Όπως το Βλέπει ένας Δημοσιογράφος—Έκθεσις από την Αργεντινή
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ στην Αργεντινή εξακολουθούν να βρίσκωνται κάτω από κυβερνητική απαγόρευσι. Αλλά δεν συμφωνούν όλοι με τις ενέργειες της κυβερνήσεως.
Μερικά μέλη των ομοσπονδιακών δικαστηρίων έχουν εξετάσει ευνοϊκά το παρελθόν των Μαρτύρων. Και στις 14 Φεβρουαρίου 1980, ένα άρθρο του Τζέημς Νήλσον που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Χέραλντ του Μπουένος Άιρες, απέδειξε ότι αυτός ο δημοσιογράφος δεν φοβήθηκε να εκφράση τα αισθήματά του για την κατάστασι. Έγραψε:
«Αν πιστέψωμε την επίσημη προπαγάνδα, η Αργεντινή απολαμβάνει την ευλογία της απαλλαγής από τα θρησκευτικά προβλήματα που πλήττουν μεγάλο μέρος του υπόλοιπου κόσμου. Αυτός ο ισχυρισμός, όμως, είναι πολύ αμφισβητήσιμος. Μολονότι είναι αλήθεια ότι ο λαός της Αργεντινής είναι, σαν σύνολο, αρκετά ανεκτικός σε θέματα θρησκείας και ελάχιστος κίνδυνος υπάρχει να εξορμήσουν τα μέλη της μιας πίστεως για να σφάξουν τα μέλη μιας άλλης, η χώρα ωστόσο δεν στερείται από φανατικούς που κάνουν ό,τι μπορούν για να δυσκολέψουν τη ζωή των μελών άλλων δογμάτων που δεν συμπαθούν . . .
«Και μολονότι η κατάστασις εδώ είναι, σε μεγάλο βαθμό, αρκετά καλή σε σύγκρισι με τις ζοφερές συνθήκες που επικρατούν σε μερικά μέρη του κόσμου, . . . σε συγκλονίζει το να βλέπης ότι η κυβέρνησις υπερηφανεύεται γι’ αυτό. Στο κάτω-κάτω, η κυβέρνησις δεν συνέβαλε καθόλου στην απομάκρυνσι των θρησκευτικών διακρίσεων. Αντιθέτως, από τότε που ανέλαβε εξουσία, έκανε ό,τι μπορούσε για να εισαγάγη τον επικίνδυνο ιό της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας στο αίμα του έθνους, καθιερώνοντας τα θρησκευτικά μαθήματα στα σχολεία και διώκοντας έντονα τα μικρά και ως επί το πλείστον ακίνδυνα διαφωνούντα δόγματα, Χριστιανικά και μη, για λόγους που ποτέ δεν εξηγήθηκαν ικανοποιητικά.
«Μεταξύ των μεγαλύτερων θυμάτων του σταυροφοριακού ζήλου του καθεστώτος είναι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, που όπως υπολογίζεται αριθμούν 30.000 στη χώρα και πάνω 4,76 ένα εκατομμύρια σ’ όλο τον κόσμο συνολικά. Οι Μάρτυρες δεν είναι πολύ δημοφιλείς πουθενά. Αποτελούν ένα ενοχλητικό, αχώνευτο δόγμα που θεωρείται σαν δημόσιος κίνδυνος επειδή οι οπαδοί του επιμένουν να παίρνουν μερικές Γραφικές εντολές εντελώς κατά γράμμα, πράγμα πολύ ενοχλητικό για κείνους που θεωρούν τη θρησκεία κάτι το πολύ καλό εφ’ όσον δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων πάρα πολύ. Όταν την επηρεάζη, τη χαρακτηρίζουν σαν θρησκευτική μανία και τη χλευάζουν. Αλλά μολονότι οι Μάρτυρες έχουν την ενοχλητική συνήθεια να πιέζουν τους άλλους για να τους διδάξουν τι πρέπει να πιστεύουν, είναι γενικώς ανεκτοί. Ασφαλώς, ζουν τη ζωή τους με εκπληκτική εντιμότητα, εγκράτεια και σκληρή εργασία, και με τα συνηθισμένα κριτήρια μπορούν να θεωρηθούν πρότυπα πολιτών.
«Θα περνούσαν απαρατήρητοι αν ήταν ευέλικτοι στις αρχές τους, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, αλλά περιττό να λεχθή, δεν είναι. Πιστεύουν ότι η έκτη εντολή ‘ου φονεύσης’ σημαίνει αυτό που λέει και εφαρμόζεται σ’ όλες τις περιστάσεις. Δέχονται επίσης ευχαρίστως την προφητεία του Μιχαία «δεν θα σηκώση μάχαιραν έθνος εναντίον έθνους ουδέ θέλουσι μάθει πλέον τον πόλεμον.» Και είναι απόλυτοι στην άρνησι τους να αποδώσουν σεβασμό σε δήθεν θρησκευτικά σύμβολα όπως σημαίες, προτιμώντας να υπακούουν στην απαίτησι του Θεού να προσφέρουν τη λατρεία τους σ’ Αυτόν μόνο. Αυτή η κατάστασις της μη συμβατικότητας είναι ασυνήθιστη στον εικοστό αιώνα, όπου προφανώς ευθείες αρχές μπορεί να διαστρεβλωθούν αρκετά για να περιλάβουν τα πάντα και αυτό, αναπόφευκτα, έφερε τους Μάρτυρες σε πολλές συγκρούσεις με τις κοσμικές εξουσίες, που έχουν τις δικές τους, απόλυτες ιδέες για το τι είναι ορθό και τι εσφαλμένο.
«Ο συνδυασμός εκ μέρους των Μαρτύρων της ειρηνικότητας με την άρνησι να κάνουν ο,τιδήποτε νομίζουν ότι αποτελεί λατρεία των εθνικών συμβόλων, φυσικά εξοργίζει τους υπερ-πατριώτες που έχουν ταχθή επίσημα να καλλιεργούν την τέχνη του πολέμου. Ο θυμός τους είναι ευνόητος. Αυτό όμως που θα δυσκολευθούν να καταλάβουν ακόμη και οι μόνιμοι συνήγοροι της κυβερνήσεως είναι ο ειλικρινής ζήλος με τον οποίο οι αρχές κυνηγούν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο ανοιχτός πόλεμος κατά των Μαρτύρων κηρύχθηκε με τη δημοσίευση του διατάγματος υπ’ αριθμόν 1867 της 31ης Αυγούστου 1976, που χαρακτήριζε τις δοξασίες τους ‘αντίθετες προς τον χαρακτήρα του έθνους’, ό,τι κι αν σημαίνη αυτό. Από τότε, η κυβέρνησις έχει υποβάλει τους Μάρτυρες σε μια συστηματική εκστρατεία διωγμού που δεν έχει όμοιό της στην πολιτισμένη Δύσι από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, μια εκστρατεία που δυσφήμισε το έθνος και που οι μετέπειτα γενιές θα την θυμούνται με ντροπή.
«Εκατοντάδες Μάρτυρες έχουν συλληφθή για ‘εγκλήματα’ όπως η διεξαγωγή συναθροίσεων με προσευχή ή τα προγράμματα μελέτης της Αγίας Γραφής. Πολλοί στη συνέχεια υπέστησαν κακομεταχείρισι και μητέρες αποχωρίσθηκαν βίαια αυτό τα παιδιά τους. Εκατοντάδες παιδιά έχουν αποβληθεί από το σχολείο επειδή υπάκουσαν στους γονείς τους και αρνήθηκαν να αποδώσουν σεβασμό στη σημαία, και στερήθηκαν το δικαίωμα να δώσουν εξετάσεις μολονότι μελέτησαν στο σπίτι γι’ αυτές. Τα έντυπα τους, που περιλαμβάνουν αμφίβολης χρησιμότητας έργα όπως η Βίβλος, συλλογές βιβλικών ιστοριών, έχουν κατασχεθή. Οι επαρχιακές διοικήσεις επωφελήθηκαν άπληστα από την κατάστασι για να κατάσχουν τις περιουσίες τους, που, χωρίς αμφιβολία, θα τους επιστραφούν όταν αποκατασταθή το Σύνταγμα. Νεαροί Μάρτυρες σαπίζουν σε στρατιωτικές φυλακές επί πολλά χρόνια, συχνά με την παρέα κλεφτών και αλητών, επειδή αρνήθηκαν θαρραλέα να εγκαταλείψουν τις ειρηνιστικές τους πεποιθήσεις. Ξένοι, μολονότι δεν διέπραξαν κανενός είδους έγκλημα, έχουν εκδιωχθεί από τη χώρα μόνο και μόνο για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Τώρα, ένας νεαρός Περουβιανός, ο Πέντρο Μπρούσετ Μασσέυ, κάνει ένα μοναχικό δικαστικό αγώνα στην Κόρντομπα, για να μπορέση να μείνη και να παντρευτή την Αργεντινέζα μνηστή του. Όπως έχει συμβεί και με τόσους, άλλους Μάρτυρες, εσκεμμένα τον άφησαν να περιφέρεται από τη μια κρατική υπηρεσία στην άλλη για επαφές. Δεν είναι παράξενο που οι άτυχοι Μάρτυρες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι από την εργατική ή κατώτερη μέση τάξι, συγκρίνουν την κατάστασί τους μ’ εκείνη των πρώτων Χριστιανών στην ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
«Αυτή η σχεδόν απίστευτη επιστροφή στο παρελθόν συμβαίνει χωρίς μια λέξι διαμαρτυρίας από τον τύπο, ή από κάποιο άλλο αντιπροσωπευτικό ίδρυμα της χώρας. Κανένα από τα πολιτικά κόμματα, που είναι τόσο πρόθυμα να απορρίψουν τα οικονομικά προγράμματα της κυβερνήσεως, δεν μπήκε στον κόπο να υψώση φωνή για την υπεράσπισι αυτού του μικρού και αντιπαθητικού δόγματος. Η Εκκλησία, παρά τη σαφή κλήσι του Πάπα για ανεξιθρησκεία, παραμένει σιωπηλή, μολονότι πολλοί το θεωρούν σίγουρο ότι η ηγετική δύναμις πίσω από το διωγμό των Μαρτύρων είναι ο συντηρητικός Ρωμαιο-Καθολικισμός και τα σπουδαιότερα μέλη της κυβερνήσεως αρέσκονται ν’ αυτοχαρακτηρίζωνται ως ζηλωτές Καθολικοί. Η Εκκλησία, όμως, φαίνεται να μην έχη καμμιά σχέσι μ’ αυτή τη θλιβερή υπόθεσι. Οι Μάρτυρες, φυσικά, δεν είναι πολυάριθμοι, ούτε πολύ πλούσιοι, ούτε άνθρωποι με επιρροή, κι έτσι πολύ λίγο κέρδος υπάρχει στην προσπάθεια για βοήθειά τους. Αλλά το άδικο που γίνεται είναι τόσο φανερό, και η ζημιά που κάνει στη χώρα τόσο μεγάλη, ώστε θα ήταν λογικό να περιμένωμε ότι τουλάχιστον μερικοί πολίτες θα είχαν το θάρρος να μιλήσουν προς όφελός τους.
«Ο λόγος που η κυβέρνησις μεταχειρίζεται τους Μάρτυρες μ’ αυτό τον επαίσχυντο τρόπο είναι δύσκολο να γίνη αντιληπτός από μια λογική διάνοια. Η κυβέρνησης δεν μπορεί να περιμένη σοβαρά ότι θα τους μεταστρέψη. Μέχρι τώρα ούτε ένας Μάρτυρας δεν απαρνήθηκε την πίστι τους σαν αποτέλεσμα της σκληρής εκστρατείας της κυβερνήσεως και, μάλιστα, είναι συνηθισμένοι ν’ αντιμετωπίζουν πολύ σκληρότερους και πιο δυσάρεστους εχθρούς από τις τωρινές αρχές. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, λαός πείσμων όσο κανένας άλλος, επέζησαν από τα χέρια του Χίτλερ και του Στάλιν και, χωρίς αμφιβολία, θα επιζήσουν, ό,τι κι αν τους επιφυλάσση ο Πρόεδρος Βιντέλα. Σε άλλα μέρη, έφθασαν μέχρι το θάνατο ψάλλοντας τους ύμνους του Κυρίου και θα είναι καλά προετοιμασμένοι να κάνουν κι εδώ το ίδιο αν χρειασθή ποτέ.
«Αν η κυβέρνησις δεν έχει ελπίδα να τους μεταστρέψη γιατί ενεργεί έτσι; Ίσως να θέλη να αποθαρρύνη άλλους από το να προσχωρήσουν στις τάξεις τους. Αν συμβαίνει αυτό, η κυβέρνησις διάλεξε λάθος τρόπο, επειδή ο σταθερός τρόπος με τον οποίο προσκολλώνται οι Μάρτυρες στις αρχές τους, σπάνιο φαινόμενο για τις ημέρες μας, μπορεί μόνο να τους φέρη νέους πιστούς. Δεν θα ήταν καθόλου παράξενο αν οι αριθμοί τους μεγάλωναν σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών της κυβερνήσεως, και όχι το αντίθετο.
«Ίσως να μην υπάρχη κράτος στο Δυτικό κόσμο που να μην είχε άλλοτε ή τώρα προβλήματα με τους Μάρτυρες. Σε άλλα μέρη, όμως, τα ανώτατα δικαστήρια τελικά έβγαλαν ευνοϊκές αποφάσεις γι’ αυτούς. Και το Ανώτατο Δικαστήριο της Αργεντινής επίσης έχει αποφανθεί ότι είναι αντισυνταγματικό να εμποδίζωνται τα παιδιά των Μαρτύρων να φοιτούν στο σχολείο ακόμη κι αν επιμένουν να στέκονται εντελώς ακίνητα ενώ αποδίδεται χαιρετισμός στη σημαία του κράτους. Σ’ όλο τον κόσμο επίσης, στρατιωτικά δικαστήρια έχουν φτάσει στο συμπέρασμα, παρά τους αναπόφευκτους φόβους τους, ότι πρέπει, να δοθή ειδική προσοχή σ’ αυτούς που, όπως οι Μάρτυρες, έχουν γνήσιες αντιρρήσεις συνειδήσεως για στρατιωτική υπηρεσία, και ακόμη και οι πιο ήπιοι συμφωνούν ότι, οτιδήποτε κι αν είναι οι ειρηνιστές, δειλοί δεν είναι: πολλοί προτίμησαν το εκτελεστικό απόσπασμα από την παράβασι των πεποιθήσεών τους.
«Επειδή η ανθρώπινη φύσις είναι τόσο πολεμοχαρής, οι πραγματικοί ειρηνιστές θα είναι πάντοτε λίγοι αλλά ευέλικτοι, και η προσπάθεια να μεταστραφούν με τη βία σε μιλιταριστές, είναι, μάταιη και κάνει πολύ περισσότερο κακό από καλό στην ασφάλεια του έθνους. . . . »