Ο Τυφώνας Ντέηβιντ—Ένας Κακός Άνεμος που Δεν Έπνεε για Καλό
Η πιο σκοτεινή μέρα στην ιστορία της Ντομίνικα, σύμφωνα με τον πρόεδρο του νησιού, Τζέννερ Άρμουρ. Η μέρα ήταν η 29η Αυγούστου, όταν επί οκτώ ώρες οι καταστρεπτικοί άνεμοι του Τυφώνα Ντέηβιντ έδερναν το νησί. Ο ανταποκριτής του «Ξύπνα!» εκεί υποβάλλει αυτή την έκθεσι.
ΛΙΓΟΙ από τους 70.000 κατοίκους της Ντομίνικα πήραν τον Τυφώνα Ντέηβιντ στα σοβαρά, όταν βρισκόταν ακόμη μίλια ανατολικά του νησιού στον Ατλαντικό. Ακόμη και μετά τις προειδοποιήσεις του τυφώνα σε όλες τις Προσηνέμους Νήσους, ελάχιστοι πίστεψαν ότι ο Ντέηβιντ θα έπληττε στην πραγματικότητα τη Ντομίνικα. Η μέρα άρχισε ως συνήθως, αλλά μέχρι τα μέσα του πρωινού, ανεμοστρόβιλοι έσπαζαν ψηλά δένδρα καρύδας σαν σπιρτόξυλα. Η Ντομίνικα, καθώς επίσης και άλλα Νησιά της Καραϊβικής, δεν επρόκειτο να διαφύγη τη λύσσα των ανέμων, ταχύτητας 240 χιλιομέτρων (150 μιλίων), αυτού του φονέα.
Στην περιοχή του Μεγάλου Κόλπου, έξη άτομα πέθαναν καθώς ο Ντέηβιντ γκρέμιζε κτίρια και προκαλούσε ζημιές στο 90 τοις εκατό των σπιτιών. Εκεί, ένας πατέρας εννέα παιδιών ετοιμαζόταν να φύγη για την εργασία του.
«Ήμουν στο πάνω πάτωμα. Άκουσα το δυνατό ουρλιαχτό του ανέμου. Δυνάμωνε όλο και περισσότερο—ο ήχος του ήταν εκφοβιστικός. Ερχόταν απ’ όλες τις κατευθύνσεις. Πρώτα από το βορρά, μετά από την ανατολή και τη δύσι. Είδα το νότιο τοίχο του σπιτιού μου στην τραπεζαρία να κουνιέται και να ταλαντεύεται. Κατάφερα κάπως να τον στηρίξω και να τον συγκρατήσω. Κατόπιν άρχισε να κουνιέται και η άλλη πλευρά.»
Ήταν μια δοκιμασία που κράτησε όλη την ημέρα, αλλά το σπίτι σώθηκε παρά τις μεγάλες ζημιές που έπαθε η οροφή.
Ένας άνδρας βρισκόταν στο σπίτι τον σύγγαμβρού του στη Ροζώ.
«Έβαλα φαγητό και άρχισα να τρώω. Αλλά οι άλλοι δεν άγγιζαν τίποτε—συνεχώς με ρωτούσαν πώς μπορούσα να τρώω μια τέτοια στιγμή. Εγώ τους κορόιδευα επειδή φοβούντο. Κατόπιν, ένοιωσα ολόκληρο το σπίτι να κουνιέται και να τρέμη σαν να γινόταν σεισμός. Σηκώθηκα και προσπάθησα να συγκρατήσω την πόρτα. Οι άνεμοι χειροτέρεψαν και η οροφή άρχισε να φεύγη. Σε μια στιγμή κοίταξα έξω και είδα ότι το μικρό ανατρεπόμενο φορτηγό μου αιωρείτο πραγματικά στον αέρα! Έβαλα τη γυναίκα και το μωρό του σύγγαμβρού μου πίσω από μια πόρτα και στάθηκα μπροστά τους για να τους προστατεύσω. Ξέραμε ότι αν έφευγε η οροφή, θα έπρεπε να σπεύσωμε κάπου αλλού για προστασία.»
Μια άλλη πείρα αφορά δυο ηλικιωμένους ιεραποστόλους, έναν 74 έχων κι’ έναν άλλο 80 ετών. Ήσαν μόνοι στο σπίτι τους πάνω από την Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, στη Ροζώ. Ο ένας απ’ αυτούς αναφέρει:
«Το νερό έμπαινε με ορμή κάτω από την πόρτα της τραπεζαρίας. Αποσύρθηκα στο πιο κοντινό υπνοδωμάτιο και φώναξα και τον Γκαστ να έλθη μέσα. Εκείνος στήριζε με το σώμα του τη σκεβρωμένη πόρτα για να την εμποδίση να καταρρεύση. Έξω από το παράθυρο έβλεπα διάφορα πράγματα να αιωρούνται στον αέρα. Μπήκα μέσα στη ντουλάπα για να προστατευθώ απ’ όλες τις πλευρές, αλλ’ άκουσα μια τρομερή έκρηξι από το υπνοδωμάτιό μου. Το παράθυρο του δωματίου μου είχε παρασυρθή από τον αέρα. Παρέμεινα μέσα στη ντουλάπα μέχρι που έφυγε η οροφή, και μετά μπήκα μέσα στο ντους, επειδή εκεί θα μπορούσα να προστατευθώ απ’ όλες τις πλευρές. Η οροφή είχε φύγει κι’ ένα σπασμένο καδρόνι από την οροφή χτύπαγε συνεχώς με μανία. Έρριξα μια ματιά στο Γκαστ και τον είδα να στέκεται σε μια γωνιά πάνω από το νεροχύτη με μια κίτρινη πλαστική λεκάνη πάνω στο κεφάλι του. Καθόταν εκεί για να προστατευθή, επειδή η πόρτα την οποία συγκρατούσε είχε πέσει και τον είχε ρίξει στο πάτωμα. Είπε ότι στο σκοτεινό ουρανό έξω, φύλλα γαλβανισμένου σιδήρου από τις οροφές αιωρούντο στον αέρα σαν γιγαντιαία πουλιά τσίφτες.
«Το μεσημέρι περίπου οι άνεμοι σταμάτησαν για λίγο και μπορέσαμε να κατεβούμε στην Αίθουσα Βασιλείας. Εκείνη τη νύχτα πάνω από 30 άτομα βρήκαν καταφύγιο εκεί.»
Σ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας οι άγριοι άνεμοι έκαναν τους ανθρώπους να πηγαίνουν από το ένα μέρος στο άλλο. Όταν κάποιο τμήμα ενός οικοδομήματος κατέρρεε, εκείνοι που ήσαν μέσα έσπευδαν να βρουν κάποιο άλλο οικοδόμημα για καταφύγιο. Εκεί περνούσαν το υπόλοιπο της ημέρας συντροφιά με άλλα θύματα της καταιγίδας, που είχαν βραχή και έτρεμαν. Φεύγοντας, μερικοί έβλεπαν το μέρος που σκόπευαν να πάνε για να προστατευθούν, να καταστρέφεται προτού εκείνοι φθάσουν σ’ αυτό. Άλλοι ήσαν λιγότερο τυχεροί. Στο Λα Πλαίην, στην ανατολική ακτή, ένας νεαρός είπε τα εξής:
«Βλέπαμε ότι τα κύματα στη θάλασσα ήσαν πολύ μεγάλα. Μετά από λίγο, ακούστηκε μια βροντή και μετά κάτι σαν σεισμός. Η μητέρα μου κι’ εγώ κρατούσαμε την πόρτα. Η αδελφή μου πανικοβλήθηκε, μ’ έσπρωξε και φώναζε ότι ο κόσμος καταστρέφεται. Έτρεξε έξω. Είδα το σπίτι να κουνιέται, να ταλαντεύεται και κείνη να τρέχη κατά μήκος του σπιτιού. Είδα το σπίτι να πέφτη πάνω της. Προσπαθήσαμε να τη βγάλωμε, αλλά δεν μπορέσαμε. Κατόπιν εκείνη φώναξε, ‘Ω, Θεέ μου! Μαμά, πεθαίνω!’»
Αμέσως μετά τον τυφώνα, η Ντομίνικα απομονώθηκε από τον έξω κόσμο για 24 ώρες. Πριν από δύο εβδομάδες, είχε τελειώσει μια εξάμηνη γενική απεργία, η οποία είχε παραλύσει την εισαγωγή των απολύτως αναγκαίων τροφίμων. Οι δρόμοι της Ροζώ ήσαν γεμάτοι σκουπίδια. Και λίγο προτού αρχίση η γενική απεργία, αντίπαλες πολιτικές ομάδες είχαν ρίξει την κυβέρνησι του πρωθυπουργού της εξάμηνης δημοκρατίας. Έτσι, η κατάστασις ήταν κρίσιμη για τους 70.000 κατοίκους της Ντομίνικα. Ιδιαίτερα συνέβαινε αυτό επειδή τότε ολόκληρο το γεωργικό σύστημα δεν απέδιδε τίποτε και υπήρχαν ελάχιστες προοπτικές για ουσιαστική παραγωγή πριν από το 1980.
Αρκετές χώρες άρχισαν ν’ αποστέλλουν μεγάλες προμήθειες τροφίμων που κατέφθαναν στο Αεροδρόμιο Μέλβιλλ, στο βόρειο άκρο του νησιού. Με τη συσσώρευσι των προμηθειών ανακουφίσεως δημιουργήθηκε ένα άλλο πρόβλημα—άρχισε ένα κύμα λεηλασίας. Ίσως αυτό οφείλετο σε ανησυχία και απελπισία· παρ’ όλα αυτά, ήσαν σαν κάποια κακή δύναμις να διακατείχε τον περισσότερο πληθυσμό. Ένας παρατηρητής αναφέρει:
«Μέχρι το απόγευμα, άτομα με κάθε είδους όχημα εισέβαλαν στο αεροδρόμιο και άρχισαν να λεηλατούν μπροστά στους αστυνομικούς. Είδα ένα ιερέα μιας τοπικής εκκλησίας να προσπαθή ν’ ανεβάση μια τσάντα μέσα στο φορτηγό του. Του φώναξα και τον ρώτησα τι είχε μέσα στην τσάντα, αλλά δεν απάντησε.»
Στην Εταιρία Τζ. Άστοφαν, ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που εργάζεται έχει περιέγραψε την κατάστασι που επικρατούσε δυο μέρες μετά τον τυφώνα Ντέηβιντ:
«Ο δρόμος ήταν ουσιαστικά μπλοκαρισμένος. Παντού έβλεπες ανθρώπους. Ποτέ δεν είδα κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Έβλεπες ανθρώπους να μεταφέρουν καροτσάκια και να σέρνουν ξυλεία, τσιμέντο, ψυγεία—ό,τι μπορούσαν να βρουν. Έμεινα κατάπληκτος. Σε τι θα σου χρησιμεύση ένα ψυγείο ή μια τηλεόρασις όταν δεν υπάρχη ηλεκτρισμός στο νησί; Μετέφεραν με καροτσάκια 100 καινούργια ψυγεία. Την πρώτη μέρα τα μετέφεραν πάνω στα κεφάλια τους και σε καροτσάκια. Μετά από λίγες μέρες, σε φορτηγά και αυτοκίνητα. Είδα ανθρώπους να κάθωνται στο πεζοδρόμιο με ψυγεία, και να περιμένουν κάποιο αυτοκίνητο για να τους μεταφέρη στην επαρχία.
«Στην πραγματικότητα, η λεηλασία συνεχίσθηκε στις αποθήκες επί μια βδομάδα και πλέον, μέρα και νύχτα. Όλα τα καινούργια αυτοκίνητα, τα έκλεψαν ή τα απογύμνωσαν. Έβγαλαν τις μηχανές και τα λάστιχα.
«Όλα τα ανταλλακτικά, αξίας ενός και πλέον εκατομμυρίου δολλαρίων σε εμπορεύματα που είχαν μείνει από τον τυφώνα, εξαφανίσθηκαν. Έκλεψαν χιλιάδες ξύλα, χαλύβδινα ραβδιά και τσιμέντο. Τόννοι κατεψυγμένων τροφίμων μεταφέρθηκαν επίσης με αυτοκίνητα και με το χέρι στο φως της ημέρας. Και άλλες αποθήκες εταιριών στην περιοχή λαφυραγωγήθηκαν με τον ίδιο τρόπο.»
Η εισηγήτρια του Συμβουλίου του Χωριού Μάριγκοτ που είδε ανθρώπους να μεταφέρουν με καροτσάκια κουβέρτες και άλλα αντικείμενα, είπε ότι δεν μπορούσε να κοιμηθή επί αρκετό καιρό από τότε που είδε ανθρώπους, τους οποίους γνώριζε και σεβόταν, να μετατρέπωνται ξαφνικά μπροστά στα μάτια της σε κλέφτες.
Η καταιγίδα έφερε στην επιφάνεια σε πολλούς ανθρώπους το χειρότερο εαυτό τους, ενώ, ευτυχώς, υπήρξαν εκείνοι που έδειξαν θάρρος και ενδιαφέρον για την ασφάλεια και την ευημερία των άλλων. Αλλά όλος ο πληθυσμός αυτού του αξιαγάπητου νησιού έχει μπροστά του το δύσκολο έργο της ανοικοδομήσεως των ερημωμένων σπιτιών και περιουσιών τους.
Όσο για τον ίδιο τον Τυφώνα Ντέηβιντ, στο πέρασμά του από τη Ντομίνικα άφησε 42 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και πάνω από 60.000 άστεγους. Κινούμενος βορειοδυτικά, έπληξε τη Δομινικανή Δημοκρατία φονεύοντας 1.000 ακόμη ανθρώπους εκεί.
Ένας νεαρός μάρτυς από το Λος Αλκαρρίζος ανέφερε τα εξής:
«Παρακολουθούσαμε από τη βεράντα τους τσίγκους να φεύγουν από τα σπίτια και να πετούν στον αέρα. Όταν ένας τσίγκος πλησίασε πολύ κοντά μας μπήκαμε μέσα, αλλά το χτύπημα των τσίγκων στη δική μας στέγη μάς έκανε πιο νευρικούς. Κοιτάξαμε έξω, είδαμε δυο σπίτια στο τετράγωνο πέρα από μας να καταρρέουν. Μετά, έπεσαν επτά ακόμη σπίτια, το ένα μετά το άλλο. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψωμε! Ένα λεπτό πριν υπήρχε ένα τετράγωνο από σπίτια· τώρα υπήρχε μόνο ένας σωρός από ερείπια!
Στο Μπάνι ο ιεραποστολικός οίκος των Μαρτύρων του Ιεχωβά έγινε καταφύγιο για 40 άτομα, εκτός από σκύλους, γάτες κι’ ένα παπαγάλο. Δυστυχώς, δεν παρείχαν ασφάλεια όλα τα καταφύγια. Πέντε άτομα πέθαναν όταν η Καθολική εκκλησία στο Γκουαμπίν κατέρρευσε. Στο Μαλπαέζ, κοντά στο Σαν Κριστομπάλ, 10 άτομα βρήκαν καταφύγιο σε μια εκκλησία που κατέρρευσε, όπου φονεύθηκαν 16 και τραυματίσθηκαν 50. Στη Βίλλα ντε Όκοα μια άλλη Καθολική εκκλησία κατέρρευσε και έθαψε στα συντρίμμια της 400 άτομα.
Η Αγγλική λέξις «HURRICANE» που σημαίνει ‘τυφώνας’, προέρχεται από μια Ινδική λέξι που σημαίνει «κακό πνεύμα.» Ασφαλώς ο λαός της Ντομίνικα θα συμφωνήση ότι ο Τυφώνας Ντέηβιντ ήταν ένας κακός άνεμος που δεν έπνεε για καλό.