Συνέχισα να Ζητώ, και το Βρήκα
—Όπως το αφηγήθηκε ο Γουίλιαμ Ρόντις
Πολέμησε στο Βιετνάμ και πήρε ναρκωτικά για να ξεφύγει από τους τρόμους του πολέμου. Ένα ατύχημα τον άφησε τετραπληγικό, και πήρε περισσότερα ναρκωτικά για να ξεφύγει από το τραύμα της ζωής πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι. Κληρονόμησε μερικά χρήματα, και μαζί με αυτά απόκτησε φίλους οι οποίοι δεν ήταν αληθινοί φίλοι. Επιδίωξε να βρει την αλήθεια από τους φιλόσοφους και τους διανοούμενους και βρήκε μόνο άδεια λόγια. Μόνο όταν επιδίωξε να την βρει από τη σωστή πηγή βρήκε αυτό που έψαχνε.
Ο ρυθμός της ζωής μου διακόπηκε όταν ήμουν 14. Οι δικοί μου πήραν διαζύγιο. Εκείνο που θεωρούσα σαν δεδομένο ότι θα ήταν σταθερό και φυσιολογικό δεν ήταν πια σταθερό και φυσιολογικό. Έγινα «μπαλάκι» ανάμεσα στον πατέρα μου στο Γουισκόνσιν και στη μητέρα μου στην Αριζόνα. Προς το τέλος της εφηβείας μου δεν ήθελα πια να παίρνω μέρος σ’ αυτή τη διαμελισμένη οικογενειακή ζωή. Έτσι το 1967 κατατάγηκα στο στρατό.
Πήγα στο Βιετνάμ, υπηρέτησα σε μια ομάδα εφόδου με ελικόπτερο σαν πολυβολητής, και κατόπιν επέστρεψα και εργάστηκα σε πειραματικά αεροσκάφη για το στρατό. Η φιλοδοξία μου ήταν να γίνω πιλότος στην Αλάσκα. Αλλά τα όνειρα αυτά διαγράφηκαν μέσα σε μια στιγμή. Το 1969, που είχα πάει εκδρομή το Σαββατοκύριακο στην πόλη του Παναμά στη Φλόριντα, τρέχοντας στην παραλία, καταδύθηκα με την σανίδα του σέρφινγκ και χτύπησα πάνω σ’ έναν αμμόλοφο με το κεφάλι μου. Τη στιγμή εκείνη έγινα τετραπληγικός. Οχτώ μήνες αργότερα έφυγα από το νοσοκομείο VA στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνιας και συνέχισα τη ζωή μου σε αναπηρικό καροτσάκι.
Απόκτησα ένα διαμέρισμα στο Λονγκ Μπιτς, έμπλεξα με κάτι ανήθικους χαρακτήρες και κατέληξα να διευθύνω ένα κατάστημα μαζί τους στο Σάνσετ Μπούλεβαρντ. Ήταν ένα κατάστημα ναρκωτικών—ψυχεδελικά πόστερ, πίπες για χασίς, διαφορά σύνεργα για το κάπνισμα ναρκωτικών, μαύρα φώτα και όλα τα άλλα τρελά πράγματα που συνοδεύουν την κουλτούρα των ναρκωτικών. Για να βοηθήσω τον εαυτό μου να αντιμετωπίσει πετυχημένα τη ζωή πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι, άρχισα να παίρνω ναρκωτικά—μαριχουάνα, κοκαΐνη, χασίς, μεσκαλίνη και άλλα. Είχα ήδη χρησιμοποιήσει ναρκωτικά στο Βιετνάμ για να ξεφύγω από τη φρίκη. Τώρα τα χρησιμοποιούσα για να με βοηθήσουν να ζω πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι.
Μαζί με αυτούς που τους αποκαλούσα φίλους, μπλέχτηκα στην κυκλοφορία αιτημάτων για τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας, και εμείς, μαζί με άλλους, στην πραγματικότητα καταφέραμε να φτάσει το ζήτημα αυτό στο Νομοθετικό Σώμα της Καλιφόρνιας. Εκδίδαμε κρυφά μια εφημερίδα με τον τίτλο Δε Λονγκ Μπιτς Φρίι Πρες.
Αυτή, λοιπόν, ήταν η στροφή που είχε πάρει η ζωή μου στην αρχή της δεκαετίας του 1970. Ήταν τα χρόνια εκείνα που άρχισαν να συμβαίνουν τρία πράγματα. Το ένα απ’ αυτά θα άλλαζε τελείως τη ζωή μου.
Πρώτο: Κληρονόμησα κάπου 750.000 δολάρια. Μαζί μ’ αυτά ήρθαν κοντά μου και πολλοί καινούργιοι φίλοι, προσελκυσμένοι από το χρήμα και τα ναρκωτικά που μπορούσα να αγοράζω. Με άλλους επενδυτές απόκτησα ένα εστιατόριο και αρκετά ποτοπωλεία. Η επιχείρηση δεν ευοδώθηκε και τελικά χρεωκόπησε. Καθώς ο λογαριασμός μου στην τράπεζα λιγόστευε, το ίδιο και οι φίλοι μου. Έγινα σκεπτικιστής, φιλύποπτος για το σχηματισμό στενών δεσμών. Μπήκα μέσα στο καβούκι μου, άρχισα να διαβάζω Νίτσε και άλλους φιλόσοφους, και άρχισα να συναναστρέφομαι με μερικούς από τους διανοούμενους του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα.
Ερευνούσα να βρω την αλήθεια. Δεν το γνώριζα αυτό τότε, αλλά επρόκειτο στο δρόμο μου να δοκιμάσω την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Ιησού: «Συνεχίστε να ζητάτε, και θα σας δοθεί· συνεχίστε να ερευνάτε, και θα βρείτε· συνεχίστε να χτυπάτε, και θα σας ανοιχτεί».—Λουκάς 11:9, ΜΝΚ.
Δεύτερο: Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι η χρήση των ναρκωτικών που έκανα κατέστρεφε το σώμα μου. Η κοκαΐνη μ’ έκανε να μη θέλω να φάω. Εάν δεν έτρωγα, θα αδυνάτιζα και, στην κατάσταση μου, αν αδυνάτιζα, θα αποκτούσα πληγές από το καθισιό. Γνώριζα ότι έπρεπε να σταματήσω τα ναρκωτικά—αυτό βέβαια είναι ευκολότερο να το λέει κανείς παρά να το κάνει!
Τρίτο: Άρχισαν να μου κάνουν επισκέψεις οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ζούσα σ’ αυτό που θεωρούνταν μια καλή γειτονιά κοντά στο Λος Άντζελες, στην περιοχή Ιδιοκτησιών Πάλος Βέρντες. Ένας νόμος έλεγε ότι κανείς δεν έπρεπε να κάνει το γυρολόγο στην κοινότητα μας. Έτσι όταν χτύπησαν την πόρτα οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, κάλεσα την αστυνομία.
«Έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να διδάσκουν από πόρτα σε πόρτα», μου είπαν. «Στην πραγματικότητα, κέρδισαν το δικαίωμα αυτό στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών».
Εντυπωσιάστηκα. Άρχισα να παίρνω τα περιοδικά τους Σκοπιά και Ξύπνα! Κατόπιν ένας απ’ αυτούς δεν αρκούνταν στο να αφήνει απλώς τα περιοδικά—άρχισε να συζητάει μαζί μου. Αυτό βέβαια ήταν κάτι που μπορούσα να το αντιμετωπίσω! Ήταν ένας θυρωρός, ήταν μαύρος, και εγώ είχα διαβάσει πρόσφατα ένα βιβλίο πάνω στις Βιβλικές προφητείες. Γνώριζα αρκετά! Περισσότερα απ’ όσα έπρεπε για να αντιμετωπίσω πετυχημένα αυτόν τον άνθρωπο!
Βέβαια, όπως αποδείχτηκε, δεν ήξερα αρκετά. Αυτός υποστήριζε το καθετί που έλεγε από τη Βίβλο, και εγώ πάντα είχα βαθύ σεβασμό για τη Βίβλο. Αλλά τώρα αυτό που μου έδειχνε αυτός ο άνθρωπος από το Λόγο του Θεού αποδείχτηκε ότι ήταν κάτι που έχυνε φως μέσα στο κεφάλι μου! Οι συζητήσεις οδήγησαν σε μια μελέτη από το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνια Ζωή.
«Μπορεί να συζητάμε, αλλά δεν πρόκειται να γίνω Μάρτυρας του Ιεχωβά», τον προειδοποίησα από την αρχή. Δε φάνηκε να ταράζεται. Το είχε ξανακούσει αυτό.
Τα πρώτα τρία κεφάλαια δε με ενδιέφεραν. Το τέταρτο, «Γιατί Γερνάμε και Πεθαίνουμε», με ενδιέφερε. Αλλά εκείνο που με συγκλόνισε ήταν το επόμενο κεφάλαιο, «Πού Βρίσκονται οι Νεκροί». Κάτι έσπασε μέσα μου. Παλιότερα είχα μπλεχτεί με τη φιλοσοφία και με τις απόψεις του ανθρώπου για την αλήθεια, επιδιώκοντας απαντήσεις για τα ύστατα ερωτήματα: Ποιοι είμαστε; Γιατί βρισκόμαστε εδώ; Πού βαδίζουμε; Ποιος είναι ο Θεός;
Όταν οι φιλόσοφοι συζητούν την τελευταία αυτή ερώτηση, γρήγορα τελματώνονται σε θεωριολογίες. Επειδή δε δέχονται το Λόγο του Θεού σαν πηγή πληροφοριών, η ομιλία τους γίνεται μια άσκηση στη ματαιότητα. Πάντα πίστευα στον Θεό, αλλά ποιος ακριβώς ήταν—αυτό δεν το ήξερα. Δεν είχα στενή σχέση μαζί του. Πώς θα μπορούσα να έχω; Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν.
Έτσι όταν ο Μάρτυρας έφτασε στο κεφάλαιο «Πού Βρίσκονται οι Νεκροί;» εγώ βρήκα τη ζωή μου. Ποιος μπορεί να πει πού βρίσκονται οι νεκροί; Κανένας άνθρωπος, κανένας φιλόσοφος. Οι εικασίες τους είναι κενές. Αλλά τώρα, τελικά, έπαιρνα τις απαντήσεις από το Λόγο του Θεού.
Κατόπιν καταπιαστήκαμε με το θέμα της αλήθειας: Τι είναι αλήθεια; Βρίσκεται πάντα σε συμφωνία με τον εαυτό της; Έμαθα ότι ο Σατανάς είναι ο θεός τού τωρινού κόσμου και έτσι έγινε κατανοητό για μένα το συνοθύλευμα μέσα στο οποίο βρίσκεται αυτός ο κόσμος. Μια τελείως καινούργια πραγματικότητα ανέτειλε για μένα. Η περασμένη ιστορία και τα τωρινά γεγονότα μπήκαν το καθένα στη θέση τους, καθώς μάθαινα για την οργάνωση του Σατανά και την υπόσχεση για τη Βασιλεία του Θεού κάτω από τον Χριστό, η οποία πρόκειται πολύ σύντομα να κάνει να γίνει το θέλημα του Θεού πάνω στη γη. Ακριβώς όπως προσευχόμουν στην Κυριακή Προσευχή! Η αλήθεια έγινε πραγματική. Ο Ιησούς ήρθε για να φέρει μαρτυρία για την αλήθεια. Τι είναι αλήθεια; Μιλώντας στον Θεό σε προσευχή, ο Ιησούς είπε: «Ο λόγος σου είναι αλήθεια». (Ιωάννης 17:17, ΜΝΚ) Από τον καιρό εκείνο και μετά τα «λέπια» έφυγαν από τα μάτια μου!
Άρχισα να χρησιμοποιώ την νεοαποκτημένη Βιβλική αλήθεια σαν λυδία λίθο για να εξετάζω το καθετί. Είχα συναναστραφεί με τους Πεντηκοστιανούς. Είχα προσελκυστεί από τη θέρμη τους. Ήταν μια θρησκεία που ξεσήκωνε τα συναισθήματα. Αλλά τώρα θυμόμουν ότι μου είχαν πει, «Το κρασί είναι το εργαλείο του Διαβόλου!» Χρησιμοποιώντας τη Βίβλο σαν λυδία λίθο, κατάλαβα ότι αυτό δεν μπορούσε να είναι αληθινό, εφόσον το πρώτο θαύμα του Ιησού ήταν η μετατροπή του νερού σε κρασί.
Επίσης πήγα στον Επισκοπελιανό ιερέα με ερωτήσεις για την Αποκάλυψη. «Μελέτησα το βιβλίο της Αποκάλυψης επί δύο χρόνια στη θεολογική σχολή», μου είπε. «Δεν μπορείς να την καταλάβεις και δε θα πρέπει να νοιάζεσαι γι’ αυτήν καθόλου. Αναμίξου στην πολιτική. Βελτίωσε τον κόσμο».
Και πάλι, η Βίβλος σαν λυδία λίθος ήρθε στο μυαλό μου: «Μη αγαπάτε τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω». «Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται». «Η φιλία του κόσμου είναι έχθρα του Θεού».—1 Ιωάννου 2:15· 5:19· Ιακώβου 4:4.
Παρεμπιπτόντως, είχα ένα ψυχολογικό πρόβλημα που έπρεπε να ξεπεράσω. Εγωιστικά, το έβρισκα δύσκολο να αντιμετωπίσω το γεγονός ότι αυτός ο μαύρος θυρωρός ερχόταν στο σπίτι μου και με δίδασκε τόσα πολλά. Ο άνθρωπος ο ίδιος κατάλαβε το πρόβλημα και το έλυσε. Ένα απόγευμα ήρθε μ’ έναν άλλο Μάρτυρα και είπε:
«Ξέρεις, δεν είμαστε τίποτα μεγαλοφυΐες πάνω στη Βίβλο. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν τα γνωρίζουμε. Πρέπει να μελετούμε για τις συναθροίσεις μας. Αν δε σε πειράζει, θα μελετήσουμε εδώ».
Έτσι κάθισαν στο σαλόνι και μελέτησαν για τη Συνάθροιση Μελέτης Βιβλίου του απογεύματος της Τρίτης, ενώ εγώ προετοιμαζόμουν για το μάθημα μου από το βιβλίο Η Αλήθεια. Τώρα αισθανόμουν άνετα. Το εγώ μου είχε ικανοποιηθεί. Ήμαστε όλοι σπουδαστές. Ήταν κι αυτοί υποχρεωμένοι να μελετάνε επίσης!
Και αυτό επιτέλεσε κάτι άλλο. Μ’ έκανε περίεργο σχετικά με τη συνάθροιση του απογεύματος της Τρίτης. Έτσι άρχισα να παρακολουθώ τη συνάθροιση αυτή. Κατόπιν πήγα στη συνάθροιση της Κυριακής, και μετά από αυτό στη συνάθροιση του απογεύματος της Πέμπτης που εκπαίδευε τους Μάρτυρες για την υπηρεσία αγρού. Σύντομα έδινα μαρτυρία από πόρτα σε πόρτα, ο ίδιος.
Για μένα, αυτό που πραγματικά διέκρινε τη θρησκεία αυτή από οποιαδήποτε άλλη ήταν το κήρυγμα από πόρτα σε πόρτα. Αισθανόμουν ότι ήταν σημαντικό για μένα ατομικά να το κάνω αυτό, ξεπερνώντας την αναπηρία μου. Στο τέλος-τέλος, στην τωρινή μας, ατελή κατάσταση όλοι είναι ανάπηροι. Μερικοί απλώς είναι πιο ανάπηροι από τους άλλους. Έτσι έβγαινα κι εγώ έξω μαζί με τον όμιλο, πάνω στο αναπηρικό μου καροτσάκι. Στις περισσότερες πόρτες δεν μπορούσα να πάω αρκετά κοντά ώστε να χτυπήσω το κουδούνι, γι’ αυτό είχα μαζί μου ένα μακρύ μπαστούνι για να χτυπάω το κουδούνι.
Συχνά εργαζόμουν μαζί μ’ έναν Μάρτυρα στην εκκλησία, ο οποίος ήταν γέρος και ανάπηρος. Είχε πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο, η όραση του ήταν αρκετά κακή, η ακοή του δεν ήταν καλή, αλλά έδινε μαρτυρία σχεδόν επί 40 χρόνια. Συχνά εργαζόμαστε μαζί στο έργο κηρύγματος. Εκείνος έσπρωχνε το καροτσάκι μου και εγώ οδηγούσα το αυτοκίνητο και ήμουν τα μάτια και τα αυτιά του. Φαινόταν σαν εγώ να ήμουν το ένα μισό και εκείνος το άλλο μισό, αλλά και οι δυο μας μαζί κάναμε έναν ολόκληρο Μάρτυρα!
Μέχρι τώρα είχε εκπληρωθεί ο τρίτος μου σκοπός—και περισσότερα πράγματα ακόμη. Εκείνο που ήταν ευκολότερο να το λέει κανείς παρά να το κάνει τώρα ήταν πραγματικότητα: Για να γίνω Μάρτυρας εγκατέλειψα όλα τα ναρκωτικά. Σ’ αυτήν την ευλογία προστέθηκε και μια άλλη: Επειδή σταμάτησα τα ναρκωτικά, η υγεία μου βελτιώθηκε και η δύναμη μου μεγάλωσε αρκετά, ώστε μπορούσα να περπατάω πάνω σε πατερίτσες!
Ήταν τον καιρό εκείνο περίπου που αρραβωνιάστηκα. Η Πάτσυ ήταν μια από τις σκαπανείς—ολοχρόνιες διακόνους—της εκκλησίας. Όταν ο όμιλος έβγαινε έξω για μαρτυρία, αυτή και εγώ εργαζόμαστε συχνά μαζί. Τελικά παντρευτήκαμε και κάναμε μαζί σκαπανικό.
Τα πράγματα είχαν προχωρήσει πολύ γρήγορα από τότε που με επισκέφθηκαν για πρώτη φορά οι Μάρτυρες. Τον Ιανουάριο του 1974 άρχισα να μιλάω με τους Μάρτυρες. Τον Φεβρουάριο άρχισα να μελετώ μαζί τους. Τον Μάιο βγήκα στην υπηρεσία αγρού για πρώτη φορά. Τον Ιούνιο τέλειωσα τη μελέτη μου από το βιβλίο Αλήθεια. Τον Ιούλιο πήγα στην πρώτη μου περιφερειακή συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Τον Αύγουστο βαφτίστηκα. Τον Σεπτέμβριο έκανα πρόταση γάμου. Το Δεκέμβριο παντρεύτηκα. Τον Ιανουάριο του ‘75 έκανα σκαπανικό. Πολυάσχολοι 13 μήνες!
Το 1977 η σύζυγος μου, εγώ και η κόρη μας, η Ντολόρες, μετακομίσαμε στη Βόρεια Καλιφόρνια, στην Καλιστόγκα στην καρδιά της οινοπαραγωγού υπαίθρου. Αγόρασα 140 στρέμματα δασωμένους λόφους—ανάμεσα τους και μια μικρή κοιλάδα με 12 στρέμματα αμπέλια. Άρχισα να φτιάχνω λίγο κρασί, και τελικά πήρα άδεια και άρχισα να πουλάω κρασί στο εμπόριο. Χρησιμοποιώντας ένα καροτσάκι του γκολφ για να τριγυρνάω όταν εργαζόμουν στο αμπέλι και τις πατερίτσες μου μέσα στο οινοποιείο, μπορώ να κάνω την απαραίτητη εργασία παρά την αναπηρία μου.
Τώρα (το 1984), πουλάω αυτή την περιουσία και το οινοποιείο και μετακομίζω στην ίδια περιοχή. Το κάνω αυτό για να απελευθερώσω τη σύζυγο μου κι εμένα, ώστε να μπορούμε να δαπανάμε περισσότερο χρόνο για να δίνουμε μαρτυρία στους άλλους για τη Βασιλεία του Θεού. Η ελπίδα μας είναι ότι με την παρ’ αξία καλοσύνη του Ιεχωβά θα μπορέσουμε να ζήσουμε για να δούμε την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Ιεχωβά για μια Παραδεισένια γη όπου θα «προετοιμάσει ευωχία για όλα τα έθνη του κόσμου—ευωχία από τις πιο πλούσιες τροφές και το πιο έξοχο κρασί. Εδώ εξαίφνης θα απαλείψει το νέφος της λύπης το οποίο επικρέμεται πάνω απ’ όλα τα έθνη. Ο Κυρίαρχος ΚΥΡΙΟΣ θα καταστρέψει το θάνατο για πάντα! Θα εξαλείψει τα δάκρυα από τα μάτια όλων».—Ησαΐας 25:6-8, Σημερινή Αγγλική Μετάφραση.
Έτσι είμαι ευτυχισμένος που συνέχισα να ζητάω, γιατί βρήκα την αλήθεια και την ικανοποίηση και την ευχαρίστηση που φέρνει αυτή.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 12]
Καθώς ο λογαριασμός μου στην τράπεζα μειωνόταν το ίδιο και ο αριθμός των φίλων μου
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 12]
Όταν μου έκαναν επίσκεψη οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, κάλεσα την αστυνομία
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]
Μπορούμε να μιλήσουμε, αλλά δεν πρόκειται να γίνω Μαρτυράς τον Ιεχωβά
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 14]
Στις περισσότερες πόρτες δεν μπορούσα να φτάσω αρκετά κοντά για να χτυπήσω το κουδούνι, έτσι μετέφερα ένα μακρύ μπαστούνι μαζί μου για να το χτυπώ