Η Άποψις της Βίβλου
Νυμφεύεσθε «Μόνο εν Κυρίω»—Πόσο Είναι Σπουδαίο;
«ΕΙΝΑΙ μήπως παράβασις κάποιας εντολής του Ιεχωβά το να συνάψη κανείς γάμο με κάποιον που δεν είναι αληθινός Χριστιανός;» Την 1η Οκτωβρίου 1978, μια ανύπανδρη γυναίκα έγραψε μια επιστολή στην οποία υπέβαλε αυτό το ερώτημα, ένα ερώτημα που πολλοί έχουν σκεφθή.
Ένας λόγος που την έκανε να προβληματισθή ήταν ότι εγνώριζε μερικές Χριστιανές που είχαν νυμφευθή απίστους. Ωστόσο, εγνώριζε, επίσης, τι έγραψε ο απόστολος Παύλος στο εδάφιο 1 Κορινθίους 7:39. Εκεί μιλούσε για μια Χριστιανή γυναίκα (μολονότι αυτό αληθεύει επίσης και για έναν άνδρα,) της οποίας ο σύζυγος είχε πεθάνει. Ο θάνατος διαλύει το γαμήλιο συμβόλαιο. (Ρωμ. 7:2) Έτσι, ο Παύλος είπε ότι η επιζήσασα μπορούσε, αν ήθελε, να ξαναπανδρευθή. Το εδάφιο καταλήγει ως εξής: «Είναι ελευθέρα να υπανδρευθή με όντινα θέλει, μόνον να γίνεται τούτο εν Κυρίω.» (1 Κορ. 7:39) Συνεπώς, λοιπόν, δεν είναι «ελευθέρα» να πανδρευθή κάποιον που δεν είναι «εν Κυρίω.»
Μήπως αυτή η δήλωσις, «μόνον . . . εν Κυρίω,» πρέπει να θεωρηθή ως μια κυρίως ανθρώπινη, προσωπική συμβουλή από έναν ώριμο Χριστιανό, τον Παύλο; Ή είναι μια θεόπνευστη καθοδηγία από τον Θεό για τους δούλους του; Στην πραγματικότητα, πολλοί διερωτώνται, ‘Είναι η εσκεμμένη ενέργεια κατά της συμβουλής αυτής λόγος αποκοπής από την εκκλησία, όπως λέγει η Αγία Γραφή ότι συμβαίνει στους αμετανόητους μοιχούς, ειδωλολάτρες ή ομοφυλοφίλους;’—1 Κορ. 5:11-13· 6:9, 10.
Αποκτώντας την Ορθή Άποψι
Άλλα μέρη του Λόγου του Θεού μάς βοηθούν ν’ αποκτήσωμε την ορθή άποψι του περιορισμού που αναφέρεται στο εδάφιο 1 Κορινθίους 7:39. Παραδείγματος χάριν, αν θυμηθούμε την πορεία που ακολούθησε ο Αβραάμ στην εκλογή μιας συζύγου για τον Ισαάκ. Ο Αβραάμ και η οικογένειά του κατοικούσαν στη Χαναάν, η οποία περιεβάλλετο από ανθρώπους που ελάτρευαν ψευδείς θεούς. Πού θα μπορούσε να βρη μια σύζυγο για τον γιο του; Το πιο βολικό πράγμα θα ήταν να διάλεξη κάποια κατάλληλη Χαναναία με καλές ιδιότητες, η οποία θα είχε την ευρεία αντίληψι να συμφωνήση να διδαχθούν τα παιδιά που θα εγεννώντο να λατρεύουν τον Ιεχωβά. Εν τούτοις, ο Αβραάμ απέρριψε αυτή την ενέργεια, επειδή θα ήταν απιστία προς τον Ιεχωβά. Αντιθέτως, παρά τις εξαιρετικές προσπάθειες που απαιτούντο, έψαξε να βρη σύζυγο για τον Ισαάκ μεταξύ των συγγενών του σ’ ένα μακρυνό μέρος. Γιατί; Επειδή εκείνοι οι συγγενείς γνώριζαν τον αληθινό Θεό.—Γεν. 24:1-67· παράβαλε με 26:34, 35· 28:6-9.
Αργότερα, όταν ο Θεός έδωσε τον νόμο του στον Ισραήλ, οι δούλοι του έλαβαν την εξής προειδοποίησι: «Ουδέ θέλεις συμπεθερεύσει μετ’ αυτών [τα έθνη στη Χαναάν]· την θυγατέρα σου δεν θέλεις δώσει εις τον υιόν αυτού ουδέ την θυγατέρα αυτού θέλεις λάβει εις τον υιόν σου.» Γιατί όχι; «Διότι θέλουσιν αποπλανήσει τους υιούς σου απ’ εμού και θέλουσι λατρεύει άλλους θεούς.»—Δευτ. 7:2-4· Έξοδ. 34:14-16.
Αλλά τι θα συνέβαινε αν κάποιος έκανε γάμο μ’ έναν ψευδή λάτρη; Ο Νόμος δεν διέτασσε τον θάνατο αυτού του Ισραηλίτου. Δεν συνέβαινε το ίδιο όπως με το νόμο για τη μοιχεία: «Εάν τις ευρεθή κοιμώμενος μετά γυναικός υπάνδρου, τότε αμφότεροι θέλουσι θανατόνεσθαι. . . . και θέλεις εξαφανίσει το κακόν εκ του Ισραήλ.» (Δευτ. 22:22) Ομοίως, εκείνοι που ασκούσαν ειδωλολατρία και ομοφυλοφιλία έπρεπε να εκτελούνται. (Έξοδ. 22:20· Λευιτ. 20:13) Μήπως η έλλειψις μιας τέτοιας τιμωρίας για τον γάμο μ’ έναν άπιστο σημαίνει ότι δεν θα εγείρετο πράγματι ζήτημα; Όχι! Η προειδοποίησις του Θεού ήταν σταθερή και έκρυβε μια εύλογη αιτία πίσω της, δηλαδή για να μην απομακρυνθή από τον Ιεχωβά ο πιστός.
Τονίζοντας το γεγονός ότι αυτή η θεία προειδοποίησις δεν ήταν αδικαιολόγητα σκληρή, η Γραφή αφηγείται τι συνέβη στο Σολομώντα. Μολονότι είχε λάβει σοφία από τον Θεό, ο Σολομών απερίσκεπτα πήρε ξένες γυναίκες. Με την πάροδο των ετών, αυτές εξέκλιναν την καρδιά του από τον Ιεχωβά και την έστρεψαν στους ξένους θεούς. Ο Σολομών μπορεί να είχε σκεφθή, ‘Ω!, ξέρω τι κάνω. Ποτέ δεν θα εγκαταλείψω τον Ιεχωβά.’ Αλλά το έκανε, πράγματι τον εγκατέλειψε.—1 Βασ. 11:1-6.
Όταν οι Ιουδαίοι οι οποίοι επέστρεψαν από την αιχμαλωσία στη Βαβυλώνα έλαβαν ξένες γυναίκες, και ο Έσδρας και ο Νεεμίας τους επέκριναν έντονα. Ο Έσδρας είπε ότι ηνόμησαν και έκαναν «παράβασι»· τους είπε να διώξουν τις ειδωλολάτρισσες συζύγους των. Και ο Νεεμίας, παραθέτοντας το κακό παράδειγμα του Σολομώντος, χαρακτήρισε τους Ιουδαίους, οι οποίοι νυμφεύθηκαν τέτοιες άπιστες, ως άτομα που ‘έκαμαν άπαν τούτο το μέγα κακόν, να γίνουν παραβάται εναντίον εις τον Θεόν ημών.’—Έσδρας 10:10-14· Νεεμ. 13:23-27.
Αυτή η αφήγησις των Εβραϊκών Γραφών πρέπει να μας βοηθήση να κατανοήσωμε πώς η Χριστιανική εκκλησία και εμείς προσωπικά πρέπει να βλέπωμε το ζήτημα.
Οι Χριστιανικές Γραφές αναφέρουν αρκετές χονδροειδείς αμαρτίες για τις οποίες ο αμετανόητος παραβάτης πρέπει ν’ αποκοπή από την εκκλησία. Όχι ασφαλώς με το να λιθοβοληθή, όπως εγίνετο στον αρχαίο Ισραήλ, αλλά με το ν’ απομακρυνθή από την αδελφότητα. Μεταξύ αυτών των αμαρτημάτων είναι η πορνεία, η ειδωλολατρία, η μοιχεία, η κλοπή, η μέθη και ο εκβιασμός. Ο γάμος ενός Χριστιανού μ’ έναν άπιστο δεν λαμβάνεται ως βάσις για αποκοπή, όπως ακριβώς και ένας αρχαίος Ισραηλίτης δεν εθανατώνετο γι’ αυτό. Αλλά, όπως έχομε διασαφηνίσει, αυτή η πορεία ήταν οπωσδήποτε εσφαλμένη στον Ισραήλ. Συνεπώς, τα λόγια του Παύλου σχετικά με το να γίνεται ο γάμος «μόνον . . . εν Κυρίω,» δεν πρέπει να απορριφθούν ως μια απλή ανθρώπινη γνώμη. Αποτελούν πράγματι μια διαιώνισι της γενικής συμβουλής του Λόγου του Θεού σ’ αυτό το ζήτημα. Και αποτελούν τώρα μέρος των θεοπνεύστων Γραφών που είναι ωφέλιμες «προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης.»—2 Τιμ. 3:16.
Λόγω ατελείας, όλοι μας καθημερινά αποτυγχάνομε να υπακούωμε τόσο πλήρως, όσο θα θέλαμε, στη σοφή και στοργική συμβουλή του Θεού. Έτσι, ίσως από απροσχεδίαστες επαφές στην εργασία ή στο σχολείο, μερικοί Χριστιανοί αναπτύσσουν ρομαντικούς δεσμούς με απίστους. Αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο όταν φαίνεται ότι δεν υπάρχουν κατάλληλοι Χριστιανοί σύντροφοι. Αλλά όταν αυτά τα αισθήματα για έναν άπιστο γίνουν ισχυρά, μπορεί κανείς να παροδηγηθή από μια απατηλή καρδιά και να πιστέψη ότι είναι αδύνατον να διακόψη αυτό τον δεσμό. (Ιερεμ. 17:9· Παροιμ. 28:26) Κάποιος μπορεί να σκεφθή, ‘Μερικοί που έγιναν Χριστιανοί τον πρώτο αιώνα είχαν άπιστους συζύγους. Προφανώς αυτοί οι Χριστιανοί παρέμειναν πιστοί, ελπίζοντας μάλιστα ότι και οι σύντροφοί τους θα μπορούσαν να γίνουν πιστοί. Έτσι, αν νυμφευθούμε, μπορεί και ο σύντροφός μου να γίνη πιστός.’—1 Κορ. 7:12-16.
Αλλ’ ακόμη κι αν μερικοί άπιστοι σύζυγοι έχουν δεχθή τη Χριστιανοσύνη, πρέπει να νομίζωμε ειλικρινά ότι η συμβουλή του Θεού είναι εσφαλμένη; Μήπως γνωρίζομε εμείς καλύτερα από τον Ιεχωβά; Αναρίθμητα παραδείγματα από τον καιρό του Σολομώντος μέχρι σήμερα επιβεβαιώνουν τη σοφία της προειδοποιήσεως του Θεού—ο άπιστος μπορεί ν’ απομακρύνη το άλλο μέλος από τον Ιεχωβά. Αλλ’ ακόμη κι αν αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χριστιανός θα υπηρετήση κάποιον ψευδή Θεό, αλλά απλώς και μόνο ότι θα έχη συνεχείς συγκρούσεις και θλίψι επειδή παρεμποδίζεται ν’ ασκή μια αληθινή ολοκάρδια λατρεία, δεν θα ήταν καλύτερα ν’ αποφύγη να φθάση σ’ αυτό το σημείο;
Η ελπίς όλων των ωρίμων Χριστιανών είναι να βοηθηθούν εκείνοι που έχουν νυμφευθή απίστους ώστε να μην αφήσουν τον Ιεχωβά. (Γαλ. 6:1, 2) Εν τούτοις, για κείνους οι οποίοι μπορεί να σκέπτωνται τον γάμο, πόσο καλύτερα θα ήταν και σε πόση περισσότερη ευτυχία και ευλογία του Θεού θα ωδηγούσε το να κατανοήσουν ότι η συμβουλή του Θεού να νυμφεύωνται «μόνον . . . εν Κυρίω» είναι πολύ ουσιώδης! Κάθε αφιερωμένος Χριστιανός που δέχεται αληθινά αυτή τη συμβουλή θα θεωρούσε κατάλληλο σύντροφο εκείνον ο οποίος έχει ήδη αποδειχθή ότι είναι ένας αφιερωμένος δούλος του Ιεχωβά.