Πότε Ωρίστηκε ο Κανών της Βίβλου;
«Η Καθολική Εκκλησία,» έγραψε ένας ιερεύς σε μια γυναίκα που μελετούσε την Αγία Γραφή με τους Χριστιανούς Μάρτυρας του Ιεχωβά, «καθώρισε μια για πάντα τον κανόνα και την ερμηνεία του Λόγου του Θεού.» Η δήλωσίς του ήταν σε πλήρη συμφωνία με τη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία, η οποία λέγει: «Συμφώνως προς το Καθολικόν δόγμα, το άμεσο κριτήριον του Βιβλικού κανόνος είναι η αλάθητος απόφασις της Εκκλησίας. Αυτή η απόφασις δεν εδόθη παρά μόνον μάλλον αργότερα στην ιστορία της Εκκλησίας (στην Σύνοδο του Τριδέντου).»—Τόμος 3, σελ. 29.
Η Σύνοδος του Τριδέντου έλαβε χώρα τον δέκατον έκτο αιώνα. Έπρεπε ο καθορισμός του κανόνος της Βίβλου να περιμένη πραγματικά μέχρι αυτή την προχωρημένη ημερομηνία;
Ο Ιησούς Χριστός και οι μαθηταί του τού πρώτου αιώνος δεν είχαν βεβαίως πρόβλημα στο να αποφασίσουν ποια βιβλία ήσαν εμπνευσμένα από τον Θεό. Όπως και οι συμπατριώται του, ο Ιησούς Χριστός παρεδέχετο τις τρεις βασικές διαιρέσεις εκείνου που σήμερα καλείται κοινώς «Παλαιά Διαθήκη»—ο Νόμος, οι Προφήται και οι Ψαλμοί—ως τον Λόγο του Πατρός του. Μετά την ανάστασί του, παραδείγματος χάριν, είπε σε δύο από τους μαθητάς του: «Ούτοι είναι οι λόγοι τους οποίους ελάλησα προς υμάς ότε ήμην έτι μεθ’ υμών, ότι πρέπει να πληρωθώσι πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω του Μωυσέως και προφήταις και ψαλμοίς περί εμού.» (Λουκάς 24:44) Οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές (ή «Καινή Διαθήκη») χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις όπως «οι Γραφές,» «οι Άγιες Γραφές» και «τα ιερά γράμματα.» (Πράξ. 18:24· Ρωμ. 1:2· 2 Τιμ. 3:15) Αυτοί ήσαν προφανώς ορισμοί οι οποίοι είχαν ένα συγκεκριμένο νόημα για τους ανθρώπους που ζούσαν τότε. Το τι ήσαν ακριβώς αυτές οι «Γραφές» ασφαλώς δεν παρέμεινε υπό αμφιβολία μέχρι αυτόν τον καιρό που οι κληρικοί απαίτησαν να το διευκρινίσουν, δηλαδή τον δέκατον έκτο αιώνα.
Είναι αξιοσημείωτο το ότι η Σύνοδος του Τριδέντου δεν συμφώνησε με τον Ιησού Χριστό και τους πρώτους μαθητάς του στο να παραδεχθή μόνο τα βιβλία του καθωρισμένου Εβραϊκού Γραφικού κανόνος. Αυτή η σύνοδος παραδέχθηκε απόκρυφα βιβλία. Αυτά ήσαν βιβλία για τα οποία ο πολυμαθής Ιερώνυμος, μεταφραστής της Λατινικής Βουλγάτας, έγραψε σε κάποια γυναίκα τα εξής σχετικά με την εκπαίδευσι της κόρης της: «Όλα τα απόκρυφα βιβλία θα πρέπει ν’ αποφεύγωνται· αλλά αν θα ήθελε ποτέ να τα διαβάση, . . . θα έπρεπε να της λεχθή ότι αυτά δεν είναι έργα των συγγραφέων με τα ονόματα των οποίων διακρίνονται, ότι περιέχουν πολλά τα οποία είναι εσφαλμένα, και ότι είναι μια εργασία που απαιτεί μεγάλη σύνεσι για να βρη κανείς χρυσάφι μέσα στη λάσπη.»
Με το να δηλώση ότι ωρισμένα απόκρυφα ή δευτεροκανονικά βιβλία αποτελούσαν μέρος του Βιβλικού κανόνος, η Σύνοδος του Τριδέντου επίσης αγνόησε τα λόγια του αποστόλου Παύλου: «Εις τους Ιουδαίους ενεπιστεύθησαν τα λόγια του Θεού.»—Ρωμ. 3:2.
Και τι θα λεχθή για τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές; Τα συγγράμματα τα οποία αποτελούν αυτό το τμήμα της Βίβλου έγιναν δεκτά ως θεόπνευστα από την αρχή. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν Χριστιανοί οι οποίοι είχαν το θαυματουργικό χάρισμα να διακρίνουν τις θεόπνευστες εκφράσεις. (1 Κορ. 12:10) Ο απόστολος Πέτρος μπορούσε, ως εκ τούτου, να ταξινομήση τις επιστολές του αποστόλου Παύλου με τις υπόλοιπες θεόπνευστες Γραφές. Διαβάζομε. «Ο αγαπητός ημών αδελφός Παύλος έγραψε προς εσάς κατά την δοθείσαν εις αυτόν σοφίαν, ως και εν πάσαις ταις επιστολαίς αυτού, λαλών εν αυταίς περί τούτων, μεταξύ των οποίων είναι τινα δυσνόητα, τα οποία οι αμαθείς και αστήρικτοι στρεβλώνουσιν, ως και τας λοιπάς γραφάς.» 2 Πέτρ. 3:15, 16.
Αυτή η αρχική τακτοποίησις του κανόνος για τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές επιβεβαιώνεται επίσης σε καταλόγους των θεοπνεύστων βιβλίων που χρονολογούνται από τον δεύτερο έως τον τέταρτο αιώνα μ.Χ.
Σε τελική ανάλυσι, λοιπόν κάθε βιβλίο της Βίβλου έγινε δεκτό ως θεόπνευστο από τους πιστούς από την αρχή. Όταν η συγγραφή της Βίβλου τελείωσε, τον πρώτο αιώνα μ.Χ., κανένα πράγμα σχετικά με την κανονικότητα δεν παρέμεινε για να αποφασισθή αιώνες αργότερα.