Πώς η Αλήθεια με Έκανε από Εγκληματία Χριστιανό
ΜΕΓΑΛΩΣΑ σε μια κωμόπολη στο Μέιν. Φαίνεται ότι ήμουν συνέχεια αναμειγμένος σε σκανδαλιές. Όταν μ’ έπιανε ο πατέρας μου να κάνω τέτοιες αταξίες, μου ’δινε ένα γερό χέρι ξύλο. Αισθανόμουν πότε-πότε μοναξιά, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του πατέρα μου—πέθανε στην ενδέκατη επέτειο των γενεθλίων μου.
Όταν μετακόμισα σε μια μεγαλύτερη πόλη, έμπλεξα σε κάτι παραπάνω από απλές αταξίες, δηλαδή σε σοβαρά αδικήματα, όπως κλοπές από καταστήματα και διαρρήξεις. Τις διαρρήξεις τις έκανα μόνο και μόνο για να δω αν θα τα κατάφερνα να μπω μέσα στα μαγαζιά. Δεν έκλεβα συνήθως πολλά. Το έκανα περισσότερο για την έντονη συγκίνηση παρά για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Τώρα που σκέφτομαι το παρελθόν, νομίζω ότι έφταιγε κυρίως το γεγονός ότι έβλεπα πάρα πολύ τηλεόραση—φαίνεται ότι με τραβούσαν ιδιαίτερα τα βίαια προγράμματα.
Τα εγκλήματά μου ολοένα και χειροτέρευαν. Όσο περισσότερο διέφευγα τη σύλληψη, τόσο πιο παράτολμος γινόμουν. Κάποτε όμως μ’ έπιασαν. Ήμουν 15 ή 16 χρονών και «ψώνιζα» σ’ ένα σούπερ μάρκετ στις δύο το πρωί—σίγουρα δεν ήταν η πιο κατάλληλη ώρα για κάτι τέτοιο. Επειδή ήμουν ανήλικος, μου έδωσαν αναστολή με εξάμηνη αστυνομική επιτήρηση. Δεν έμαθα πολλά από την εμπειρία αυτή· η επίδοσή μου σε μικροκλοπές συνεχίστηκε.
Στα 21 μου χρόνια, οι κλοπές μου είχαν ήδη πάψει να είναι μικρές. Μια νύχτα η εγκληματική μου σταδιοδρομία έφτασε στο αποκορύφωμά της μ’ ένα φόνο. Αφού λήστεψα ένα κατάστημα που πουλούσε σιδηρικά και ζωικές τροφές, φόρτωσα την «μπάζα» πάνω σ’ ένα από τα φορτηγά τους, το έβαλα μπρος ενώνοντας τα καλώδια και ξεκίνησα βολίδα. Φεύγοντας σκεφτόμουν πόσο μεγάλο ήταν το κατόρθωμά μου. Επανειλημμένα είχαν ληστέψει το κατάστημα αυτό και ο ιδιοκτήτης του το είχε μετατρέψει σε σωστό φρούριο. Κανείς δεν κατόρθωνε πια να το παραβιάσει. Αλλά εγώ τα κατάφερα. Ήμουν πραγματικά πολύ σπουδαίος!
Αλλά όχι για πολύ. Το φορτηγό έπαθε βλάβη και έτσι το εγκατέλειψα και πήγα σ’ ένα σπίτι να ψάξω για κάποιο άλλο μεταφορικό μέσο. Ένας άντρας στο σπίτι αυτό με είδε να περιφέρομαι ύποπτα και απείλησε ότι θα καλέσει την αστυνομία. Δεν μπορούσα να επιτρέψω να γίνει αυτό, επειδή μόλις είχα ληστέψει το κατάστημα. Πανικοβλήθηκα, τράβηξα το πιστόλι μου και πυροβόλησα. Το ζήτημα έληξε με εκείνον νεκρό και εμένα καταζητούμενο.
Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Είχα τρομοκρατηθεί. Είχα παραλύσει. Πρώτα πήγα το κλεμμένο αυτοκίνητο μέχρι την Ογκάστα, το έριξα σ’ ένα χαντάκι και ξεκίνησα να περάσω μια γέφυρα περπατώντας. Κοίταξα το νερό από κάτω. ‘Να πηδήξω;’ σκέφτηκα. Η ιδέα της αυτοκτονίας μού πέρασε αρκετές φορές από το μυαλό στις μέρες που ακολούθησαν, αλλά δεν έβρισκα το θάρρος να το κάνω αυτό. Έτσι, εξακολούθησα να ζω σαν καταζητούμενος τα επόμενα δυο χρόνια.
Τελικά πήρα ένα λεωφορείο για τη Βοστώνη. Η αστυνομία στο μεταξύ είχε σταματήσει να με αναζητάει, αλλά συνέχιζα να φοβάμαι. Όταν άνθρωποι με στολή ανέβαιναν στο λεωφορείο, μ’ έπιανε πανικός. Στο μεταξύ είχα ξεφορτωθεί το πιστόλι μου. Από τότε που είχα σκοτώσει τον άνθρωπο εκείνο, δεν ήθελα πια να έχω καμιά σχέση μ’ αυτό. Όταν έφτασα στη Βοστώνη, περιπλανιόμουν άσκοπα τη μέρα και κοιμόμουν σε τρώγλες και εργοτάξια τη νύχτα. Τα λίγα λεφτά που μου είχαν απομείνει, τα ξόδεψα πολύ σύντομα για φαγητό. Κατέφυγα σε κλοπές από καταστήματα μια-δυο φορές ακόμα, αλλά δεν είχα πια διάθεση για κάτι τέτοια. Το τολμηρό πνεύμα, η έντονη συγκίνηση, η γοητεία του να κλέβεις και να μη σε πιάνουν—όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί.
Έπιασα δουλειά, βρήκα ένα φτηνό δωμάτιο, χρησιμοποιούσα πλαστό όνομα και μ’ έπιανε νευρικότητα κάθε φορά που έβλεπα αστυνομικό. Όταν έβλεπα αστυνομικό να πλησιάζει, άλλαζα πορεία. Ήμουν πάντα τόσο προσεκτικός, που φρόντιζα ακόμα και όταν περπατούσα, να μην παραβιάσω κάποιο νόμο της τροχαίας και με συλλάβουν. Έτσι είχε καταντήσει η ζωή μου, η ζωή ενός κλέφτη που κάποτε κυνηγούσε τις συγκινήσεις και που τώρα δεν ήταν παρά ένας φυγάδας με βαριά αισθήματα ενοχής.
Είχα ένα μικρό βιβλίο με παροιμίες και πότε-πότε το διάβαζα. Τότε θυμήθηκα το βιβλίο των Παροιμιών στην Αγία Γραφή. Πήρα μια Αγία Γραφή και άρχισα να τη διαβάζω. Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Δεν ήμασταν ποτέ θρησκευόμενη οικογένεια. Όταν ήμουν 13 χρονών η μητέρα μου πήγε σε μερικές συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Εγώ δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση μ’ αυτό, ούτε η μητέρα μου συνέχισε να πηγαίνει.
Ακόμα και τώρα που διάβαζα λίγο την Αγία Γραφή, δεν είχα πρόθεση να γίνω θρήσκος. Αλλά δεν άντεχα άλλο να ζω σαν καταζητούμενος, να πρέπει να κοιτάζω συνέχεια πίσω μου μήπως με παρακολουθούν και να αναρωτιέμαι μήπως οι αρχές ενέδρευαν στην επόμενη γωνιά για να με αρπάξουν. Πιστεύω ότι βαθιά μέσα μου έψαχνα να βρω κάτι, αν και δεν ήξερα τι ακριβώς.
Διάβαζα πράγματα που κινούσαν την περιέργειά μου. Ήθελα να τα καταλάβω. Πληθώρα ερωτήσεων απασχολούσαν το μυαλό μου και δεν ήξερα πού να βρω τις απαντήσεις. Πιστεύω ότι επειδή η μητέρα μου είχε επισκεφτεί την Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αποφάσισα να πάω και εγώ εκεί. Ένιωθα νευρικότητα. Δεν ήμουν σίγουρος για το πώς θα με υποδέχονταν, όμως πήγα. Η υποδοχή ήταν θερμή. Πολλοί με καλωσόρισαν· ένας Μάρτυρας άρχισε Γραφική μελέτη μαζί μου.
Στους μήνες που ακολούθησαν, η συνείδησή μου ξαναζωντάνεψε. Όσο προχωρούσα σε γνώση, τόσο περισσότερο συλλογιζόμουν: ‘Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω έτσι. Κάτι πρέπει να γίνει. Ή πρέπει να εγκαταλείψω τη μελέτη της Γραφής ή να πάω να παραδοθώ’. Γρήγορα συνειδητοποίησα, ότι δεν θα μπορούσα να εγκαταλείψω τη μελέτη της Γραφής, όμως η άλλη λύση με φόβιζε. Δεν την ήθελα. Δεν ήθελα να πάω φυλακή.
Ήταν η δυσκολότερη απόφαση της ζωής μου, όμως την πήρα. Σε ηλικία 24 χρονών πλησίασα έναν από τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας, τον Γουίλαρντ Σταργκέλ. Του είπα ότι είχα σκοτώσει άνθρωπο και ότι είχα σκοπό να πάω να παραδοθώ.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις πραγματικά να το κάνεις αυτό;» ρώτησε.
«Ναι, είμαι σίγουρος».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω. Θα ήθελες να έρθω μαζί σου στο αστυνομικό τμήμα;»
«Ναι, θα το ήθελα πολύ αυτό».
«Όμως θα γίνει συνέλευση περιοχής των Μαρτύρων του Ιεχωβά αυτό το σαββατοκύριακο», μου υπενθύμισε. «Θα μπορούσαμε να την παρακολουθήσουμε και μετά να πάμε στο αστυνομικό τμήμα τη Δευτέρα το πρωί».
Μου άρεσε η ιδέα αυτή. Ήθελα να παρακολουθήσω τη συνέλευση, αλλά και η σκέψη να πάω στο αστυνομικό τμήμα με γέμιζε τρόμο. Άρπαξα την ευκαιρία για να το αναβάλω αυτό. Έτσι, πήγα στη συνέλευση και την απόλαυσα. Τη Δευτέρα το πρωί πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και παραδόθηκα.
Οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Δεν παραδίνονται πολλοί από μόνοι τους, και μάλιστα για φόνο! Τηλεφώνησαν στην αστυνομία στο Μπάνγκορ του Μέιν για να βεβαιωθούν. Μέσα σε μιάμιση μέρα ήμουν στις κομητειακές φυλακές του Μπάνγκορ. Την επόμενη μέρα με επισκέφτηκε ένας από τους τοπικούς Μάρτυρες. Όταν έγινε η δίκη, ο Σταργκέλ ήρθε στο Μέιν για να εμφανιστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης. Εκεί, ομολόγησα ότι έκλεψα και σκότωσα· η επικεφαλίδα που ανακοίνωνε το αποτέλεσμα της δίκης με περιέγραψε ως εξής: «Ήρεμος καθώς ο Δικαστής τον Καταδικάζει σε Ισόβια». Ένα μήνα αργότερα βρισκόμουν στις κρατικές φυλακές του Μέιν, εκτίοντας κάθειρξη από 15 χρόνια μέχρι ισόβια. Και εκεί επίσης ήρθαν να με επισκεφτούν οι Μάρτυρες.
Η υποδοχή που μου έκαναν οι τρόφιμοι ποίκιλε. Μερικοί με κορόιδεψαν, επειδή ήμουν «πολύ χαζός που παραδόθηκα μόνος μου», και ειδικά, αφού η αστυνομία είχε πάψει να με αναζητάει. Όταν έμαθαν ότι το έκανα επειδή μελετούσα την Αγία Γραφή, άρχισαν να με περιγελούν αποκαλώντας με ‘πρόβατο μεταξύ λύκων’. Αλλά η κακομεταχείριση περιοριζόταν πάντα σε βρισιές, δεν ήταν ποτέ σωματική. Τον περισσότερο καιρό απέφευγα την επαφή με τους άλλους τρόφιμους.
Η αλήθεια αποτελούσε προστασία για εμένα. Με τον καιρό αντιλήφθηκαν, ότι ‘αυτός ο τύπος είναι ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είναι ουδέτερος. Δεν θα ανακατευτεί στους δικούς μας καβγάδες’. Επίσης, είχαν καταλάβει ότι δεν έπρεπε να με πλησιάζουν για να μου πουλήσουν ναρκωτικά ή να προσπαθήσουν να με παρακινήσουν να κλέψω κάτι γι’ αυτούς. Το διοικητικό προσωπικό της φυλακής κατάλαβε επίσης, ότι δεν θα παρέβαινα κανέναν από τους κανόνες. Έτσι, δεν κηλιδώθηκε το αρχείο μου και αυτό μου εξασφάλιζε μεγαλύτερη ελευθερία.
Κάποια εποχή στη διάρκεια αυτής της περιόδου, αποσπάστηκε η προσοχή μου από την επιδίωξη της Γραφικής αλήθειας. Όχι ότι πήρα εσκεμμένα την απόφαση να μη συνεχίσω. Απέτυχα να ακολουθήσω το Εβραίους 2:1, ΜΝΚ, που μας προειδοποιεί ‘να μην παρασυρθούμε ποτέ’. Αλλά, εγώ δυστυχώς παρασύρθηκα. Ακόμα και στη φυλακή, ο υλισμός μπορεί να γίνει παγίδα! Μια ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση μου παρουσιάστηκε όταν μου επιτράπηκε να φτιάχνω πρωτότυπα αντικείμενα και να τα εκθέτω στο εκθετήριο της φυλακής. Οι επισκέπτες αγόραζαν αυτά τα αντικείμενα και το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων πήγαινε στους τρόφιμους που τα είχαν φτιάξει. Έτσι, άρχισα να επιδιώκω την απόκτηση χρημάτων και η προσωπική μου μελέτη έμεινε πίσω.
Τότε άρχισα να συλλογίζομαι: ‘Γιατί παραδόθηκες; Γιατί επέστρεψες και μπήκες φυλακή; Και τώρα εγκαταλείπεις τη Γραφική σου μελέτη; Αυτό δεν είναι λογικό! Αν συνεχίσεις έτσι, δεν έχει νόημα που παραδόθηκες’. Μέρος του προβλήματός μου ήταν το ότι δυσκολευόμουν να πιστέψω πως ο Ιεχωβά με είχε συγχωρέσει πραγματικά που είχα σκοτώσει άνθρωπο. Ένας από τους φύλακες ήταν Μάρτυρας, και έβλεπε ότι αυτό με κατέθλιβε. Έτσι, μου διηγήθηκε ορισμένα πράγματα που είχε κάνει ο ίδιος όταν υπηρετούσε στο Βιετνάμ πριν γίνει Μάρτυρας.
«Τι σε κάνει να νομίζεις ότι η δική σου περίπτωση είναι κάτι το ιδιαίτερο;» ρώτησε. «Σκέψου για πόσες ζωές πολιτών φέρνω εγώ ενοχή. Όταν η στρατιωτική μου μονάδα έμπαινε σε βιετναμέζικα χωριά, θερίζαμε δεκάδες ανθρώπους και πολλοί απ’ αυτούς ήταν αθώα γυναικόπαιδα. Νομίζεις ότι αυτό δεν με πειράζει πια; Μου είναι αδύνατο να το ξεχάσω! Όμως αισθάνομαι ότι ο Ιεχωβά, που είναι Θεός με απέραντο έλεος, μ’ έχει συγχωρέσει. Αυτό που έκανες εσύ δεν είναι καν τόσο κακό, όσο αυτό που έχω κάνει εγώ. Εσύ σκότωσες έναν άνθρωπο· εγώ ούτε ξέρω πόσους έχω σκοτώσει!»
Αυτό ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν. Μ’ έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι, να κάνω στοχασμούς πάνω στο έλεος του Ιεχωβά και την συγχωρητικότητα που δείχνει σ’ εκείνους που μετανοούν πραγματικά. Έτσι, τελικά εγκατέλειψα τις υλιστικές μου επιδιώξεις και συνέχισα με το πρόγραμμα Γραφικής μελέτης. Και έτσι είχαν τα πράγματα από εκεί και πέρα.
Με τον καιρό, άρχισα να κάνω Γραφική μελέτη κάθε εβδομάδα, και μια φορά το μήνα μου δινόταν άδεια να συνοδεύσω τους Μάρτυρες έξω από τη φυλακή σε συναθροίσεις. Υπήρξε εποχή που μερικοί από τους τρόφιμους και εγώ μελετούσαμε την Αγία Γραφή. Μας είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη και μας παραχωρούσαν περισσότερα προνόμια. Οι ιθύνοντες ήξεραν ότι δεν ήταν ανάγκη να μας έχουν κάτω από αυστηρή επίβλεψη. Μια φορά μάλιστα μας επέτρεψαν να πάμε από κελί σε κελί και να μοιράσουμε φυλλάδια και προσκλήσεις για μια ομιλία με σλάιντς που θα έκαναν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Πάνω από 20 άτομα ήταν παρόντα.
Ο Ιεχωβά, η πνευματική τροφή μέσω της οργάνωσής του και η στοργική βοήθεια πιστών αδελφών μού έδιναν τη δύναμη να συνεχίζω. Όσο βρισκόμουν ακόμα στη φυλακή, λάβαινα πολλές ενθαρρυντικές κάρτες και γράμματα από τους Μάρτυρες και αυτό ήταν σαν ένα πνευματικό τονωτικό που αναπτέρωνε το ηθικό μου. Όλα αυτά με οδήγησαν στο να συμβολίσω την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά μέσω βαφτίσματος στο νερό το 1983—μετά από εφτά χρόνια στις κρατικές φυλακές ύψιστης ασφάλειας του Μέιν.
Δυο χρόνια αργότερα, μετά από εννιά χρόνια κάθειρξης υπό συνθήκες ύψιστης ασφάλειας, με μετέφεραν σε φυλακές ελάχιστης ασφάλειας. Μετά από ενάμιση χρόνο, μεταφέρθηκα σ’ ένα ειδικό ίδρυμα εξωτερικής εργασίας στο Μπάνγκορ. Εκεί, οι κρατούμενοι στέλνονται σε διορισμούς εργασίας και επιστρέφουν στο ίδρυμα στο τέλος της μέρας. Έξι μήνες αργότερα ήρθε η σειρά μου για την πρώτη μου ακρόαση για αποφυλάκιση υπό όρους. Κανένας από τους κρατούμενους δεν πίστευε ότι θα είχα επιτυχία. «Κανείς δεν τα καταφέρνει με την πρώτη», μου είπαν. «Κανείς!»
Αλλά εγώ τα κατάφερα. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστοι σημειώνουν επιτυχία την πρώτη φορά. Ο μέσος κρατούμενος λέει ψέματα και προσπαθεί να εξαπατήσει την επιτροπή αποφυλάκισης, αλλά τα μέλη της έχουν ακούσει πολλά τέτοια στο παρελθόν. Αμέσως τα διακρίνουν. Παρουσιάστηκα απλώς μπροστά τους και τους είπα, ‘Αυτός είμαι και αυτό έχω κάνει, αυτές τις αλλαγές έχω κάνει στη ζωή μου και τούτο και εκείνο σκοπεύω να κάνω στο μέλλον’. Τους ανέφερα για τη μελέτη της Αγίας Γραφής που κάνω και τις αλλαγές που η μελέτη αυτή έφερε στη ζωή μου και για το ότι έγινα Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ήταν σε θέση να διακρίνουν τις αλλαγές αυτές.
Υποθέτω πως το γεγονός ότι παραδόθηκα από μόνος μου, ότι τόσο η συμπεριφορά μου όσο και το αρχείο της εργασίας μου ήταν καλά και ότι οι Γραφικές αρχές αντικατοπτρίζονταν στη στάση και στη διαγωγή μου—ήταν σημεία που με υπεράσπιζαν εύγλωττα. Επίσης προσευχήθηκα στον Ιεχωβά και στηρίχτηκα σ’ Αυτόν. Η ιδέα ότι ίσως Εκείνος να έπαιξε κάποιο ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων με γεμίζει χαρά και ελπίζω αυτό να μην είναι αλαζονικό από μέρους μου. Πάντως, η επιτροπή ενέκρινε την υπό όρους αποφυλάκισή μου. Το Φεβρουάριο του 1987 μετά από 12 χρόνια στη φυλακή ήμουν πια ελεύθερος.
Στις 30 Απριλίου 1988, παντρεύτηκα μια Μάρτυρα του Ιεχωβά. Έχει τρία παιδιά από προηγούμενο γάμο. Ως οικογένεια κάνουμε εβδομαδιαία Γραφική μελέτη. Παρακολουθούμε όλες τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας. Κηρύττουμε τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού από σπίτι σε σπίτι. Κάνουμε επανεπισκέψεις σε όσους δείχνουν ενδιαφέρον και διεξάγουμε οικιακές Γραφικές μελέτες με όσους το επιθυμούν. Μετά από αρκετά χρόνια περιορισμένου κηρύγματος στη φυλακή και ελάχιστες ευκαιρίες για παρακολούθηση συναθροίσεων, πόσο υπέροχο είναι να συμμετέχω με ‘πάσα παρρησία’ στις Χριστιανικές δραστηριότητες των Μαρτύρων του Ιεχωβά.—Πράξεις 28:31.
Όλα αυτά έγιναν δυνατά επειδή η ακριβής γνώση του Λόγου του Θεού μού έδωσε την ικανότητα να βγάλω από πάνω μου την παλιά εγκληματική μου προσωπικότητα και να ντυθώ την καινούρια που έχει σχεδιαστεί με πρότυπο την εικόνα και την ομοίωση του Ιεχωβά Θεού.—Κολοσσαείς 3:9, 10.
Σίγουρα στη δική μου περίπτωση ‘ο λόγος του Θεού ήταν κοφτερός και ενεργός’ για να κόψει ό,τι μ’ έδενε με το παρελθόν μου και για να με αναμορφώσει ως ένα μέλος της κοινωνίας που σέβεται τους νόμους, και ως κήρυκα των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού. (Εβραίους 4:12) Όλος ο αίνος ανήκει στον Ιεχωβά, ‘τον Πατέρα των οικτιρμών και Θεόν πάσης παρηγορίας’.—2 Κορινθίους 1:3.—Ζητήθηκε να μη δημοσιευτεί το όνομά του.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 18]
Μια νύχτα η εγκληματική μου σταδιοδρομία έφτασε στο αποκορύφωμά της μ’ ένα φόνο
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 19]
Ή πρέπει να εγκαταλείψω τη μελέτη της Γραφής ή να πάω να παραδοθώ
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]
Οι αστυνομικοί δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Δεν παραδίνονται πολλοί από μόνοι τους, και μάλιστα για φόνο!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 21]
Μας επέτρεψαν να πάμε από κελί σε κελί και να μοιράσουμε Βιβλικά φυλλάδια