Η Απόδρασή μου στην Αλήθεια
Όταν άρχισα να μελετάω την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ήμουν ένας κατάδικος που είχε δραπετεύσει. Σύντομα αντιμετώπισα την πρόκληση του πώς να πάψω να λέω ψέματα και να αρχίσω να λέω την αλήθεια.
ΗΤΑΝ Νοέμβριος του 1974 και βρισκόμουν ενώπιον του ανώτερου δικαστηρίου της Επαρχίας Πέντερ, της Βόρειας Καρολίνας στις Η.Π.Α. Οι κατηγορίες περιλάμβαναν ένοπλη ληστεία, επίθεση με φονικό όπλο και υπερβολική ταχύτητα, 145 χιλιόμετρα την ώρα σε κάποια περιοχή που το όριο ήταν 55 χιλιόμετρα την ώρα. Τον επόμενο μήνα, ενώ ήμουν μόλις 22 ετών, βρέθηκα ένοχος για όλες τις κατηγορίες και καταδικάστηκα σε 30ετή κάθειρξη στο Σωφρονιστικό Ίδρυμα της Βόρειας Καρολίνας.
Είχα μεγαλώσει στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι. Αν και ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός, εγώ πάντοτε δημιουργούσα προβλήματα στους γονείς μου. Βρέθηκα σε κρατητήρια, αναμορφωτήρια και κάποτε με έκλεισαν στο ίδιο αστυνομικό τμήμα που εργαζόταν ο πατέρας μου. Ποτέ δεν θα ξεχάσω το ξύλο που μου έδωσε εκείνο το βράδυ! Ήταν αρκετό για να κάνει σχεδόν οποιονδήποτε άλλον έφηβο να αλλάξει την πορεία του—αλλά όχι εμένα.
Το έσκασα από το σπίτι, περνώντας τα βράδια με κάποιο φίλο ή μένοντας στο δρόμο. Τελικά κατέληξα και πάλι στη φυλακή. Παρά τη θέληση του πατέρα μου, η μαμά μου με έβγαλε από τη φυλακή. Οι γονείς μου, που είχαν άλλα πέντε παιδιά, αποφάσισαν ότι ίσως ο στρατός ήταν ό,τι χρειαζόμουν.
Κατατάχτηκα στο στρατό, και τα διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα πραγματικά άλλαξαν τη συμπεριφορά μου για λίγο. Αλλά κατόπιν εθίστηκα στα ναρκωτικά, και έγινα ηρωινομανής. Υπηρετούσα στο Φορτ Μπραγκ, στη Βόρεια Καρολίνα, και σύντομα οι φίλοι μου και εγώ πηγαίναμε από χωριό σε χωριό κλέβοντας ό,τι χρειαζόμασταν για να συντηρήσουμε τη συνήθειά μας. Οι ειδήσεις για τις ληστείες μας αναφέρονταν στις εφημερίδες και στην τηλεόραση.
Σύντομα οι αρχές με συνέλαβαν και μου επέβαλαν την 30ετή ποινή που ανέφερα στην αρχή. Στη φυλακή αντιδρούσα στους κανόνες και στους κανονισμούς επί χρόνια, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι απλώς έβλαπτα τον εαυτό μου. Έτσι προσπάθησα να υπακούω στους κανόνες ελπίζοντας να πετύχω τη μεταφορά μου σε φυλακές ελάχιστης επιτήρησης και να αποφυλακιστώ υπό όρους.
Έπειτα από δέκα χρόνια στη φυλακή, κατάφερα να έχω την ελάχιστη επιτήρηση και λίγο αργότερα με περιέλαβαν στο πρόγραμμα εξωτερικής εργασίας. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσα να βγαίνω από τη φυλακή το πρωί και να επιστρέφω το απόγευμα μόνος μου. Κάποια μέρα δεν επέστρεψα αμέσως μετά την εργασία και με έβγαλαν από το πρόγραμμα. Ωστόσο, μου επέτρεπαν ακόμη να βρίσκομαι υπό την ελάχιστη επιτήρηση.
Αφού είχα περάσει σχεδόν 11 χρόνια στη φυλακή, οι πιθανότητες να αποφυλακιστώ υπό όρους δεν φαίνονταν και πολύ ενθαρρυντικές. Ένα ζεστό πρωινό του Αυγούστου του 1985, ενώ βρισκόμουν έξω από τη φυλακή, παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να αποδράσω—να το σκάσω χωρίς να με αντιληφτούν. Πήγα στο σπίτι ενός φίλου που είχε μείνει κάποιο διάστημα μαζί μου στη φυλακή. Αφού ξεκουράστηκα το βράδυ και άλλαξα ρούχα, αυτός με πήγε με το αυτοκίνητο στην Ουάσινγκτον, D.C., απόσταση περίπου 400 χιλιομέτρων.
Αποφάσισα να μην επιστρέψω ποτέ στη φυλακή, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να αποφύγω κάθε περαιτέρω εγκληματική δράση. Αρχικά δεν είχα μόνιμη εργασία, απασχολούμουν όπου έβρισκα δουλειά. Κατόπιν βρήκα μια εργασία σε κάποια ηλεκτρική εταιρία. Με τον καιρό, κατάφερα να πάρω πιστοποιητικό γέννησης με διαφορετικό όνομα—Ντέρικ Ματζέτ. Το όνομα, ο τόπος γέννησης, το παρελθόν, η οικογένειά μου—όλα όσα με αφορούσαν ήταν τώρα ψέματα. Αισθανόμουν ότι ήμουν ασφαλής εφόσον κανείς δεν το γνώριζε αυτό. Έζησα έτσι τρία χρόνια στην Ουάσινγκτον, D.C., και στα περίχωρά της.
Συναντώ τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
Κάποιο απόγευμα, δυο καλοντυμένοι νεαροί ήρθαν στο διαμέρισμά μου. Μου μίλησαν για την Αγία Γραφή, άφησαν ένα βιβλίο και υποσχέθηκαν να ξαναπεράσουν. Ωστόσο, εγώ μετακόμισα σε άλλο διαμέρισμα και δεν τους ξαναείδα ποτέ. Κατόπιν, ένα πρωί προτού πάω στη δουλειά, σταμάτησα κάπου για καφέ και συνάντησα δυο γυναίκες που με ρώτησαν αν θα με ενδιέφερε να διαβάσω το περιοδικό Η Σκοπιά. Πήρα ένα περιοδικό, και από τότε κάθε πρωί αυτές οι γυναίκες με συναντούσαν και μου μιλούσαν για την Αγία Γραφή.
Αν και οι συζητήσεις ήταν πάντοτε σύντομες, το ενδιαφέρον μου για τα όσα έλεγαν εκείνες οι γυναίκες μεγάλωσε και έφτασε ως το σημείο να περιμένω κάθε πρωί για να δω αυτές τις γυναίκες, τη Σίνθια και τη Ζανέτ. Με τον καιρό γνώρισα και άλλους Μάρτυρες του Ιεχωβά που κήρυτταν νωρίς το πρωί. Με προσκάλεσαν να παρακολουθήσω μια συνάθροιση στην Αίθουσα Βασιλείας. Φοβόμουν, αλλά δέχτηκα.
Καθώς καθόμουν και άκουγα την ομιλία εκείνο το απόγευμα, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα εδάφια να εξηγούνται με τόσο κατανοητό τρόπο. Έμεινα για τη μελέτη της Αγίας Γραφής που γινόταν με τη βοήθεια του περιοδικού Η Σκοπιά και διαπίστωσα ότι μπορούσα να συμμετέχω δίνοντας απαντήσεις. Έκανα το πρώτο μου σχόλιο, και μετά τη συνάθροιση συμφώνησα να αρχίσω Γραφική μελέτη με κάποιον από τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας.
Σύντομα σημείωσα πρόοδο στη γνώση της Αγίας Γραφής. Μάλιστα, το πιο σημαντικό ήταν ότι εκτιμούσα τις αλήθειες που μάθαινα. Τώρα δεν με ικανοποιούσε πια η ζωή μου. Άρχισα να αισθάνομαι ενοχές για τα ψέματα που έλεγα σε αυτούς τους ανθρώπους που τώρα ήταν φίλοι μου. Συνέχισα να μελετώ, νομίζοντας ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα εφόσον κανείς δεν ήξερε την αλήθεια για εμένα. Αλλά τότε αυτός που με δίδασκε από την Αγία Γραφή άρχισε να μιλάει για τη συμμετοχή στη διακονία από σπίτι σε σπίτι.
Περίπου εκείνον τον καιρό συνέβη κάτι που μου έδειξε ότι ήταν αδύνατον να συμμετάσχω στη διακονία, ή σε κάποια παρόμοια δραστηριότητα, αν δεν έκανα κάτι για την κατάστασή μου. Έβαζα βενζίνη στο αυτοκίνητό μου όταν κάποιος με πλησίασε από πίσω και έπιασε σφιχτά τα χέρια μου πίσω στην πλάτη μου. Με κυρίεψε ο φόβος! Νόμισα ότι οι αρχές τελικά με είχαν ανακαλύψει. Πόσο ανακουφίστηκα όταν αποδείχτηκε ότι ήταν ένας πρώην φίλος μου από τη φυλακή! Μη ξέροντας ότι είχα δραπετεύσει, συνέχισε να με φωνάζει με το πραγματικό μου όνομα και να κάνει πολλές ερωτήσεις.
Από τη μέρα που είχα δραπετεύσει, ποτέ άλλοτε δεν είχα τρομάξει τόσο πολύ. Αλλά τότε αυτό με έκανε να σκεφτώ σοβαρά. Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμουν στη διακονία από σπίτι σε σπίτι και στην πόρτα έβγαινε κάποιος που ήξερε την πραγματική μου ταυτότητα. Πώς θα μπορούσα να βγω στην υπηρεσία του Ιεχωβά και να μιλάω για την αλήθεια ενώ ζούσα μέσα σε ένα ψέμα; Τι έπρεπε να κάνω; Να συνεχίσω να μελετώ και να ζω μέσα σε ένα ψέμα ή να σταματήσω τη μελέτη και να μετακομίσω; Η κατάσταση ήταν τόσο μπερδεμένη που έπρεπε να φύγω για λίγο και να σκεφτώ.
Παίρνω μια Απόφαση
Έκανα ένα ταξίδι. Το μακρινό, ήσυχο ταξίδι με το αυτοκίνητο ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν για να χαλαρώσω, να σκεφτώ και να ζητήσω από τον Ιεχωβά να με βοηθήσει να αποφασίσω τι να κάνω. Τελικά, στο δρόμο της επιστροφής προς την Ουάσινγκτον, D.C., πήρα την απόφασή μου—να σταματήσω τα ψέματα και απλώς να πω την αλήθεια. Αλλά αυτό δεν ήταν και τόσο εύκολο. Επειδή είχα γνωρίσει τη Σίνθια αρκετά καλά, της αποκάλυψα την αλήθεια. Αυτή μου είπε καθαρά ότι έπρεπε να τακτοποιήσω τα πράγματα ενώπιον του Ιεχωβά. Μου πρότεινε να μιλήσω στους πρεσβυτέρους της εκκλησίας.
Ήξερα ότι είχε δίκιο, και συμφώνησα. Αλλά επειδή δεν ήμουν βέβαιος για το τι έπρεπε να κάνω από νομικής πλευράς, τηλεφώνησα σε έναν τοπικό δικηγόρο και εξήγησα την κατάστασή μου. Αυτός με συμβούλεψε να έρθω σε επαφή με ένα δικηγόρο στη Βόρεια Καρολίνα, εφόσον εκείνος θα ήξερε τις διαδικασίες για τη συγκεκριμένη πολιτεία. Έτσι ταξίδεψα νότια για να βρω πληροφορίες σχετικά με κάποιο δικηγόρο.
Όταν έφτασα στο Ράλεϊ της Βόρειας Καρολίνας, πήγα με το αυτοκίνητο ως τη φυλακή, η οποία βρίσκεται σε έναν κεντρικό δρόμο. Σταμάτησα, και απλώς στάθηκα και κοίταζα τον ψηλό φράχτη με το αγκαθωτό συρματόπλεγμα, τους οπλισμένους φρουρούς στις σκοπιές και τους φυλακισμένους που έκαναν γύρους μέσα από το φράχτη. Ήμουν φυλακισμένος έτσι επί 11 ατελείωτα χρόνια! Αυτή δεν ήταν εύκολη απόφαση.
Παρ’ όλα αυτά, άνοιξα έναν τηλεφωνικό κατάλογο και διάλεξα κάποιο δικηγόρο. Τηλεφώνησα και του έδωσα τα ίδια στοιχεία που είχα δώσει στον πρώτο δικηγόρο στον οποίο μίλησα. Αυτός δεν έκανε πολλές ερωτήσεις. Απλώς μου είπε ποια ήταν η αμοιβή του και ότι μόλις ήμουν έτοιμος θα έπρεπε να του τηλεφωνήσω και εκείνος θα κανόνιζε μια συνάντηση. Όταν επέστρεψα στην Ουάσινγκτον, D.C., πήγα κατευθείαν σε αυτόν που με δίδασκε από την Αγία Γραφή.
Αυτός, η σύζυγός του και η κόρη τους ήταν για εμένα σαν οικογένεια. Έτσι, τη νύχτα που πήγα στο σπίτι τους, πέρασε ώρα προτού μπορέσω να αρθρώσω λέξη. Αλλά όταν μίλησα, αισθάνθηκα ανακούφιση. Αυτοί, το λιγότερο που μπορώ να πω, έμειναν άναυδοι. Ωστόσο, όταν συνήλθαν από το σοκ, ήταν πολύ συμπονετικοί και μου συμπαραστάθηκαν.
Το επόμενο πράγμα που έπρεπε να κάνω ήταν να βρω χρήματα για την αμοιβή του δικηγόρου και να αποφασίσω πότε θα παραδοθώ στις αρχές. Διάλεξα την 1η Μαρτίου 1989, που απείχε λίγες μόνο εβδομάδες. Ήθελα να παραιτηθώ από την εργασία μου και να απολαύσω τις τελευταίες μέρες της ελευθερίας μου, αλλά δεν μπορούσα επειδή χρειαζόμουν χρήματα για να πληρώσω το δικηγόρο.
Μου φαινόταν ειρωνικό το ότι είχα δραπετεύσει από τη φυλακή και τώρα μάζευα χρήματα για να επιστρέψω εκεί. Μερικές φορές πέρασε από το νου μου η σκέψη να τα ξεχάσω όλα και να φύγω. Αλλά πολύ σύντομα, έφτασε η 1η Μαρτίου. Αυτός που με δίδασκε από την Αγία Γραφή και κάποιος άλλος με τον οποίο μελετούσε με συνόδεψαν στο Ράλεϊ. Πήγαμε στο γραφείο του δικηγόρου και συζητήσαμε τις κατηγορίες για τις οποίες είχα σταλεί στη φυλακή, το ύψος της ποινής μου και το γιατί ήμουν πρόθυμος να παραδοθώ. Ο δικηγόρος στη συνέχεια τηλεφώνησε στο γραφείο του ειρηνοδίκη για να μάθει πού θα έπρεπε να πάω. Έμαθε ότι ο ειρηνοδίκης μπορούσε να με πάει αμέσως πίσω στη φυλακή.
Δεν είχα προγραμματίσει να επιστρέψω τόσο σύντομα. Νόμιζα ότι απλώς θα συζητούσαμε με το δικηγόρο και ότι θα παραδινόμουν την επομένη. Αλλά τώρα, αφού είχα πάρει την απόφαση, οι τέσσερίς μας πήγαμε ήσυχα με το αυτοκίνητο στη φυλακή. Θυμάμαι που σκεφτόμουν: ‘Συμβαίνει πράγματι αυτό;’ Το επόμενο πράγμα που κατάλαβα ήταν ότι βρεθήκαμε στις μπροστινές πύλες και άκουγα το δικηγόρο να εξηγεί στο φρουρό ποιος ήμουν.
Πίσω στη Φυλακή
Όταν άνοιξαν οι πύλες, ήξερα ότι ήταν ώρα να πω αντίο. Χαιρέτησα το δικηγόρο μου δια χειραψίας. Κατόπιν, αυτός που μου έκανε μελέτη, ο άλλος σπουδαστής και εγώ αγκαλιαστήκαμε. Όταν έφτασα στην άλλη πλευρά της πύλης, μου φόρεσαν χειροπέδες και με συνόδεψαν σε ένα μέρος όπου πήραν τα προσωπικά μου ρούχα και μου έδωσαν μια στολή της φυλακής. Πήρα τον αριθμό φυλακισμένου 21052-OS, τον ίδιο που είχα και προηγουμένως.
Η φυλακή ήταν ελάχιστης ασφάλειας, έτσι μέσα σε μια ώρα με μετέφεραν σε μια άλλη μέγιστης ασφάλειας. Μου επέτρεψαν να κρατήσω μόνο την Αγία Γραφή μου και το βιβλίο Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη. Βρέθηκα ανάμεσα σε φυλακισμένους στα πρόσωπα των οποίων αναγνώριζα άντρες που είχα γνωρίσει στο διάβα των ετών. Αυτοί υπέθεσαν ότι με είχαν συλλάβει, αλλά όταν τους εξήγησα ότι είχα επιστρέψει από μόνος μου επειδή ήθελα να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά, όλοι είπαν ότι αυτό ήταν το πιο ανόητο πράγμα που είχαν ακούσει ποτέ.
Ένα από τα τελευταία πράγματα που μου είχε πει ο δάσκαλός μου ήταν το εξής: «Ποτέ μην πάψεις να μελετάς». Έτσι, αφιέρωνα πολύ από το χρόνο μου στην ανάγνωση της Αγίας Γραφής, του βιβλίου μου Ζείτε για Πάντα και στο γράψιμο επιστολών σε φίλους που ήξεραν τι μου είχε συμβεί. Μεταξύ των Μαρτύρων στους οποίους έγραψα ήταν ο Ζερόμ και η σύζυγός του, η Αρλίν. Η επιστολή μου ήταν σύντομη, μόνο λίγα λόγια ευχαριστίας και εκφράσεις τού πώς αισθανόμουν για τον καιρό που πέρασα με τη συντροφιά των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Σύντομα ο Ζερόμ επικοινώνησε μαζί μου ζητώντας την άδεια να χρησιμοποιήσει την επιστολή μου σε μια ομιλία που επρόκειτο να εκφωνήσει σε κάποια συνέλευση περιοχής των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Συμφώνησα αλλά δεν είχα ιδέα τού ποια επρόκειτο να είναι τα αποτελέσματα. Μόνο λίγοι Μάρτυρες γνώριζαν το παρελθόν μου. Έτσι, τι έκπληξη ήταν για πολλούς όταν, αφού ο Ζερόμ διάβασε την επιστολή μου και ανακοίνωσε το πραγματικό μου όνομα, Μπράιαν Ε. Γκάρνερ, είπε: «Κατά κόσμον, Ντέρικ Ματζέτ!» Κατόπιν ήρθε η δική μου σειρά να εκπλαγώ. Άρχισαν να καταφτάνουν επιστολές ενθάρρυνσης από αδελφούς και αδελφές—όχι μόνο από εκείνους που βρίσκονταν στην Εκκλησία Πέτγουορθ όπου είχα παρακολουθήσει συναθροίσεις αλλά επίσης από άτομα από άλλες εκκλησίες.
Σύντομα με μετέφεραν από την Κεντρική Φυλακή σε μια φυλακή μέσης επιτήρησης στο Λίλινγκτον της Βόρειας Καρολίνας. Μόλις εγκαταστάθηκα εκεί, ζήτησα πληροφορίες για θρησκευτικές υπηρεσίες. Χάρηκα πολύ που έμαθα ότι κάθε Τετάρτη βράδυ διεξάγονταν συναθροίσεις από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά στις αίθουσες διδασκαλίας της φυλακής. Ποτέ δεν θα ξεχάσω την αγάπη που μου έδειξαν, την υποστήριξη που μου έδωσαν και τις προσπάθειες που κατέβαλαν για να βοηθηθώ, όχι μόνο εγώ, αλλά οποιοσδήποτε ήθελε να μάθει τις Βιβλικές αλήθειες σε εκείνη τη φυλακή. Μόλις έμαθε ότι είχα μελετήσει στο παρελθόν, ένας από τους πρεσβυτέρους που διεξήγαν συναθροίσεις στη φυλακή αμέσως συνέχισε να μελετάει μαζί μου από το σημείο στο οποίο είχα σταματήσει.
Εξέταση για Αποφυλάκιση υπό Όρους
Πέρασαν αρκετοί μήνες, και κατόπιν ήρθε η είδηση ότι επρόκειτο να συναντηθώ με την επιτροπή αποφυλάκισης. Αν και είχα δραπετεύσει και είχα μόλις πρόσφατα επιστρέψει, ο νόμος απαιτούσε να φερθώ ενώπιον της επιτροπής αποφυλάκισης για να με εξετάσουν ή τουλάχιστον να με ειδοποιήσουν ότι είχε εξεταστεί η περίπτωσή μου. Έγραψα στους φίλους μου ότι υπήρχε περίπτωση να αποφυλακιστώ υπό όρους. Και πάλι άρχισαν να καταφτάνουν επιστολές, όχι προς εμένα, αλλά προς την επιτροπή αποφυλάκισης.
Τον Οκτώβριο του 1989, με ειδοποίησε η επιτροπή αποφυλάκισης ότι επρόκειτο να ανασκοπήσουν την περίπτωσή μου. Εγώ ήμουν αναστατωμένος. Αλλά τη μέρα που θα έρχονταν τα μέλη της επιτροπής, δεν φάνηκε κανείς. Ούτε υπήρξε κάποια είδηση για το πότε θα έρχονταν. Ήμουν πολύ απογοητευμένος αλλά δεν σταμάτησα να προσεύχομαι στον Ιεχωβά. Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 8 Νοεμβρίου, πληροφόρησαν δυο άλλους άντρες και εμένα ότι τα μέλη της επιτροπής αποφυλάκισης βρίσκονταν στη φυλακή και ότι θα καλούσαν εμένα πρώτο.
Όταν μπήκα στο γραφείο, πρόσεξα δυο μεγάλους φακέλους γεμάτους χαρτιά. Ο ένας ήταν το ποινικό μου μητρώο που αναγόταν στο 1974. Δεν ήμουν βέβαιος για το τι περιείχε ο άλλος. Αφού συζήτησαν μαζί μου μερικά από τα πράγματα που αφορούσαν την υπόθεσή μου, ένα μέλος της επιτροπής αποφυλάκισης άνοιξε τον άλλο φάκελο. Μέσα εκεί βρίσκονταν δεκάδες επιστολές που είχαν γραφτεί για χάρη μου. Η επιτροπή ήθελε να μάθει πώς κατάφερα να γνωρίσω τόσο πολλούς ανθρώπους από τότε που είχα δραπετεύσει από τη φυλακή. Έτσι σύντομα τους αφηγήθηκα την εμπειρία μου με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Κατόπιν μου ζήτησαν να βγω από το γραφείο.
Ελευθερία και Νέα Ζωή
Όταν με ξαναφώναξαν, μου είπαν ότι η επιτροπή είχε ψηφίσει υπέρ της «Άμεσης Αποφυλάκισης Υπό Όρους». Πετούσα από τη χαρά μου. Έπειτα από μόλις εννιά μήνες στη φυλακή, επρόκειτο να αφεθώ ελεύθερος! Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να διεκπεραιωθούν τα σχετικά χαρτιά, έτσι, στις 22 Νοεμβρίου 1989, βγήκα περπατώντας—αυτή τη φορά δεν χρειαζόταν να τρέξω—από τη φυλακή.
Στις 27 Οκτωβρίου 1990, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την αποφυλάκισή μου, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά Θεό με το βάφτισμα. Τώρα υπηρετώ με χαρά τον Ιεχωβά στην Ουάσινγκτον, D.C., ως διακονικός υπηρέτης. Στις 27 Ιουνίου 1992, η Σίνθια Άνταμς και εγώ ενωθήκαμε με τα δεσμά του γάμου.
Ευχαριστώ τον Ιεχωβά, τη σύζυγό μου και την οικογένειά της, και όλους τους αδελφούς και τις αδελφές που με βοήθησαν να γίνω μέρος μιας τόσο στοργικής παγκόσμιας οργάνωσης.—Όπως το αφηγήθηκε ο Μπράιαν Ε. Γκάρνερ.
[Εικόνα στη σελίδα 13]
Η φυλακή στην οποία πέρασα 11 ατελείωτα χρόνια
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Με τη σύζυγό μου, Σίνθια