Από τα Πλούτη στα Ράκη—Και στην Ευτυχία
Χρήματα. Ναρκωτικά. Σεξ. Τα πράγματα αυτά έχουν γίνει το δόλωμα για πολλούς νεαρούς ώστε να τους οδηγήσουν στο σημερινό τρόπο ζωής που είναι: άσε με να ζήσω για σήμερα. Όμως οι επιδιώξεις αυτές φέρνουν αληθινή ευτυχία; Διαβάστε την αληθινή αφήγηση μιας γυναίκας που έμαθε την απάντηση με το σκληρό τρόπο—με την προσωπική της εμπειρία. Δείχνει πώς μπορούν οι βιβλικές αρχές να είναι μια ισχυρή δύναμη για την αλλαγή της προσωπικότητας προς το καλύτερο.
ΤΟ 1948, όταν ήμουν μόλις 3 ημερών, με υιοθέτησε μια οικογένεια της ανώτερης μεσαίας τάξης. Αποτελούσαμε μια οικογένεια πέντε ατόμων—οι θετοί γονείς μου, οι δυο φυσικές τους κόρες, κι εγώ. Εκεί απολάμβανα μια ικανοποιητική, ασφαλή ζωή. Με τα κοσμικά πρότυπα, τα είχαμε όλα. Το μεγαλύτερο μέρος από τα σχολικά μου χρόνια το δαπάνησα στο δημόσιο σχολικό σύστημα, παρ’ ότι επί δύο χρόνια παρακολούθησα ένα ιδιωτικό Καθολικό σχολείο.
Οι γονείς μας μάς παρείχαν όλα όσα θέλαμε—μαθήματα μπαλέτου, τένις, ιππασίας. Είχαμε τη δική μας πισίνα για το κολύμπι μας και εγώ συμμετείχα στο ανταγωνιστικό κολύμπι και στο μπαλέτο νερού. Αληθινά δεν κατανοούσα ότι η ζωή των άλλων ατόμων ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας, μέχρις ότου έφτασα στα χρόνια της εφηβείας και κοντά στο καιρό που θα αποφοιτούσα από το λύκειο. Αλλά τότε οι πορείες διαμαρτυρίας των πολιτικών δικαιωμάτων της δεκαετίας του 1960 με έκαναν να νιώσω την προκατάληψη και το γεγονός ότι δεν ήταν όλοι φτωχοί εξαιτίας του γεγονότος ότι ήταν τεμπέληδες.
Άρχισα να αμφισβητώ τα πράγματα που είχα μάθει στο Καθολικό σχολείο. Ήμουν πολύ αφοσιωμένη στη λατρεία μου. Πράγματι, επί αρκετά χρόνια ήθελα να γίνω καλόγρια. Όμως τα ερωτήματά μου έμεναν αναπάντητα. Άρχισα να αμφιβάλλω για την πίστη μου.
Είδα ότι μόνο μία μειοψηφία ανθρώπων μπορούσαν να ζουν όπως εγώ, και πίστευα ότι αυτό ήταν πάρα πολύ άδικο. Οι γονείς μου έδειχναν λίγη συμπαράσταση για τους φτωχότερους ανθρώπους. Πίστευαν, ‘Αν οι φτωχοί απλώς εργάζονταν σκληρότερα και ήταν πρόθυμοι να το κάνουν αυτό, θα μπορούσαν να έχουν αυτά που έχουμε και εμείς’. Αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα να ενταχτώ πουθενά· αισθάνθηκα πολλή μοναξιά.
Με τέτοιου είδους απόψεις γύρω μου, στράφηκα σε άλλα πράγματα—κυρίως στο ποτό και στα αγόρια. Είχα τη φαντασίωση να παντρευτώ έναν τραγουδιστή του ροκ, και έτσι συναναστρεφόμουν μόνο με αγόρια που ήταν σε ομάδες ροκ. Αποσυρόμουν από τις οικογενειακές δραστηριότητες και έγινα ένα προβληματικό παιδί. Μέχρι τον καιρό που έφτασα στα 16, είχα γίνει ξεροκέφαλη και ανεξέλεγκτη, προξενώντας πολλή δυστυχία στο σπίτι. Τα βράδια έβγαινα, έπινα και κοιμόμουν με αγόρια και έφτασα να έχω μια φοβερή φήμη στο σχολείο. Οι γονείς μου είχαν πια βαρεθεί και αφού αποφοίτησα τον Ιούνιο του 1966, μου νοίκιασαν ένα δωμάτιο στο Σαν Φραντσίσκο και με έδιωξαν από το σπίτι.
Συνάντησα ένα αγόρι που ονομαζόταν Πάτρικ. Τον ερωτεύτηκα και αποφασίσαμε να πάμε στη Νέα Υόρκη, απ’ όπου καταγόταν. Έμεινα μαζί του και με την οικογένειά του για αρκετούς μήνες. Σύντομα αυτός κουράστηκε μαζί μου και με σύστησε στην Πάρις, ένα κορίτσι που είχε συναντήσει στο Γκρίνουιτς Βίλιτζ. Μετακόμισα και έμεινα μαζί της.
Όταν τη συνάντησα είχε μερικά χρήματα, αλλά και αυτά σύντομα εξαντλήθηκαν και έτσι βγήκαμε στο δρόμο. Τώρα μάθαμε τους τρόπους του δρόμου. Αν δεν μπορούσαμε να βρούμε κάποιον για να δαπανήσουμε μαζί τη νύχτα, πέρναμε ναρκωτικά και μέναμε έξω όλη τη νύχτα, ζητιανεύοντας για χρήματα στις γωνιές των δρόμων ή στους σταθμούς του υπόγειου. Κατά καιρούς εργάστηκα σε μπαρ ζητώντας ποτά από πελάτες για να προωθήσω τις πωλήσεις και πληρωνόμουν από το μπαρ. Επίσης εργάστηκα σαν πορνογραφικό μοντέλο και σαν πόρνη. Μερικές φορές ψάχναμε για τροφή στα σκουπίδια έξω από τα εστιατόρια. Ή πηγαίναμε στα εστιατόρια και τρώγαμε τα απομεινάρια από το πιάτο κάποιου άλλου. Κατόπιν κλέβαμε το φιλοδώρημα και έτσι μπορούσαμε να αγοράσουμε καφέ.
Άλλες φορές το μόνο που είχαμε να φορέσουμε ήταν τα ρούχα που ήδη φορούσαμε. Κυριολεκτικά είχα περάσει από τα πλούτη στα ράκη. Μερικές φορές μας έπαιρναν ρούχα κάτι γλυκεροί ηλικιωμένοι σε αντάλλαγμα για ορισμένες εύνοιες. Μια φορά, είχα τόση απόγνωση για να αποκτήσω ένα παλτό ώστε μπήκα σε ένα μεγάλο πολυκατάστημα, φόρεσα ένα ωραίο παλτό και βγήκα έξω από το κατάστημα—χωρίς να πληρώσω, φυσικά!
Ένα από τα μουσικά γκρουπ εκεί στο Βίλιτζ έγιναν φίλοι μας, και από αυτούς παρασύρθηκα στη μαριχουάνα. Στα επόμενα πέντε χρόνια, πήρα και άλλα ναρκωτικά—LSD (στην κυριολεξία εκατοντάδες φορές), THC, αμφεταμίνες, ηρωίνη, κοκαΐνη, όπιο, χασίσι, και πολλά άλλα. Αργότερα εργάστηκα για ένα μεγάλο δίκτυο διάδοσης ναρκωτικών, πετώντας από το Σαν Φραντσίσκο στη Νέα Υόρκη με βαλίτσες γεμάτες μαριχουάνα.
Μετά από αρκετούς μήνες στη Νέα Υόρκη, η Πάρις και εγώ βρήκαμε τρόπο να πάμε στο Χόλλυγουντ. Εκεί συνάντησα την Κάρολ, ένα κορίτσι που πηγαίναμε μαζί στο οικοτροφείο. Αυτή επέτρεψε στην Πάρις και σε μένα να μετακομίσουμε στο σπίτι της.
Τον καιρό εκείνο παίρναμε «κόκκινα», που είναι βαρβιτουρικά (κατασταλτικά). Έπαιρνα μέχρι έξι ή εφτά χάπια τη μέρα. Πολλές νύχτες παίρναμε διεγερτικά ναρκωτικά, κατόπιν πηγαίναμε στο Σάνσετ Στριπ για να ακούσουμε τη μουσική που σε ξεκούφαινε μέχρι και έξω από τα κλαμπ. Ένα βράδι όταν η Κάρολ και εγώ το κάναμε αυτό, ήρθαν δύο άντρες και μας πρόσφεραν μαριχουάνα, την οποία και πήραμε. Μας πήραν μέσα στο αυτοκίνητό τους και κατέληξα να δαρθώ και να βιαστώ.
Η Κάρολ κατάφερε να φύγει και κάλεσε την αστυνομία. Η αστυνομία έφτασε γρήγορα και συνέλαβε τον άνθρωπο που μου επιτέθηκε. Έκαναν έλεγχο για μένα και βρήκαν ότι με καταζητούσαν για μια κλήση για ώτοστοπ το οποίο δεν είχα πληρώσει, και έτσι με συνέλαβαν. Εκείνος απελευθερώθηκε. Εγώ μπήκα στη φυλακή.
Ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1968, έκανα ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη και ξαναγύρισα πίσω στον Πάτρικ. Σύντομα έμεινα έγκυος με το μωρό του Πάτρικ. Εκείνος δεν ήθελε καμιά σχέση ούτε με μένα ούτε με το μωρό, γι’ αυτό επέστρεψα στο Σαν Φραντσίσκο. Ήμουν ανύπαντρη και μόνη, και επρόκειτο να γίνω μητέρα. Ήμουν τόσο τρομοκρατημένη που άρχισα να σκέφτομαι την αυτοκτονία.
Όταν είχαν περάσει περίπου 8 μήνες, ο Πάτρικ με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι ήθελε να γυρίσει. Χρειαζόταν 450 δολάρια και του τα έδωσα. Ήμουν πρόθυμη να κάνω οτιδήποτε για να γυρίσει πίσω! Επίσης ήθελε αρκετές επιστολές από εμένα για τη στρατολογία του. Έγραψα τις επιστολές, δηλώνοντας ότι ο Πάτρικ με συντηρούσε. Υποθέτω ότι οι επιστολές μου κατάφεραν το τέχνασμα, δηλαδή, επέτρεψαν στον Πάτρικ να μην πάει στο στρατό. Αλλά μετά από αυτό δεν ξανάκουσα τίποτα πια απ’ αυτόν. Δυο εβδομάδες αργότερα, στις 18 Φεβρουαρίου 1969, γέννησα ένα κοριτσάκι.
Στο σημείο αυτό συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότερα στη ζωή από τον κόσμο που γνώριζα. Είχα την αίσθηση και των δύο κόσμων—ράκη και πλούτη—αλλά ακόμη δεν ήμουν ευτυχισμένη. Άρχισα να ψάχνω αλλού για απαντήσεις.
Ερευνώντας ακόμη για απαντήσεις, τον Δεκέμβριο του 1970 πήρα μέρος σε ένα κίνημα Ιησουιτών που ονομαζόταν Η Οδός. Ζούσα έξω από τα δεσμά του γάμου με έναν νεαρό που ονομαζόταν Στηβ, αλλά κανείς στο κίνημα δεν φαινόταν να νοιάζεται γι’ αυτό. Ήταν περίπου τον καιρό αυτό που ήρθα σε επαφή με έναν από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Βρισκόμουν στη Μάρκετ Στριτ στο Σαν Φρανσίσκο όταν με πλησίασε ένας Μάρτυρας. Με ρώτησε αν ήμουν Χριστιανή. «Ναι!» απάντησα. Ήμουν τόσο συγκινημένη που μπορούσα να μιλήσω για τη Βίβλο μαζί με κάποιον άλλον.
‘Γιατί υπάρχουν τόσο πολλές δυσχέρειες στον κόσμο;’ τον ρώτησα. Μου έδειξε τα εδάφια Ματθαίος 24:3-13, και εξήγησε ότι οι τωρινές παγκόσμιες συνθήκες είναι μέρος του «σημείου» που δείχνουν ότι ζούμε στον καιρό του τέλους. Κατόπιν προχώρησε για να μου πει τον τρόπο με τον οποίο η Βασιλεία του Θεού θα φέρει σύντομα ειρήνη και ασφάλεια στο ανθρώπινο γένος και θα εξαλείψει το θάνατο, τα γηρατειά, και την ασθένεια. (Αποκάλυψις 21:3, 4) Τι όμορφο μέλλον περιέγραψε αυτός! Δώσαμε ένα ραντεβού για να αρχίσει μια Γραφική μελέτη μαζί μου το ίδιο εκείνο βράδι στις εφτά.
Όταν πήγα σπίτι, αμέσως είπα στον Στηβ όλα τα συναρπαστικά πράγματα που μόλις είχα μάθει. Αλλά εκείνος δεν συμμετείχε στη συγκίνησή μου. Στην πραγματικότητα, είπε ότι οι Μάρτυρες ήταν Αντίχριστοι και έπαιρναν για λεία τους τούς νέους Χριστιανούς. Μου είπε ότι δεν θα έπρεπε να μιλήσω μαζί τους. Εμπιστεύτηκα τον Στηβ, και έτσι βεβαιώθηκα ότι δεν θα ήμουν σπίτι όταν ο Μάρτυρας θα έφτανε εκεί.
Λίγες εβδομάδες αργότερα έμεινα έγκυος με το μωρό του Στηβ. Αυτός δεν ήθελε το μωρό και με εγκατέλειψε. Έτσι να, είμαι πάλι ανύπαντρη, μόνη, και έγκυος. Δεν ήθελα να υποστώ άλλη μια εγκυμοσύνη, έτσι όταν ήμουν περίπου τεσσάρων μηνών, πήγα σ’ ένα τοπικό νοσοκομείο για να κάνω έκτρωση. Η έκτρωση ήταν οδυνηρή τόσο από σωματική άποψη όσο και από συναισθηματική. Άρχισαν τη διαδικασία του τοκετού και αφού βγήκε το μωρό, το άφησαν μέσα σε μία γυάλα μπροστά μου για την υπόλοιπη νύχτα. Ήταν ένα αγόρι. Τι είχα κάνει; Δεν είχα το δικαίωμα να αρνηθώ στο γιο μου το δικαίωμα να ζει. Η σκέψη αυτή με κυνηγάει μέχρι αυτή τη μέρα.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1971, συνάντησα τυχαία ένα κορίτσι με το οποίο είχα ζήσει μαζί σ’ ένα κοινόβιο στο Σαν Φραντσίσκο. Είχε γίνει Μάρτυρας. Συζητούσαμε και συζητούσαμε συνέχεια. Αυτή με σύστησε σε μια Μάρτυρα, η οποία προσφέρθηκε να κάνει Γραφική μελέτη μαζί μου. Τον καιρό αυτό δεν έχασα καθόλου χρόνο στο ν’ αρχίσω να μελετώ τη Βίβλο με την αγαπητή αυτή γυναίκα, η οποία έγινε σαν μητέρα μου. Αυτή και ο σύζυγός της με δίδαξαν όχι μόνο τη Βίβλο, αλλά επίσης και ατομική υγιεινή, φροντίδα παιδιού, νοικοκυριό, ψώνια, και άλλα πρακτικά πράγματα. Μου αγόρασαν μερικά ρούχα και ένα ζεστό παλτό.
Γνώριζα ότι έπρεπε να κάνω αλλαγές. Ακόμη και πριν από την πρώτη μελέτη, σταμάτησα να καπνίζω (είχα φτάσει τότε στα τρία πακέτα τη μέρα) και σταμάτησα όλα τα ναρκωτικά. Επίσης είχα αποφασίσει μέσα στην καρδιά μου ν’ ακολουθήσω το νόμο του Ιεχωβά σχετικά με τη σεξουαλική ηθική. Προόδευσα μέχρι του σημείου όπου στις 17 Ιουνίου 1972 συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά Θεό με το να βαφτιστώ.—1 Κορινθίους 6:9-11.
Τώρα, κάπου 13 χρόνια αργότερα, εξακολουθώ να υπηρετώ πιστά τον Δημιουργό μου. Η κόρη μου, που είναι 16 ετών τώρα, βαφτίστηκε στις 12 Μαρτίου 1983. Τον Οκτώβριο του 1975 παντρεύτηκα έναν Μάρτυρα του Ιεχωβά, ο οποίος είναι μια έξοχη οικογενειακή κεφαλή, και ένας στοργικός σύζυγος και πατέρας στα τρία παιδιά μας. Και από την 1 Φεβρουαρίου 1982 έχω τη χαρά να υπηρετώ στη διακονία σαν τακτική σκαπάνισσα, αφιερώνοντας 90 ώρες κάθε μήνα στο έργο αυτό.
Τελικά βρήκα την ευτυχία!—Από συνεργάτη μας.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 25]
Μέχρι τον καιρό που φοιτούσα στο λύκειο, είχα γίνει ξεροκέφαλη και ανεξέλεγκτη, προξενώντας πολλή δυστυχία στο σπίτι
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 26]
Δεν είχα κανένα δικαίωμα να αρνηθώ στο γιο μου το δικαίωμα να ζει. Η σκέψη αυτή με κυνηγάει μέχρι αυτή τη μέρα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 27]
Από το 1982 έχω τη χαρά να αφιερώνω τουλάχιστον 90 ώρες κάθε μήνα στη διδασκαλία της Βίβλου στους άλλους