Η Μουσική Κυβερνούσε τη Ζωή Μου
ΠΟΛΛΟΙ με γνωρίζουν καλύτερα με το ψευδώνυμο μου, «Τράμμυ.» Επί έτη έπαιζα τρομπόνι με τον Λούις Άρμστρονγκ, καθώς και με πολλές διάσημες ορχήστρες. Η διαφορετική τεχνική μου στο τρομπόνι ανέβασε μερικά τραγούδια, όπως το «Εντ Σι Σουήτ;» και το «Μάρτζι», στην κορυφή του καταλόγου των καλύτερων τραγουδιών.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στην αρχή της δεκαετίας του 1940 συνέθεσα, επίσης, πολλά από τα πιο γνωστά τραγούδια. Ίσως δύο από τα τραγούδια που είναι περισσότερο γνωστά ήσαν το «Τ’ Εντ Γουώτ Τσα Ντου, Ιτ’ς δη Γουέη Δατ Τσα Ντου Ιτ» και «Γουάτ Τσα Νόου, Τζόε;» Επίσης, συνέθεσα το τραγούδι «Τράβελλιν Λάιτ» για τη Μπίλλυ Χόλυνταιη. Εκείνη το ηχογράφησε με την Ορχήστρα του Πωλ Γουάιτμαν και πούλησε τον δίσκο αυτό κατά εκατομμύρια.
Όταν εργαζόμουν με την Ορχήστρα του Τζίμη Λάνσφορντ, στο τέλος της δεκαετίας του 1930, εμφανίσθηκα σε αρκετά κινηματογραφικά έργα. Το πρώτο μου ήταν «Μπλους ιν δη Νάιτ». Αργότερα, με τον Λούις Άμστρονγκ, εργάσθηκα σε έργα όπως το «Δη Γκλεν Μίλλερ Στόρυ,» «Φάιβ Πέννυς» και «Χάι Σοσάιτυ.»
Η μουσική έφερνε πλούτη και δόξα, αλλά μ’ ένα πολύ υψηλό τίμημα, που δεν ήθελα να το παραδεχθώ. Ωστόσο, πριν αρχίσω ν’ αφηγούμαι αυτά, ίσως λίγες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν μου θα εξηγήσουν, όχι μόνο πώς η μουσική έφθασε να μ’ επηρεάζη τόσο βαθιά, αλλά, επίσης, γιατί της επέτρεψα σχεδόν να καταστρέψη τη ζωή μου.
Από τον Βαθύ Νότο
Γεννήθηκα στη Σαβάννα, της Γεωργίας, το 1912, και ήμουν ο μόνος γυιος ανάμεσα σε τρία παιδιά ενός σκληρά εργαζομένου σιδηροδρομικού υπαλλήλου, του Όσμπορν Γιάνγκ και της συζύγου του, Άννυ Ευαντζελίν. Εκείνο τον καιρό, η Σαβάννα ήταν μια πολύ δεισιδαιμονική πόλις, και πολλά ύποπτα πράγματα εγίνοντο εκεί.
Ένα απ’ αυτά τα θλιβερά πράγματα ήταν η οργάνωσις Κου Κλουξ Κλαν. Περνούσαν διαρκώς από τις περιοχές των Νέγρων, προσπαθώντας να εκφοβίσουν τους μαύρους να ‘μάθουν και να διατηρήσουν την κατάλληλη θέσι τους.’ Θυμάμαι ακόμη τον φόβο που αισθανόμουν καθώς αυτοί οι άνδρες περνούσαν καλπάζοντας από τους δρόμους, κρυμμένοι μέσα στις άσπρες φορεσιές τους και στις άσπρες κουκούλες τους. Επετύγχαναν αυτό που ήθελαν—εμείς τα παιδιά τρέχαμε και κρυβόμασταν από φόβο.
Η μουσική έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ζωή μας. Στην περιοχή της πόλεως όπου ζούσαμε, υπήρχε μια εκκλησία «Χόλυ Ρόλλερ». Δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωσι, αλλά συγχρόνως παρείχε αρκετό ρυθμό!
Υπήρχαν, επίσης, πολλοί μουσικοί στην περιοχή κυρίως τραγουδιστοί ρυθμών μπλους. Εμείς οι νεαροί επηρεαζόμαστε πολύ από την Μπάντα του Τζένκινς Όρφαν που ερχόταν από το Τσάρλεστον της Νοτίου Καρολίνας. Τρέχαμε και την ακολουθούσαμε μέσα σ’ όλη την πόλι.
Μεταξύ των θεαμάτων που έρχονταν στην πόλι ήταν το ‘θέαμα’ του Δρος Ράμπιτφουτ. Πουλούσε μικρά μπουκάλια—υποτίθεται ότι περιείχαν φάρμακο—με 1 δολλάριο, πολλά χρήματα για εκείνη την εποχή. Έστηνε απλώς μια σκηνή στην γωνιά ενός δρόμου και άρχιζε το ‘θέαμά’ του. Είχε μια μικρή μπάντα μερικές κοπέλλες κωμικούς και μερικές χορεύτριες.
Η μουσική γρήγορα άρχισε να με επηρεάζη πολύ, λόγω αυτών των διαφόρων επισκεπτών και του περιβάλλοντος εκεί στη Σαβάννα.
Εκπαίδευσις και Αρχή μιας Σταδιοδρομίας
Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν δώδεκα ετών. Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα μου μ’ έστειλε σε μια Καθολική στρατιωτική σχολή στο Ροκκάστλ της Βιργινίας. Μολονότι η μητέρα δεν ήταν Καθολική, μ’ έστειλε εκεί επειδή θα μπορούσα να φοιτώ στη σχολή και να εργάζωμαι συγχρόνως.
Έκανα εργασία οικοδόμου και σοβατζή τη μια βδομάδα, και πήγαινα στη σχολή την επόμενη. Ούτε καν περνούσε από το μυαλό μου η μουσική σταδιοδρομία όταν μπήκα στη σχολή, μολονότι αγαπούσα τη μουσική. Αλλά όταν είδα τη μπάντα να κάθεται στη σκιά και ν’ απολαμβάνη παίζοντας, ενώ εγώ ήμουν κάτω από τον καυτό ήλιο και εκπαιδευόμουν μ’ ένα όπλο στον ώμο μου, αυτό με έπεισε! Σύντομα άρχισα ν’ ασχολούμαι πολύ με τη μουσική και δαπανούσα τον περισσότερο χρόνο μου στην αίθουσα ασκήσεως της ορχήστρας.
Η μητέρα μου δεν είχε ποτέ χρήματα να μου στείλη για να πάω στο σπίτι στη Σαβάννα να περάσω τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι έμενα στο σχολείο και εργαζόμουν στο αγρόκτημα. Όταν έφυγα, μετά από τέσσερα χρόνια σ’ αυτή την Καθολική σχολή, ωρκίσθηκα ότι ποτέ πια δεν θα έβλεπα εκκλησία. Είχα γονατίσει τόσο πολύ που τα γόνατα μου είχαν βγάλει κάλλους. Δεν είχαμε μάθει τίποτε για την Αγία Γραφή και τα Λατινικά μου έφερναν σύγχυσι.
Όταν έφυγα από τη σχολή το 1930, ξεκίνησα για την Ουάσιγκτον, D.C. Το μόνο που εγνώριζα για εκείνη την πόλι ήταν ότι ένας πρώην συμμαθητής μου ζούσε εκεί. Έκανα το επαγγελματικό μου ‘ντεμπούτο’ εκεί ως έφηβος τρομπονίστας με την Ορχήστρα Χοτ Τσόκολατς του Μπούκερ Κόλμαν. Ο Κόλμαν μου έδωσε το ψευδώνυμό μου, Τράμμυ. Δυσκολευόταν να θυμηθή τα ονόματα των ατόμων που ήσαν στην ορχήστρα, κι έτσι σε καθένα έδινε το όνομα του οργάνου που έπαιζε.
Ταξιδέψαμε σε αρκετές ανατολικές πολιτείες φέροντας εις πέρας τα ραντεβού που κλείναμε. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1931 παίξαμε για τον «Θείο Πατέρα» στο Άσμπουρυ Παρκ της Νέας Ιερσέης. Αυτός έκανε τις συναθροίσεις του σε μια αίθουσα χορού εκεί. Αρχίζαμε τη συνάθροισι μ’ έναν από εκείνους τους χαρούμενους ύμνους που διήγειραν τους ανθρώπους που ποτέ δεν έχετε ακούσει τέτοιο τραγούδι, χειροκρότημα και κτύπημα των ποδιών: Κατόπιν ο «Θείος Πατέρας» συνέχιζε με τον συνήθη λόγο του—«Ο Κύριος Αγαπά τον Ιλαρόν Δότην»—και μάζευε πάρα πολλά χρήματα. Και αυτό, να σκεφθήτε, συνέβαινε στη διάρκεια της Μεγάλης Οικονομικής Κρίσεως! Σ’ εμάς έδινε δύο δολλάρια τη βραδυά, ένα ποσόν που ήταν πολύ μεγάλο για μας.
Το 1933 πήγα στο Σικάγο με την Ορχήστρα του Ηρλ Χάινς, την πρώτη ορχήστρα φήμης με την οποία έπαιξα. Εργασθήκαμε στο ‘Γκραντ Τέρας’ της Νοτίου Πλευράς. Αυτό το ‘κλαμπ’ διευθύνετο από στοιχεία του υποκόσμου, όπως έμαθα αργότερα ότι ήσαν πολλοί απ’ αυτούς. Μερικές νύχτες το μέρος αυτό ήταν γεμάτο από γκάνγκστερς κι εγώ ήμουν τόσο φοβισμένος ώστε μετά δυσκολίας έπαιζα. Αυτό συνέβαινε στη διάρκεια της ποτοαπαγορεύσεως και ο ταμίας στην κουζίνα πουλούσε σ’ εμάς που παίζαμε στην ορχήστρα φθηνό ποτό με 3 δολλάρια την πίντα. Αυτό μας έδινε αρκετό θάρρος να παίζωμε. Εργαζόμαστε από τις εννέα το βράδυ μέχρι τις τέσσερις το πρωί για 40 δολλάρια την εβδομάδα, ένα ποσόν που δεν ήταν καθόλου άσχημο εκείνο τον καιρό.
Υπήρχαν άφθονες προσφορές για εργασία κι έτσι παρέμεινα στο Σικάγο. Κατόπιν, το 1936, έφυγα και πήγα στη Νέα Υόρκη κι ενώθηκα με την Ορχήστρα του Τζίμη Λάνσφορντ.
Επιτυχία, και μια Ασυνήθιστη Γυναίκα
Με τον Λάνσφορντ αισθάνθηκα τη γλυκεία γεύσι της επιτυχίας και της δόξας. Επίσης, μόλις ενώθηκα με την ορχήστρα του, δέχθηκα μια άλλη επίδρασι. Αυτή η επίδρασις ήταν το αποτέλεσμα της επαφής μου με μια πολύ ασυνήθιστη γυναίκα.
Συνήντησα για πρώτη φορά την Ίντα Φιτζπάτρικ στα παρασκήνια. Είχε μια απίστευτη ικανότητα να πηγαίνη σε μέρη πίσω στα παρασκήνια, όπου ακόμη κι εμείς οι μουσικοί δεν μπορούσαμε να πάμε. Ήταν ειδική στο να επισκέπτεται μουσικούς και ηθοποιούς και να τους μιλά για πράγματα από την Αγία Γραφή. Εγνώριζε πολύ καλά αυτό το Βιβλίο! Και, πιστέψτε με, εμείς οι μουσικοί και οι ηθοποιοί χρειαζόμαστε το άγγελμα που είχε, διότι είμαστε οι μόνοι που δεν είχαμε καμμιά βάσι στην οποία να στηριχθούμε.
Μια μέρα που είχα κλείσει ραντεβού να μελετήσω την Αγία Γραφή με την Ίντα, θυμάμαι ότι είπα στον σύντροφο μου, «Όταν έλθη η Κα Φιτζπάτρικ, σε παρακαλώ, πες της ότι έπρεπε να πάω για πρόβα.» Φαντασθήτε, λοιπόν, την έκπληξί μου και τη στενοχώρια μου όταν έφυγα μια ώρα αργότερα από το κτίριο και η Κα Φιτζπάτρικ στεκόταν στα σκαλιά. Με ρώτησε: «Κύριε Γιάνγκ, πώς πήγε η πρόβα;» Έδειχνε οπωσδήποτε επιμονή, αλλά μ’ έναν ωραίο τρόπο.
Από τότε που άρχισα να μελετώ μαζί της ποτέ δεν αισθάνθηκα αρκετά ικανοποιημένος από τον εαυτό μου. Αυτό συνέβαινε επειδή εγνώριζα ότι πολλά πράγματα που κάναμε εμείς οι μουσικοί ήσαν εσφαλμένα. Να σας εξηγήσω.
Παίζαμε συχνά ολόκληρες νύχτες εκείνο τον καιρό. Κουραζόμαστε πολύ, επειδή στα περισσότερα συμβόλαια υπήρχε ένας όρος που έλεγε ότι μια ομάδα δεν μπορεί να παίξη μέσα σε ακτίνα 300 έως 400 μιλίων (500 ως 600 χιλιόμετρα) γύρω από την πόλι από την οποία μόλις έφυγε. Αυτό προστάτευε το άτομο με το οποίο κλείναμε το συμβόλαιο. Έτσι, οι μουσικοί έπαιζαν πολύ μακρυά από τον τελευταίο τόπο παραστάσεως των, κι έτσι το άτομο με το οποίο είχαμε κλείσει το προηγούμενο συμβόλαιο μας προστάτευε την περιοχή του. Διανύαμε τις μακρυνές αποστάσεις με λεωφορείο και ήμαστε κουρασμένοι πάντοτε. Έτσι, για να διατηρηθούμε άγρυπνοι, παίρναμε χάπια Μπεντζεντρίν και, για να χαλαρώσωμε, πίναμε αλκοόλ. Οι περισσότεροι από μας βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο και δεν μπορούσαμε να ξεφύγωμε.
Εργάσθηκα μέσα στην Νέα Υόρκη και στα περίχωρα της για πολλά χρόνια, μελετώντας την Αγία Γραφή πότε πότε με την Κα Φιτζπάτρικ. Αλλά επειδή βρισκόμουν εν κινήσει τόσο πολύ, ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να μελετήσω πολύ για ένα διάστημα. Συγχρόνως, άρχισα να προβάλλωμαι διεθνώς και δαπανούσα τον περισσότερο χρόνο μου για να διατηρήσω τη θέσι μου στον κόσμο των διασκεδάσεων.
Η Σύγχρονη Τζαζ και τα Κινηματογραφικά Έργα
Στην 52α Οδό της πόλεως της Νέας Υόρκης γεννήθηκε, πραγματικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, η Νέα Τζαζ ή σύγχρονη τζαζ. Οι κορυφαίοι μουσικοί της τζαζ εκείνη την εποχή έπαιζαν σε μικρά ‘κλαμπ’ σ’ εκείνη την οδό κοντά στην 6η Λεωφόρο (που τώρα ονομάζεται Λεωφόρος της Αμερικής). Έπαιζα σ’ ένα κλαμπ εκεί με την Μπίλλυ Χολυνταίη, που έχει πεθάνει προ πολλού. Αυτή η γυναίκα αποτελεί μύθο στον κόσμο των διασκεδάσεων, ήταν μια γυναίκα που είχε αξιοσημείωτο ταλέντο. Γυρίσθηκε πρόσφατα ένα κινηματογραφικό έργο γύρω απ’ αυτή τη γυναίκα, που ονομάζεται «Δη Λέηντυ Σινγκς δη Μπλους.»
Κινηματογραφικοί αστέρες, παραγωγοί και συγγραφείς σύχναζαν σ’ εκείνα τα ‘κλαμπ’ λόγω των μεγάλων καλλιτεχνών που έπαιζαν εκεί. Σύχναζαν, όμως και σωματέμποροι, πόρνες και έμποροι ναρκωτικών. Η Μπίλλυ Χολυνταίη χρησιμοποιούσε πάρα πολύ τα ναρκωτικά, κι έτσι πολλά άτομα που πούλαγαν «δόσεις» τριγύριζαν εκεί που εργαζόμουν. Όταν κάποιος βλέπη τόσο συχνά αυτό το είδος των ανθρώπων αρχίζει να του φαίνεται εν τάξει. Κατόπιν, αρχίζει κι ο ίδιος να έχη φασαρίες, διότι αρχίζει κι αυτός να χρησιμοποιή τα ίδια πράγματα.
Η Μπίλλυ, όπως καταλάβαινα, ήταν θύμα των περιστάσεων. Την εκμεταλλεύοντο, όχι μόνο οι ύποπτοι άνδρες στην ιδιωτική της ζωή, αλλά και οι κακοί ‘μάνατζερ’ της. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος της «Τράβελλιν Λάιτ,» που είχα γράψει εγώ και ο οποίος πουλήθηκε κατά εκατομμύρια, το ποσόν που εκείνη πήρε ήταν 75 δολλάρια. Δεν καταλαβαίναμε τους νόμους σχετικά με τα δικαιώματα μας κι έτσι μας εκμεταλλεύοντο.
Το παίξιμο σε κινηματογράφους άρχισε να με καταβάλλη. Αρχίζαμε όσο πιο νωρίς γινόταν κάθε μέρα για να έχωμε όσο πιο πολύ ηλιακό φως μπορούσαμε. Έπειτα εργαζόμαστε μέχρι αργά τη νύχτα, γυρίζοντας τις νυχτερινές σκηνές. Για να διατηρώ τη ζωντάνια μου μπροστά στις κινηματογραφικές μηχανές, έπαιρνα Μπεντζεντρίνες. Μετά ήλθε η τηλεόρασις και άρχισα να γυρίζω έργα γι’ αυτήν. Οι πρόβες διαρκούσαν πολύ και ήσαν εξαντλητικές. Δεν απορούσα, λοιπόν, που όταν τελείωνα, μου είχε ανεβή η πίεσις.
Οικογένεια και ο Λούις Άρμστρονγκ
Τελικά αποφάσισα να πάω στη Χαβάη, όπου, το 1947, συνάντησα τη Σάλλυ. Παντρευθήκαμε αργότερα εκείνο το έτος και η κόρη μας γεννήθηκε το 1948. Η σύζυγός μου μελετούσε την Αγία Γραφή και, παρ’ ότι το πρόγραμμα εργασίας μου δεν μου επέτρεπε να είμαι τόσο επιμελής στη μελέτη όσο εκείνη, παρακολουθούσα συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά μαζί με τη σύζυγό μου. Κατόπιν, το 1952, έφυγα από τη Χαβάη δεχθείς μια προσφορά από τον Λούις Άρμστρονγκ και δαπάνησα τα επόμενα δώδεκα χρόνια εργαζόμενος μαζί του.
Η οικογένεια μου προσπάθησε να με συνοδεύση στα ταξίδια μου, αλλ’ αυτό το είδος ζωής δεν ήταν γι’ αυτούς—η μαριχουάνα, η ακάθαρτη γλώσσα και τα ξενύχτια. Νοίκιαζα μια σουίτα, έστελνα τη σύζυγο μου και την κόρη μου έξω για ψώνια, κλειδωνόμουν μέσα και άρχιζα να εξασκούμαι με την κόρνα μου πέντε ή έξη ώρες. Έβαζα όλη μου τη ζωή σ’ αυτό το όργανο: το όργανο αυτό και τα χρήματα που έφερνε είχαν γίνει ο θεός μου.
Τελικά, εγκατέστησα τη σύζυγο μου και την κόρη μου στο Λος Άντζελες, όπου αγοράσαμε ένα σπίτι. Αλλά, στην πραγματικότητα, εγώ έλειπα τον περισσότερο καιρό και, μερικές φορές, έφευγα ξαφνικά για έξη ή επτά μήνες στην Αφρική και σε άλλα μέρη. Γυρίσαμε πολλά έργα στην Ευρώπη. Σκεπτόμουν ότι, αφού έστελνα αρκετά χρήματα στο σπίτι, όλα πήγαιναν καλά. Ωστόσο, η οικογένεια μου δεν ενδιαφερόταν για όλα αυτά τα υλικά αγαθά· ήθελαν να είμαι εγώ στο σπίτι. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να το να το καταλάβω αυτό. Η κόρη μου μεγάλωνε χωρίς να γνωρίζη σχεδόν τον πατέρα της.
Επειδή αυτή η εργασία έχει μεγάλο ανταγωνισμό, έκανα συνέχεια ασκήσεις με την κόρνα μου για να διατηρηθώ στην κορυφή, συχνά εξάσκησι που διαρκούσε ολόκληρη μέρα. Γινόμουν όλο και περισσότερο δυστυχισμένος, επειδή ποτέ δεν φαινόταν να έχω χρόνο να κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός από το να εξασκούμαι να ταξιδεύω, να παίζω και να στέλνω χρήματα στο σπίτι μου. Ο Άρμστρονγκ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος που θα μπορούσα να βρω για συνεργάτη, και γι’ αυτό ήταν πιο δύσκολο ν’ αντιληφθώ τα πράγματα που αργότερα δια της βίας φέρθησαν στην προσοχή μου.
Η Κα Φιτζπάτρικ μελετούσε με τον Λούις όποτε μπορούσε να τον βρη. Αυτό ήταν δύσκολο, αλλά μερικές φορές τύχαινε να παίζωμε σ’ ένα θέατρο στη Νέα Υόρκη και μελετούσε με τον Λούις, και μ’ εμένα, επίσης, στον χρόνο μεταξύ των παραστάσεων. Ενώ έπαιζα στο Λας Βέγκας στο τέλος της δεκαετίας του 1950, με επεσκέφθη η σύζυγός μου και, φαντασθήτε την έκπληξί μου, όταν έμαθα ότι αυτή και η Κα Φιτζπάτρικ είχαν βγη στο έργο μαρτυρίας μαζί! Αργότερα, η Ίντα με ρώτησε: «Κύριε Γιάνγκ, τι περιμένετε; Με τη γνώσι που έχετε για τις Γραφικές αλήθειες, είναι επικίνδυνο να μην ενεργήτε σύμφωνα μ’ αυτά που γνωρίζετε.»
Όποτε επέστρεφα στο Λος Άντζελες άρχιζα πάλι τη Γραφική μου μελέτη και πήγαινα στις συναθροίσεις μαζί με την οικογένεια μου. Η σύζυγος μου είχε γίνει τώρα μια βαπτισμένη Μάρτυς και η κόρη μου, επίσης, μελετούσε. Εντυπωσιάσθηκα από την καλωσύνη την οποίαν έδειχναν οι Μάρτυρες στη Σάλλυ και στην κόρη μου, την Άντρεα· πάντοτε περνούσαν για να δουν αν όλα πήγαιναν καλά, γνωρίζοντας ότι εγώ έλειπα.
Απόκτησις της Ελευθερίας Μου
Κατόπιν, στις αρχές του 1964, συνέβη κάτι που με συγκλόνισε. Η σύζυγος μου, μ’ ένα υπεραστικό τηλεφώνημα μου είπε ότι ήταν άρρωστη. Προηγουμένως, όταν θέλησα να παρακολουθώ, μου προσέφεραν περισσότερα χρήματα. Αυτή η φορά δεν απετέλεσε εξαίρεσι. Αλλά τώρα τίποτε δεν επρόκειτο να με κρατήση μακρυά από τα αγαπημένα μου πρόσωπα.
Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά Θεό και γνωρίζω ότι εκείνος μου έδωσε τη δύναμι ν’ απελευθερωθώ. Αυτό δεν άρεσε σ’ αυτούς που χρηματοδοτούσαν την ορχήστρα. Στην πραγματικότητα, θύμωσαν πολύ. Πάντοτε, στο παρελθόν, τα χρήματα με επηρέαζαν. Αλλά όχι πια! Η Κα Φιτζπάτρικ είχε δίκιο. Τι περίμενα; Δεν είχα δώσει σημασία στην αξία της Γραφικής παροιμίας: «Πόσον καλητέρα είναι η απόκτησις σοφίας παρά το χρυσίον! Και προκριτωτέρα η απόκτησις της συνέσεως παρά το αργύριον!»—Παροιμ. 16:16.
Επέστρεψα γρήγορα στο Λος Άντζελες, όπου άρχισα να μελετώ την Αγία Γραφή πάλι με μεγάλη επιμέλεια. Στο τέλος τα μάτια μου πραγματικά άνοιξαν και κατάλαβα τα ανόητα πράγματα που έκανα, δηλαδή, το ότι έκανα την κόρνα μου και τα χρήματα θεό μου. Ήταν συγκλονιστικό καθώς διεπίστωνα τώρα πόσο είχα παραμελήσει την οικογένειά μου. Μετά από μια ολόψυχη έρευνα, βαπτίσθηκα ως Μάρτυς του Ιεχωβά λίγους μήνες αργότερα.
Η Σάλλυ συνέχιζε να χειροτερεύη και μετά από πολλές εξετάσεις, διεπιστώθη ότι είχε καρκίνο. Ήταν τρομερό πλήγμα! Σχεδιάζαμε να επιστρέψωμε στη Χαβάη, αλλά ο γιατρός μάς συνέστησε να πάη αμέσως η Σάλλυ σε νοσοκομείο και ν’ αρχίση θεραπεία κοβαλτίου. Μέχρι τον Αύγουστο του 1964 είχε τελειώσει αυτή τη θεραπεία. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, την πήγαινα τακτικά για εξετάσεις.
Μπορώ ειλικρινά να πω ότι αυτή ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου. Μ’ έκανε ν’ αντιληφθώ πόσο μάταιη είναι η αναζήτησις για δόξα και πλούτη όταν παραβληθή με τα πραγματικά σπουδαία πράγματα στη ζωή. Όταν η Σάλλυ αρρώστησε, σε ποιον στράφηκα; Στον Ιεχωβά Θεό με προσευχή. Πόσο χαρούμενος είμαι που αντιλήφθηκα ότι μια στενή σχέσις μαζί του είναι πιο σπουδαία απ’ όλα τα υλικά αγαθά!
Αργότερα, επήρα όλη την οικογένειά μου στη Χαβάη. Η σύζυγος μου ανέρρωσε και είναι καλά μέχρι σήμερα.
Ευτυχισμένος Όσο Ποτέ Άλλοτε
Επί χρόνια τώρα έχω τη δική μου μικρή ορχήστρα και παίζω στα μεγαλύτερα ξενοδοχεία στη Χονολουλού. Αλλά η μουσική βρίσκεται τώρα σε δεύτερη θέσι ως προς τα πνευματικά ενδιαφέροντα. Αρκετά μέλη της ορχήστρας μου δέχθηκαν την προσφορά για Γραφική μελέτη και ένας είναι τώρα Μάρτυς. Η κόρη μας, επίσης, είναι παντρεμένη και ευτυχισμένη μ’ ένα Μάρτυρα. Η σύζυγος μου κι εγώ ταχτικά παρακολουθούμε τις εκκλησιαστικές συναθροίσεις με τους άλλους συγχριστιανούς μας και μετέχομε μαζί τους στο έργο της δημοσίας μαρτυρίας, μιλώντας σε άλλους για τις μεγαλειώδεις ευλογίες που σύντομα θα φέρη η βασιλεία του Θεού στο ανθρώπινο γένος.
Σπανίως φεύγω από τη Χονολουλού για ζητήματα που αφορούν τη μουσική μου, μολονότι έχω αναρίθμητες προσφορές. Δέχθηκα μια αίτησι από το Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν, τη Διεύθυνσι Θεατρικών Τεχνών· και τον περασμένο Σεπτέμβριο ηχογράφησαν μια εξάωρη συνέντευξι μαζί μου σχετικά με τη ζωή και τη σταδιοδρομία μου.
Όταν αναπολώ τις περιοδείες μου με τον Λούις Άρμστρονγκ, μια εμπειρία τώρα εξέχει σαν φωτεινό σημείο. Συνέβη όταν ήμαστε στην Ιαπωνία, το 1961. Μολονότι δεν ήμουν ακόμη Μάρτυς, μίλησα σε μια ομάδα νεαρών μουσικών σχετικά με τη Χριστιανική δραστηριότητα των Μαρτύρων. Αυτά που είπα έπεσαν σε καρδιές με ανταπόκρισι και, όπως έμαθα αργότερα, αρκετοί απ’ αυτούς τους νέους έγιναν Μάρτυρες.
Συχνά μιλώ σε νεαρούς φιλόδοξους μουσικούς και τους προτρέπω: «Αναλογισθήτε τις δαπάνες.» Αν ένα άτομο αφήση τη μουσική να ρυθμίζη τη ζωή του, όπως έκανα κάποτε εγώ, η μουσική μπορεί να τον καταστρέψη. Μόνο αν καταλάβωμε ποια πράγματα αξίζουν περισσότερο μπορούμε να είμεθα πραγματικά ευτυχισμένοι. Πόσο ευγνώμων είμαι που τελικά μπόρεσα να το κάνω αυτό!’—Από συνεργάτη.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 12]
Ο Λούις Άρμστρονγκ κι εγώ παίζαμε μαζί δώδεκα χρόνια.