Ερωτήσεις από Αναγνώστες
◼ Πώς θα πρέπει να βλέπουν οι Χριστιανοί σαν άτομα και η εκκλησία σαν σύνολο τη συμβουλή της Βίβλου να παντρεύονται «μόνον εν Κυρίω»;
Σχετικά με μια γυναίκα που ο σύζυγός της έχει πεθάνει, ο απόστολος Παύλος συμβούλεψε: «Είναι ελευθέρα να υπανδρευθή με όντινα θέλει, μόνον να γίνηται τούτο εν Κυρίω.» (1 Κορ. 7:39) Αυτή δεν είναι απλώς κάποια προσωπική συμβουλή από άνθρωπο. Ο Παύλος το έγραψε κάτω από έμπνευση. Έτσι αυτή η σοφή και γεμάτη αγάπη συμβουλή προέρχεται από τον Θεό. Γι’ αυτό οι Χριστιανοί πρέπει να τη θεωρούν πολύ σοβαρή και όχι να την περιφρονούν ή να μην την υπολογίζουν. Η ιστορική αφήγηση της Γραφής το επισημαίνει αυτό.
Όταν ο Αβραάμ διάλεξε σύζυγο για τον Ισαάκ, δεν ζήτησε μια γυναίκα από τους γύρω Χαναναίους που ακολουθούσαν ψεύτικες θρησκείες. Μάλλον, μπήκε στον κόπο να βρει μια γυναίκα από μια απόμακρη χώρα, ανάμεσα από τους συγγενείς του που πίστευαν στον αληθινό Θεό. Παρόμοια, ο Ισαάκ είπε στον Ιακώβ: «Δεν θέλεις λάβει γυναίκα εκ των θυγατέρων Χαναάν». ( Γένεσις 28:1· 24:1-67) Ο Αβραάμ και ο Ισαάκ συνειδητοποίησαν ότι ο γάμος δεν ήταν θέμα απλού ρομαντικού δεσμού. Υπεισερχόταν η αφοσίωση στον Ιεχωβά, γιατί ο γάμος με μια άπιστη θα μπορούσε να φέρει σοβαρά προβλήματα και μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει κάποιον μακριά από την αγνή λατρεία.
Ωστόσο όλοι οι Εβραίοι δεν κρατούνταν σταθερά μακριά από εκείνους που δεν λάτρευαν τον Ιεχωβά. Για παράδειγμα, η Δείνα έκανε παρέα με νεαρά άτομα στη γειτονιά της που δεν υπηρετούσαν τον αληθινό Θεό. Με ποιο αποτέλεσμα; Ένας από τους νεαρούς άντρες την ερωτεύθηκε παράφορα και τη βίασε. Φαίνεται ότι για ορισμένο χρονικό διάστημα, ο Ιούδας έμεινε μακριά από την οικογένειά του και πήρε μια Χαναναία για σύζυγο. Πού κατέληξε αυτό; Να, από την ανομοιόμορφη αυτή ένωση προήλθαν τρεις γιοι, από τους οποίους ο Ιεχωβά υποχρεώθηκε να καταστρέψει τους δυο γιατί ήταν κακοί. Ο Συμεών είχε κι’ αυτός ένα γιο από μια Χαναναία. Αυτό προφανώς θεωρήθηκε τόσο έξω από το κανονικό ή τόσο ανεπιθύμητο, ώστε στην απαρίθμηση των απογόνων του Ιακώβ ελκύεται η προσοχή στο γεγονός αυτό.—Γέν. 34:1-2· 38:1-10· 46:8-10.
Όταν ο Θεός έδωσε νόμους για την καθοδήγηση του Ισραήλ, προειδοποίησε να μην κάνουν γάμους με άτομα που δεν λάτρευαν τον Ιεχωβά. (Δευτερονόμιον 7:2-4) Η σοφία της διατάξεως αυτής τονίστηκε από την τραγωδία που συνέβη στον Σολομώντα. Αυτός μπορεί να πίστευε ότι, επειδή ήταν εξαιρετικά σοφός, θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει πετυχημένα κάθε πρόβλημα ή δοκιμασία με αποτέλεσμα να παντρευτεί γυναίκες που δεν υπηρετούσαν τον Ιεχωβά. Αλλά όταν αγνόησε τη συμβουλή του Θεού, ακόμη και ο Σολομώντας δοκίμασε θλίψη.—1 Βασιλέων 11:1-6.
Τέλος, στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές, ο Θεός επανέλαβε τη συμβουλή: Μην παντρευτείτε κάποιον που δεν υπηρετεί τον Κύριο. Η εμπνευσμένη συμβουλή δεν ήταν ‘Αν βρείτε κάποιο καθαρό, έντιμο άτομο, επιτρέπεται να ερωτοτροπείτε και να παντρευτείτε το άτομο εκείνο, με την ελπίδα ότι τελικά μπορεί να γίνει Χριστιανός(ή).’ Μάλλον, ο Λόγος του Θεού λέει καθαρά: «Μη ομοζυγείτε με τους απίστους». (2 Κορινθίους 6:14) Ο γάμος με κάποιον που δεν είναι ακόμη βαπτισμένος Χριστιανός θεωρείται παρακοή της σοβαρής αυτής εντολής.
Επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά σαν λαός θεωρούν τη συμβουλή αυτή σοφή και σοβαρή, δεν θέλουν να ενθαρρύνουν κάποιον να πάει αντίθετα με αυτήν. Για παράδειγμα, αν εξαιτίας αδυναμίας, ένας πνευματικός αδελφός ή αδελφή άρχιζαν να ερωτοτροπούν ή να βγαίνουν σε ερωτικά ραντεβού με ένα άτομο που δεν είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, οι άλλοι στην εκκλησία δεν θα το ενθάρρυναν αυτό, με το να συναναστρέφονται κοινωνικά με τον άπιστο. Θα συμφωνούσαν με τη Γραφή ότι όσοι δεν είναι Χριστιανοί, είναι κακή συναναστροφή. (1 Κορινθίους 15:33) Αλλά θα συνέχιζαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τον αδελφό ή για την αδελφή τους. Θα μπορούσαν να προσφέρουν διακριτική και ενθαρρυντική νουθεσία για να βοηθήσουν τον παραστρατημένο Χριστιανό να αποφύγει το θλιβερό μονοπάτι που ακολούθησε ο Σολομώντας.—Παράβαλε 2 Θεσσαλονικείς 3:14-15.
Αλλά τι θα γινόταν αν κάποιος Μάρτυρας σχεδίαζε να αγνοήσει τη συμβουλή του Θεού και να παντρευτεί κάποιον που δεν είναι βαπτισμένος Μάρτυρας; Αν δεν υπήρχε κάποιος εξαιρετικός λόγος, οι αδελφοί στην εκκλησία δεν θα ήθελαν να αποδώσουν επισημότητα στην ανομοιόμορφη αυτή σύζευξη. Ούτε θα δινόταν η Αίθουσα Βασιλείας για το γάμο. Η Αίθουσα διατίθεται για γάμους δυο βαπτισμένων Χριστιανών που παντρεύονται «μόνον εν Κυρίω». Ή θα μπορούσε καμιά φορά να χρησιμοποιηθεί από δυο άτομα που υπηρετούν τακτικά τον Θεό συνταυτισμένοι με την εκκλησία και που σύντομα θα βαπτιστούν. Με το να μην επιτρέπουν να χρησιμοποιηθεί η Αίθουσα Βασιλείας από έναν Μάρτυρα που σχεδιάζει να ‘ομοζυγήσει με κάποιον άπιστο’, οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας τονίζουν τη σπουδαιότητα της συμβουλής του Θεού να παντρευόμαστε «μόνον εν Κυρίω.»