Καθολικός Εκπαιδευτικός Απολύεται από τον Πάπα
Από τον ανταποκριτή τον «Ξύπνα!» στη Γερμανία
ΣΠΑΝΙΑ θρησκευτικό ζήτημα κάλυψε τόσο χώρο για πολύ καιρό στις εφημερίδες και τράβηξε τόσο πολύ την προσοχή των Γερμανών, όσο η αναγγελία που έγινε τον περασμένο Δεκέμβριο ότι το Βατικανό είχε αφαιρέσει από τον Χανς Κουνγκ την άδεια να διδάσκη Καθολική θεολογία στο Πανεπιστήμιο του Τούμπιγκεν της Γερμανίας. Γρήγορα ακολούθησαν πολλές και έντονες συναισθηματικές εκφράσεις διαμαρτυρίας—αλλά και επικροτήσεως.
Ένα εβδομαδιαίο Καθολικό περιοδικό χαρακτήρισε «την καταδίκη αυτού του παγκοσμίως φημισμένου, αντιφατικού, επιθετικού, οξυδερκούς θεολόγου,» ένα «αληθινό σοκ» που θα γίνη αισθητό «σ’ ολόκληρο τον Δυτικό θρησκευτικό κόσμο.» Τι ήταν εκείνο που ανάγκασε το Βατικανό να κάνη αυτό το βήμα;
Μακροχρόνια Διαμάχη
Ο Χανς Κουνγκ που γεννήθηκε στην Ελβετία το 1928, σπούδασε στη Ρώμη και εισήχθη στην ιερωσύνη το 1954. Ήδη από το 1957 προκάλεσε αντιδράσεις στους ορθόδοξους Καθολικούς με τις θέσεις που έγραφε για το δίπλωμά του ως Διδάκτωρ της Θεολογίας. Σ’ αυτές ανέφερε ότι η δοξασία της Χριστιανικής δικαιώσεως όπως διδάχτηκε από τον Καρλ Μπαρθ, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Προτεστάντες θεολόγους της Ευρώπης του 20ου αιώνα, συμβιβαζόταν με την Καθολική διδασκαλία.
Το 1967, ο Κουνγκ, ήδη καθηγητής της δογματικής και οικουμενικής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Τούμπινγκεν, δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Εκκλησία.» Οι αξιωματούχοι του Βατικανού απέρριψαν σύντομα τις ανορθόδοξες απόψεις του και τον προσκάλεσαν στη Ρώμη για να ξεκαθαρίσουν το ζήτημα. Ο Κουνγκ αρνήθηκε να πάη ισχυριζόμενος ότι ο αυταρχικός τρόπος της Ιεραρχίας θα ‘εμπόδιζε τη δίκαιη και ελεύθερη ακρόασι.’ Τρία χρόνια αργότερα δημοσίευσε το βιβλίο του Αλάθητος; Ένα Ερώτημα, που συνέπεσε με τα 100 χρόνια της υιοθετήσεως του δόγματος του παπικού αλάθητου, ένα δόγμα που ο Κουνγκ υποστήριζε ότι υπόκειται σε αμφισβήτησι.
Εν τω μεταξύ τα βιβλία του είχαν καλή κυκλοφορία. Νεώτερα που εκδόθηκαν το 1974 και 1978 έγιναν «μπεστ-σέλλερς». Μερικοί πίστεψαν ότι η διαμάχη άρχισε να τερματίζεται όταν ο Κουνγκ, στο βιβλίο του τού 1978, καταπιάστηκε μ’ ένα «ακίνδυνο» θέμα: αποδείξεις για την ύπαρξι του Θεού. Αλλά την άνοιξι του 1979 δημοσίευσε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Εκκλησία Παραμένει στην Αλήθεια;» και έγραψε επίσης την εισαγωγή σ’ ένα βιβλίο κατά του Βατικανού του συγγραφέα Αυγούστου Χάσλερ, με τίτλο Πώς ο Πάπας έγινε Αλάθητος. Οι μισοσβησμένες φλόγες της θρησκευτικής αντιλογίας φούντωσαν και πάλι, αυτή τη φορά ακόμη πιο έντονες από προηγουμένως.
Έτσι, η απόφασις του Βατικανού, μολονότι άργησε, δεν ήταν κάτι εντελώς απροσδόκητο. Διεπίστωνε ότι «ο Καθηγητής Χανς Κουνγκ, με τα συγγράμματα του έχει απομακρυνθή από την πλήρη αλήθεια της Ρωμαιο-Καθολικής πίστεως και συνεπώς δεν μπορεί πλέον να θεωρήται Καθολικός θεολόγος ή να λειτουργή ως θεολόγος στο ρόλο του διδασκάλου.»
Τι σήμαινε αυτό στην πραγματικότητα; Η ενέργεια πολύ απείχε από τον αφορισμό, και επέτρεπε ακόμη στον Κουνγκ να παραμένη ως ιερέας. Αλλά του αφαιρούσε την άδεια να διδάσκη Καθολική θεολογία και να εκπαιδεύη άνδρες για την ιερωσύνη.
Με ποια Εξουσία Ενήργησε η Εκκλησία;
Το 1938, ένα κογκορδάτο μεταξύ Γερμανίας και Βατικανού υπογράφηκε από τον Καρδινάλιο Ευγένιο Πατσέλλι (ο οποίος αργότερα έγινε ο Πάπας Πίος ο XII) και τον αντικαγκελάριο του Χίτλερ Φραντς φον Πάπεν. Αυτό το κογκορδάτο παραχωρούσε στην Καθολική Εκκλησία της Γερμανίας ωρισμένα δικαιώματα και προνόμια σε αντάλλαγμα για ωρισμένες παραχωρήσεις της Εκκλησίας στην κυβέρνησι. Το 1957, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι το κογκορδάτο ήταν ακόμη δεσμευτικό υπό την τότε ισχύουσα Γερμανική νομολογία.
Η παράγραφος 22 προβλέπει «την παύσι διδασκάλων της Καθολικής θρησκείας . . . με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ του τοπικού επισκόπου και της τοπικής διοικήσεως.» Αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να διορισθή διδάσκαλος της Καθολικής θεολογίας χωρίς την έγκρισι της Εκκλησίας ακόμη κι αν πρόκειται για κρατικό σχολείο.
Αυτό εγείρει το ενδιαφέρον ερώτημα: Μπορεί ο Κουνγκ να εξακολουθήση να διδάσκη θεολογία σαν μέλος της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου, μολονότι δεν εκπροσωπεί επίσημα την Εκκλησία; Ή πρέπει το πανεπιστήμιο να τον μεταφέρη σε άλλο τμήμα για να διδάσκη μη θρησκευτικά θέματα;
Τα μέλη της Καθολικής θεολογικής σχολής του Τούμπινγκεν είχαν ταχθή απόλυτα υπέρ του Κουνγκ, αλλά τον Φεβρουάριο του ζήτησαν να παραιτηθή από το θεολογικό προσωπικό. Ο Κουνγκ ακύρωσε στην συνέχεια τα μαθήματά του, αλλά είπε ότι «ξαφνιάσθηκε επειδή απεφάσισαν τώρα αυτή την ενέργεια,» ενώ στην αρχή τον είχαν υποστηρίξει.
Η Άποψις του Κουνγκ
Ο Κουνγκ αρνείται ότι είναι ένας δυσαρεστημένος αιρετικός—και πράγματι η Εκκλησία παρά λίγο να τον κατηγορήση για αιρετισμό. Προς το παρόν, ούτε απορρίπτει την Εκκλησία με την παπωσύνη της, ούτε προσπαθεί να απομακρύνη τους Καθολικούς από τον Καθολικισμό. Αντιθέτως. Σε μια επιστολή προς τον Πάπα Παύλο τον VI, παραδέχθηκε την «κριτική [του] για την εκκλησία μας,» αλλά την χαρακτήρισε «κριτική που βασίζεται στην αγάπη.» Η βάσις για την κριτική του, ισχυρίζεται, είναι η επιθυμία του Πάπα Ιωάννη του XXIII, που εξέφρασε στη Β΄ οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού το 1962, «να αφήσωμε λίγο φρέσκο αέρα να εισέλθη στην εκκλησία.»
Οι «προοδευτικοί» Καθολικοί προθυμοποιήθηκαν να υποστηρίξουν τις προτάσεις του Κουνγκ για αναθεώρησι των θεμάτων όπως ο έλεγχος των γεννήσεων, η αποδοχή των γυναικών στην ιερωσύνη και η αγαμία του κλήρου. Επίσης με το να αμφισβητήση δόγματα όπως το αλάθητο του πάπα, το δόγμα ότι ο Χριστός και ο Θεός είναι «ένα σε ουσία,» και το δόγμα της παρθενικής γεννήσεως, καταπιάσθηκε με θέματα που πολλοί Καθολικοί δυσκολεύονται να πιστέψουν. Η έκκλησίς του για πιο δημοκρατική μορφή Εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως, που θα επιτρέπη στους επισκόπους μεγαλύτερη συμμετοχή στη διαμόρφωσι της τακτικής της Εκκλησίας είχε ευρύτατη υποστήριξι.
Ο Κουνγκ λέει ότι ποτέ δεν ισχυρίσθηκε ότι είναι επίσημος εκπρόσωπος της ιεραρχίας. Μάλλον «σαν Καθολικός θεολόγος μέσα στην Εκκλησία,» βλέπει τον εαυτό του σαν «εκπρόσωπο» για τα νόμιμα ενδιαφέροντα πολυαρίθμων Καθολικών! Και ρωτά: «Πότε οι εκπρόσωποι του οικονομικά καλολαδωμένου και τέλεια διευρυνόμενου Εκκλησιαστικού μηχανισμού, θα αναγνωρίσουν τελικά στη σιωπηλή αποχώρησι εκατοντάδων χιλιάδων Καθολικών . . . το σήμα κινδύνου που απαιτεί κριτική αυτοεξέτασι;
Η Άποψις της Εκκλησίας
Ο Καρδινάλιος του Μονάχου Τζόζεφ Ράτζινγκερ, εξήγησε την άποψι της Εκκλησίας, λέγοντας: «Ο καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσση τις ιδέες του και να τις εκφράζη . . . Αλλά κανείς δεν έχει το δικαίωμα να λέη ότι οι ιδέες του είναι μια έκφρασις των διδασκαλιών της Καθολικής Εκκλησίας . . . [Ο Κουνγκ] πρέπει να είναι ελεύθερος να ερευνά και να μελετά. Η Εκκλησία πρέπει να είναι ελεύθερη να τον απορρίψη σαν ερμηνευτή των διδασκαλιών της!»
Η Εκκλησία λέει ότι ένα άτομο της εξοχότητας του Κουνγκ δεν πρέπει να τολμά να προκαλή την εξουσία της ελεύθερα. Με το να αμφισβητή τα Εκκλησιαστικά δόγματα, προκαλεί σύγχυσι και υποκινεί αναταραχή ανάμεσα στους Καθολικούς. Η ενέργεια, όπως πιστεύουν μερικοί, έπρεπε να είχε γίνει από πολύ καιρό. Το περιοδικό Τάιμ έγραψε ότι ένας αξιωματούχος του Βατικανού είπε κατ’ ιδίαν: «Ο Ιωάννης Παύλος ο Β΄ κατασυντρίβεται, και παίρνει πρώτα τους μεγάλους.» Άλλοι «ταραξίες» της Εκκλησίας όπως οι θεολόγοι Σίλλεμπηκ και Σούνενμπεργκ της Ολλανδίας, ή ο καθηγητής Λεονάρντο Μποφ της Βραζιλίας, μπορεί να είναι οι επόμενοι.
Ποιος έχει Δίκιο—Η Εκκλησία ή ο Κουνγκ;
Με κάθε ειλικρίνεια πρέπει να παραδεχθούμε ότι από την άποψί τους, και οι δυο έχουν ωρισμένα βάσιμα επιχειρήματα. Αλλά δύο πράγματα είναι ενοχλητικά: ο αντιχριστιανικός τρόπος με τον οποίο διεξάγουν τη διαμάχη τους και η αποτυχία τους να καταφύγουν σε καθαρά Γραφικές αποδείξεις για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους.
Το Καθολικό εβδομαδιαίο περιοδικό Christ in der Gegenwart (Ο Σύγχρονος Χριστιανός) έγραψε, με τίτλο «Λάθη και από τις Δυο Πλευρές,» ότι η Εκκλησία έχει κάνει «θλιβερά λάθη» στο χειρισμό του ζητήματος, αλλά πρόσθετε: «Σε κάποιο βαθμό, πρέπει να θεωρηθή υπεύθυνος και ο Καθηγητής Κουνγκ. . . . Η δηκτική του γλώσσα βοήθησε στην καταστροφή της αδελφικής εμπιστοσύνης.»
Η Hamburger Abendblatt ήταν ακόμη πιο ωμή: «Δεν ήταν μετριοπαθής αντιλογία μεταξύ αγίων, ούτε και χαρακτηρίζετο από πειθώ, προσοχή, αγώνα για την αλήθεια με πνεύμα αγάπης. Χαρακτηρίζετο από χτυπήματα και μαχαιρώματα.»
Αυτό είναι εκείνο που θα περίμενε φυσιολογικά κανείς από μια εκκλησία που ισχυρίζεται ότι βασίζεται στο Χριστό «όστις λοιδορούμενος δεν αντελοιδόρει» (1 Πέτρ. 2:23), ή από ένα από τους πιο διακεκριμένους θεολόγους της του οποίου «η κριτική,» όπως ισχυρίζεται, «βασίζεται στην αγάπη;»
Είναι φανερό ότι η Εκκλησία, καθώς κατακλύζεται από διαιρετικά στοιχεία μέσα στις τάξεις της, προσπαθεί σκληρά να κρατήση την εξουσία της. Ο Κουνγκ αγωνίζεται, σκληρά να αναμορφώση την Εκκλησία με τον τρόπο που εκείνος νομίζει ότι πρέπει να είναι.
Και οι δυο απέτυχαν. Από ποια άποψι; Στις εκατοντάδες των σελίδων ύλης που παρουσίασαν για να υποστηρίξουν τις προσωπικές τους απόψεις, η σοβαρή Γραφική επιχειρηματολογία, έρχεται πολύ μετά από την Εκκλησιαστική παράδοσι, τη λαϊκή γνώμη, την ανθρώπινη σοφία και τον φιλοσοφικό σχιζοτριχισμό. Αυτό δεν έπρεπε ποτέ να συμβή.
Αν εσείς, σαν ένας ειλικρινής Καθολικός—ή ακόμη και Προτεστάντης—νοιώθετε μερικές φορές αβεβαιότητα για το τι πρέπει να πιστεύετε, αν είσθε «κυματιζόμενοι και περιφερόμενοι με πάντα άνεμον διδασκαλίας,» όπως θα λέγαμε, τότε στραφείτε στη Βίβλο για αληθινή καθοδήγησι. Διαβάστε την, μελετήστε την, δεχθήτε βοήθεια από άτομα που είναι πρόθυμα να σας βοηθήσουν να την καταλάβετε. Η Αγία Γραφή και μόνο αυτή, είναι «θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης.»—Εφεσ. 4:14· 2 Τιμ. 3:16.