Η Άποψις της Βίβλου
Έπαψαν τα Θαυματουργικά Χαρίσματα του Πνεύματος;
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Παύλος έγραψε: «Είτε προφητείαι είναι, θέλουσι καταργηθή· είτε γλώσσαι, θέλουσι παύσει· είτε γνώσις [αποκτηθείσα με θαυματουργικά μέσα], θέλει καταργηθή.» (1 Κορ. 13:8) Αυτά τα λόγια αποδεικνύουν ότι τελικά τα θαυματουργικά χαρίσματα του αγίου πνεύματος, που υπήρχαν τότε, θα έπαυαν. Αλλά πότε θα συνέβαινε αυτό;
Καλό είναι να εξετάσωμε πρώτα τον σκοπό αυτών των θαυματουργικών χαρισμάτων. Επί πολλούς αιώνες, οι Ισραηλίται, ή Ιουδαίοι, ήταν ο λαός που έφερε το όνομα του Θεού και ό,τι ήταν ευπρόσδεκτο από τον Θεό σε ζητήματα λατρείας περιεστρέφετο γύρω από τον ναό στην Ιερουσαλήμ. Αυτή η διάταξις για λατρεία είχε θεία προέλευσι. Ο Μωυσής, ο άνθρωπος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως όργανο μέσω του οποίου απεκαλύφθη αυτή η διάταξις, μπορούσε ν’ αποδείξη ότι είχε την υποστήριξι του Θεού. Παραδείγματος χάριν, όταν εστάλη από τον Ιεχωβά στην Αίγυπτο για να ελευθερώση το έθνος Ισραήλ από τη δουλεία, ο Μωυσής έλαβε τη δύναμι να εκτελέση τρία θαύματα. (Έξοδ. 4:1-9) Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, ν’ αποδειχθή ότι μια αλλαγή απ’ αυτό τον επί αιώνες παραδεκτό τρόπο λατρείας προήρχετο από τον Θεό; Απαιτούντο αξιόλογα θαύματα για ν’ αποδειχθή ότι με τον θάνατο και την ανάστασι του Ιησού Χριστού στο έτος 33 μ.Χ.—είχε διανοιχθή μια νέα οδός για απόδοσι ευπροσδέκτου ιεράς υπηρεσίας.
Και, με θαύματα, πιστοποιήθηκε επισήμως ότι το μέσον σωτηρίας που απεκαλύφθη δια του Ιησού Χριστού είχε πράγματι θεία προέλευσι. Η Αγία Γραφή μάς λέγει: «Εάν ο λόγος ο λαληθείς δι’ αγγέλων [οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να διαβιβάσουν τον Μωσαϊκό νόμο] έγεινε βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβε δικαίαν μισθαποδοσίαν, πώς ημείς θέλομεν εκφύγει, εάν αμελήσωμεν τόσον μεγάλην σωτηρίαν; ήτις αρχίσασα να λαλήται δια του Κυρίου, εβεβαιώθη εις ημάς υπό των ακουσάντων, και ο Θεός συνεπεμαρτύρει με σημεία και τέρατα και με διάφορα θαύματα και με διανομάς του αγίου πνεύματος κατά την θέλησιν αυτού.»—Εβρ. 2:2-4.
Εχρειάζοντο τέτοιου είδους θαύματα μετά τον θάνατο του Χριστού; Ναι, όσον καιρό υπήρχε ο ναός στην Ιερουσαλήμ και μπορούσαν να διεξάγωνται οι απαιτήσεις του Μωσαϊκού νόμου σχετικά με τη λατρεία, ήταν ανάγκη να εξακολουθή ο Θεός να ‘συνεπιμαρτυρή’ ότι η παλαιά Ιουδαϊκή διάταξις για ιερή υπηρεσία είχε αντικατασταθή από μια διάταξι που περιεστρέφετο γύρω από τον Ιησού Χριστό. Συνεπώς, ο Ύψιστος, μέσω του Χριστού Ιησού και του αγίου πνεύματος, έδωσε ειδικές δυνάμεις στους αποστόλους του και σε άλλους.
Σήμερα, όμως, δεν χρειάζονται θαυματουργικά χαρίσματα για να βεβαιώσουν το ότι έχει λάβει χώρα μια αλλαγή όσον αφορά τη λατρεία. Ακόμη κι αν υπήρχε μέχρι σήμερα ο ναός στην Ιερουσαλήμ κανείς Ιουδαίος δεν θα μπορούσε ν’ αποδείξη ότι κατάγεται από τη γραμμή του Ααρών και ότι έχει τα προσόντα να υπηρετή στο ιερατείο. Έτσι, οι υπηρεσίες του ναού που περιέγραφε ο Μωσαϊκός νόμος δεν θα μπορούσαν να διεξάγωνται. Γιατί; Διότι αυτός ο νόμος απηγόρευε σε άτομα που δεν κατήγοντο από τον Ααρών να ενασχοληθούν σε ιερατικά καθήκοντα. (Αριθμ. 3:10· 18:7) Γι’ αυτό, ωρισμένοι άνδρες που επέστρεψαν από τη Βαβυλωνιακή εξορία τον έκτο αιώνα π.Χ., αλλ’ οι οποίοι δεν μπορούσαν ν’ αποδείξουν ότι κατήγοντο από τον Ααρών, στερήθηκαν του προνομίου να υπηρετούν ως ιερείς.—Έσδρας 2:61, 62.
Έτσι, με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα το έτος 70 μ.Χ., η διάταξις για λατρεία που είχε ως κέντρο τον ναό, έπαυσε και δεν επρόκειτο ν’ αποκατασταθή ποτέ σύμφωνα με τις ειδικές απαιτήσεις του Μωσαϊκού νόμου. Απλώς, δεν χρειάζονται θαύματα για ν’ αποδείξουν ότι η αληθινή λατρεία δεν εξαρτάται πια από ένα κατά γράμμα ναό στην Ιερουσαλήμ και ότι ο Ύψιστος θέλει να τον πλησιάζουν οι άνθρωποι μέσω του Ιησού Χριστού «εν πνεύματι και αληθεία.»—Ιωάν. 4:23, 24· 14:6.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθή ότι η μεταβίβασις των θαυματουργικών χαρισμάτων του πνεύματος γινόταν μ’ έναν τρόπο που έδειχνε ότι τα θαύματα αυτά θα ήσαν προσωρινής φύσεως. Οι Γραφικές ενδείξεις δείχνουν ότι τα θαυματουργικά χαρίσματα μετεβιβάζοντο είτε ενώπιον του αποστόλου Παύλου ή ενώπιον ενός ή περισσοτέρων από τους δώδεκα αποστόλους.—Πράξ. 2:1, 4, 14· 10:44-46· 19:6.
Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα του γεγονότος αυτού περιλαμβάνει τους Σαμαρείτας, στους οποίους ο Φίλιππος ο ευαγγελιστής εκήρυξε τα «αγαθά νέα.» (Πράξ. 8:4, 5) Ο Φίλιππος ήταν ένας από τους επτά άνδρες οι οποίοι είχαν διορισθή από τους αποστόλους να επιβλέπουν στη διανομή τροφίμων για τις χήρες που είχαν ανάγκη. Ο Φίλιππος τον οποίο η εκκλησία στην Ιερουσαλήμ έβλεπε ως άνδρα ‘πλήρη πνεύματος αγίου και σοφίας,’ ήταν προφανώς ένας ώριμος μαθητής του Ιησού Χριστού. (Πράξ. 6:1-6) Και ο ίδιος επίσης είχε λάβει τη δύναμι, μέσω του αγίου πνεύματος, να εκβάλη δαιμόνια και να θεραπεύη ασθένειες. (Πράξ. 8:6, 7) Παρ’ όλα αυτά, ο Φίλιππος δεν μπορούσε να μεταδώση το άγιο πνεύμα και τα θαυματουργικά του χαρίσματα σε άλλους. Ήταν απαραίτητο να έλθουν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης στη Σαμάρεια και να προσευχηθούν «δια να λάβωσι πνεύμα άγιον» αυτοί οι νέοι μαθητές.—Πράξ. 8:14-17.
Φυσικά, το πνεύμα του Θεού λειτουργούσε ήδη προς αυτούς τους Σαμαρείτας μέσω του Φιλίππου του ευαγγελιστού. Τι επιτέλεσαν, λοιπόν, ο Πέτρος και ο Ιωάννης; Προσευχήθηκαν να λάβουν και οι Σαμαρείται μαθηταί το πνεύμα του Θεού. Το γεγονός αυτό ακολούθησαν ειδικές εκδηλώσεις. Βλέποντας αυτές τις εκδηλώσεις, ο πρώην μάγος Σίμων προσέφερε χρήματα για ν’ αποκτήση τη δύναμι να μεταδίδη κι αυτός άγιο πνεύμα, όπως έκαναν και οι απόστολοι. Είπε: «Δότε και εις εμέ την εξουσίαν ταύτην, ώστε εις όντινα επιθέτω τας χείρας να λαμβάνη πνεύμα άγιον.»—Πράξ. 8:18-24.
Έχοντας υπ’ όψιν αυτούς τους περιορισμούς ως προς τη μεταβίβασι των χαρισμάτων του πνεύματος, λογικά βγαίνει το συμπέρασμα ότι, με τον θάνατο των αποστόλων και εκείνων που είχαν λάβει τη δύναμι μέσω αυτών να εκτελούν θαύματα, αυτά τα χαρίσματα έπαυσαν, όπως ακριβώς είχε πει ο απόστολος Παύλος. Μετά απ’ αυτό, όμως, θα μπορούσαν ν’ αναγνωρίζωνται ακόμη οι αληθινοί μαθηταί του Ιησού Χριστού. Πώς; Ο Υιός του Θεού έδωσε την απάντησι, λέγοντας: «Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» (Ιωάν. 13:35) Αυτή η αγάπη είναι μια θυσιαστική αγάπη, η οποία περιλαμβάνει την προθυμία του ατόμου να πεθάνη για τους Χριστιανούς αδελφούς του, όπως ακριβώς και ο Χριστός πρόθυμα έδωσε τη ζωή του για το ανθρώπινο γένος.—Ιωάν. 13:34· 1 Ιωάν. 3:16.
Έτσι, όσον αφορά τους ισχυρισμούς που γίνονται σήμερα σχετικά με το ότι υπάρχουν άτομα που κατέχουν θαυματουργικά χαρίσματα, θα μπορούσε κανείς να ρωτήση: Δείχνουν τα άτομα που κάνουν τους ισχυρισμούς αυτούς αυτοθυσιαστική αγάπη; Έχουν όλους τους καρπούς του πνεύματος; (Γαλ. 5:22, 23) Ή, μήπως οι ενέργειές τους αποκαλύπτουν ότι, σε διαμάχες και προκαταλήψεις, δεν είναι διαφορετικοί από τον κόσμο; (Γαλ. 5:19-21) Επίσης, η φαινομενική εκτέλεσις θαυμάτων στο όνομα του Ιησού μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι μια απάτη που κάνει κάποιος υποκριτής. Ο Ιησούς είπε: «Πολλοί θέλουσιν ειπεί προς εμέ, . . . Κύριε, Κύριε, δεν προεφητεύσαμεν εν τω ονόματί σου, και εν τω ονόματί σου εξεβάλομεν δαιμόνια και εν τω ονόματί σου εκάμομεν θαύματα πολλά; Και τότε θέλω ομολογήσει προς αυτούς, ότι ποτέ δεν σας εγνώρισα· φεύγετε απ’ εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν.»—Ματθ. 7:22, 23.
Τι αποκαλύπτουν, λοιπόν, οι συνδυασμένες αποδείξεις των Γραφών και της ιστορίας σχετικά με τα χαρίσματα του πνεύματος; Τα θαυματουργικά χαρίσματα έχουν παύσει εδώ και πολύν καιρό. Εξεπλήρωσαν πλήρως τον σκοπό τους, δηλαδή απέδειξαν ότι οι μαθηταί του Χριστού αποτελούσαν τον «Ισραήλ του Θεού» και ότι μόνο αυτοί ενασχολούντο σε ιερή υπηρεσία ευπρόσδεκτη από τον Θεό.—Γαλ. 6:16.