Επιφυλάξεις της Γερμανικής Ιατρικής για το Αίμα
Η ΠΡΟΟΔΟΣ της ιατρικής επιστήμης συνήθως οδηγεί σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όσον αφορά τις ιατρικές θεραπείες. Εν τούτοις, όσο περισσότερο οι γιατροί εφαρμόζουν τη μέθοδο των μεταγγίσεων και παρατηρούν τα αποτελέσματά των, τόσο περισσότερα προβλήματα και κίνδυνους ανακαλύπτουν.
Αυτό τονίσθηκε σ’ ένα μακροσκελές άρθρο που δημοσιεύθηκε στη Γερμανική εφημερίδα Ντη Βελτ (9 Δεκεμβρίου 1974). Έγραφε τα εξής:
«‘Το αίμα πρέπει να θεωρήται επικίνδυνο φάρμακο και πρέπει να χρησιμοποιήται με την ίδια προσοχή όπως χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, η μορφίνη.’ Μ’ αυτά τα δυναμικά λόγια ο Καθηγητής Χ. Μπουσχ, Διευθυντής του Τμήματος Ιατρικής δια Μεταγγίσεων της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Αμβούργου, τελείωσε την έκθεσί του σχετικά με τα λάθη και τους κίνδυνους των μεταγγίσεων αίματος, που κυκλοφόρησε στο 114° συνέδριο Χειρουργών της Βορείου Γερμανίας. . . .
«Η μετάγγισις αίματος περιλαμβάνει κινδύνους σχετικά με το ανοσολογικό σύστημα του οργανισμού, τον μεταβολισμό και τις μολύνσεις. Οποιοσδήποτε απ’ αυτούς τους τρεις κινδύνους μπορεί να προκαλέση πολύ σοβαρά, ακόμη και θανατηφόρα, αποτελέσματα. . . . Το αίμα περιέχει μια ανοσολογική ατομικότητα που εκφράζεται στα κληρονομημένα και αμετάβλητα χαρακτηριστικά των αιμοσφαιρίων και του ορού του αίματος. Επί πλέον, ο παράγων Ρέζους και άλλοι παράγοντες της ομάδος του αίματος χαρακτηρίζουν το αίμα κάθε ατόμου. Τα ανώμαλα αντισώματα, οι ουσίες δηλαδή που παράγονται από την ευαισθητοποίησι όταν εισέρχεται στο κυκλοφοριακό σύστημα ξένη ύλη, είναι επιπρόσθετοι παράγοντες που ξεχωρίζουν μεταξύ διαφορετικών ειδών αίματος,
«Οποτεδήποτε, τα ανοσολογικά χαρακτηριστικά του αίματος του δότου διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά του αίματος του λήπτου, ο οργανισμός του λήπτου ανταποκρίνεται στο αίμα του δότου με ασυμβίβαστες αντιδράσεις. Συνεπώς, πρέπει να γίνωνται λεπτομερείς εξετάσεις του ορού του αίματος του δότου και του λήπτου.
«Η ευθύνη για την ασφάλεια της μεταγγίσεως αίματος εναπόκειται τελικά στον γιατρό που την εκτελεί. Αυτός, όμως, είναι μόνον ένας κρίκος σε μια αλυσίδα εργατών. . . . Τα λάθη στον χειρισμό και οι συνήθεις παραβλέψεις ποτέ δεν μπορούν ν’ αποκλεισθούν εντελώς, ακόμη κι όταν δίδεται η μεγίστη προσοχή σ’ όλους τους κανόνες ασφαλείας. Ο γιατρός που κάνει τη μετάγγισι θα μπορούσε να προλάβη πιθανά λάθη εκ των προτέρων αν έκανε τη λεγομένη εξέτασι διασταυρώσεως καθώς επίσης και αν ήλεγχε όλες τις εκθέσεις πριν κάμη τη μετάγγισι.
«Εν τούτοις, σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε σε νοσοκομεία της Βορείου Γερμανίας, τα μέτρα ασφαλείας που απαιτεί το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο Ιατρών για τις μεταγγίσεις δεν μπορούν να ληφθούν σε κάθε νοσοκομείο ούτε και σε κάθε περίπτωσι. Η έλλειψις προσωπικού και οι υπερβολικές απαιτήσεις από τους χειρουργούς που εκτελούν νυκτερινά καθήκοντα ευθύνονται εν μέρει γι’ αυτό. Συνεπώς, ο ανοσολογικός κίνδυνος που διαφορετικά θα μπορούσε ν’ αποφευχθή, παραμένει για τον λήπτη του αίματος.
«Ο κίνδυνος σχετικά με τον μεταβολισμό περιλαμβάνει ένα σύμπλεγμα κινδύνων που προκύπτουν από την ηλικία του αποθηκευμένου αίματος και την αποσύνθεσί του. . . . Για να εξουδετερωθή ο κίνδυνος σχετικά με τον μεταβολισμό χρησιμοποιείται ολοένα περισσότερο στις μεταγγίσεις αίμα που μόλις προσεφέρθη από δωρητάς. Αλλά, έτσι, αντιμετωπίζει κανείς τον κίνδυνο μολύνσεως, διότι η σύφιλις, που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάστασι στον δότη, μπορεί να μεταδοθή αν το αίμα δεν αποθηκεύθηκε τις συνήθεις 72 ώρες. . . . Υπάρχει, επίσης ο κίνδυνος της μολύνσεως από ηπατίτιδα . . . Άλλοι κίνδυνοι ασθενείας μέσω της μεταγγίσεως αίματος είναι η μόλυνσις από ελονοσία και από τον ιό της Κυτταρομεγαλίας, που είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη για τα παιδιά.»
Δικαίως οι χειρουργοί εζήτησαν «αυστηρή ιατρική επαγρύπνησι.» Πολλοί κατηρτισμένοι χειρουργοί σε διάφορα μέρη της γης προτιμούν την προσεκτική χειρουργική τεχνική που περιορίζει στο ελάχιστο την απώλεια αίματος κι έτσι αποφεύγουν κάθε φαινομενική ανάγκη μεταγγίσεως αίματος.