«Της Έδωσα Έξι Εβδομάδες, Μου Έδωσε την Αλήθεια»
ΜΕΓΑΛΩΣΑ σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Πλέζαντ Βιού, του Τεννεσή. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας μισθωτός εργάτης σε αγροκτήματα. Το σπίτι μας ήταν μικρό και σύμφωνα με όλα τα δεδομένα θωρούμαστε πολύ φτωχοί. Αλλά όλες οι φίλες μου στο σχολείο νόμιζαν ότι ήμουν πλούσια επειδή είχα όλα τα ζώα του αγροκτήματος για να παίζω μαζί τους. Ήμουν πολύ ικανοποιημένη σαν παιδί. Μεγάλωσα στη Μεθοδιστική θρησκεία. Αυτοί ήταν πολύ ανεκτικοί και το ίδιο ήμουν και εγώ. Όλοι πίστευαν ότι θα πάνε στον ουρανό.
Από ό,τι θυμάμαι η πρώτη μου επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν μια Κυριακή πρωί όταν είχαμε μείνει στο σπίτι γιατί είχε πέσει πολύ χιόνι και δεν μπορούσαμε να πάμε στην εκκλησία. Ένας από τους Μάρτυρες ήρθε στην πόρτα μας. Η μητέρα μου ήταν απασχολημένη, έτσι αυτός μίλησε σε μένα. Και ασφαλώς δεν ήταν ενθουσιασμένος γι’ αυτό—ήμουν μόνο εφτά χρόνων τότε. Τρία χρόνια αργότερα η θεία μου έγινε Μάρτυρας, και μετά από αυτό η μητέρα επίσης έγινε Μάρτυρας.
Το καιρό αυτό βρισκόμουν στο τελευταίο έτος του γυμνασίου και λάμβανα μέρος σε πολλές δραστηριότητες με τη Μεθοδιστική Αδελφότητα Νέων. Πήγαινα σε πολλά μέρη. Και τώρα η μητέρα μου ήθελε να πηγαίνω στις συναθροίσεις των Μαρτύρων τρεις φορές την εβδομάδα! Η συμφωνία μας όμως ήταν ότι θα πήγαινα στη Μεθοδιστική εκκλησία τις Κυριακές αλλά στις συναθροίσεις των Μαρτύρων τα βράδια της Τρίτης και Πέμπτης. Δεν είχα τίποτα εναντίον των Μαρτύρων, αλλά άρχισα να τους μισώ. Είχα αυτή τη θαυμάσια σταδιοδρομία μπροστά μου και τώρα έπρεπε να δαπανάω το χρόνο μου πηγαίνοντας στις συναθροίσεις! Τελικά είπα στη μητέρα μου: «Αυτό δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσμα. Θα φύγω. Θα πάω στο κολλέγιο.»
Πήγα στο κολλέγιο, αλλά πήγα επίσης να μείνω με τη θεία μου, την Ευρλήν, που ήταν μια Μάρτυρας του Ιεχωβά στην Καλιφόρνια. Αυτόν τον καιρό ο άντρας της επίσης γινόταν Μάρτυρας. Στη σκέψη μου δεν ήταν αυτός ο ιδεώδης συνδυασμός. Ωστόσο, με άφηναν να κάνω όπως επιθυμούσα. Πήγαινα στο κολλέγιο και όλα πήγαιναν καλά. Ήμουν ακόμη μια καλή Μεθοδίστρια. Δεν έπινα. Δεν κάπνιζα. Δεν βλαστημούσα. Πήγαινα στις συναθροίσεις μου και όλα πήγαιναν καλά. Άρχισα επίσης να παίρνω μαθήματα ψυχολογίας στο κολλέγιο. Εκείνα τα «ωραία» μαθήματα ψυχολογίας που δίδασκαν οι αθεϊστές! Σ’ ένα καλοκαίρι κατάστρεψαν κάθε ίχνος πίστης που είχα για τη θρησκεία—βέβαια δεν είχα και πολλή πίστη βασισμένη σε γνώση.
Από τότε και ύστερα ήμουν ένα μεγάλο αγρίμι. Στην πραγματικότητα δεν ήμουν μεγάλο αγρίμι αλλά για εκεί πήγαινα. Η μητέρα μου ήρθε στην Καλιφόρνια. Έγινε ένα μεγάλο συμβούλιο για την πορεία της ζωής μου. Φοβόμουν για την έκβαση, αλλά καθώς αναπολώ το παρελθόν μπορώ να δω πόσο σοφά με μεταχειρίστηκαν εμένα τη σκληροτράχηλη. Με βοήθησαν να ταχτοποιηθώ σ’ ένα διαμέρισμα αλλά κρατούνταν σ’ επαφή μαζί μου. Εγώ αποξενώθηκα εντελώς από αυτούς, αλλά αυτοί ποτέ δεν αποξενώθηκαν από μένα. Δεν συμφωνούσαν με αυτά που έκανα, αλλά ποτέ δεν με αποξένωσαν. Αυτό με διευκόλυνε να ξαναγυρίσω αργότερα.
Τακτοποιήθηκα όμως μόνη μου και πήγαινα καλά, όπως νόμιζα. Συμμετείχα σε διαμαρτυρίες με σπουδαστές του κολλεγίου, που φόβιζαν πολύ τη μητέρα μου. Συμμετείχα με τους—Σπουδαστές για Δημοκρατική Κοινωνία. Πολύ ριζοσπαστική, πολύ μιλιταριστική και επαναστατική. Πήγαινα να αλλάξω τον κόσμο, να λύσω τα προβλήματά του. Αργότερα μπήκα και σε μερικές οχλοκρατίες—όχι τις μεγαλύτερες που γράφουν με μεγάλες επικεφαλίδες αλλά τις μικρότερες με φωνές και πετροβολητά. Με δύο ή τρεις τραυματισμένους αστυνομικούς και πολλούς οχλοκράτες χτυπημένους, αλλά δεν ήταν η ομαδική μανία που χαρακτήριζε τις οχλοκρατίες στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960.
Μπλέχτηκα σε όλον αυτόν τον αναβρασμό, αλλά σύντομα άρχισαν να συμβαίνουν γεγονότα που δεν ταίριαζαν με τα ιδεώδη. Ένας από τους ομίλους με τους οποίους είχα συνταυτιστεί άρχισαν να μου λένε για όπλα που είχαν αποθηκεύσει σ’ ένα υπόγειο—πολυβόλα, χειροβομβίδες. Αυτός ήταν ο όμιλος με τον οποίο έκανα πορείες για την ειρήνη, και ήθελαν να κάνω αυτά που αποδοκίμαζαν, λέγοντας: «Πάμε να καταστρέψουμε το πανεπιστήμιο! Να ανατρέψουμε το σύστημα!» Τίποτα το οικοδομητικό, μόνο γκρέμισμα. Αυτό ήταν παραφροσύνη. Αυτή ήταν επανάσταση χωρίς αιτία.
Οι γονείς μου πάντοτε με δίδασκαν να έχω σεβασμό για τη ζωή. Είχαμε όπλα. Σκοτώναμε φίδια γιατί μπορούσαν να δαγκώσουν κανένα από τα παιδιά. Σκοτώναμε νυφίτσες στο κοτέτσι. Σκοτώναμε τα γουρούνια γιατί αυτός ήταν ο πιο ανώδυνος τρόπος. Όσο για το σκότωμα πουλιών γινόταν μόνο για τροφή ή για προστασία. Μεγάλωσα έτσι στο αγρόκτημα δείχνοντας πάντοτε σεβασμό για τη ζωή.
Αγαπούσα την ειρήνη. Νόμιζα πως προχωρούσα για την ειρήνη. Πραγματικά έτσι νόμιζα. Εκείνες οι ομιλίες στο σχολείο τα βράδια, ακριβώς οι πιο ευγενείς σκέψεις σ’ εκείνες τις ωραίες ομιλίες. Και μετά άκουσα για όπλα και χειροβομβίδες! Έφυγα γρήγορα. Και όταν έφυγα, έφυγα μακριά. Άφησα όλους τους ομίλους, κάθε συναναστροφή, διέκοψα όλες τις σχέσεις. Ο άντρας που έβγαινα μαζί του ήθελε να τον παντρευτώ. Αυτό δεν ήταν εκείνο που πραγματικά ήθελα, αλλά τον παντρεύτηκα. Μετά από τρεις μήνες πήγε στο στρατό! Αυτός ο άντρας που ήταν στην ειρηνιστική κίνηση μαζί μου να πάει στο στρατό!
Γύρισα στο Τεννεσή. Πήγα στο πολιτειακό Πανεπιστήμιο Ώστιν Πη, και άρχισα να βγαίνω με άντρες και πάλι. Αυτό γινόταν το 1971. Εκείνο τον καιρό ο στρατιώτης άντρας μου με ήθελε να πάω και να μένω μαζί του στη στρατιωτική βάση. Τον ρώτησα: «Τι θα γίνει όταν θα παίζουν στα κινηματογραφικά έργα τον εθνικό ύμνο και χαιρετούν τη σημαία και εγώ δεν σηκώνομαι; Τι θα μου κάνουν όλοι οι φίλοι σου οι συστρατιώτες; Τι θα γίνει όταν με προκαλέσουν και εγώ τους πω ότι όλος ο σεβασμός μου για τις κυβερνήσεις έχει χαθεί από καιρό;» Είχα αηδιάσει με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Είχα φίλους που είχαν γυρίσει από το Βιετνάμ με μεταλλικές πλάκες στα κεφάλια τους—δεν μπορούσα να το αντικρύσω αυτό.
Στην πραγματικότητα ήταν τόσο αποκρουστικό κι όταν ο αδελφός μου ήθελε να του αγοράσω φυσίγγια για το όπλο του, του αρνήθηκα. Τα μόνα θύματα του ήταν τα πουλιά που έτρωγαν τα σπαρτά μας. Ή κουνέλια, και η οικογένειά μας τα έτρωγε. Αλλά εκείνο τον καιρό είχα τόσο πολύ αηδιάσει με όλα τα όπλα που δεν αγόραζα ούτε φυσίγγια γι’ αυτόν.
Το αποτέλεσμα, λοιπόν, με τον άντρα μου ήταν ότι πήρε διαζύγιο. Μου είχε δώσει ένα ωραίο δαχτυλίδι για το γάμο μας, ένα διαμάντι δύο καρατιών. Δεν ήθελα να το κρατήσω. Το κράτησα μόνο τρεις μήνες και αργότερα μπορεί να ήθελε να το δώσει στα παιδιά του, ή να το δώσει πάλι στη μητέρα του.
Μετακόμισα στο Νάσβιλ και άρχισα να έχω σχέσεις με τον αντιπρόεδρο μιας εταιρίας. Σκέφτηκα ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορεί να έχουν τις απαντήσεις. Δοκίμασα την ειρηνιστική κίνηση και ήταν τόσο μιλιταριστική, έτσι σκέφτηκα: «Θα μπω στις επιχειρήσεις. Αυτές θα λύσουν όλα τα προβλήματα.» Εκείνο τον καιρό ήρθε ένας ντετέκτιβ και έμαθα ότι αυτός ο αντιπρόεδρος που είχα σχέσεις μαζί του προωθούσε κλεμμένα είδη και κοκαΐνη. Ένας άλλος από τους αντιπροέδρους της εταιρίας με πίεσε και ήθελε να μάθει όλες τις πληροφορίες γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Υπήρχε ένας ανταγωνισμός για εξουσία μέσα στην εταιρία και δεν ήθελα να έχω μέρος σ’ αυτόν. Κι από τις επιχειρήσεις πολύ σύντομα απογοητεύτηκα.
Εκείνον τον καιρό περίπου η μητέρα μου, η γλυκιά μου μητέρα, πλησίασε τον Ρέη και τη Σούζη Λόυντ σε μια συνάθροιση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Της είχα πει σαρκαστικά αστειευόμενη ότι αν έβρισκε κάποτε έναν μορφωμένο Μάρτυρα θα μελετούσα την Αγία Γραφή μαζί του. Έτσι ο Ρέη έδωσε μια ομιλία. Η μητέρα μου εντυπωσιάστηκε και του είπε: «Θέλω να μελετήσεις με την κόρη μου. Μένει στο Νάσβιλ.» Ο Ρέη έμενε στο Νάσβιλ, επίσης, αλλά στο άλλο άκρο της πόλεως από όπου εμένα εγώ. Η μητέρα μου ήξερε ότι ο Ρέη και η Σούζη θα έρχονταν όλον αυτόν τον δρόμο για να μελετήσουν μαζί μου στο τροχόσπιτό μου. Το έκαναν. Έκαναν όλον αυτόν τον δρόμο. Και ενδιαφερόμουνα τόσο σαν, . . . Ήμουν τόσο αδιάφορη ήταν κάτι το θλιβερό! Έλεγα στον εαυτό μου: «Ω αλίμονο τώρα μπήκα σε φασαρία.» Εντούτοις, πήρα μερικά βιβλία από τη Σούζη—το χρώμα τους ταίριαζε με τη διακόσμηση του σαλονιού μου, κι αυτό έφτανε για τότε.
Μετακόμισα το τροχόσπιτό μου στο Πλέζαντ Βιού και άρχισα να βγαίνω με τον ντετέκτιβ που είχε επισκεφθεί τον διεφθαρμένο αντιπρόεδρο. Ήμουν αδιάφορη, αλλά αυτός ο ντετέκτιβ αποδείχτηκε ότι ήταν ο μεγαλύτερος εγκληματίας. Τα πράγματα που έκανα μαζί του ήταν τόσο παράνομα, τόσο πρόστυχα—χειρότερα από όσα είχα κάνει προηγουμένως. Αυτός ήταν ένας ντετέκτιβ της αστυνομίας της Νάσβιλ, ένας παλαίμαχος για 20 χρόνια. Έπαιρνα ναρκωτικά—τότε είχαν πει οι γιατροί ότι η μαριχουάνα ήταν αβλαβής το ίδιο και το LSD και η μεταμφεταμίνη—αλλά θυμάμαι μερικά πράγματα που έκανα κάτω από την επήρεια των ναρκωτικών και φρίττω.
Είχα μερικούς από τους πιο τρελούς φίλους που μπορείτε να φανταστείτε, αλλά αυτός ο ντετέκτιβ που είχα σχέσεις ήταν ο χειρότερος. Αηδίασα τόσο πολύ με όλους αυτούς και με τον εαυτό μου που τα παράτησα όλα. Ήμουν επίσης πολύ άρρωστη τότε και ο γιατρός μου είπε να μείνω στο σπίτι έξι εβδομάδες. Είχα φτάσει πια στο τέρμα.
Και τότε θυμήθηκα τη Σούζη Λόυντ. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί είχα μια εσωτερική παρόρμηση να την καλέσω και να της ζητήσω να μελετήσουμε την Αγία Γραφή. Την πήρα τηλέφωνο, αλλά ο αριθμός της είχε αλλάξει. Έκλεισα το τηλέφωνο, και αναρωτήθηκα: «Γιατί την πήρα τηλέφωνο;» Τα είχα χαμένα. Δεν υπήρχε λόγος να την καλέσω. Αλλά το έκανα. Πήρα πάλι το τηλέφωνο με τον νέο αριθμό και φώναξα: «Σούζη έχω έξι εβδομάδες ελεύθερες. Θα με διδάξεις την Αγία Γραφή;»
Το έκανε. Πρώτα από τα δογματικά, αλλά σύντομα απλώθηκε και σε άλλα, δείχνοντας μου την ακρίβεια της Αγίας Γραφής, τη λογικότητά της, και ότι είναι θεόπνευστη. Μου έδειξε ότι η Αγία Γραφή είναι αληθινή, και αφού είναι αληθινή τότε ο Θεός για τον οποίο μιλάει πρέπει να υπάρχει. Αυτό ήταν το μεγάλο επίτευγμα της μελέτης μου με τη Σούζη—η επιστροφή μου στην πίστη ότι υπάρχει Θεός. Μελετούσαμε τρεις φορές την εβδομάδα, τέσσερις ώρες σε κάθε μελέτη και μετά απ’ αυτό πίναμε καφέ και μετά επί δύο ώρες ακόμη εξετάζαμε εδάφια. Μετά τη δεύτερη εβδομάδα η Σούζη είπε ότι έπρεπε να πηγαίνω στις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας, και το έκανα κι αυτό επίσης.
Τελειώσαμε το βιβλίο που μελετούσαμε μαζί με τη Γραφή. Οι έξι εβδομάδες που είχαμε συμφωνήσει τελείωσαν. Αλλά εγώ ήθελα να συνεχίσουμε τη μελέτη. Αλλά τώρα η μελέτη γινόταν στο σπίτι της Σούζη, και όχι στο τροχόσπιτό μου.
Έτσι είπα στη Σούζη: «Λοιπόν, Σούζη τελειώσαμε, έτσι δεν είναι;»
«Αυτό είναι σωστό.»
«Τώρα τι θα κάνουμε;» Γνώριζα ότι οι Μάρτυρες συνήθως μελετούσαν κι ένα άλλο βιβλίο. Η μητέρα μου μού το είχε πει αυτό. Την περίμενα να μου το πει αυτό, και θα δεχόμουν ευχαρίστως. Αντίθετα όμως είπε:
«Λοιπόν, οι έξι εβδομάδες τελείωσαν. Τώρα εξαρτάται από εσένα.»
Ήμουν τόσο απογοητευμένη! Μπόρεσα μόνο να πω με σβησμένη φωνή, «Νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε.»
Γυρίζοντας σπίτι ποτέ μου δεν αισθάνθηκα τόσο άσχημα. Οι Μάρτυρες υποτίθεται ότι παρακαλούν, ότι θέλουν να συνεχίσω τη μελέτη! Τους κάνω χάρη! Έτσι έβλεπα πάντοτε το ζήτημα και τώρα δεν έβλεπα να συμβαίνει αυτό. Ήμουν τόσο λυπημένη και αποθαρρυμένη και οδηγούσα με όλες αυτές τις σκέψεις. Ξαφνικά σκέφτηκα: ‘Αυτό είναι κουτό. Θέλω τη μελέτη. Θα μιλήσω στη Σούζη.’ Σταμάτησα, βρήκα ένα τηλεφωνικό θάλαμο—αυτό δεν είναι εύκολο τα μεσάνυχτα—και τηλεφώνησα στη Σούζη. Απάντησε ο Ρέη, φώναξε τη Σούζη από το λουτρό, και με λυγμούς της είπα ότι έπρεπε να συνεχίσουμε τη μελέτη.
Δύο μήνες αργότερα βαφτίστηκα. Πούλησα το τροχόσπιτό μου, πλήρωσα τα χρέη μου, και παρακολούθησα μια διεθνή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Καλιφόρνια. Εκεί ήταν που βαφτίστηκα. Την άλλη μέρα από το βάφτισμά μου άρχισα να κηρύττω ολοχρόνια από σπίτι σε σπίτι. Αν και εργαζόμουν σε κοσμική εργασία, τον πρώτο μήνα δαπάνησα 150 ώρες στο κήρυγμα. Τον επόμενο μήνα, 140 ώρες. Με συμβούλεψαν να λιγοστέψω τις ώρες. Έτσι τον τρίτο μήνα δαπάνησα μόνο 100 ώρες. Σύντομα άφησα την εργασία μου και περιορίστηκα στο να λέω στους άλλους για τη Βασιλεία του Ιεχωβά.
Επιστρέφοντας στο Τεννεσή, συνάντησα τον Γκάρυ Χόμπσον, που ήταν κι αυτός Μάρτυς του Ιεχωβά. Παντρευτήκαμε λίγους μήνες αργότερα το 1976. Μπήκαμε μαζί στο ολοχρόνιο έργο κηρύγματος, και τα επόμενα εφτά χρόνια υπήρξαν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια στη ζωή μου. Υπηρετούμε ακόμη ολοχρόνια αναγγέλλοντας τη Βασιλεία του Ιεχωβά.—Όπως την αφηγήθηκε η Κάθυ Χόμπσον.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 24]
«Εκείνα τα ‘ωραία’ μαθήματα ψυχολογίας . . . Σ’ ένα καλοκαίρι κατάστρεφαν κάθε ίχνος πίστης που είχα για τη θρησκεία»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 26]
«Νόμιζα πως προχωρούσα για την ειρήνη . . . και μετά άκουσα για όπλα και χειροβομβίδες!»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 26]
«Αυτός ο άντρας που ήταν στην ειρηνιστική κίνηση μαζί μου πηγαίνει στο στρατό!»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 27]
Με συμβούλεψαν να λιγοστέψω τις ώρες. Έτσι τον τρίτο μήνα δαπάνησα μόνο 100 ώρες.