Η Προέλευσις της Χαρτοπαιξίας
ΑΛΛΟΣ για χαρτιά; Σε κάθε γλώσσα, αυτή η έκφρασις θα μπορούσε εύκολα να γίνη κατανοητή από τον καθένα, διότι η χαρτοπαιξία είναι διεθνώς γνωστή και μπορεί πράγματι να λεχθή ότι καλύπτει ολόκληρη την υδρόγειο από το βορρά μέχρι το νότο και από την ανατολή μέχρι τη δύσι. Από τις άγονες, μοναχικές προφυλακές των πόλων μέχρι τις υγρές ζούγκλες του ισημερινού, μπορείτε να βρήτε μια τράπουλα. Μια ενδιαφέρουσα παρατήρησις είναι ότι η τράπουλα έχει μια τρομερή επιρροή στις ανθρώπινες υποθέσεις. Αποφάσεις, επιτυχείς είτε όχι, ελήφθησαν με την βοήθεια της χαρτοπαιξίας. Περιουσίες έχουν κερδηθή και χαθή στο γύρισμα ενός χαρτιού.
Τι υπάρχει σε μια τράπουλα που προκαλεί τέτοια δημοτικότητα, τέτοια παγκόσμια διασκέδασι; Ας εξετάσωμε μερικά από τα γεγονότα.
Κατ’ αρχήν και κατά κύριο λόγο, θα μπορούσε να είναι το μέγεθος της τράπουλας και η ευκολία στον χειρισμό της. Μια σύγχρονη τράπουλα δεν πιάνει πολύ χώρο και ζυγίζει μόνο λίγες ουγγιές. Κατόπιν, θα μπορούσε να είναι ο αριθμός παικτών που απαιτούνται για ένα παιγνίδι. Αντίθετα με τα περισσότερα παιγνίδια, τα χαρτιά μπορεί να παιχθούν και μ’ ένα μόνο άτομο. Υπάρχει το παιγνίδι της Υπομονής, ή η Πασιέντσα, όπως είναι γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μπορεί να γεμίση πολλές μοναχικές ώρες και να γίνη ένα καλό παιγνίδι για κείνους που είναι αναγκασμένοι να δαπανούν μεγάλες χρονικές περιόδους μόνοι τους. Επειδή η χαρτοπαιξία είναι διεθνής, ο καθένας μπορεί συνήθως να βρη κάποιον άλλο, ηλικιωμένο ή νεαρό, με τον οποίο να παίξη.
Εύλογα μπορεί να ρωτήσετε σ’ αυτό το σημείο: ‘Από που προήλθε αυτό το δημοφιλές παιγνίδι; Ποιος το επενόησε, και πότε; Ευρίσκετο πάντοτε υπό την παρούσα μορφή του;’ Αυτές είναι ερωτήσεις που ξυπνούν την περιέργεια μας, Θα τις ερευνήσωμε;
Η Εγκυκλοπαιδεία Δη Νιου Φουνκ εντ Γουώγκναλλς λέγει ότι η τράπουλα έκανε την εμφάνισί της στο Ινδουστάν το 800 περίπου μ.Χ., με το βασιλιά, τη βασίλισσα και το φάντη, που χρονολογούνται από τον Μεσαίωνα. Ένα Κινέζικο λεξικό του 1678 μ.Χ. λέγει ότι η τράπουλα είχε επινοηθή από το έτος 1120 π.Χ. για να διασκεδάζουν οι παλακίδες του Σέουν-Χο. Μερικοί αρχαιοδίφαι λέγουν ότι η χαρτοπαιξία εισήχθη στην Ευρώπη από τους επιδρομείς Σαρακηνούς, οι οποίοι διέσχισαν τη Μεσόγειο το έτος 711 μ.Χ. Άλλοι ισχυρίζονται ότι οι Σταυροφόροι επιστρέφοντας έφεραν τη χαρτοπαιξία από την Ανατολή. Ωστόσο, υπάρχει κάποια συμφωνία για το γεγονός ότι τα χαρτιά δεν χρησιμοποιούντο συνήθως στην Ευρώπη πριν από το πρώτο μέρος του 15ου αιώνος. Μερικοί ερευνηταί πιστεύουν ότι η χαρτοπαιξία μετεφέρθη από την Ανατολή στη Δύσι με τα ίδια μέσα όπως το σκάκι, μέσω της φυλής των περιπλανωμένων που είναι γνωστοί ως Τσιγγάνοι. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθή ότι σε πολλά μέρη επαίζετο επίσης και σκάκι με χαρτιά. Η Ισπανία εισήγαγε τη χαρτοπαιξία στον «Νέο Κόσμο,» τη Βόρειο και Νότιο Αμερική, όταν ο Κορτέζ κατέκτησε το Μεξικό. Ο βασιλεύς Μοντεζούμα ευχαριστήθηκε πολύ όταν παρακολούθησε τους Ισπανούς στρατιώτες να παίζουν χαρτιά.
Μέχρι στιγμής, θα πρέπει να έχετε φθάσει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μεγάλη αντιλογία όσον αφορά την προέλευσι της χαρτοπαιξίας, ιδιαίτερα τον οριστικό χρόνο και τόπο. Αλλά, άσχετα με την ποικιλία γνωμών, η χαρτοπαιξία προφανώς προήλθε από την Ανατολή. Μια αξιοσημείωτη ομοιότης παρατηρείται μεταξύ των πρώτων Κινεζικών χαρτονομισμάτων της Δυναστείας των Τανγκ και των Κινεζικών χαρτιών.
Αρχαία Εξέλιξις
Άσχετα με τον ρόλο που έπαιξαν οι Τσιγγάνοι στην εισαγωγή της χαρτοπαιξίας στη Δύσι, είναι ενδιαφέρον να σημειωθή ότι αυτοί οι άνθρωποι κυρίως τα χρησιμοποίησαν με σκοπό να προλέγουν την τύχη, ή να μαντεύουν. Σήμερα τα χαρτιά χρησιμοποιούνται γι’ αυτό τον σκοπό. Η αρχαία τράπουλα για Ταρόκο αποτελείτο από 78 χαρτιά και ήσαν χωρίς χρώματα, αριθμούς, ή πόντους, όπως έχομε σήμερα. Στη διάρκεια του 14ου αιώνος, οι αριθμοί και οι πόντοι εισήχθησαν στην Ευρώπη, χρησιμοποιώντας 78 χαρτιά από τα οποία 22 εικόνιζαν πρόσωπα. Τα 22 χαρτιά της τράπουλας Ταρόκο, ή χαρτιά με ειδικά πρόσωπα, χρησιμοποιούντο για τη μαντεία. Αντιπροσώπευαν αλληγορικά τις υλικές δυνάμεις και τα φυσικά στοιχεία, τις αρετές και τις μορφές κακίας. Τα σχέδια περιελάμβαναν πράγματα όπως ένα βασιλιά να κρατή ένα αστέρι στο χέρι του, τον Θάνατο να φορή ένα καπέλλο καρδιναλίου και πανωφόρι, δύο έρωτες, ένα βαλέ (φάντη) με χρήματα, και χαρακτήρες από παραμύθια. Ακόμη και παροιμίες ήσαν εικονογραφημένες.
Ένα απ’ αυτά τα ειδικά χαρτιά ήταν γνωστό ως φουλ ή τζόκερ. Αυτό το χαρτί εξασκούσε πολύ ισχυρή επιρροή στο αποτέλεσμα της μαντείας, επειδή ενέτεινε ή πολλαπλασίαζε την έννοια του χαρτιού μετά απ’ αυτό. Αν υπήρχε ένδειξις για καλή τύχη και ερχόταν μετά το φουλ η καλή τύχη καθ’ υπόθεσιν πολλαπλασιαζόταν. Εξ άλλου, αν υπήρχε ένδειξις για κακές ειδήσεις, το τζόκερ θα ενέτεινε τις άσχημες ειδήσεις, οι οποίες θα επισκίαζαν όλες τις καλές, που θα μπορούσαν να προλεχθούν στη διάρκεια της μαντείας.
Τα υπόλοιπα 56 χαρτιά ήσαν χωρισμένα σε τέσσερα χρώματα ή κατηγορίες, κούπες, χρήματα, ξίφη και ραβδιά. Αυτά αντιπροσώπευαν όλες τις τάξεις των ανθρώπων. Οι κούπες, ή τα βάζα, αντιπροσωπεύουν την τάξι των κληρικών ή των κυβερνητών. Τα χρήματα αντιπροσώπευαν τους εμπόρους. Τα ξίφη σαφώς έδειχναν πολεμιστές. Τελικά, το ραβδί υπεδείκνυε τον αγρότη ή τον εργάτη. Κάθε χρώμα είχε τέσσερις φιγούρες που αποτελούντο από ένα βασιλιά, ένα βεζίρη, έναν ιππότη και ένα φάντη, μαζί με 10 αριθμημένα χαρτιά. Οι τέσσερις φιγούρες αντιπροσώπευαν διάφορες τάξεις ή επίπεδα εξουσίας. Παραδείγματος χάριν, ο βασιλιάς ήταν ο βασιλικός κυβερνήτης, ο βεζίρης ήταν ένας υψηλός αξιωματούχος, ο ιππότης ανήκε στη στρατιωτική τάξι (όπως ο διοικητής ή στρατηγός) και, τελικά, ο φάντης ήταν ο αρχηγός μεταξύ των ανδρών. Αυτά τα τέσσαρα χρώματα εκάλυπταν κατάλληλα όλες τις τάξεις της ανθρωπίνης κοινωνίας, και της αρχαίας και της σύγχρονης, όπου όλες συναγωνίζονται η μια την άλλη και μεταχειρίζονται η μια την άλλη στην προσπάθειά τους να βγουν πρώτες.
Η ομοιότης των ανθρωπίνων υποθέσεων φαίνεται καθαρά στο παιγνίδι των χαρτιών. Κάθε παίκτης ελάμβανε 14 ταιριασμένα χαρτιά που αντιπροσώπευαν ίσως μερικούς εμπόρους (τα κέρματα), μερικούς αγρότες (τα ραβδιά), μερικούς πολεμιστές (τα ξίφη), και μερικούς κυβερνήτες (οι κούπες), και ίσως ένα βασιλιά ως βασιλικό κυβερνήτη και έναν ιππότη ως στρατιωτικό στρατηγό για να δίδη χείρα βοηθείας. Για να κερδίση, έπρεπε ν’ αναπτύξη με επιδεξιότητα τη δύναμί του, όπως αντιπροσωπευόταν από τα χαρτιά.
Σύγχρονη Εξέλιξις
Η Βρεταννική Εγκυκλοπαιδεία δείχνει ότι οι λεπτομέρειες της τράπουλας εποίκιλλαν ως προς το σχήμα και τους αριθμούς. Μεταξύ των Αγγλοσαξόνων, η τράπουλα αποτελείτο από 52 χαρτιά, με τέσσερα χρώματα από 13 χαρτιά το καθένα. Στην Ιταλία, αποτελείτο από 38 χαρτιά, και οι παλιές Γερμανικές τράπουλες είχαν μόνο 32 χαρτιά. Στην Κίνα, οι πρώτοι Πορτογάλοι ιεραπόστολοι διεπίστωσαν ότι η τράπουλα αποτελείτο από 30 χαρτιά, με τρία χρώματα από εννέα χαρτιά το καθένα και τρία ανώτερα χαρτιά. Η Γαλλική τράπουλα που αποτελείτο από 52 χαρτιά και τώρα έχει σταθεροποιηθή προήλθε από τα τώρα αριθμημένα χαρτιά της τράπουλας Τάροτ. Σύγχρονα παιγνίδια που παίζονται με μικρή τράπουλα, παίζονται μετακινώντας χαρτιά από τη σταθερή τράπουλα.
Μέγα πλήθος αντικειμένων έχει χρησιμοποιηθή από τα έθνη στην πρόσοψι των χαρτιών—όπως ιππείς, ελέφαντες, γεράκια, καμπάνες, λουλούδια, πουλιά και πολλά άλλα. Στον «Νέο Κόσμο,» τα χαρτιά που κατασκευάσθηκαν στη Νέα Υόρκη το 1848 μ.Χ., ποτέ δεν είχαν βασιλείς, βασίλισσες ούτε φάντες (βαλέδες). Αντιθέτως, ο Πρόεδρος της Ντάμα Κούπα ήταν ο Γεώργιος Ουάσιγκτον, ο Πρόεδρος του Καρρώ ήταν ο Ιωάννης Άνταμς, των Σπαθιών ήταν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, και των Μπαστουνιών ήταν ο Λαφαγιέτ. Τα χαρτιά, αντί για βασίλισσες, είχαν τη θεά Αφροδίτη, την Τύχη, τη Δήμητρα και την Αθηνά. Οι βαλέδες αντιπροσωπεύοντο από Ινδιάνους αρχηγούς.
Οι παλιές τράπουλες αποτελούντο από ξύλινες πλάκες και εζωγραφίζοντο με το χέρι. Ωστόσο, στη διάρκεια του 15ου αιώνος, η Γερμανική ανακάλυψις της εγχαράξεως τελειοποιήθηκε για τα τραπουλόχαρτα, αντικαθιστώντας τις τράπουλες που ήσαν ζωγραφισμένες με το χέρι. Τα σύγχρονα τέσσερα χρώματά μας έκαναν την εμφάνισί τους στη Γαλλία στη διάρκεια του 16ου αιώνος. Το τριφύλλι, που ονομάζομε «σπαθί,» ωνομάζετο τρεφλ στα Γαλλικά. Η μύτη ενός μπαστουνιού, που ονομάζεται τώρα «μπαστούνι,» εκαλείτο πικ. Το τρίτο χρώμα ωνομάζετο κερ, η Γαλλική λέξις που σημαίνει «ντάμα κούπα.» Το τέταρτο χρώμα εκαλείτο καρρώ που σημαίνει τετράγωνο, αλλά μεταφράζετο και «διαμάντι,» επειδή η κηλίδα είχε σχήμα διαμαντιού.
Το μέγεθος των σημερινών τραπουλόχαρτων, τρισήμισυ ίντσες επί δύο κι ένα τέταρτο ίντσες (8,9x5,7 εκατοστά) κατασκευάσθηκαν επίσης σύμφωνα με τον Γαλλικό τύπο, επειδή τα Κινεζικά χαρτιά ήσαν μακρυά και στενά, και του Ινδικού τύπου ήσαν στρογγυλά. Όπως ήδη ανεφέρθη, η στενή σχέσις μεταξύ του σκακιού και των χαρτιών φαίνεται επίσης στα δύο χρώματα, κόκκινο και μαύρο, που κυριαρχούν μεταξύ των τεσσάρων χρωμάτων.
Ένα από τα χαρακτηριστικά που κάνουν τα χαρτιά παγκοσμίως ελκυστικά είναι η μεγάλη ποικιλία παιγνιδιών και η ποικιλία στον αριθμό των παικτών, χρησιμοποιώντας είτε μία είτε δύο τράπουλες, έχοντας το κάθε παιγνίδι τους δικούς του κανόνες. Σήμερα τα περισσότερα παιγνίδια που επαίζοντο στο παρελθόν είναι άγνωστα και τα ονόματά τους βρίσκονται μόνο σε έργα αρχαιοδίφων. Τα παιγνίδια που επαίζοντο τον 18ον και 19ον αιώνα επιζούν ακόμη, όπως το Πικέτο, το Λόανταμ, το Νόντυ, το Μακ, το Ομπρ, το Γκληκ, και το Ποστ και Παν. Σήμερα τα παιγνίδια με χαρτιά μπορούν να χωρισθούν σε τέσσερις κατηγορίες (για να ονομάσωμε μερικές απ’ αυτές): (1) Παιγνίδια χαρτοπαιξίας—Πόκερ, Φαν Ταν, Φάρο, Μπακαρά, Μπλακ-Τζακ· (2) ομαδικά παιγνίδια—Μπέγκαρ-Μάι-Νέιμπορ, Καζίνο, Ολντ Μέηντ, Ράμμυ· (3) ανώτερα παιγνίδια—Ναπολέων, Φάιβ Χάντρεντ, Ομπρ, Σκατ, Σπόιλ Φάιβ· και (4) παιγνίδια σολιταίρ (πασιέντσα), από τα οποία υπάρχουν πάνω από 350 ποικιλίες.
Ο αριθμός των παικτών ποικίλλει ανάλογα με τα διάφορα παιγνίδια. Το Κρίμπιτζ μπορεί να παιχθή με δύο ή τέσσερα άτομα· το Πόκερ με δέκα· το Κανάστα μπορεί να παιχθή από δύο μέχρι έξη παίχτες· ενώ το Ουίστ και το Μπριτζ μπορούν να παιχθούν με 20 έως 40 άτομα χωρισμένα σε τέσσερις ομάδες, και κάθε ζευγάρι που κερδίζει μετακινείται σ’ ένα άλλο τραπέζι.
Η προέλευσις του Ουίστ είναι σκοτεινή. Έγινε μια πρώτη φορά μνεία γι’ αυτό το παιγνίδι το 1529 μ.Χ. Ο Έντουαρντ Χόιλ δημοσίευσε μια μικρή πραγματεία για το Ουίστ το 1742 μ.Χ., αλλά η εκλαΐκευσις αυτού του παιγνιδιού μεταξύ της φιλοσοφικής κοινωνίας έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1860, λόγω των κόπων του Χένρυ Τζωνς και του Ουίλλιαμ Πολ.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαιδεία Φουνκ και Γουώγκναλς, το Μπριτζ είναι μια άλλη μορφή του Ουίστ, κι έκανε την πρώτη εμφάνισί του στην Ελλάδα στις αρχές του 1880. Ήταν γνωστό ως Ρωσικό Ουίστ στο Λονδίνο της Αγγλίας, το 1886, όπου έγινε όλο και πιο δημοφιλές και από το έτος 1900 αντικατέστησε το παλιό παιγνίδι του Ουίστ.
Στις αρχές του 20ου αιώνος, ανεπτύχθη το Όξιον Μπριτζ. Σ’ αυτό το παιγνίδι, οι παίκται ‘κτυπούν’ ο ένας τον άλλον και ο νικητής έχει το ατού του χρώματος. Κάθε ‘κτύπημα,’ ήταν μια προσπάθεια εκ μέρους του ατόμου για να ‘βγη.’ Το διπλό Μπριτζ όπως το Ουίστ, μπορεί να παιχθή με 20 έως 40 παίκτες που χωρίζονται στα τέσσερα και, κάθε ζεύγος που κερδίζει μετακινείται σε άλλο τραπέζι. Τελικά, το Κόντρακτ Μπριτζ επενοήθη το 1925 από έναν Αμερικανό της διασήμου οικογενείας Βάντερμπιλτ.
Η Τύχη Παίζει Ρόλο
Τα ποικίλα χαρακτηριστικά της χαρτοπαιξίας δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν χωρίς ν’ αναφέρωμε τον παράγοντα τύχη που συνδέεται με τα 52 χαρτιά. Το Γκάινες Μπουκ οφ Ουώρλντ Ρέκορντς λέγει ότι οι μαθηματικές πιθανότητες εναντίον του να πάρης 13 χαρτιά ενός και του αυτού χρώματος είναι 158.753.889.899 προς μία. Η πιθανότης εναντίον του να πάρουν και οι τέσσερις παίκτες ένα πλήρες χρώμα είναι 2.235.197.406.895.368.301.559.999 προς μία.
Έτσι, ενώ απαιτείται αξιοσημείωτη ικανότης στα χαρτιά, η τύχη παίζει μεγάλο ρόλο. Αναμφιβόλως. αυτή είναι μια από τις αιτίες για την οποία τα παιγνίδια με χαρτιά είναι δημοφιλή—κάνουν έκκλησι σ’ ένα ευρύ κύκλο παικτών· μερικά παιγνίδια είναι για τους επιδέξιους, άλλα για εκείνους που απλώς θέλουν ν’ αναπαυθούν και να περάσουν την ώρα τους. Επίσης, τα χαρτιά είναι μια αδάπανη αναψυχή.
Ωστόσο, όταν ένας ακούη τις δημοφιλείς λέξεις, ‘Άλλος για χαρτιά;’ είναι καλό να σκεφθή ότι τα χαρτοπαίγνια, όπως και όλα τα άλλα είδη ψυχαγωγίας, μπορούν να καταναλώσουν πολύ χρόνο. Όταν κάποια διασκέδασις ξεπερνά εκείνο που είναι πράγματι καλό για ανάπαυσι, ο χρόνος που χρησιμοποιείται σπαταλάται, είναι χρόνος κατά τον οποίο θα μπορούσαν να γίνουν σπουδαιότερα πράγματα. Ως συνέπεια, τα άτομα που περιλαμβάνονται υποφέρουν, συχνά και υλικώς και πνευματικώς. Το να έχη κανείς υπ’ όψιν αυτό το γεγονός, καθώς επίσης και η άσκησις εγκρατείας, θα εμποδίση ένα άτομο ν’ αφήση την ψυχαγωγία να γίνη παγίδα σ’ αυτόν και σε άλλους. Και η χρήσις χαρτιών για να προλέγουν τη μοίρα καταδικάζεται από τη Γραφή, η οποία μας λέγει ότι Θεός απεχθάνεται όλες τις μορφές μαντείας και πνευματισμού.—Δευτ. 18:9-14.