Συντριπτική Ήττα

Προς απογοήτευσι της εκκλησίας και των άλλων δυνάμεων εναντίον του διαζυγίου, ο Ιταλικός λαός ψήφισε συντριπτικά υπέρ της διατηρήσεως του νόμου του διαζυγίου. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτική ήττα για την Εκκλησία. Ο Πάπας Παύλος ο 6ος εξέφρασε το γενικό αίσθημα των εκκλησιαστικών ηγετών, λέγοντας για τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας τα εξής: «Αυτό προκαλεί κατάπληξι και πόνο.»

Η νίκη πέτυχε και κάτι άλλο. Άνοιξε την οδό και για άλλα λαϊκά δημοψηφίσματα. Και τα κόμματα που ήσαν υπέρ του διαζυγίου αποσπούν, στην πραγματικότητα, υπογραφές, ώστε ο Ιταλικός λαός να μπορή να εκφράζεται και επί άλλων ζητημάτων. Ένα απ’ αυτά αφορά το ίδιο το Κονκορδάτο μεταξύ της Εκκλησίας και του Ιταλικού Κράτους και την προνομιακή κατάστασι που προσφέρει στο Βατικανό.

Η Εκκλησία είχε βασισθή στην υποστήριξι των Καθολικών. Αλλά αυτή η ‘σιωπηρή πλειοψηφία’ απεδείχθη ότι ήταν μόνο μια μειοψηφία. Έτσι, η Εκκλησία κακώς υπελόγισε τη διάθεσι των Ιταλών. Και γι’ αυτό πλήρωσε ένα βαρύ τίμημα—μια ταπεινωτική ήττα από τους ίδιους τους ανθρώπους που θεωρούσε δικούς της. Και άνοιξε το δρόμο για περισσότερη αναταραχή στο πολύ προσεχές μέλλον.

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση