ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ της Σκοπιάς
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
της Σκοπιάς
Ελληνική
  • ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΕΙΣ
  • g86 8/3 σ. 16-20
  • Από τη Θλίψη στην Ελπίδα

Δεν υπάρχει διαθέσιμο βίντεο για αυτή την επιλογή.

Λυπούμαστε, υπήρξε κάποιο σφάλμα στη φόρτωση του βίντεο.

  • Από τη Θλίψη στην Ελπίδα
  • Ξύπνα!—1986
  • Υπότιτλοι
  • Παρόμοια Ύλη
  • Δραπετεύοντας για τη Ζωή Τους
  • Όταν Κάποιος Προσφιλής Πεθαίνει
  • Ένα Λαμπρό Φως Ελπίδας
  • «Εμβαθύνεις Πολύ»
  • Από το Πένθος στην Ελπίδα
  • 1989 Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά
    Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1989
  • Είχα να Διαλέξω Ανάμεσα σε Δύο Πατέρες
    Ξύπνα!—1998
  • Βιβλίο Έτους 1986 των Μαρτύρων του Ιεχωβά
    Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1986
  • Επιζητούμε Πρώτα τη Βασιλεία
    Η Σκοπιά Αναγγέλει τη Βασιλεία του Ιεχωβά—1994
Δείτε Περισσότερα
Ξύπνα!—1986
g86 8/3 σ. 16-20

Από τη Θλίψη στην Ελπίδα

«Αυτό το συμβούλιο των διευθυντών, εκ μέρους όλων των μελών του και των συνεργατών του, επιθυμεί να σας εκφράσει τη βαθιά του λύπη για το θάνατο της μητέρας σας. Οι ιδιότητες που διέθετε, η έντονη πεποίθηση και η πίστη της, μας παρακινούν να σας εκφράσουμε με όλη μας την καρδιά τα αισθήματα της αλληλεγγύης μας».

ΤΑ ευγενικά αυτά λόγια ήταν μέρος μιας συλλυπητήριας επιστολής που έλαβα μετά το θάνατο της μητέρας μου. Ήταν από μια ομάδα Καθολικών κυρίων του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή στην Κάζα Βέρντε στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. Ωστόσο η μητέρα ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά μέχρι το θάνατό της τον Μάιο του 1966. Ακόμη και αυτοί οι Καθολικοί κύριοι υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν τον αδιάπτωτο ζήλο με τον οποίο η μητέρα υπηρέτησε τον Δημιουργό της.

Δραπετεύοντας για τη Ζωή Τους

Η μητέρα ήταν Αρμένισσα. Αν και κάτω από την Τουρκική επικυριαρχία για πολλούς αιώνες, οι Αρμένιοι παρέμεναν χωριστοί, επειδή ομολογούσαν ότι είναι Χριστιανοί. Αλλά οι Τούρκοι είναι Μουσουλμάνοι.

Στο Στανόζ, μια κωμόπολη κοντά στην Άγκυρα της Τουρκίας, η μητέρα και η οικογένειά της ζούσαν μια ειρηνική ζωή. Αλλά μέσα σε μια νύχτα, το 1915, τα πράγματα άλλαξαν για τον Αρμενικό λαό. Ένα ξαφνικό διάταγμα της Τουρκικής κυβέρνησης διέταξε τους Αρμένιους να παραδώσουν κάθε μέσο το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο, όπως είναι τα μαχαίρια και τα γεωργικά εργαλεία. Κατόπιν, Τούρκοι στρατιώτες στάλθηκαν για να πάρουν όλους τους ικανούς άντρες μακριά από το σπίτι τους. Πολλούς από τους άντρες στην οικογένεια της μητέρας τούς πήραν μακριά, περιλαμβανομένου του πατέρα της, και δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο σπίτι. Αργότερα έμαθαν ότι είχαν αποκεφαλιστεί ή ξυλοκοπηθεί μέχρι θανάτου.

Αυτό άφησε τη γιαγιά μου μόνη με τη γηραιά μητέρα της και τα πέντε της παιδιά, περιλαμβανομένης της μητέρας μου. Κατόπιν ήρθε η μέρα που όλοι έπρεπε να φύγουν τρέχοντας, γιατί έχυναν βενζίνη πάνω στα σπίτια και έκαψαν όλη την πόλη. Οι άνθρωποι έτρεχαν για να σώσουν τη ζωή τους, αφήνοντας σχεδόν το καθετί πίσω. Μέσα στη σύγχυση, η μητέρα έλεγε ότι ξέχασαν να λύσουν την αγελάδα τους και άκουγαν τις αγωνιώδεις κραυγές της για πολλή ώρα. Επί αρκετές μέρες ο ουρανός καλυπτόταν από τα μαύρα σύννεφα των καπνών.

Σαν πρόσφυγες, πήγαιναν από τη μία χώρα στην άλλη, καταλήγοντας στη Γαλλία. Εκεί η μητέρα τελικά συνάντησε τον πατέρα μου, και το 1925 παντρεύτηκαν. Στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, έκαναν ένα γιο και τέσσερις κόρες. Ο πατέρας ήταν και αυτός Αρμένιος, από την Καισάρεια της Μικράς Ασίας. Η οικογένειά του είχε υποστεί ακόμη χειρότερες εμπειρίες, γιατί αυτοί είχαν εξοριστεί, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, ή όπως το αποκαλούσαν, εξαναγκάστηκαν σε άκσορ (αναγκαστική έξοδο). Έτσι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το καθετί και να κατευθυνθούν προς την έρημο, όπου πολλοί από αυτούς πέθαναν από πείνα ή αρρώστια, ή ακόμη και τους έσφαξαν.

Το περιοδικό Τάιμ της 23ης Αυγούστου 1982 διακήρυξε: «Η απόφαση να αρχίσει η γενοκτονία δόθηκε στους τοπικούς ηγέτες από τον Υπουργό Εσωτερικών, Ταλαάτ Πασά, το 1915. Ένα από τα διατάγματά του δήλωνε ότι η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να ‘καταστρέψει τελείως όλους τους Αρμενίους που ζούσαν στην Τουρκία. Θα έπρεπε να μπει ένα τέλος στην ύπαρξή τους, ανεξάρτητα από το πόσο εγκληματικά μέτρα θα έπρεπε να ληφθούν, και ανεξάρτητα από την ηλικία ή το φύλο ή τους συνειδησιακούς ενδοιασμούς’».

Πόσο όμορφα θα είναι όταν κάτω από τη Βασιλεία του Θεού δεν θα υπάρχουν πια μίση ή πόλεμοι και θα αποκατασταθεί ο Παράδεισος πάνω σε όλη τη γη! Τότε οι Αρμένιοι, οι Τούρκοι, και οι άνθρωποι από όλα τα έθνη θα ζουν μαζί με ειρήνη για πάντα.

Αλλά ας σας πω πώς η οικογένειά μου και εγώ μάθαμε για τη θαυμάσια αυτή ελπίδα.

Όταν Κάποιος Προσφιλής Πεθαίνει

Το 1938 όταν ήμουν μόνο οχτώ ετών, η οικογένειά μας μετακόμισε στη Βραζιλία. Η οικογένειά μας διάλεξε να ζήσει στην πόλη του Σάο Πάολο, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο. Εδώ αρχίσαμε να ευημερούμε υλικά παράγοντας τορράο, ένα γλυκό που γίνεται από αράπικο φυστίκι, το οποίο είχε μεγάλη ζήτηση.

Τα σχέδιά μας ήταν να μεγαλώσουμε το εργοστάσιο. Τότε ξαφνικά ο αδελφός μου, που τότε ήταν 20 ετών, αρρώστησε με βακτηριδιακή ενδοκαρδίτιδα. Οι γιατροί του είπαν ότι είχε μόνο λίγους μήνες ζωής, αλλά είπαν ότι μπορούσαν να πειραματιστούν με την πενικιλίνη, που ήταν νέο φάρμακο τότε. Ωστόσο ο πυρετός του συνεχιζόταν. Σύντομα εμφανίστηκε η στρεπτομυκίνη. Πιστέψαμε ότι αυτό θα ήταν το φάρμακο θαύμα. Δυστυχώς, ο αδελφός μου ήταν προφανώς αλλεργικός στο φάρμακο αυτό. Ο πυρετός του έφθασε στους 40 βαθμούς (104° Φαρενάιτ) και το κεφάλι του πονούσε τρομερά.

Ήρθαμε σε επαφή με ένα γιατρό στις Ηνωμένες Πολιτείες, και μας μίλησε για ένα νέο φάρμακο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με την πενικιλίνη. Μας το έστειλαν με το αεροπορικό ταχυδρομείο. Καθώς βιαστήκαμε να το πάμε στο νοσοκομείο, μας έκαναν ένα τηλεφώνημα που μας πληροφορούσε ότι ο αδελφός μου είχε πεθάνει. Ήταν 22 ετών τότε. Κλαίγαμε μέρα και νύχτα και ήμαστε απαρηγόρητοι.

Ένα Λαμπρό Φως Ελπίδας

Εντελώς απελπισμένη, η μητέρα άρχισε να διαβάζει τη Γραφή και τις εκδόσεις της Σκοπιάς που είχε αποκτήσει ο πατέρας στο πέρασμα των ετών. Παρακαλούσε κι εμάς τα κορίτσια να τα διαβάζουμε επίσης. Ο πατέρας διάβαζε και αυτός και έλεγε ότι θα γίνει ανάσταση των νεκρών. Αυτό διέγειρε το ενδιαφέρον μας. Οι τρεις αδελφές μου άρχισαν να διαβάζουν τις εκδόσεις αυτές. Όσο για μένα, ήθελα να διαβάσω μόνο τη Βίβλο, εφόσον δεν ήθελα να επηρεαστώ από καμία θρησκεία.

Θυμήθηκα μια συνομιλία που είχα με τον αδελφό μου προτού πεθάνει. Έλεγε ότι αν υπήρχε ζωή μετά θάνατο, θα ερχόταν σε επαφή μαζί μου. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, δεν είχε δώσει κανένα σημείο ότι ήταν ζωντανός σε κανένα μέρος. Έτσι όταν διάβασα στον Εκκλησιαστή 9:5 ότι ‘οι νεκροί δεν έχουν συνείδηση κανενός πράγματος διόλου’, κατάλαβα ότι ο αδελφός μου δεν ήταν ζωντανός σε κανένα μέρος. Και πόσο παρηγορητικό ήταν να διαβάσω τα λόγια του Ιησού: «Πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού, και θέλουσιν εξέλθει». (Ιωάννης 5:28, 29) Αλλά όταν έφτασα στο Αποκάλυψις 20:5, αναρωτήθηκα ποια ήταν η σημασία του. Εκεί λέει: «Οι δε λοιποί των νεκρών δεν ανέζησαν, εωσού πληρωθώσι τα χίλια έτη».

«Δεν σημαίνει ότι οι νεκροί δεν θα βγουν από τους τάφους προτού συμπληρωθούν τα χίλια χρόνια», έλεγε η μεγαλύτερη αδελφή μου.

«Πού το έμαθες αυτό;» ρώτησα.

«Σ’ εκείνα τα βιβλία που δεν ήθελες να διαβάσεις».

«Σε ποιο;»

Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Έτσι άρχισα να τα διαβάζω ένα-ένα και είχαμε περισσότερα από δέκα! Μερικές φορές διάβαζα όλη τη νύχτα για να βρω κάποια ερμηνεία του Αποκάλυψις 20:5. Και πόσα πράγματα είχα χάσει με το να μη θέλω να διαβάζω αυτά τα βιβλία της εταιρίας Σκοπιά!

Επρόκειτο να ταχυδρομήσουμε ένα γράμμα για να παραγγείλουμε το δεύτερο τόμο του βιβλίου Φως, για την Αποκάλυψη, και άλλες εκδόσεις, όταν ένας Μάρτυρας ήρθε στο σπίτι μας. Είπε ότι μπορούσαμε να λάβουμε τα βιβλία αυτά στην Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά και μας προσκάλεσε εκεί. Αποφασίσαμε να πάμε. Μετά από τη συνάθροιση οι Μάρτυρες στοργικά αφιέρωσαν χρόνο για να μιλήσουν μαζί μας μέχρι τα μεσάνυχτα και να απαντήσουν στις ερωτήσεις μας σχετικά με την ανάσταση.

Εξήγησαν ότι οι νεκροί που αναφέρονται στο Αποκάλυψις 20:5 θα έρθουν σε ζωή στη διάρκεια της Χιλιετούς Βασιλείας του Χριστού, αλλά δεν θα τους χορηγηθεί αιώνια ζωή μέχρις ότου αποδειχθούν πιστοί στην τελική δοκιμή στο τέλος των χιλίων ετών. Η υπόσχεση για την ανάσταση ήταν τώρα σαν ένα λαμπρό φως ελπίδας.

«Εμβαθύνεις Πολύ»

Το ίδιο εκείνο Σαββατοκύριακο, πενθώντας ακόμη για το θάνατο του αδελφού μας, αρχίσαμε να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι. Η γιαγιά είχε επιζήσει από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε έρθει από τη Γαλλία για να ζήσει μαζί μας. Ήταν Διαμαρτυρόμενη. Όταν της έδειξα πόσο διαφορετική ήταν η Βίβλος από τη θρησκεία της, είπε, «Γιατί δεν μιλάς με τον πάστορα της εκκλησίας μου;» Ο πάστορας συμφώνησε να μιλήσει μαζί μας, και κανόνισε μια συνάντηση για να τον επισκεφθούμε στο σπίτι του.

«Με ποια έννοια είναι ο Ιησούς Σωτήρας μας;» τον ρώτησα πρώτη.

«Μας σώζει από τις αμαρτίες μας και πηγαίνουμε στον ουρανό μετά το θάνατό μας», ήταν η απάντησή του.

«Και τι θα πούμε για εκείνους που δεν σώζονται;»

«Αυτοί πάνε στην κόλαση».

«Πού πήγαιναν οι πιστοί άνθρωποι που έζησαν προτού έρθει ο Ιησούς πάνω στη γη, όπως ο Αβραάμ και ο Δαβίδ;»

«Στον ουρανό».

«Και πού πήγαιναν οι άπιστοι που έζησαν πριν από το θάνατο του Ιησού;»

«Στην κόλαση».

«Τότε με ποια έννοια είναι ο Ιησούς Σωτήρας αν πριν από το θάνατό του οι καλοί άνθρωποι πήγαιναν στον ουρανό και οι κακοί στην κόλαση, και μετά το θυσιαστικό του θάνατο εξακολούθησε να συμβαίνει το ίδιο πράγμα; Και πού πηγαίνουν οι άνθρωποι που ποτέ δεν άκουσαν για τον Ιησού; Είναι δυνατόν να πηγαίνουν στον ουρανό χωρίς τον Χριστό; Και αν ναι, τότε γιατί να κηρύξουμε τον Χριστό σ’ αυτούς; Ή μήπως πήγαν στη κόλαση χωρίς να έχουν καν ακούσει το όνομα του Ιησού; Και, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Ιησούς ήρθε για να τους σώσει και αυτούς επίσης. Δεν είναι ο Ιησούς ο Σωτήρας του κόσμου;»

«Εμβαθύνεις πολύ», απάντησε ο πάστορας. «Δεν χρειάζεται να μελετάς τη Βίβλο τόσο βαθιά. Εγώ ο ίδιος δεν τη μελετώ τόσο βαθιά. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να είσαι έντιμη, να ζεις μια καλή ζωή, και να έχεις σεβασμό. Τότε θα έχεις την ανταμοιβή σου, οπουδήποτε κι αν θα είναι αυτή».

«Εννοείς ότι η Βίβλος είναι απλά και μόνο ένα βιβλίο καλής ηθικής και καλών τρόπων;» ρώτησα. «Ακόμη και οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν στον Θεό γνωρίζουν ότι θα πρέπει να συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο!»

Ήμουν τότε μόνο 18 ετών, κι αυτός ήταν ένας ασπρομάλλης, ηλικιωμένος Αρμένιος πάστορας. Η γιαγιά ποτέ δεν ξαναπήγε πίσω στην Προτεσταντική εκκλησία μετά από αυτό. Έγινε Μάρτυρας και βαφτιστήκαμε μαζί στις 22 Αυγούστου 1948, συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωση της ζωής μας στον Ιεχωβά.

Από το Πένθος στην Ελπίδα

Η μητέρα, οι αδελφές μου και εγώ, που κάποτε κλαίγαμε ενθυμούμενες τα λυπηρά συμβάντα της οικογένειάς μας, τώρα μιλούσαμε με χαρά στους άλλους για τη Νέα Τάξη και για την ανάσταση των νεκρών. Με τέτοια ασύγκριτη ελπίδα, τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Να γυρίσουμε πίσω στην κοσμική εργασία, να φροντίζουμε για τη ζαχαροβιομηχανία μας; Θα γινόμουν εγώ μια πιανίστρια κονσέρτου, όπως ήταν ο στόχος μου; Ή θα γινόμουν μια ολοχρόνια κήρυκας των καλών νέων της Βασιλείας του Θεού;

Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία σχετικά με αυτό. Ένα μήνα αφού παρακολούθησα την πρώτη μου μεγάλη συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά το 1948 και μετά, έγινα τακτική σκαπάνισσα (ολοχρόνια ευαγγελιζόμενη), και σύντομα μετά οι τρεις μου αδελφές έγιναν σκαπάνισσες και αυτές. Τι ανταμειφτικός τρόπος ζωής ήταν αυτός!

Ένα νέο προνόμιο εκτεινόταν μπροστά μου το 1953, όταν έλαβα μια πρόσκληση να παρακολουθήσω την 22η τάξη της Σχολής Γαλαάδ, όπου οι Μάρτυρες του Ιεχωβά εκπαιδεύονταν να γίνουν ιεραπόστολοι. Αλλά η υγεία της μητέρας δεν ήταν πολύ καλή. Μια μέρα όταν ήμαστε οι δυο μας μόνες, της είπα: «Μητέρα, αν ο Ιεχωβά σου ζητούσε να κάνεις αυτό που είχε ζητήσει στον Αβραάμ να κάνει, να προσφέρει το μοναδικό του γιο τον Ισαάκ σαν θυσία, τι θα του έλεγες;»

Έμεινε για λίγο σιωπηλή, και μετά από λίγο απάντησε: «Δεν θα μπορούσα να πω όχι στον Ιεχωβά».

«Υπέθεσε τώρα ότι θα σου ζητούσε κάτι πιο εύκολο», συνέχισα, «δηλαδή, να αφήσεις μια από τις κόρες σου να γίνει ιεραπόστολος σε κάποιο μέρος του κόσμου. Θα την άφηνες να πάει;»

Είπε ναι. Κατόπιν της είπα ότι έφευγα για να εκπαιδευτώ σαν ιεραπόστολος. Η πιο μεγάλη μου αδελφή, η Σιρανούς, έμεινε πίσω για να φροντίζει τους γονείς μας.

Διορίστηκα πάλι στη Βραζιλία μετά από τη Γαλαάδ, και υπηρέτησα για λιγότερο από δύο χρόνια στο Λάγκες, στην Σάντα Καταρίνα, όπου υπήρχαν μονάχα δυο Μάρτυρες και είδα τον σχηματισμό μιας νέας εκκλησίας. Κατόπιν το 1956 μου προσφέρθηκε ένα προνόμιο το οποίο εκτιμώ βαθύτατα, δηλαδή να εργαστώ στο γραφείο τμήματος της Βραζιλίας της Εταιρίας Σκοπιά, όπου υπηρετώ από τότε. Η μητέρα ποτέ δεν μου ζήτησε να επιστρέψω σπίτι, ακόμη κι όταν έμεινε χήρα το 1962 και είχε λίγα χρήματα για να συντηρεί τον εαυτό της. Ήταν ικανοποιημένη με τα λίγα, και μου έγραφε τα πιο ενθαρρυντικά γράμματα.

Αφού εργάστηκα επί 20 χρόνια στο τμήμα, μια από τις αδελφές μου, η Βεχανούς, η οποία είχε παρακολουθήσει την 33η τάξη της Γαλαάδ ήρθε για να εργαστεί στο τμήμα επίσης. Τώρα και οι δυο μας εργαζόμαστε στη μετάφραση, και στη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων.

Οι άλλες δυο αδελφές μου έχουν επίσης συνεχίσει την ολοχρόνια διακονία. Η Γουλιμία, η νεότερη, άρχισε σαν τακτική σκαπάνισσα το 1949 όταν ήταν 14 ετών και από το 1960 είναι ειδική σκαπάνισσα (αφιερώνοντας 140 ώρες τον μήνα στο έργο κηρύγματος). Το 1966, όταν πέθανε η μητέρα μου και μετά, η πιο μεγάλη μου αδελφή, η Σιρανούς, έγινε σύντροφος της Γουλιμία σαν ειδική σκαπάνισσα. Τώρα υπηρετούν σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Κανκόντε, ανάμεσα στα βουνά, στην πολιτεία του Σάο Πάολο.

Κανένα άλλο έργο δεν θα μπορούσε να μας δώσει μεγαλύτερη χαρά από την εξαγγελία της Βασιλείας του Θεού. Ευχαριστούμε τον Ιεχωβά και τον Χριστό που μας χρησιμοποίησαν σαν τις ‘τέσσερις κόρες του Φίλιππου’. (Πράξεις 21:9) Οι τέσσερίς μας είχαμε το προνόμιο να βοηθήσουμε περίπου 400 άτομα να βρουν την ίδια αυτή χαρά. Έχουμε δει τον αριθμό των Μαρτύρων εδώ στη Βραζιλία να αυξάνει από 1.300 σε πάνω από 170.000 χιλιάδες.

Πολύ ειδικό ενδιαφέρον για μας είχε αυτό που είδαμε στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου της Γερμανίας το 1978, στον Τουρκικό τομέα της Διεθνούς Συνέλευσης «Νικηφόρος Πίστις». Ήταν κάτι που άγγιξε βαθιά την καρδιά μας—Αρμένιοι και Τούρκοι κάθονταν μαζί με ειρήνη και αληθινή αγάπη, ακούγοντας τις Βιβλικές συμβουλές! Όταν τέλειωσε το πρόγραμμα της μέρας, ποιος νομίζετε ότι προσφέρθηκε για να μας πάει με το αυτοκίνητό του στο κατάλυμά μας; Μά βέβαια ένας Τούρκος Μάρτυρας! Πράγματι, ο Ιεχωβά κάνει θαύματα!

Πόσο μεγαλύτερες και περισσότερες χαρές μπορούμε να έχουμε αν παραμείνουμε πιστοί στον στοργικό μας Δημιουργό! Τότε θα δούμε το θρίαμβο της Βασιλείας του και θα είμαστε εκεί για να καλωσορίσουμε πίσω τους αγαπημένους μας στην ανάσταση!—Όπως το αφηγήθηκε η Χόζα Γιαζετζιάν.

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 16]

Πολλούς από τους άντρες στην οικογένεια της μητέρας τούς πήραν μακριά, χωρίς να ξανακούσει κανείς ποτέ τίποτα γι’ αυτούς

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 17]

‘Θα πρέπει να μπει ένα τέλος στην ύπαρξή τους ανεξάρτητα από τους συνειδησιακούς ενδοιασμούς’

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 17]

Επειδή δεν ήθελα να επηρεαστώ από καμιά θρησκεία, αρνήθηκα να διαβάσω τα βιβλία των Μαρτύρων του Ιεχωβά

[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 20]

Αρμένιοι και Τούρκοι κάθονταν μαζί με ειρήνη και αγάπη, ακούγοντας τις Βιβλικές συμβουλές!

[Εικόνες στη σελίδα 18]

Η Χόζα Γιαζετζιάν στα κεντρικά γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά στη Βραζιλία όπου εργάζεται

    Ελληνικές Εκδόσεις (1950–2025)
    Αποσύνδεση
    Σύνδεση
    • Ελληνική
    • Κοινή Χρήση
    • Προτιμήσεις
    • Copyright © 2025 Watch Tower Bible and Tract Society of Pennsylvania
    • Όροι Χρήσης
    • Πολιτική Απορρήτου
    • Ρυθμίσεις Απορρήτου
    • JW.ORG
    • Σύνδεση
    Κοινή Χρήση