Πύρινη Τραγωδία Πλήττει το Βίλα Σοκό
ΗΤΑΝ 11 μ.μ., Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 1984. Οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμούνταν βαθιά, αλλά άλλοι ήταν ξύπνιοι, αισθανόμενοι ανήσυχοι από τη βαριά δυσοσμία της βενζίνης που υπήρχε στον αέρα. Βέβαια, οι άνθρωποι στον παράνομο αυτό οικισμό στο Βίλα Σοκό του Κουμπατάο της Βραζιλίας, είχαν συνηθίσει στις δυσώδεις οσμές που έβγαζαν τα ελώδη νερά. Τα σπίτια τους ήταν χτισμένα πάνω σε ξύλινους πασσάλους δύο μέχρι τρία πόδια πάνω από τα νερά. Και οι διάδρομοι με τις χοντρές σανίδες τους διευκόλυναν να περπατούν γύρω από αυτά χωρίς να αγγίζουν στα δύσοσμα νερά κάτω. Στη διάρκεια των περασμένων τεσσάρων μηνών, είχαν συμβεί έξι διαρροές βενζίνης, αλλά αυτό δε φαινόταν να είναι κάτι το ανησυχητικό.
Ξαφνικά, η ήσυχη νυχτιά διακόπηκε από τα θορυβώδη βήματα αστυνομικών που έτρεχαν ανήσυχοι από το ένα σπίτι στο άλλο. Χτυπώντας τις πόρτες και δημιουργώντας δυνατό θόρυβο σ’ αυτές, φώναζαν, «Ξυπνάτε!» «Βγείτε έξω!» «Μην ανάψετε καθόλου σπίρτα!»
Γύρω στα 40 λεπτά αργότερα μια τρομακτική έκρηξη συγκλόνισε την περιοχή, εξακοντίζοντας καυτές φλόγες σε όλο το έλος το οποίο είχε καλυφθεί με βενζίνη. Τόση ένταση είχε η φωτιά, ώστε η βαριά πτώση βροχής την ώρα εκείνη δεν την αναχαίτισε από του να αγκαλιάσει χιλιάδες σπίτια. Το επόμενο πρωινό, καμμένοι στύλοι, υπόλοιπα από εστίες μαγειρέματος και μπουκάλες αερίου κυριαρχούσαν στα ερείπια που σιγόκαιγαν. Μέχρι 500 άτομα ίσως πέθαναν στην τραγωδία! Τα διυλιστήρια πετρελαίου Πετρομπράς, η βενζίνη των οποίων περνάει κάτω από το Βίλα Σοκό, αρνούνται ότι τα θύματα ήταν τόσο πολλά. Είναι αμφίβολο αν θα γίνει ποτέ γνωστή η αλήθεια.
Η ειρωνεία αυτής της τραγωδίας ήταν ότι έξι μήνες προηγουμένως είχε ακουστεί μια προειδοποίηση σχετικά με την πιθανότητα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο υπουργός Πάουλο Νογκουέιρα Νέτο διακήρυξε σχεδόν προφητικά: «Γνωρίζω όλη τη χώρα από το ένα άκρο της μέχρι το άλλο. Είμαι εξοικειωμένος με πολλές πόλεις, αλλά ποτέ δεν έχω δει καμιά σαν την Κουμπατάο. Η Κουμπατάο κάθεται πάνω σε μια βόμβα· αν συμβεί κάποια διαρροή στον αγωγό, θα έχουμε τραγωδία». Και το περιοδικό Βέγια ανέφερε ότι από το 1977 ακόμη το διυλιστήριο πετρελαίου είχε προειδοποιήσει τις κρατικές αρχές σχετικά με τον πιθανό κίνδυνο για τα σπίτια που χτίζονταν πάνω από τους αγωγούς του. Έγιναν μερικές βελτιώσεις για να ελαττωθεί ο κίνδυνος, αλλά αλίμονο, τα ξύλινα σπίτια και οι ξύλινοι διάδρομοι παρέμειναν εκεί για να τροφοδοτήσουν την τραγική φωτιά που συνέβη το βράδι εκείνο.
Οι λεπτομέρειες δεν είναι καθαρές σχετικά με το τι προκάλεσε τη φωτιά. Για κάποιο λόγο, κάποια συγκέντρωση πίεσης στους αγωγούς της βενζίνης τίναξε στον αέρα ένα μέρος του αγωγού. Υπολογίζεται ότι πιθανώς 175.000 γαλόνια (662.000 λίτρα) από το εύφλεκτο αυτό υγρό ξεπετάχτηκε σε όλη την περιοχή. Το μόνο που απαιτήθηκε ήταν ένας μικροσκοπικός σπινθήρας για να πυροδοτήσει μια φλεγόμενη κόλαση θανάτου και καταστροφής.
Ο Κυβερνήτης Φράνκο Μοντόρο ομολόγησε πολύ λυπημένα, «Είμαστε όλοι ένοχοι». Η απώλεια αγαπητών ατόμων ή η συναισθηματική βλάβη σ’ αυτούς που επέζησαν δεν μπορεί να υπολογιστεί. Αλλά είναι λυπηρό ότι οι δημοσιευμένες προειδοποιήσεις δεν μπήκαν σε εφαρμογή πιο σύντομα ή και πιο αποτελεσματικά. Ακόμη χειρότερο είναι το γεγονός ότι πολλά από τα θύματα δεν έδωσαν καμιά προσοχή στις φρενιασμένες κραυγές των αστυνομικών. Ένας από αυτούς που επέζησαν περιέγραψε ως εξής τη στάση τους: «Δεν έδωσα καμιά προσοχή ούτε φοβήθηκα. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι σ’ αυτές τις διαρροές και στη δυνατή μυρωδιά από τους αγωγούς. Εκτός αυτού οι άνθρωποι της Πετρομπράς πάντοτε έρχονται γρήγορα και διορθώνουν τους αγωγούς». Τη φορά αυτή δεν έφτασαν ποτέ!