Ποιος Πληρώνει για «Κοινωνική Ασφάλισι»;
ΠΟΙΟΣ πληρώνει για τα ευεργετήματα που λαμβάνουν τα άτομα που έχουν ανάγκη; Τι είδους φορτία αναλαμβάνουν αυτοί που πρέπει να πληρώσουν;
Σε μερικές χώρες τα ευεργετήματα όπως είναι οι συντάξεις των ηλικιωμένων, πληρώνονται κατ’ ευθείαν από τα κυβερνητικά κεφάλαια. Στη Σοβιετική Ένωσι και στην Κίνα ολόκληρο το ποσόν πληρώνεται από τον τόπο όπου εργαζόταν το άτομο ή από επιπρόσθετες πληρωμές εκ μέρους της κυβερνήσεως.
Γενικά, όμως, ο όρος «κοινωνική ασφάλισις» συνδέεται με προγράμματα όπου και ο εργαζόμενος και ο εργοδότης πληρώνουν γι’ αυτή τη διευθέτησι. Παραδείγματος χάριν, το σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών απαιτεί ν’ αφαιρήται ένα μέρος από τον μισθό του εργαζομένου σε κάθε πληρωμή του. Στη διάρκεια του 1975 αυτή η φορολογική αναλογία για την κοινωνική ασφάλισι ήταν 5,85 τοις εκατό, που περιελάμβανε και ιατροφαρμακευτική περίθαλψι. Ο εργοδότης επίσης πλήρωνε 5,85 τοις εκατό.
Έτσι, ο εργαζόμενος, που πλήρωνε αυτόν το φόρο 5,85 τοις εκατό, για ένα ετήσιο εισόδημα $5.000 έπρεπε να εισπράξη $292,50 λιγώτερα. Και ο εργοδότης του έπρεπε επίσης να δώση άλλα $292,50 για να συμβάλη στο πρόγραμμα από τα κεφάλαια της εταιρίας.
Εν τούτοις, δεν φορολογείται όλο το εισόδημα ενός ατόμου για την κοινωνική ασφάλισι. Το 1975 αυτός ο ειδικός φόρος πληρωνόταν για ετήσιο εισόδημα μέχρι $14.100. Τα εισοδήματα άνω αυτού του ποσού δεν φορολογούνται γι’ αυτόν τον ειδικό σκοπό.
Αυξανόμενο Φορτίον;
Ανά τις δεκαετηρίδες μερικοί άνθρωποι έφθασαν να θεωρούν αυτές τις πληρωμές ως ένα συνεχώς αυξανόμενο βάρος. Νομίζουν ότι ο φόρος, κυρίως για χαμηλού εισοδήματος οικογένειες, αρχίζει πραγματικά να βλάπτη.
Όταν η κοινωνική ασφάλισι εισήχθη για πρώτη φορά στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο εργαζόμενος πλήρωνε 1 τοις εκατό από τον μισθό του. Και ο εργοδότης πλήρωνε άλλο 1 τοις εκατό. Αλλά το 1975 αυτό τα ποσοστό σχεδόν εξαπλασιάσθηκε.
Δεν εξαπλασιάσθηκε μόνον η αναλογία φόρου, αλλά και το ποσόν από το οποίο γινόταν η κράτησις αυξήθηκε τρομακτικά. Αρχικά, το ποσόν που φορολογείτο για την κοινωνική ασφάλισι ήταν το πολύ $3.000 το χρόνο. Αλλ’ αυτός ο αριθμός αυξάνεται, κι έφθασε τα $14.100 το 1975. Και προς τα τέλη του 1975 η κυβέρνησις ανεκοίνωσε ότι το ετήσιο εισόδημα που θα φορολογείτο για την κοινωνική ασφάλισι θα έφθανε τα $15.300.
Έτσι, υπήρξε μια διπλή αύξησις—στο εκατοστιαίο ποσοστό του εισοδήματος και σε μεγαλύτερο ποσόν του φορολογουμένου εισοδήματος. Το πόσο μεγάλο είναι αυτό το είδος των κρατήσεων μπορεί να φανή από μια σύγκρισι: Το 1 τοις εκατό επί των $3.000 αρχικά ήταν μόνο $30· αλλά το 5,85 τοις εκατό επί των $14.100 το 1975 είναι $824,85 και για το 1976 υπολογίζεται ότι θα φθάση τα $895,05. Αυτό αντιπροσωπεύει μια τεραστία αύξησι στις συνολικές κρατήσεις που γίνονται από τις πληρωμές ενός ατόμου—περίπου τριάντα φορές περισσότερο από τότε που άρχισε το πρόγραμμα. Αυτό είναι μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη αύξησι του κόστους ζωής στην ίδια περίοδο λόγω του πληθωρισμού.
Ένας κύριος λόγος για τον οποίον πολύς κόσμος το θεωρεί αυτό ως αυξανόμενο φορολογικό φορτίο είναι ότι αυτό είναι εκτός από όλους τους άλλους φόρους που πρέπει κανείς να πληρώση. Και αυτοί, επίσης, αυξάνονται κάθε χρόνο. Οι δημοτικοί φόροι επί των πωλήσεων, που κάποτε δεν υπήρχαν, έχουν τώρα αυξηθή σημαντικά, σε μερικά μέρη μέχρι 6 ή 8 τοις εκατό. Υπάρχουν σήμερα πολιτικοί φόροι εισοδήματος που δεν υπήρχαν πριν από μερικά χρόνια. Επίσης, έχουν αυξηθή οι φόροι επί των περιουσιακών στοιχείων. Επίσης υπάρχει ο ομοσπονδιακός φόρος εισοδήματος. Τώρα οι Αμερικανοί εργαζόμενοι φορολογούνται τόσο πολύ ώστε μερικοί πληρώνουν μέχρι το ένα τρίτο του εισοδήματος των για τέτοιους φόρους.
Κι άλλες χώρες έχουν επίσης όμοιες αυξήσεις στους φόρους κοινωνικών ασφαλίσεων. Στη Δυτική Γερμανία, η μέση μηνιαία πληρωμή στη διάρκεια του 1975, ήταν 9 τοις εκατό κατ’ άτομο από τον εργαζόμενο και τον εργοδότη ομοίως επί ανωτάτου ετησίου εισοδήματος 33.600 μάρκων (περίπου $13.400). Αν ένας εργαζόμενος κέρδιζε λιγώτερα από 280 μάρκα (περίπου $20) τον μήνα, τότε ο εργοδότης του έπρεπε να πληρώνη όλο το 18 τοις εκατό. Σχετικά μ’ αυτό το εθνικό σύστημα, το Γιουνάητεντ Στέητς Νιους εντ Ουώρλντ Ρηπόρτ είπε:
«Το σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων της Δυτικής Γερμανίας, που είναι ήδη τόσο ακριβό ώστε μερικοί επιχειρηματίαι λέγουν ότι ξεπερνά τον προϋπολογισμό τους, θα είναι ακριβότερο τον επόμενο χρόνο.
«Η Κυβέρνησις έχει θεσπίσει μια αύξησι 50 τοις εκατό στη συνεισφορά εργαζομένου και εργοδότου για το ταμείον ανεργίας της Βόννης. . . .
«Για τον μέσο Γερμανό εργάτη βιομηχανίας, αυτό σημαίνει μια κράτησι περίπου 130 δολλαρίων το μήνα. Ο εργοδότης του πληρώνει άλλα 130 δολλάρια και υφίσταται μερικά άλλα έξοδα τύπου κοινωνικών ασφαλίσεων. . . .
«Το κόστος των κοινωνικών ασφαλίσεων έχει αυξηθή προσφάτως—από 128 εκατομμύρια δολλάρια ετησίως για μια ομάδα Γερμανικών επιχειρήσεων σε 240 εκατομμύρια έπειτα από τρία χρόνια.
«Γι’ αυτό οι γενικοί διευθυνταί λέγουν ότι το περιθώριο για επενδύσεις εξαφανίζεται.»
Περικοπή στις Αποταμιεύσεις
Τα πρόσφατα χρόνια οι φόροι και το κόστος της ζωής έχουν αυξηθή γρηγορώτερα από το πραγματικό εισόδημα των ανθρώπων. Έτσι, πολλοί τώρα αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες για ν’ αποταμιεύσουν χρήματα για τα γεράματα τους.
Οι Αμερικανοί διαπιστώνουν ότι, κατά μέσον όρο, δεν μπορούν ν’ αποταμιεύσουν περισσότερο απ’ όσα αποταμίευαν πριν από τριάντα χρόνια. Και, φυσικά, λόγω του πληθωρισμού αυτά τα χρήματα έχουν πολύ λιγώτερη αξία· στην πραγματικότητα μόνο ένα κλάσμα από την αξία που είχε προηγουμένως. Έχοντας υπ’ όψιν αυτά, οι αυξανόμενοι φόροι κοινωνικών ασφαλίσεων παίρνουν το μεγαλύτερο μέρος των οικονομιών. Η εφημερίς Νιους του Ντητρόιτ παρατηρεί τα εξής:
«Το 1942, η μέση Αμερικανική οικογένεια, μετά από όλες τις κρατήσεις και τα έξοδα της συντηρήσεώς της, μπορούσε να βάλη στην Τράπεζα 767 δολλάρια. Στη διάρκεια εκείνου του έτους, για κάθε 100 δολλάρια που οι Αμερικανοί μπορούσαν να εξοικονομήσουν, τα 3,70 δολλάρια πήγαιναν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για το Ταμείο Συντάξεων. . . .
«Το 1950, η κράτησις είχε αυξηθή σε 20,40 δολλάρια για κάθε 100 δολλάρια και . . το 1960 . . . σε 63,90 δολλάρια για κάθε 100 δολλάρια . . .
«Το περασμένο έτος ήταν το χειρότερο έτος της ιστορίας. Μολονότι, η μέση Αμερικανική οικογένεια εξοικονόμησε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι το 1945, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων πήρε 84 δολλάρια από κάθε 100 δολλάρια που αποταμιεύσαμε.»
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο οικονομολόγος Μίλτον Φρήντμαν ωνόμασε τα τελευταία 20 χρόνια κοινωνικής ασφαλίσεως «καταστροφική ήττα του μέσου μισθωτού,» αφού πήρε μια τόσο μεγάλη μερίδα των μικρών του οικονομιών. Και για τους εργαζομένους των μικρών εισοδημάτων, ο φόρος αντιπροσώπευε ένα πιο σημαντικό φορτίο, αφού ήταν μεγαλύτερος από τις πληρωμές του ομοσπονδιακού τους φόρου εισοδήματος.
Εν τούτοις, υπάρχει ακόμη κάτι να εξετάσωμε: Στη σημερινή βιομηχανική κοινωνία, αν οι εργαζόμενοι έπρεπε να πληρώνουν απ’ ευθείας γι’ αυτούς που έχουν ανάγκη, όπως είναι οι συντάξεις και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψις που λαμβάνουν οι ηλικιωμένοι της οικογενείας των, θα είχαν τα μέσα να το κάνουν αυτό; Λίγοι θα μπορούσαν. Έτσι, χωρίς αμφιβολία, τα συστήματα των κοινωνικών ασφαλίσεων σηκώνουν μεγάλο μέρος από το βάρος που σηκώνουν οι εργαζόμενοι για τη βοήθεια εκείνων που έχουν ανάγκη.
Εν τούτοις, πόση πραγματική ασφάλεια εξασφαλίζει αυτό το αυξανόμενο φορολογικό φορτίο; Τι συμβαίνει σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη, όπως είναι οι ηλικιωμένοι που αποχωρούν από την εργασία των κι επιθυμούν να ζήσουν με μια λογική αξιοπρέπεια και άνεσι;