Έντεκα Χρόνια για να Βρω τον Αληθινό Θησαυρό
ΒΗΡΥΤΟΣ, Λίβανος. Η πόλη αυτή είναι γνωστή στους περισσότερους ανθρώπους εξαιτίας των τίτλων των ειδήσεων σαν μια πόλη που έχει σχιστεί στα δύο από τον εμφύλιο πόλεμο. Αλλά για μένα είναι η πατρίδα μου. Όμως τον καιρό που οι συμπατριώτες μου τρώγονταν από το μίσος και στην πατρίδα μου ξεσπούσε ο πόλεμος, εγώ αντικατέστησα το μίσος μου με μια ειρήνη που είναι πιο πολύτιμη από κάθε άλλο θησαυρό πάνω στη γη. Θα σας διηγηθώ πώς συνέβη αυτό.
Ήμουν το πιο μικρό από εφτά παιδιά που γεννήθηκαν στη Βηρυτό από Άραβες γονείς το 1949. Σαν παιδί ήθελα πάρα πολύ να βρίσκομαι κοντά στο Θεό. Αλλά κανείς από την οικογένειά μου δεν ήταν πολύ θρήσκος, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζονταν πως ήταν Χριστιανοί. Σπάνια, αν ποτέ, πήγαινε κανείς στην εκκλησία. Έτσι πήγαινα μόνος μου.
Όταν γονάτιζα για να προσευχηθώ μπροστά από τις εικόνες του Ιησού ή της Παρθένας Μαρίας, συχνά ξεσπούσα σε δάκρια. Προσευχόμουν να γνωρίσω την αλήθεια. Κάθε φορά που περνούσα από εκκλησία έκανα το σημείο του σταυρού. Ήθελα να ευχαριστώ το Θεό, και όταν μεγάλωσα πιο πολύ αισθάνθηκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να το κάνω αυτό ήταν να γίνω ιερέας.
Το 1962, όταν ήμουν 13 ετών, η μητέρα μου με συνόδευσε για να κάνω αίτηση να γίνω ιερέας. Μέσα στο κεντρικό κτίριο της διοίκησης της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας στη Βηρυτό, ανεβήκαμε τα σκαλοπάτια για το γραφείο του πατριάρχη. Όταν του είπα ότι ήθελα να γίνω ιερέας, απλά ρώτησε: «Έχεις καλή φωνή;» «Ναι», απάντησα. Και όταν είδε ότι είχα, είπε: «Σε δεχόμαστε». Πόσο ευτυχισμένος ήμουν! Αισθανόμουν σαν να είχα κερδίσει ένα θησαυρό—να υπηρετήσω το Θεό σαν ιερέας!
Ένας Αληθινός Θησαυρός;
Καθώς φεύγαμε, μια γυναίκα που εργαζόταν εκεί στα κεντρικά γραφεία της εκκλησίας είπε κάτι που με τάραξε. «Μη γίνεις ιερέας», με παρότρυνε. «Οι αμαρτίες σου θα γίνουν μεγαλύτερες». Τι εννοούσε; Δεν καταλάβαινα. Αλλά στα επόμενα τρία χρόνια της εκπαίδευσής μου για να γίνω ιερέας, ξαναθυμήθηκα τα λόγια της συχνά, με κατανόηση. Γιατί; Εξαιτίας των όσων παρατηρούσα.
Οι ιερείς στο Λίβανο ανακατεύονταν στην πολιτική, υποστηρίζοντας ένα κόμμα και αντιτιθέμενοι σε ένα άλλο κόμμα. Γνώριζα έναν ιερέα ο οποίος μετέφερε ένα ρεβόλβερ κρυμμένο κάτω από τα ράσα του. Μου φαινόταν εσφαλμένο να είναι τόσο πρόθυμοι οι ιερείς να συμμετέχουν στη μάχη και στον πόλεμο. Αναρωτιόμουν, ‘Θα το έκανε αυτό ο Χριστός ή οι απόστολοί του;’
Επίσης, οι ιερείς ήταν άπληστοι για χρήματα. Τους είδα να μαλώνουν πάνω από τα χρήματα των συνεισφορών, βρίζοντας ο ένας τον άλλο. «Θέλω τόσα», έλεγαν. Και τους έβλεπα μαζί με τις φιλενάδες τους. Κάθε φορά που ένας ορισμένος ιερέας έλεγε τη λειτουργία, ερχόταν η φιλενάδα του. Πολλοί γνώριζαν ότι αυτά που έκαναν ήταν αμαρτωλά. Όταν, λοιπόν, είδα τη φιλενάδα του να έρχεται και να σπρώχνει μια ηλικιωμένη γυναίκα για να πάρει μια καλύτερη θέση κοντά στον ιερέα, άρχισα να μισώ τον ιερέα. Όμως ακόμη νόμιζα ότι η εκκλησία ήταν σωστή, ότι μόνο οι ιερείς ήταν κακοί.
Μετά από τρία χρόνια σταμάτησα να ετοιμάζομαι να γίνω ιερέας, ωστόσο συνέχισα να είμαι πολύ δραστήριος στην εκκλησία, παρακολουθώντας τακτικά τη λειτουργία και ψέλνοντας στη χορωδία. Οι στόχοι μου είχαν αλλάξει. Τώρα το κύριο ενδιαφέρον μου στρεφόταν γύρω από τα σπορ, ιδιαίτερα το μπάσκετ μπωλ. Επιπρόσθετα, στη διάρκεια των σχολικών διακοπών εργαζόμουν στο εργοστάσιο του μεγαλύτερου αδελφού μου, μαθαίνοντας το επάγγελμά του. Επειδή ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ήταν σαν πατέρας μου—ο πατέρας μας είχε πεθάνει.
Συνάντηση με τους Μάρτυρες
Η εκκλησιαστική ομάδα στην οποία ανήκα ήταν φοβερά αντιεβραίικη. Επίσης μας δίδασκαν να μισούμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μας έλεγαν ότι ήταν Σιωνιστές, ότι ήταν ενάντια στο Χριστό. Βέβαια, χρησιμοποιούσαν το όνομα του Χριστού, αλλά αυτό, νόμιζα, ήταν μονάχα το προσωπείο. Αν απλώς ανέφερε κανείς τη λέξη «Ιεχωβά», θύμωνα, έτοιμος να λογομαχήσω. Οργανώναμε νεαρούς να ακολουθούν τους Μάρτυρες στα σπίτια να τους παρενοχλούν και να τους επιτίθενται με μπαστούνια και πέτρες.
Μια μέρα αφού τέλειωσα το μπάσκετ μπωλ επισκεπτόμουν την αδελφή μου, και για πρώτη φορά συνάντησα προσωπικά τους Μάρτυρες όταν έκαναν επίσκεψη στο σπίτι της. Οι Άραβες έχουν το έθιμο να είναι φιλόξενοι στους ανθρώπους που έρχονται στο σπίτι τους, το ίδιο κι εγώ. Όταν έκαναν ερωτήματα που δεν μπορούσα να απαντήσω, είπα, «Ελάτε την επόμενη εβδομάδα και θα φέρω τον ιερέα».
Την επόμενη εβδομάδα συναντηθήκαμε. Μπόρεσα να δω ότι ο ιερέας δε γνώριζε τη Βίβλο—δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Όταν οι Μάρτυρες του έδειξαν ότι δεν πρέπει να αποκαλούμε κανέναν πνευματικό ηγέτη «πατέρα», απλά είπε, ‘Εντάξει τότε, μη με λέτε πατέρα’. (Ματθαίος 23:9) Παρά το γεγονός ότι δε γνώριζε τη Βίβλο, για μένα εξακολουθούσε να είναι ο ιερέας μου. Κι έτσι είπα στους Μάρτυρες: «Να μην ξανάρθετε ποτέ. Θα σας σπάσω τα πόδια αν θα ξανάρθετε». Και το εννοούσα αυτό.
Αποκτώντας Αθλητική Φήμη
Στο μεταξύ, είχα ψηλώσει αρκετά, είχα ξεπεράσει το 1,80, αρκετά ψηλός για Άραβας. Και το μπάσκετ μπωλ απορρόφησε όλη μου τη ζωή· επί χρόνια ασκούμουν επί πέντε ώρες τη μέρα. Ήμουν αποφασισμένος να γίνω ο καλύτερος και μέχρι το 1971 είχα γίνει γνωστός σ’ όλη τη χώρα για την ικανότητά μου. Το έτος εκείνο με επέλεξαν για την εθνική ομάδα που εκπροσώπησε το Λίβανο σε διεθνείς αγώνες στη Σαουδική Αραβία.
Το επόμενο έτος απέκτησα μεγαλύτερη αναγνώριση, ορίστηκα αρχηγός μιας σχολικής ομάδας που απαρτιζόταν από τους καλύτερους παίκτες σε όλο το Λίβανο. Έπαιζα στην άμυνα και ήμουν πλέημέηκερ της ομάδας. Πήγαμε στο Ιράκ για μια τουρνουά όλων των Αραβικών χωρών και σχεδόν κερδίσαμε. Ήρθαμε δεύτεροι στο Ιράκ. Το 1973 επιλέχτηκα μέλος της καλύτερης ομάδας του Λιβάνου.
Είχα πετύχει το στόχο μου να γίνω ένας από τους καλύτερους στο μπάσκετ μπωλ, τουλάχιστον στο Λίβανο. Ο κόσμος με αναγνώριζε. Ήμουν φημισμένος. Τα κορίτσια με τριγύριζαν. Αλλά τα πράγματα αυτά δε μου έφερναν την αληθινή ευτυχία που νόμιζα ότι θα έπρεπε να μου φέρουν. Ο θησαυρός δεν ήταν γνήσιος.
Συνάντηση και Πάλι με τους Μάρτυρες
Στις αρχές του 1973 ένας καλός μου φίλος, ένας συμπαίκτης στην ομάδα του μπάσκετ, άρχισε να μελετάει τη Βίβλο με τους Μάρτυρες. Όταν το έμαθα αυτό, αμέσως πήγα σ’ αυτόν, και του είπα: «Σάμυ, οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι καλοί. Μην ανακατευτείς μαζί τους». Και στο θυμό μου έβρισα το όνομα του Ιεχωβά.
«Όχι! Όχι! Τζόζεφ, μην το λες αυτό το πράγμα», μου είπε. «Να μιλήσεις με τους Μάρτυρες».
«Εντάξει», είπα, «αλλά αν μπορέσω να σου δείξω ότι αυτοί δεν έχουν την αλήθεια της Βίβλου, θα σταματήσεις να μελετάς μαζί τους;»
«Εντάξει. Αλλά αν αποδειχτεί ότι έχουν την αλήθεια», μου αντέτεινε, «θα γίνεις Μάρτυρας του Ιεχωβά;»
Συμφώνησα.
Πέντε από μας ήμαστε καλοί φίλοι. Ειδοποίησα τους άλλους τρεις και μαζί τους πήγαμε στον ιερέα μας. «Παρακαλούμε να έρθεις μαζί μας για να μιλήσουμε με τους Μάρτυρες», του ζητήσαμε. Αλλά εκείνος δεν ερχόταν. Έτσι οι φίλοι μου είπαν. «Αν ο ιερέας δεν έρχεται ούτε και εμείς πάμε». Αλλά είχα υποσχεθεί στο Σάμυ, και δεν μπορούσα να πάρω πίσω το λόγο μου.
Στη συμφωνημένη ώρα γύρω στους 12 Μάρτυρες συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Σάμυ. Ήταν πολύ φιλικοί, αλλά εγώ δεν ήθελα να είμαι φιλικός. «Ας αρχίσουμε τη συζήτηση», ζήτησα. Έτσι οι Μάρτυρες κάνοντας το πρώτο βήμα με προσκάλεσαν να αρχίσω. «Ο Ελ, ο θεός των Συρίων, είναι ο αληθινός Θεός», είπα, «ο Ιεχωβά είναι ο Θεός του Ισραήλ και είναι δολοφόνος».
Οι Μάρτυρες δεν επιχειρηματολόγησαν, αλλά απλά ρώτησαν: «Πιστεύεις σ’ ολόκληρη τη Βίβλο;»
«Ναι», απάντησα.
Έτσι μου ζήτησαν να ανοίξω στον Ψαλμό 83:18. Όταν άνοιξα τη Βίβλο εκεί, έμεινα άναυδος. Ήταν σαν κάποιος να με είχε χτυπήσει με τη γροθιά του. Ποτέ δεν είχα δει το όνομα «Ιεχωβά» στην Αγία Γραφή. Εκεί έλεγε: ‘Εκείνος του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά είναι ο ύψιστος πάνω σ’ όλη τη γη’. Είχα συχνά βλαστημήσει το όνομα αυτό!
Ο Μάρτυρας μού είπε να ανοίξω σε κάποιο άλλο εδάφιο (το όνομα του Θεού, Ιεχωβά, εμφανίζεται γύρω στις 20 φορές στην Αραβική Βίβλο). Αλλά είπα, «Όχι, αν δεν πιστεύω σ’ αυτό το εδάφιο δεν πιστεύω σε όλη τη Βίβλο. Ένα εδάφιο είναι αρκετό».
«Εντάξει, θέλω να συζητήσω παραπέρα», προσφέρθηκα. «Αλλά έχω κάτι να σας πω. Αν εσείς είστε αληθινά οι μαθητές του Ιησού Χριστού—οι αληθινοί μαθητές—θα γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αλλά αν όχι, αν είστε Σιωνιστές, θα σας σκοτώσω όλους».
«Έξοχα», ήταν η απάντηση. «Αν ανακαλύψεις ότι είμαστε Σιωνιστές, τότε σκότωσέ μας».
Από τη μέρα εκείνη άρχισα να διαβάζω τη Βίβλο, κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ πριν. Μέσα σε τρεις μήνες την είχα διαβάσει όλη, και επίσης άρχισα να μελετώ το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή με τους Μάρτυρες. Η γνώση του Θεού και της Βασιλείας του έγιναν κάτι το πολύτιμο για μένα. Όπως είπε ο Ιησούς: «Ομοία είναι η βασιλεία των ουρανών με θησαυρόν κεκρυμμένον εν τω αγρώ, τον οποίον ευρών άνθρωπος έκρυψε, και από της χαράς αυτού υπάγει και πωλεί πάντα όσα έχει και αγοράζει τον αγρόν εκείνον». (Ματθαίος 13:44) Ήθελα να μαθαίνω σχετικά με αυτήν—σχετικά με το πώς θα μπορούσα να γίνω ένας από τους γήινους υπηκόους της. Αλλά δε βρήκα ότι ήταν εύκολο να βάζω τη Βασιλεία πάνω από καθετί άλλο.
Πουλώντας τα Πάντα για το Θησαυρό
Ήμουν διχασμένος. Εξακολουθούσα να αγαπάω το μπάσκετ μπωλ. Και πολλές φίλες μού τηλεφωνούσαν και ήθελαν τη συντροφιά μου. Το να βγαίνω έξω και ‘να περνάω όμορφα’ είχε μια τρομακτική έλξη πάνω μου. Επίσης η οικογένειά μου με ενθάρρυνε στον ανήθικο αυτό τρόπο ζωής, μια και όλοι τους εναντιώνονταν στη συναναστροφή μου με τους Μάρτυρες. Το να εγκαταλείψω τα πάντα για το θησαυρό σήμαινε πάρα πολλά για μένα· σταμάτησα τη Γραφική μου μελέτη.
Περίπου τον καιρό εκείνο ο αδελφός μου είχε μερικά μεγάλα χρέη από χαρτοπαιξία, και άφησα το πανεπιστήμιο για να εργαστώ κοντά του συνεχώς έτσι ώστε να τον βοηθήσω να σώσει το εργοστάσιό του. Οι Μάρτυρες συνέχισαν να με επισκέπτονται προσπαθώντας να οικοδομήσουν την εκτίμησή μου—αλλά χωρίς επιτυχία. Μετά από έξι μήνες περίπου αναρωτήθηκα: ‘Τζόζεφ πού πηγαίνεις; Ξέρεις ότι οι Μάρτυρες έχουν την αλήθεια’.
Αλλά χρειαζόταν να κάνω αλλαγές. Μπορούσα να τις κάνω; Για να δείξω την αποφασιστικότητά μου, πρώτα απ’ όλα σταμάτησα το κάπνισμα. Κατόπιν πήγα στο τηλέφωνο και τηλεφώνησα στο Φάντη, το Μάρτυρα ο οποίος μελετούσε μαζί μου. «Το αίμα μου είναι πάνω στο κεφάλι σου», του είπα. «Πρέπει να μελετήσεις μαζί μου».
«Πραγματικά το θέλεις; Έλα και θ’ αρχίσουμε ξανά απόψε», απάντησε. Ήταν το Δεκέμβριο του 1973.
Αμέσως άρχισα να πηγαίνω στις συναθροίσεις της εκκλησίας, παίρνοντας μια διαφορετική φιλενάδα μαζί μου κάθε φορά. Αλλά όταν το κορίτσι ήθελε να έχουμε σχέσεις, της εξηγούσα: «Όχι, δεν το κάνω αυτό πια». Εφ’ όσον καμιά απ’ αυτές δε δέχτηκε την αλήθεια, τελικά σταμάτησα κάθε συναναστροφή μαζί τους.
Ο προπονητής της ομάδας μπάσκετ μπωλ ήταν έξω φρενών. Είχε δαπανήσει χρόνια για να με κάνει παίκτη, και είχαμε την καλύτερη ομάδα στο Λίβανο. Τώρα ξαφνικά παραιτήθηκα, χωρίς αιτία. Είχα αποφασίσει να αδράξω τον αληθινό θησαυρό. Στις 24 Αυγούστου 1974, βαφτίστηκα, συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωση μου να υπηρετώ τον Ιεχωβά Θεό.
Το επόμενο έτος παντρεύτηκα την Κάθυ, μια τακτική σκαπάνισσα (δηλαδή, μια ολοχρόνια διάκονο των Μαρτύρων του Ιεχωβά). Κατόπιν, το 1976, διορίστηκα σαν πρεσβύτερος στη Χριστιανική εκκλησία. Τον ίδιο εκείνο καιρό περίπου αγόρασα δικό μου εργοστάσιο επιμετάλλωσης, το ίδιο είδος εργοστασίου που είχε ο αδελφός μου. Οι μόνοι μου υπάλληλοι ήταν πέντε Μάρτυρες. Έκλεινα το εργοστάσιο στις 4 το απόγευμα και πηγαίναμε μαζί στη διακονία με τη σύζυγό μου έως τις 11 το βράδι. Διεξάγαμε 20 Γραφικές μελέτες το μήνα. Αλλά αισθανόμουν χωρισμένος ανάμεσα στις δυο αυτές δραστηριότητες.
Έτσι το Φεβρουάριο του 1978 πούλησα το εργοστάσιο και άρχισα το έργο ειδικού σκαπανέα. Τι ευλογία! Γιατί τον επόμενο μήνα μια βόμβα ανατίναξε το εργοστάσιο. Πρακτικά δε θα είχε καμιά αξία για μένα αν δεν το είχα πουλήσει τότε!
Ένας Θησαυρός που Αξίζει Κάθε Θυσία
Η υπηρεσία του στοργικού μας Πατέρα, του Ιεχωβά, και των συμφερόντων της Βασιλείας του μου έχει φέρει αληθινή ευχαρίστηση και ικανοποίηση, παρά τους κινδύνους υπηρεσίας του Θεού σ’ αυτήν τη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο χώρα. Μόνο το πρώτο έτος του εμφύλιου πολέμου που άρχισε το 1975 σκοτώθηκαν κάπου 15.000 έως 20.000, και από τότε δεκάδες χιλιάδες περισσότεροι έχουν πεθάνει! Εφ’ όσον ο Λίβανος έχει πληθυσμό μόνο γύρω στα τρία εκατομμύρια, σε σύγκριση θα ήταν σαν να έχαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες πολλά εκατομμύρια πολίτες σ’ έναν τέτοιο πόλεμο! Συχνά είμαστε εκτεθειμένοι στις σφαίρες και στις βόμβες καθώς φέρνουμε σε πέρας τη διακονία μας.
Το 1980 διορίστηκα σαν επίσκοπος περιοχής στη Βηρυτό, επισκεπτόμενος τις εκκλησίες στην πόλη για να τις ενδυναμώσω πνευματικά. Στη διάρκεια των δυόμισι ετών που κάνω αυτό το έργο δε χάσαμε επίσκεψη σε εκκλησία, παρά το γεγονός ότι μερικές φορές περισσότερο από χίλιες οβίδες έπεφταν σαν βροχή κάθε λεπτό. Επειδή στα γειτονικά μέρη μιας εκκλησίας γινόταν βαρύς βομβαρδισμός, αμφισβητήθηκε αν θα ήταν συνετό να την επισκεφτούμε. Μερικοί αναρωτιούνταν: ‘Θα έρθει κανείς στη συνάθροιση κάτω από τέτοιες συνθήκες;’ Πήραμε τη συμβουλή να πάμε. Η εκκλησία έχει 45 ευαγγελιζομένους της Βασιλείας, και οι 45 ήταν στη συνάθροιση παρά τον βαρύ βομβαρδισμό!
Συχνά οι συναθροίσεις γίνονται ενώ οι βόμβες εκρήγνυνται έξω. Πηγαίνοντας στη διακονία, σκύβουμε το κεφάλι ή το σώμα απότομα για να αποφύγουμε τις σφαίρες και κρυβόμαστε ακριβώς όπως και οι στρατιώτες. Αλλά συνεχίζουμε να κηρύττουμε, πιστεύοντας ότι το να πεθάνουμε την ώρα που είμαστε άμεσα απασχολημένοι στην υπηρεσία του Θεού θα είναι ο ωραιότερος τρόπος για να πεθάνει κανείς. Μια φορά κανονίσαμε να βγούμε στη διακονία, αλλά ο βομβαρδισμός ήταν τόσο βαρύς ώστε επί τρεις ώρες δέκα από μας ήταν παγιδευμένοι σ’ έναν μικρό διάδρομο, περιμένοντας κάποιο διάλειμμα στο βομβαρδισμό. Ψέλναμε ύμνους της Βασιλείας και συζητούσαμε Γραφικές ερωτήσεις.
Μια άλλη φορά εργαζόμουν από σπίτι σε σπίτι μαζί μ’ ένα εννιάχρονο αγόρι, που έβγαινε για πρώτη φορά στο έργο. Επισκεφτήκαμε έναν άνθρωπο που ήταν απασχολημένος στη μάχη. Σήκωσε το όπλο του και το έβαλε στο κεφάλι μου και είπε ότι επρόκειτο να με σκοτώσει. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά για βοήθεια. Κατόπιν του είπα: «Αν σκοτώσεις εμένα, η οικογένεια μου, που δεν είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά, μπορεί να σε κυνηγήσουν και να σε σκοτώσουν». Μας άφησε να φύγουμε, και συνεχίσαμε από σπίτι σε σπίτι. Το μικρό αγόρι έδειξε αληθινό Χριστιανικό θάρρος.
Συχνά δοκιμάζουμε την προστασία του Ιεχωβά. Για παράδειγμα, ένα σπίτι που χρησιμοποιούνταν σαν τόπος συνάθροισης της εκκλησίας καταλήφθηκε από έναν από τους μαχητές. Ίσως μερικοί να αναρωτήθηκαν: ‘Γιατί ο Ιεχωβά επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο;’ Να γιατί. Την επόμενη Δευτέρα, την ώρα που η συνάθροιση της εκκλησίας θα βρισκόταν εν προόδω, ξέσπασε τρομερός πόλεμος στο δρόμο εκείνο. Κατέληξε στο σπίτι όπου θα γινόταν η συνάθροιση μας. Το κτίριο κυριολεκτικά γαζώθηκε από σφαίρες, οι οποίες ασφαλώς θα είχαν σκοτώσει πολλούς Μάρτυρες. Το σπίτι καταλήφθηκε από τους μαχητές ενός άλλου κόμματος, και αργότερα μπόρεσα να διαπραγματευτώ μαζί τους την επιστροφή του σπιτιού, ώστε να χρησιμοποιηθεί σαν τόπος συνάθροισης και πάλι!
Αφού υπηρέτησα σαν επίσκοπος περιοχής για περισσότερο από δύο χρόνια στη σπαρασσόμενη από τον πόλεμο πόλη της Βηρυτού, το Μάρτιο του 1983 κλήθηκα στα κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Νέα Υόρκη για ειδική εκπαίδευση. Οι μήνες που δαπανήσαμε εκεί η Κάθυ και εγώ ήταν πραγματικά ένα σημαντικό γεγονός της ζωής μας. Καθώς τώρα επιστρέφουμε στην πατρίδα μας στο Λίβανο, είμαστε περισσότερο αποφασισμένοι απ’ όσο ποτέ να δείξουμε με την υπηρεσία μας ότι για μας η Βασιλεία του Θεού είναι πιο πολύτιμη από καθετί άλλο, ένας αληθινός θησαυρός.—Από συνεργάτη μας.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 15]
Οργανώναμε νεαρούς για να παρενοχλούν και να επιτίθενται στους Μάρτυρες