Η Θρησκευτική Μισαλλοδοξία Εντείνεται
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 9 Ιουλίου 1976. Τοποθεσία: ένα μικρό αγροτικό σχολείο στη βορειοανατολική Αργεντινή. Το γεγονός: μια εθνική εορτή της Αργεντινής.
Δημοσιογράφοι του εβδομαδιαίου ειδησεογραφικού περιοδικού Τζεντ επισκέφθηκαν το σχολείο. Γιατί; Ενδιαφέροντο για τις επισφαλείς συνθήκες του σχολείου, ιδιαίτερα επειδή το σχολείο βρισκόταν κοντά στα σύνορα της Βραζιλίας. Δημοσιογράφοι είχαν γράψει ότι πολλοί άνθρωποι είχαν εισέλθει στη χώρα παρανόμως. Έτσι, επισκέφθηκαν το σχολείο για να δουν την κατάστασι που επικρατούσε.
Ωστόσο, οι δημοσιογράφοι σκέφθηκαν να κάνουν το άρθρο τους πιο εντυπωσιακό. Τι έκαναν, λοιπόν; Τοποθέτησαν μερικά παιδιά με την πλάτη τους γυρισμένη προς τη σημαία ενώ οι άλλοι μαθηταί συμμετείχαν στην τελετή του χαιρετισμού της σημαίας. Με τους μαθητές σ’ αυτές τις θέσεις, οι δημοσιογράφοι τράβηξαν φωτογραφίες.
Το άρθρο τους δημοσιεύθηκε στις 15 Ιουλίου. Ανέφερε ότι τα παιδιά που είχαν γυρισμένη την πλάτη τους προς τη σημαία ήσαν Μάρτυρες του Ιεχωβά! Ήταν αλήθεια αυτό: Απολύτως όχι! Διότι, τα τέσσερα παιδιά των Μαρτύρων δεν είχαν πάει καν στο σχολείο εκείνη την ημέρα! Αλλ’ ακόμη κι αν ευρίσκοντο εκεί, θα ήταν αντίθετο προς τη Χριστιανική τους εκπαίδευσι να δείξουν μια τέτοια ασέβεια προς τη σημαία της χώρας.
Έτσι αυτή η διαστρεβλωμένη ιστορία σχετικά με την προφανή έλλειψι σεβασμού των Μαρτύρων του Ιεχωβά για τη σημαία δημοσιεύθηκε στον τύπο. Και γρήγορα διαδόθηκε σ’ όλο το έθνος.
μια αλυσίδα αντιδράσεων
Τον επόμενο μήνα έλαβε χώρα ένα άλλο περιστατικό στην ίδια επαρχία της Μισιόνες. Εκεί, δύο μαθητές του γυμνασίου κι ένας καθηγητής, μαζί με τους γονείς των μαθητών, συνελήφθησαν και εφυλακίσθησαν για 16 ημέρες. Κατηγορήθηκαν για «[περιφρονητική] προσβολή» προς τα εμβλήματα της χώρας.
Γιατί απηγγέλθη αυτή η κατηγορία; Επειδή οι μαθηταί δεν έψαλαν τον εθνικό ύμνο καθώς επίσης και το τροπάριο του Αγίου Μαρτίνου. Αμέσως, ετέθη σε κίνησι η νομική υπεράσπισις αυτών των Μαρτύρων.
Εν τω μεταξύ, πολλοί από τους δημόσιους τόπους συναθροίσεών τους στις επαρχίες Μισιόνες, Έντρε Ρίος και Φορμόσα κλείσθηκαν βιαίως. Αυτές οι πράξεις έγιναν από τις ομοσπονδιακές και επαρχιακές αρχές.
Οι Μάρτυρες αγωνίσθηκαν γι’ αυτή την ανοιχτή παρεμπόδισι της ελευθερίας λατρείας. Στις 23 Αυγούστου έκαναν αίτησι για ακύρωσι της «αμπάρο» (προδικαστικής αποφάσεως) στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Μπουένος Άιρες.
η δικαιοσύνη θριαμβεύει—μόνο για λίγο
Μετά από λίγες μέρες, στις 27 Αυγούστου, ο Ομοσπονδιακός Δικαστής Φρανθίσκο Καλίκθ εξέδωσε ένα διάταγμα. Διέταξε να αποφυλακισθούν οι Μάρτυρες στη Μισιόνες, που είχαν κατηγορηθή για «προσβολή» των εθνικών εμβλημάτων. Διέταξε επίσης ν’ απαλλαγούν απ’ όλες τις κατηγορίες που τους εβάρυναν!
Ο δικαστής σχολίασε ότι «η περιφρονητική προσβολή εκτελείται με υλικές πράξεις.» Μεταξύ αυτών των πράξεων ανέφερε «την καταστροφή, το κάψιμο, το σπάσιμο, το κόψιμο, τη ρύπανσι, τον πτυσμό, το σχίσιμο και το ποδοπάτημα.» Είπε επίσης ότι τέτοιες περιφρονητικές προσβολές εκτελούνται «προφορικώς (σφυρίζοντας, συρίζοντας) ή γραπτώς, καθώς επίσης και με προσβλητικές χειρονομίες.»
Ήσαν οι Μάρτυρες ένοχοι οποιασδήποτε τέτοιας πράξεως; Ο δικαστής είπε ότι «κανένα αξιόλογο στοιχείο δεν προκύπτει από τη διαδικασία, που να υπονοή ότι κάποιος από τους κατηγορουμένους μπορεί να είχε μια τέτοια πρόθεσι.» Προσέθεσε επίσης: «Αντιθέτως, όλοι ομόφωνα βεβαιώνουν τον σεβασμό τους προς όλα τα εθνικά εμβλήματα, καθώς επίσης και στους νόμους.»
Ασφαλώς, εκείνη την ημέρα, θριάμβευσε η δικαιοσύνη. Αλλά ο θρίαμβος ήταν σύντομος—πολύ σύντομος. Διήρκεσε μόνο τέσσερις ημέρες!
επέρχεται το πλήγμα
Στις 31 Αυγούστου 1976, η κυβέρνησις έδωσε τη χαριστική βολή. Εξέδωσε το Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αριθμ. #1867.
Μέρος αυτού του διατάγματος έλεγε: «Η ελευθερία θρησκείας, την οποία εγγυώνται τα άρθρα 14 και 20 του Εθνικού Συντάγματος, περιορίζεται φυσικά με την έννοια ότι οι θρησκευτικές ιδέες δεν πρέπει να υπονοούν την παραβίασι των νόμων ή κάποια προσπάθεια κατά της δημοσίας τάξεως, της εθνικής ασφαλείας, των ηθών και των καλών συνηθειών.»
Ωστόσο, καμμιά απ’ αυτές τις κατηγορίες δεν είχε αποδοθή ποτέ στους Μάρτυρες του Ιεχωβά όπως τόνιζε στην απόφασί του ο Δικαστής Φρανθίσκο Καλίκθ.
Παρ’ όλα αυτά, ο νόμος εν συνεχεία έλεγε: «Γι’ αυτή την ίδια αιτία . . . Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ:
«ΑΡΘΡΟΝ 1: Η δραστηριότης της θρησκευτικής οργανώσεως των ‘ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ’ ή ‘ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΚΑΙ ΦΥΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΣΚΟΠΙΑ’ και όλες οι ομάδες, οι σύλλογοι ή οι οργανισμοί οι οποίοι συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την προαναφερθείσα οργάνωσι, τίθενται υπό απαγόρευσιν σε όλη την επικράτεια του Έθνους.
«ΑΡΘΡΟΝ 2: Παρομοίως, απαγορεύονται (α) τα έντυπα, τα περιοδικά, και όλες οι εκδόσεις που φανερά ή με άλλον τρόπο συμβάλλουν στο υπό εξέτασιν δόγμα· (β) οι πράξεις προσηλυτισμού και διδασκαλίας.
«ΑΡΘΡΟΝ 3: Όλοι οι τόποι όπου λαμβάνουν χώρα οι συναθροίσεις της προαναφερθείσης οργανώσεως καθώς επίσης και οι τόποι όπου τυπώνονται έντυπα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 2, για διανομή ή πώλησι, κλείονται.
«ΑΡΘΡΟΝ 4: Από το Υπουργείο Εσωτερικών θα εγκριθούν τα αναγκαία μέτρα και θα δοθούν κατευθύνσεις για την εκτέλεσι αυτής της διατάξεως.»
Σε συνδυασμό με τις ενέργειες της κυβερνήσεως, το νομικό πόρισμα που κατετέθη και υπεγράφη από τη Γενική Διεύθυνσι των Νομικών Ζητημάτων, του Υπουργείου Εσωτερικών, εβεβαίωνε τα εξής: «Δεν έχει αποδειχθή . . . ότι η αίρεσις είναι αφοσιωμένη σε θρησκευτική λατρεία, ότι μια τέτοια λατρεία είναι σε αρμονία με τα ήθη μας και τις καλές μας συνήθειες.»
Φυσικά, τα γεγονότα είναι ακριβώς τα αντίθετα. Έχει αποδειχθή σαφώς στη διάρκεια αυτού του αιώνος ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είναι, υπερβολικά αφοσιωμένοι σε θρησκευτική λατρεία. Και αυτή η λατρεία είναι υψίστης ηθικής αξίας. Δεν παρεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίον ο καθένας προτιμά να λατρεύη τον Θεό ούτε στις συνήθειες που μπορεί να θέλουν να ασκούν οι άλλοι. Οι αρχές σε όλο τον κόσμο, περιλαμβανομένου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν προ πολλού διαπιστώσει την αλήθεια αυτών των ζητημάτων.
Το νομικό πόρισμα περιελάμβανε επίσης την εξής εκπληκτική δήλωσι: «Δεν μπορεί να αποδοθή ελευθερία στην περίπτωσι μιας θρησκείας που επιτρέπει τον καννιβαλισμό, τον τελετουργικό φόνο ή την πολυγαμία, και, ακόμη περισσότερο, μια θρησκεία, σαν αυτή που παρουσιάζεται σ’ αυτή την περίπτωσι, δεν μπορεί να γίνη παραδεκτή άσχετα με τη μορφή που λαμβάνει.»
Η φρασεολογία αυτής της δηλώσεως θα μπορούσε να δώση την εντύπωσι στους αξιωματούχους ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κατά κάποιον τρόπο συνδέονται με πράγματα όπως είναι ο καννιβαλισμός, ο τελετουργικός φόνος ή η πολυγαμία. Αλλ’ αυτό είναι τελείως εσφαλμένο. Ωστόσο, τέτοιοι υπαινιγμοί προκαλούν βλάβη, διότι πολλοί που δεν γνωρίζουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά πιθανόν να πιστέψουν ότι υπάρχει κάποια βάσις γι’ αυτά τα υπονοούμενα.
ο νομικός αγών συνεχίζει
Οι νομικές διαδικασίες που άρχισαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεχίσθηκαν στα δικαστήρια. Στις 10 Μαρτίου 1977, ο Ομοσπονδιακός Δικαστής Δρ Χόργκε Ε. Κερμεσόνι εξέδωσε μια απόφασι. Χαρακτήρισε παράνομο το πρώτο άρθρο της απαγορεύσεως. Έδειξε ότι η Εκτελεστική Εξουσία είχε υπερβή τη δικαιοδοσία της εκδίδοντας αυτή την απόφασι. Ωστόσο, δήλωσε επίσης ότι «το δόγμα είναι ήδη κάτω υπό απαγόρευσι . . . ως αποτέλεσμα του ότι δεν περιλαμβάνεται στον Πίνακα Θρησκειών.»
Το Υπουργείο Εσωτερικών εφεσίβαλε την απόφασι· το ίδιο έκαναν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Το Υπουργείο ισχυρίσθηκε ότι η Εκτελεστική Εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζη συνταγματικές εγγυήσεις. Οι Μάρτυρες εφεσίβαλαν το διάταγμα επειδή δεν είχε άρει την απαγόρευσι που τους είχε επιβληθή.
Η υπόθεσις εφέρθη στο εφετείο. Στις 23 Ιουνίου, οι Ομοσπονδιακοί Δικασταί Αλμπέρτο Ασκόνα, Χουάν Κάρλος Μπέκκαρ Βαρέλα και Βαλέριο Ρ. Πίκο τροποποίησαν την απόφασι του πρωτοδικείου. Χαρακτήρισαν άκυρο και χωρίς καμμιά ισχύ το προεδρικό διάταγμα!
Η αιτία γι’ αυτό όπως ανέφεραν αυτοί οι δικαστές, ανεγράφη στην έκδοσι Το Έθνος της 24ης Ιουνίου, ως εξής: «Η θρησκευτική ελευθερία είναι ένα από τα πιο σπουδαία ανθρώπινα δικαιώματα . . . συνεπώς, στην περίπτωσι των Μαρτύρων του Ιεχωβά, η λατρεία τους . . . δεν μπορεί να περιορισθή εγκύρως, εκτός αν η άσκησίς της επηρεάζη τα ήθη ή τη δημοσία τάξι.» Οι δικασταί είπαν ότι «οι θεσμοί των [Μαρτύρων του Ιεχωβά] αναφέρουν ότι σκοπός τους είναι ‘η δημόσια Χριστιανική λατρεία του Υψίστου Θεού και του Ιησού Χριστού.’»
Έτσι τα υψηλά ιδανικά που εκφράζονται στο Σύνταγμα της Αργεντινής ετύγχανον σεβασμού και εφαρμογής! Ωστόσο, ο νόμος παρέχει προθεσμία 10 ημερών για την κατάθεσι εφέσεως. Το ερώτημα ήταν: Θα έκανε έφεσι το Κράτος;
στο ανώτατο δικαστήριο
Λίγο πριν από τη λήξι της διορίας, παρουσιάσθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο η αίτησις της Κυβερνήσεως για έφεσι. Η περίπτωσις παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους που τάσσονται υπέρ της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και στην Αργεντινή και στο εξωτερικό. Αυτά τα άτομα πίστευαν με βεβαιότητα ότι το ανώτατο δικαστήριο του έθνους θα υπεστήριζε τη συνταγματική ελευθερία.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1978, οι πέντε δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσαν την απόφασί τους. Αρνήθηκαν να ακυρώσουν την απαγόρευσι!
Η απόφασις διετυπώθη με νομική ορολογία που, για τους λαϊκούς, συχνά πλησίαζε πολύ την καθαρή αντίφασι. Οι δικασταί ισχυρίσθηκαν: ‘Το διάταγμα 1867 δεν έδειχνε αυθαιρεσία ούτε προφανή παρανομία.’ Ωστόσο, το διάταγμα ήταν αυθαίρετο και παράνομο επειδή ήταν σε πλήρη Αντίθεσι με το Σύνταγμα.
Οι δικασταί είπαν ότι ‘οι Μάρτυρες είχαν άλλες διοικητικές και δικαστικές οδούς για την υπεράσπισι των δικαιωμάτων τους, δηλαδή να συμπεριληφθούν στον Πίνακα Θρησκειών.’ Αλλά σε εννέα προηγούμενες περιπτώσεις οι Μάρτυρες του Ιεχωβά είχαν υποβάλει αίτησι στην κυβέρνησι για να συμπεριληφθούν σ’ αυτόν τον Πίνακα θρησκειών και οι αιτήσεις των είχαν απορριφθή!
Επί πλέον, οι δικασταί εβεβαίωσαν ότι δεν ‘εξέδωσαν απόφασι για τη νομιμότητα των αξιώσεων που είχαν προβάλει οι Μάρτυρες ούτε για την νομιμότητα των μέτρων που περιελαμβάνοντο στο διάταγμα που τους έθετε υπό απαγόρευσι· το Δικαστήριο απλώς χαρακτήρισε απορριπτέα τη νομική πορεία που είχαν ακολουθήσει οι Μάρτυρες’! Εν τούτοις, τα δικαστήρια είναι η νομική οδός, την οποία κατάλληλα είχαν χρησιμοποιήσει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά!
Γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο κατέφυγε σε μια τέτοια επιχειρηματολογία; Επί 15 μήνες, η υπόθεσις εμελετάτο προσεκτικά από τους ειδικούς νομικούς του Κράτους, περιλαμβανομένου του γενικού εισαγγελέως, καθώς επίσης και των ομοσπονδιακών δικαστών που είχαν εξετάσει την υπόθεσι. Ωστόσο, ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, δεν αμφισβητήθηκε ούτε συζητήθηκε η νομική οδός την οποία είχαν ακολουθήσει οι Μάρτυρες του Ιεχωβά!
Μήπως το Ανώτατο Δικαστήριο απλώς ‘ένιψε τας χείρας του’, όπως έκανε και ο Πόντιος Πιλάτος στην περίπτωσι του Ιησού; Μήπως επιζητούσε ν’ αποφύγη την ευθύνη να τακτοποιήση ένα συνταγματικό ζήτημα;
Πόσο διαφορετική ήταν η συμπεριφορά του διασήμου Εκπαιδευτού και πολιτικού της Αργεντινής Ντομίνγκο Φ. Σαρμιέντο που έζησε πριν από έναν αιώνα. Είχε πει: «Αν υπάρχη κάποια μειονότης στον πληθυσμό και λέγω και ένα άτομο ακόμη, που εντίμως και ειλικρινώς διαφωνεί με τα αισθήματα της πλειονότητος, ο νόμος το προστατεύει, αν δεν προσπαθή να παραβιάση τους νόμους.» Ο Σαρμιέντο δήλωσε επίσης ότι: «Το . . . Σύνταγμα συνετάχθη για την προστασία της σκέψεως του.»
Έτσι, το Ανώτατο Δικαστήριο, αμελώντας τα καθήκοντα του, έδωσε ένα βαρύ πλήγμα κατά της ελευθερίας, και κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τι ήταν εκείνο που το ώθησε να βάλη τη σφραγίδα της επιδοκιμασίας του στις πολλές πράξεις μισαλλοδοξίας που ήδη είχαν λάβει χώρα όταν επεβλήθη η απαγόρευσις για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1976, και που θα συνέχιζε να λαμβάνη χώρα; Και ποιες ήσαν μερικές απ’ αυτές τις πράξεις;