Βιετνάμ—Υποφέροντας Σχεδόν 30 Χρόνια Πόλεμο
Όπως τα αφηγήθηκε η Νγκουγιέν Τι Χουόνγκ
Ήταν 18 Σεπτεμβρίου 1950, στο Βιετνάμ. Ο Γαλλικός στρατός κατοχής έκανε επίθεση στις δυνάμεις μας αντίστασης των εκατό περίπου μαχητών. Μόλις είχαμε επιστρέψει από μια μάχη και είχαμε σταματήσει για να ξεκουραστούμε για λίγες μέρες στο μικρό χωριό Χοά Μπιν.
ΓΕΝΝΗΜΕΝΗ τον Ιανουάριο του 1923, είχα μεγαλώσει κάτω από τη Γαλλική κυριαρχία που υπήρχε επί έναν σχεδόν αιώνα. Τώρα ήμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε τη ζωή μας για την απελευθέρωση της μητέρας πατρίδας μας. Ο πόλεμός μας για ανεξαρτησία από τη Γαλλική κυριαρχία άρχισε σύντομα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος τέλειωσε το 1945. Δεν είχε ούτε μέτωπο, ούτε ειδικό πεδίο μάχης, αλλά διεξαγόταν παντού. Οι μαχητές κατέφευγαν στα σπίτια των χωρικών, όπου τους έτρεφαν, τους αγαπούσαν και τους φρόντιζαν.
Τώρα περνούσαν πολεμικά αεροπλάνα πάνω από το χωριό όπου βρισκόμαστε, και πολυβολούσαν. Οι κάτοικοι έφυγαν από τα σπίτια τους, καταφεύγοντας στους ορυζώνες. Άλλοι πήδηξαν στο ποτάμι ή στους λάκκους που είχαν σκάψει οι μαχητές. Καθώς τα αεροπλάνα βρυχιόνταν και οι σφαίρες σφύριζαν, ο θάνατος απλωνόταν παντού.
Όταν έφυγαν τα αεροπλάνα, Γαλλικές κανονιοφόροι προχωρούσαν κατά μήκος των ποταμών και πολυβολούσαν στις όχθες. Αυτό παρείχε κάλυψη στο στρατό που ερχόταν για να ψάξει στα σπίτια και να ανακαλύψει τους τόπους που κρύβονταν οι μαχητές, που βρίσκονταν παντού. Ριπές πολυβόλων από όλες τις κατευθύνσεις θέριζαν τους χωρικούς, οι οποίοι έπεφταν στους αγρούς, στα κανάλια, στους κήπους, και το αίμα τους πότιζε τη γη της μητέρας πατρίδας τους και λίπαινε τους ορυζώνες, που καταπατούσε ο φιλοπόλεμος στρατός.
Τη νύχτα, οι συμμαχητές μας έσκαψαν λάκκους στο μήκος της όχθης των ποταμών. Κρύφτηκαν εκεί και περίμεναν. Νωρίς το πρωί, τα εχθρικά πλοιάρια έκαναν περιπολία, γαζώνοντας τις όχθες με τα πολυβόλα και πλησίαζαν στην ενέδρα. Ξαφνικά, άρχισαν τα πυρά από κάθε είδους όπλα σκοτώνοντας τους Γάλλους στρατιώτες μέσα στα πλοιάρια. Σύντομα τα όπλα τους και τα πυρομαχικά τους πέρασαν σε άλλα χέρια. Κατόπιν οι μαχητές έφυγαν βιαστικά μέσα από τους κήπους και ανάμεσα από τα σπίτια για να ξεφύγουν από τα πυρά των πυροβόλων που ήταν βέβαιο ότι θα επακολουθούσαν. Εμείς οι μαχητές πάντοτε τρέχαμε πριν από τους εχθρούς μας, αλλά παραμέναμε αρκετά κοντά ώστε να είμαστε έτοιμοι να τους σκοτώσουμε, για να τους διώξουμε από τη χώρα μας.
Μια Υπόσχεση στον Θεό
Μετά από έξι μέρες ανταρτοπολέμου με τον εχθρό, η δύναμή μας αντίστασης διατάχθηκε να διαλυθεί. Ο σύζυγός μου, οι δυο αδελφοί του, και εγώ συζητήσαμε την κατάστασή μας. Επειδή ήμουν πέντε μηνών έγκυος, δεν μπορούσα να συμβαδίζω πια με τους μαχητές στη μακριά και επικίνδυνη διαφυγή τους. Έτσι αποφασίσαμε να κρυφτούμε χωριστά την επόμενη μέρα, και οποιοσδήποτε θα επιβίωνε θα φρόντιζε για τα παιδιά.
Εκείνη η νύχτα ήταν πιθανόν η πιο μεγάλη και η πιο τρομακτική της ζωής μου. Κάτω από το κάλυμμα του σκοταδιού, οι κάτοικοι του Χοά Μπιν επέστρεψαν στα σπίτια τους και μάζεψαν τα πράγματά τους, φορτώνοντάς τα στα πλοιάριά τους. Οι φωνές των πουλερικών και των γουρουνιών ενώνονταν με τις κραυγές των παιδιών. Παρακολουθούσα τα πλοιάρια στη σειρά να προχωρούν σαν ένα μεγάλο φίδι. Βοηθούμενο από το δυνατό ρεύμα του ποταμού, σύντομα χάθηκε στον ορίζοντα. Μέσα στην απειλητική σιωπή, σκέφτηκα τα τρία παιδιά μου που βρίσκονταν μακριά με τους παππούδες τους. Έβαλα το χέρι μου πάνω στην κοιλιά μου και αισθάνθηκα τη ζωή του παιδιού μου μέσα στην κοιλιά μου. Δεν μπόρεσα να κρατήσω ένα ρίγος. Η σκέψη ότι επέκειτο ο βέβαιος θάνατος ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά μου.
Νωρίς το επόμενο πρωί ο σύζυγός μου έφυγε, λέγοντας ότι θα επέστρεφε. Αλλά δεν επέστρεψε. Ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά στον ουρανό και οι σφαίρες χτυπούσαν πάνω στον τούβλινο τοίχο του σπιτιού που είχαμε καταφύγει. Καταφύγαμε στους γειτονικούς ορυζώνες, αλλά οι κουνιάδοι μου, φοβούμενοι ότι θα συλληφθούν, με άφησαν πολύ πίσω. Οι σφαίρες έπεφταν παντού γύρω μου, και φοβήθηκα γι’ αυτά που θα μου συνέβαιναν στα βάρβαρα χέρια των στρατιωτών.
«Θεέ μου, λυπήσου με!» φώναξα. «Είμαι έγκυος, και έχω χάσει το σύζυγό μου. Δείξε μου πώς να βγω απ’ αυτήν την κόλαση!» Καθώς προσευχόμουν, τα δάκρυά μου γέμισαν το πρόσωπό μου, φτάνοντας πικρά στα χείλια μου. Όταν σήκωσα τα μάτια μου, είδα μια καλύβα που βρισκόταν μακριά. «Ω, Θεέ μου, δώσε μου δύναμη να περπατήσω», προσευχήθηκα, «γιατί είμαι εξαντλημένη».
Με μεγάλη προσπάθεια έφτασα στην καλύβα. Καθώς κάθησα στο χώμα μέσα στην καλύβα, έβαλα τα χέρια μου πάνω στο στήθος μου, έγειρα το κεφάλι μου, και υποσχέθηκα στον Θεό: «Προσφέρω τη ζωή μου για να σε υπηρετήσω, ω Θεέ μου, αν θα με βοηθήσεις να βγω απ’ αυτή την κόλαση για να μπορέσω να δω και πάλι τον σύζυγο μου και τα παιδιά μου».
Απελευθέρωση
Το απόγευμα, καθώς οι σφαίρες έπεφταν όλο και συχνότερα, και άλλοι άνθρωποι κατέφυγαν στην καλύβα. Τώρα ήμαστε εφτά. Στο βάθος φαινόταν ο καπνός που ανέβαινε από τα καιγόμενα σπίτια. Οι Γάλλοι δεν βρίσκονταν μακριά μας.
Αργά το απόγευμα, καθώς οι κανονιοβολισμοί ολοένα και πλησίαζαν και οι πολυβολισμοί όλο και εντείνονταν, εκείνοι που βρίσκονταν στην καλύβα κατέφυγαν στους ορυζώνες και διασκορπίστηκαν σε κάθε κατεύθυνση. Αλλά τι είδα εγώ; Ένα άτομο να τρέχει προς την καλύβα. Παρά τις σφαίρες, στάθηκα εκεί προσπαθώντας να αναγνωρίσω τη φυσιογνωμία του. Ήταν ο σύζυγός μου! «Πώς να σε ευχαριστήσω Θεέ μου;»
Όταν ο σύζυγός μου με πλησίασε, ρώτησα: «Γιατί με εγκατέλειψες;» Απάντησε ότι είχε συναντήσει έναν άνθρωπο σοβαρά πληγωμένο, και έπρεπε να βρει ένα μέρος για να τον κρύψει και να τον φροντίσει. Οι σφαίρες συνέχισαν να πέφτουν ολόγυρά μας, αλλά επειδή θα έπεφτε σύντομα το σκοτάδι, γνωρίζαμε ότι οι Γάλλοι σύντομα θα σταματούσαν την επίθεσή τους.
Το φεγγάρι φώτιζε το δρόμο μας στην φυγή μας μέσα από τους ορυζώνες και από το νερό και τη λάσπη. Περίπου στις δυο το πρωί, φτάσαμε στο χωριό και είδαμε τα καμένα και λεηλατημένα σπίτια. Δυο μήνες μετά απ’ αυτή τη σειρά των επιθέσεων, διαβάσαμε σε μια είδηση: ‘Τις περισσότερες από τις εκατό γυναίκες και τα κορίτσια που αιχμαλωτίστηκαν τις κράτησαν οι Γάλλοι στα πολεμικά πλοία και πάνω από 20 βρέθηκαν σε κατάσταση εγκυμοσύνης’.
Δυο χρόνια αργότερα ο σύζυγός μου σκοτώθηκε από τους Γάλλους. Η κόρη μας που ήταν νήπιο, ήταν μόλις 20 μηνών τότε. Μετά από το θάνατο του συζύγου μου, άφησα το χωριό μου το Μπιν Πουόκ και πήγα να εγκατασταθώ στην κοντινή πόλη Βινλόνγκ. Έψαξα για δουλειά για να συντηρήσω τα τέσσερα παιδιά μου, που όλα τους ήταν τώρα και πάλι κοντά μου και το μεγαλύτερο ήταν εννιά ετών. Έγινα δασκάλα του δημοτικού. Η ανεξαρτησία από τη Γαλλία κερδήθηκε σύντομα μετά, τον Μάιο του 1954.
Δεν Λησμόνησα
Πάντα θυμόμουν το χρέος που όφειλα στον Θεό, και έψαχνα για να τον βρω. Όταν ήμουν παιδί, συχνά πήγαινα στην παγόδα κοντά στο σπίτι μας. Η νεότερη αδελφή μου και εγώ βρίσκαμε ευχαρίστηση να κοιτάμε τη μεγάλη κοιλιά του Βούδα που καθόταν εκεί. Γελούσε με το στόμα του ολάνοιχτο. Πόσες φορές είχα βάλει το δάχτυλό μου μέσα στο στόμα του και το τραβούσα μόλις μου έλεγε η αδελφή μου, «Δαγκώνει!»
Τώρα επέστρεψα στην παγόδα εκείνη σαν ένα πλάσμα που υπέφερε και που ήταν υπόχρεο στον Θεό. Έλπιζα να βρω κάτι υψηλότερο, δυνατότερο, και ιερότερο· κάτι που είχα αγνοήσει ίσως στη διάρκεια της νεότητάς μου. Εδώ οι πιστοί γονάτιζαν μπροστά στο άγαλμα του Βούδα, και οι ιερείς και οι ιέρειες επαναλάμβαναν ακατανόητες μονότονες προσευχές. Αισθάνθηκα τελείως απογοητευμένη. Αλλά επέστρεψα για να συζητήσω με μια ιέρεια, η οποία μιλούσε για το Βουδδισμό και τη ζωή με στερήσεις που περνούσε στην παγόδα. Δεν αισθάνθηκα ενθαρρυμένη. Τα βιβλία που μου έδωσε να διαβάσω είχαν Ινδουιστική επιρροή και δεν τα κατάλαβα διόλου.
Ο Καθολικισμός, που εισάχθηκε στο Βιετνάμ από Γάλλους ιεραποστόλους στα 1600, ήταν μια άλλη υπερέχουσα θρησκεία στη χώρα. Αλλά δεν με έλκυε καθόλου. Η αποκρουστική συμπεριφορά των εκπροσώπων της εκκλησίας, η ανάμιξή τους στην πολιτική και η επιδίωξη εξουσίας και πλούτου, με έδιωχναν μακριά.
Τις νύχτες που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, προσευχόμουν στον Θεό για βοήθεια για να μου δείξει τον τρόπο να τον γνωρίσω. Θυμόμουν τη διδασκαλία των γονέων μου για τον Δημιουργό. Είχαν ένα βωμό στην μπροστινή αυλή για να δείχνουν το σεβασμό τους και το φόβο τους γι’ αυτόν. Ο βωμός αυτός ήταν ένας στύλος από ξύλο που ήταν αρκετά μεγάλος να χωρέσει μια κούπα με ρύζι, αλάτι και το θυμίαμα που έκαιγε κάθε βράδι και κάθε πρωί. Οποτεδήποτε είχαν καλή τροφή, την πρόσφεραν σ’ αυτόν και προσεύχονταν για να τη δεχτεί.
Ονομάζαμε τον Δημιουργό Τρόι, που σημαίνει «ο Παντοδύναμος». Για να εκφοβίσουν τα ανυπάκουα παιδιά, οι άνθρωποι τους έλεγαν, «Ο Τρόι θα σε σκοτώσει». Δεν υπήρχαν στοιχεία για τον Δημιουργό, αλλά τον φοβόμαστε και συνεχίζαμε να κάνουμε το καλό. Προσευχόμαστε σ’ αυτόν για βοήθεια σε καιρό θλίψης και τον ευχαριστούσαμε όταν μας παρείχε τη βοήθεια. Ασφαλώς, ο Θεός που ζητούσα θα πρέπει να είναι ο Δημιουργός! Αλλά πώς μπορούσα να τον βρω; Πώς; Πώς; Το ερώτημα αυτό με βασάνιζε. Αισθανόμουν πολύ ένοχη που δεν μπορούσα να βρω τον αληθινό Θεό έτσι ώστε να μπορέσω να τον υπηρετήσω και να ξεπληρώσω το χρέος μου!
Εμφύλιος Πόλεμος
Μετά από την ανεξαρτησία μας από τη Γαλλία, η χώρα μας χωρίστηκε και πάλι. Αυτό έδωσε στις υπερδυνάμεις την ευκαιρία να επέμβουν και πάλι, και άρχισε ένας πόλεμος ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο της χώρας που διήρκεσε σχεδόν 20 χρόνια, μέχρι τον Απρίλιο του 1975. Με τις προηγμένες πολεμικές ικανότητες των υπερδυνάμεων που παρενέβαιναν, οι καταστροφές ξεπερνούσαν την ανθρώπινη φαντασία.
Σχεδόν καθημερινά, χιλιάδες στρατιώτες και πολίτες πέθαιναν—στους ορυζώνες, στην εργασία, στην αγορά, στα σχολεία, στο κρεβάτι τους. Τα παιδιά στην αγκαλιά της μητέρας τους ήταν καταδικασμένα σε θάνατο από πείνα στους τόπους που κρύβονταν. Περίπου δυο εκατομμύρια Βιετναμέζοι μαχητές σκοτώθηκαν, καθώς και αναρίθμητοι πολίτες. Τα πτώματα, αν θα συσσωρεύονταν, θα έφταναν τις κορυφές των βουνών. Πολλά εκατομμύρια περισσότεροι ήταν πληγωμένοι και ακρωτηριασμένοι. Περίπου δέκα εκατομμύρια Νότιο-Βιετναμέζοι, δηλαδή περίπου ο μισός πληθυσμός, κατάντησαν πρόσφυγες από τον πόλεμο.
Τα παιδιά μου είχαν μεγαλώσει και εξαναγκάστηκαν να αναλάβουν στρατιωτικά καθήκοντα για να πολεμήσουν τους αδελφούς τους στον βορρά. Τις νύχτες που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, όταν ο ήχος των κανονιών μπορούσε να ακουστεί μέχρι την πόλη, η καρδιά μου πονούσε και προσευχόμουν για την ειρήνη της χώρας μου και για την ασφάλεια των παιδιών μου.
Το 1974, όταν ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του, ένας από τους γιους μου και η πολεμική του ομάδα περισσότερα από εκατό άτομα περικυκλώθηκαν και αναγκάστηκαν να ζήσουν κάτω από το έδαφος επί τρεις μήνες. Μόνο πέντε απ’ αυτούς επέζησαν, περιλαμβανομένου και του γιου μου. Μετά από πέντε χρόνια πολέμου, οι τρεις γιοι μου γύρισαν ζωντανοί και υγιείς. Η κόρη μου επίσης επέζησε από τον πόλεμο. Όταν ο πόλεμος τέλειωσε, η νίκη του κομμουνιστικού Βορρά ήταν ολοκληρωτική πάνω στο Νότο.
Κάτω από Κομμουνιστική Κυριαρχία
Ακολούθησε η εκδίκηση των κομμουνιστών πάνω σε όλους όσους είχαν υπηρετήσει την κυβέρνηση του Νότου. Αυτοί, σύμφωνα με τους κομμουνιστές, ήταν υπεύθυνοι για τον εικοσάχρονο πόλεμο ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο. Ένα εκατομμύριο άτομα φυλακίστηκαν. Οι φυλακές αυτές χτίστηκαν στα δάση από τους ίδιους τους φυλακισμένους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να δουλεύουν κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Πολλοί πέθαναν από έλλειψη τροφής και ιατρικής περίθαλψης, και ιδιαίτερα από την υπερκόπωση. Τους έδιναν μόνο λίγο ρύζι κάθε εβδομάδα, με πολύ λίγο κρέας. Και η εργασία που τους είχε ανατεθεί ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους.
Αν δεν γινόταν η εργασία, τότε οι φυλακισμένοι έπρεπε να παραμείνουν στον τόπο της εργασίας μέχρις ότου τελειώσει. Μερικές φορές η περιοχή εργασίας τους ήταν οχτώ χιλιόμετρα (5 μίλια) μακριά από το στρατόπεδο. Έτσι ήταν πολύ αργά όταν επέστρεφαν. Είχαν μόνο λίγες ώρες ύπνου και κατόπιν ήταν υποχρεωμένοι να επιστρέψουν στην εργασία την επόμενη μέρα. Καθώς περνούσε ο καιρός, η υγεία τους επιδεινωνόταν και πολλοί πέθαιναν. Πολλοί άλλοι αυτοκτονούσαν. Οι γιοι μου πέρασαν από τις ίδιες αυτές κακουχίες.
Εφόσον η κομμουνιστική κυβέρνηση δεν μπορούσε να προμηθεύσει για τις ανάγκες ενός εκατομμυρίου φυλακισμένων, κάτω από το μανδύα της φιλανθρωπίας, επέτρεπαν στις οικογένειες να επισκέπτονται τους φυλακισμένους κάθε μήνα και να τους φέρνουν τρόφιμα. Εμείς, οι γονείς, οι σύζυγοι, και τα παιδιά των φυλακισμένων, κάνοντας αυτό που αναμενόταν, ευχαριστούσαμε την κομμουνιστική κυβέρνηση που μας επέτρεπε να τους τρέφουμε, για να παρατείνουμε τη ζωή τους. Με ένα εκατομμύριο άντρες φυλακισμένους, περίπου πέντε εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάζονταν άμεσα.
Είχα εγκαταλείψει την εργασία μου για να φροντίσω για τους γιους μου, και η κόρη μου με βοηθούσε πολύ. Τα αγόρια μεταφέρονταν συνεχώς από το ένα στρατόπεδο στο άλλο—ολοένα και μακρύτερα. Έτσι με όλα τα μέσα μεταφοράς—με τα πόδια, με αυτοκίνητο, με πλοιάριο—έφερνα στο στρατόπεδο κάθε μήνα περίπου 15 κιλά (33 πάουντ) τρόφιμα. Συχνά τα μετέφερα, περπατώντας στη λάσπη ή πάνω στους ολισθηρούς δρόμους.
Όταν έφτανα στο στρατόπεδο, μπορούσα να δω τους γιους μου μόνο για δυο ώρες. Δεν μιλούσαμε πάρα πολύ. Τα λόγια με δυσκολία έβγαιναν από τα χείλια μας, εφόσον βρισκόμαστε σε τόσο μεγάλη στενοχώρια. Έπρεπε να συγκρατούμε τα δάκρυά μας. Η κακή σωματική τους εμφάνιση αποκάλυπτε τις κακουχίες τους. Παρά τις προσπάθειές μας, ήταν πάντοτε πεινασμένοι, επειδή μοιράζονταν την τροφή τους μ’ εκείνους των οποίων οι συγγενείς είχαν πεθάνει, ή είχαν φύγει από τη χώρα, ή ήταν πολύ φτωχοί για να φέρουν κάτι.
Για περισσότερο από 30 μήνες, έφερνα τροφή στους γιους μου, και πολλοί άλλοι έκαναν το ίδιο στους δικούς τους. Μοιάζαμε με ένα μεγάλο πλήθος ζητιάνων, με βρώμικα ρούχα, ένα μεγάλο καλάθι στα χέρια μας, και τα μεγάλα μας καπέλα καμωμένα από φύλλα φοίνικα που σχεδόν έκρυβαν τα πρόσωπά μας. Στη ζέστη και στη βροχή, στεκόμαστε στις στάσεις των λεωφορείων και στις προβλήτες των πλοιαρίων. Πούλησα όλα όσα είχα, περιλαμβανομένης και της ακίνητης περιουσίας μου, για να αγοράζω τρόφιμα. Σε κατάσταση εξαιρετικής φτώχειας, παρακάλεσα τον Θεό για να σώσει τα παιδιά μου από αυτήν την κόλαση. Τελικά, μετά από τρία χρόνια σχεδόν, αφέθηκαν ελεύθεροι.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 16]
Φοβήθηκα γι’ αυτά που θα μου συνέβαιναν στα βάρβαρα χέρια των στρατιωτών
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 19]
Ο γιος μου και η πολεμική του ομάδα αναγκάστηκαν να ζήσουν κάτω από το έδαφος επί τρεις μήνες
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Συχνά πήγαινα σε μια παγόδα στο Βιετνάμ όπου οι πιστοί γονάτιζαν μπροστά από τον ευτυχισμένο Βούδα, παρόμοιο με αυτόν εδώ
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Οι άνθρωποι έφερναν τρόφιμα στους αιχμαλώτους πολέμου, ακριβώς όπως κάναμε και εμείς στους γιους μας που είχαν φυλακιστεί μετά τον πόλεμο
[Ευχαριστίες]
Φωτογραφία Αμερικανικού Στρατού
[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 15]
Μπέτμαν, Τηλεφωτογραφία