Ο Πατέρας μου Ήταν Επαρχιακός Γιατρός
«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου ήταν επαρχιακός γιατρός». Με τα λόγια αυτά λέει κανείς πολλά για μια ομάδα επαγγελματιών στις αρχές του 20ού αιώνα. Ήταν μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων. Πολλοί από αυτούς ήταν αφοσιωμένοι στο επάγγελμά τους, ακούραστοι, και ασυνήθιστα καλοί στους ασθενείς τους. Οι επαρχιακοί γιατροί ήταν ένα κεφάλαιο για την κοινότητά τους και ιδιαίτερα για τους φτωχούς και τους άρρωστους που περιποιούνταν.
Φαινόταν να διαθέτουν κάποια έκτη αίσθηση στη διάγνωση των ασθενειών· ίσως να ήταν η μεγάλη τους πείρα με τόσο πολλούς αρρώστους. Όλα αυτά τα κατάφερναν χωρίς τη σύγχρονη τεχνολογία. Δεν θέλουμε να πούμε με αυτό ότι ήταν μια ανεκπαίδευτη ομάδα ή άσχετοι με τον τομέα τους. Ο πατέρας μου σπούδασε κατ’ αρχήν δάσκαλος και αργότερα πήγε στην Ιατρική Σχολή Στάρλιν στο Κολόμπους του Οχάιο, η οποία αργότερα έγινε μέρος του Πανεπιστημίου της Πολιτείας Οχάιο.
Ας σας πω πώς ήταν περίπου το να είναι κανείς γιατρός τον καιρό εκείνο—χωρίς αντιβιοτικά και θαυματουργικά φάρμακα. Πράγματι, τον περισσότερο καιρό μετέφεραν τα χάπια και τα σιρόπια μαζί τους μέσα σε μια μικρή μαύρη τσάντα. Ή, αν βρίσκονταν στο γραφείο τους, μπορούσαν να σου δώσουν ένα πράσινο τονωτικό, ένα άσπρο βάλσαμο ή ένα μαύρο βάλσαμο, ανάλογα με την περίπτωση. Τα φάρμακα τα πουλούσε στον πατέρα ο παραγγελιοδόχος των φαρμάκων σε μια από τις συχνές επισκέψεις του στο γραφείο του πατέρα μου. Έτσι ο επαρχιακός γιατρός ήταν κάπως σπουδασμένος στη φαρμακολογία, και σπάνια υποχρεωνόταν ο ασθενής να πάει σε κάποιο συχνά απομακρυσμένο φαρμακείο για να πάρει τη συνταγή του.
Στην αρχή ο πατέρας ταξίδευε με άλογο και αμαξάκι. Αργότερα αγόρασε μια Φορντ, Μοντέλο Τ, που έπαιρνε μπροστά με μανιβέλα. Μπορώ να θυμηθώ τα κρύα πρωινά και πώς τραβούσε τη μανιβέλα στη Φορντ—η οποία πράγματι δεν ήθελε να πάρει μπροστά! Κατά κανόνα ο πατέρας μου ήταν ήπιος άνθρωπος, αλλά η προσπάθεια αυτή του έφερνε στο στόμα του λόγια τα οποία θα έκαναν τη μηχανή αν καταλάβαινε να ζεσταινόταν αυτομάτως και να έπαιρνε αμέσως μπρος!
Όμως αργά ή γρήγορα η παλιά Φορντ έπαιρνε μπρος, και ο μπαμπάς πήγαινε για να επισκεφτεί τους αρρώστους. Ακόμη και τις μικρές πρωινές ώρες το τηλέφωνο χτυπούσε, και εκείνος έβγαινε από το ζεστό του κρεβάτι για να πάει μέσα στη νύχτα να προσπαθήσει να βοηθήσει τον άρρωστο. Ναι, τις μέρες εκείνες οι γιατροί έρχονταν σε σένα, ακόμη κι αν εσύ θα ήσουν αρκετά καλά ώστε να πας εσύ σ’ αυτούς!
Και πώς συμπεριφέρονταν δίπλα στον άρρωστο! Όταν ο επαρχιακός γιατρός θα έφτανε στο δωμάτιο του ασθενή ενέπνεε εμπιστοσύνη, ήταν στοργικός, ενδιαφερόταν αληθινά. Μπορούσε να ανακουφίσει τη νεαρή, η οποία τρομοκρατημένη και πονώντας, γεννούσε το πρώτο της παιδί. Ή θα έβαζε το κρύο του χέρι πάνω στο μέτωπό σου όταν θα έκαιγες από πυρετό. Ήσουν άρρωστος, και εκείνος έπρεπε να έρθει για να προσφέρει την ατομική του προσοχή σε σένα, η οποία ήταν σαν βάλσαμο στον πόνο σου. Κατόπιν θα έψαχνε μέσα στο μικρό μαύρο του βαλιτσάκι, θα ανακάτευε τα περιεχόμενά του, θα έβγαζε κάποιο χάπι και θα σου έλεγε να το πάρεις και ότι θα ξαναρχόταν πάλι αν θα τον χρειαζόσουν.
Οι γνώσεις του επαρχιακού γιατρού ήταν πολλές. Όχι μόνο έβαζε στη θέση του το σπασμένο κόκαλο και βοηθούσε τις μητέρες να φέρουν τα παιδιά τους στον κόσμο, αλλά, κατά καιρούς, ήταν υποχρεωμένος να καταπολεμήσει και λοιμώδεις νόσους. Στη μικρή κωμόπολη όπου ζούσαμε στη δυτική Βιρτζίνια, κάποτε έπεσε επιδημία τυφοειδούς πυρετού, πράγμα που ήταν κάτι κοινό τις ημέρες εκείνες. Ο πατέρας νοσήλεψε αρκετούς και τους έκανε καλά. Πράγματι, αργότερα μας είπαν ότι το όνομά του είχε μείνει στην ιστορία, επειδή ποτέ δεν είχε χάσει ασθενή από τυφοειδή πυρετό!
Μπορούσε να Βγάλει και Δόντια Επίσης!
Ναι, μπορούσε να βγάλει και δόντια, επίσης, και αυτό για την τιμή των 50 σεντς. Ίσως πληρωνόταν αρκετά όταν λάβεις υπόψη πόσο πονούσε αυτό σε σύγκριση με τις σύγχρονες εξαγωγές δοντιών. Μια κρύα, χειμωνιάτικη νύχτα ένας άντρας ήρθε στο σπίτι μας και παρακάλεσε τον μπαμπά να πάει και να βγάλει το δόντι του πατέρα του που πονούσε. Ο δρόμος προς το σπίτι του ήταν πολύ άσχημος ακόμη και με άλογο και καροτσάκι, γι’ αυτό ο μπαμπάς πήγε ιππασία στο σπίτι τού άντρα, το οποίο απείχε 10 χιλιόμετρα (6 μίλια) πάνω σε βρώμικο δρόμο. Και το έκανε αυτό για 50 σεντς!
Κατόπιν ήρθε η Ισπανική γρίπη το 1918-19. Ο πατέρας μου ήταν πολυάσχολος κυριολεκτικά μέρα και νύχτα. Οι άνθρωποι ζητούσαν απεγνωσμένα να λάβουν βοήθεια από γιατρό. Μερικές φορές αν κάποιο σπίτι βρισκόταν στο βάθος κάποιου δρόμου όπου τον είχαν καλέσει, στην επιστροφή του σταματούσε σχεδόν σε κάθε σπίτι μέχρι να φτάσει στον κύριο δρόμο. Στην ίδια μας την οικογένεια, τέσσερις από μας προσβλήθηκαν από τη γρίπη και τελικά ο πατέρας ήταν τόσο εξαντλημένος ώστε προσβλήθηκε και αυτός. Αλλά χάρη σ’ αυτόν, επιζήσαμε όλοι μας.
Ο Επαρχιακός Γιατρός—Καλοπληρωμένος
Και ποια ήταν η αμοιβή του για όλα αυτά; Με κάποια έννοια ο μπαμπάς καλοπληρωνόταν. Αισθανόταν μεγάλη ικανοποίηση προσφέροντας βοήθεια στους άλλους. Τον αγαπούσαν πολύ, και σε πολλά μωρά είχαν δώσει το όνομά του. Πράγματι, μερικοί πολλές φορές ονόμαζαν τα μωρά τους και με το όνομα των μικρών κορών του τις οποίες έπαιρνε μαζί του.
Όσο για τα χρήματα, ξέρετε, ο μπαμπάς τα βόλευε με αυτό που σήμερα θα φαινόταν μάλλον ένας μικρός μισθός. Οι επαρχιακοί γιατροί ως επί το πλείστον έχουν κατά κάποιο τρόπο αρκετή ενεργητικότητα για να φροντίζουν για έναν μεγάλο κήπο και για να διατηρούν μια αγελάδα και πουλερικά ώστε να συντηρούνται. Στον καιρό του θερισμού, η πληρωμή τους από τους ασθενείς συχνά αποτελούνταν από μήλα, πατάτες, λουκάνικα, χοιρινό κρέας, και οτιδήποτε άλλο καλλιεργούσαν ή εξέτρεφαν οι αγρότες. Αν κάποιος ασθενής είχε κάποια ατυχία, όπως ήταν κακή σοδειά, τότε ο πατέρας μπορούσε και πράγματι περίμενε για να λάβει τα χρήματά του. Και πολλές φορές έδινε και στον ασθενή μερικά χρήματα για τον βοηθήσει να τα βολέψει στον καιρό της ασθένειας που δεν μπορούσε να δουλέψει.
Μια μέρα ο μπαμπάς γύρισε από μια επίσκεψη και είπε σε μας τα παιδιά να βγούμε στο τετράτροχο μόνιππο για να δούμε κάτι. Άνοιξε ένα κιβώτιο και πετάχτηκε ένα σκυλάκι—η αμοιβή του για μια επίσκεψη σ’ ένα σπίτι. Κανένας σκύλος δεν αγαπήθηκε ποτέ περισσότερο από τον Μπρούνο, ο οποίος έγινε μέλος της οικογένειας.
Στο σπίτι μας στο Ελμ Γκροβ της Δυτικής Βιρτζίνια, το γραφείο του πατέρα μου, με τα εφόδιά του από φάρμακα, ήταν μέρος του σπιτιού. Ανεξάρτητα από το πόσοι θα βρίσκονταν στο γραφείο την ώρα του φαγητού, ήταν προσκαλεσμένοι να φάνε μαζί μας στο τραπέζι μας. Ο μπαμπάς ήταν πολύ φιλόξενος, και κανείς ποτέ δεν έφευγε από το σπίτι μας πεινασμένος. Μερικές φορές αν έμεναν πολύ μακριά και χιόνιζε, τους κρατούσε για να περάσουν τη νύχτα μαζί μας.
Η Μεγάλη Θεραπεία
Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα το 1929. Ενώ ο μπαμπάς επέστρεφε από την επίσκεψη σ’ ένα σπίτι, το αμάξι του χτυπήθηκε από ένα λεωφορείο. Μετά από δυο εβδομάδες στο νοσοκομείο, πέθανε· ήταν 57 ετών. Πολλοί ήταν εκείνοι που ήρθαν να αποδώσουν φόρο τιμής στον επαρχιακό γιατρό στον οποίο ακόμη χρωστούσαν τις επισκέψεις του. Όπως και να είχε, ποτέ δεν υποφέραμε εξαιτίας της καλοσύνης του μπαμπά προς τους άλλους. Πράγματι, όταν δείχνουν σε μένα καλοσύνη, αισθάνομαι ότι αυτό είναι μια ανταμοιβή επειδή είχα έναν πατέρα που ήταν επαρχιακός γιατρός.
Τώρα, όλα αυτά δεν τα λέω για να υποτιμήσω τους σύγχρονους γιατρούς και τα θαυμαστά πράγματα που επιτελούν. Αρκετά πρόσφατα ένας μικρός μου φίλος, μόνο δέκα ετών, έκανε εγχείρηση στον εγκέφαλο. Η εγχείρηση διήρκεσε εξίμισι ώρες—χωρίς να γίνει μετάγγιση αίματος. Ο πατέρας μου, στα πιο ωραία όνειρά του, ποτέ δεν θα είχε ελπίσει ότι θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί αυτό με τη γνώση και την πείρα που είχε.
Αλλά ακόμη και ο σύγχρονος γιατρός έχει τους περιορισμούς του. Βλέπει κι αυτός τη δυστυχία και το θάνατο. Ο επαρχιακός γιατρός καθώς και ο σύγχρονος ανήκουν ο καθένας σε μια διαφορετική εποχή. Αλλά θα έρθει ο ευλογημένος καιρός που ο Μεγάλος Γιατρός θα φέρει τη διαρκή θεραπεία, και όπου «κανένας κάτοικος δεν θα λέει: ‘Είμαι άρρωστος’». (Ησαΐας 33:24, ΜΝΚ) Έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι ο πατέρας μου, ο επαρχιακός γιατρός, θα είναι εκεί και θα του δοθεί η ευκαιρία να χαρεί αιώνια υγεία μαζί με όλη την ανθρωπότητα.—Από συνεργάτη μας.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 22]
Τις ημέρες εκείνες οι γιατροί έρχονταν σε σένα, ακόμη κι αν θα ήσουν αρκετά καλά ώστε να πας εσύ σ’ αυτούς!
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο μπαμπάς άνοιξε ένα κιβώτιο και πετάχτηκε ένα σκυλάκι—η αμοιβή του για μια επίσκεψη σ’ ένα σπίτι