Μια Επιστολή από τη Μητέρα ενός Αγέννητου Παιδιού
ΕΙΜΑΙ 37 ετών, παντρεμένη, και έχω τρία όμορφα παιδιά. Πριν από δεκαέξι χρόνια βρέθηκα ξαπλωμένη στο τραπέζι μιας κουζίνας ενώ αφαιρούνταν η ζωή ενός ατόμου που κανείς δεν θα γνωρίσει ποτέ.
Εκείνο το άτομο είχε ζήσει μόνο τρεισήμισι μήνες. Υποθέτω ότι ο μόνος φίλος που είχε εκείνο το άτομο ήταν ο Ιεχωβά Θεός. (Ψαλμός 139:13-16) Φάνηκε πως κανένας άλλος δεν το ήθελε.
Εκείνο τον καιρό, 16 χρόνια πριν, φοιτούσα στο κολέγιο, ενώ συγχρόνως εργαζόμουν μέρος του χρόνου μου και ζούσα μόνη μου σε μια μεγάλη πόλη στη Δυτική Ακτή. Το όνειρό μου ήταν να «γίνω κάποια» ανάμεσα σε όλους τους «ωραίους ανθρώπους».
Είχα μεγάλα σχέδια για το μέλλον μου. Για τον τρόπο που ζούσα, ένα παιδί δεν μου ταίριαζε. Ο πατέρας του παιδιού σύστησε την έκτρωση, και κανένας μας δεν ανέφερε μια άλλη εναλλακτική λύση. Δεν ήθελα να σκεφτώ τι στην πραγματικότητα αφαιρούσαμε—τη ζωή μιας ζωντανής ψυχής. Ούτε μια φορά δεν σκέφτηκα πώς το έβλεπε αυτό ο Θεός.—Έξοδος 21:22, 23· Ρωμαίους 14:12.
Βέβαια, η έκτρωση εκείνον τον καιρό δεν είχε «νομιμοποιηθεί». Ο πατέρας του παιδιού είχε ακούσει για κάποιον γιατρό που εργαζόταν τις νύχτες κάνοντας εκτρώσεις.
Έτσι βρέθηκα στο διαμέρισμα του φίλου μου και επέτρεψα σ’ αυτόν τον άνθρωπο να μου αφαιρέσει την «ενόχληση» που είχε παρέμβει στη ζωή μου. Αρνήθηκα να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα της κατάστασης και έτσι μπόρεσα να παραμείνω διανοητικά αρκετά καλά. Από σωματική άποψη, δεν πήγαν όλα τόσο καλά. Έπαθα εσωτερική μόλυνση που μ’ έκανε την τρίτη ημέρα να παραμιλώ από τον πυρετό. Αφού αναζήτησα σωστή ιατρική φροντίδα, ανέρρωσα χωρίς καμιά βλάβη.
Ή έτσι νόμιζα. Ποιος ξέρει τι κακό έκανε στην προσωπικότητά μου το ότι σκλήρυνα την καρδιά μου σε τέτοιο βαθμό ώστε να προβώ σ’ αυτό το φοβερό έγκλημα;
Δεν έχω μιλήσει γι’ αυτό το φρικτό περιστατικό της περασμένης μου ζωής στο σύζυγό μου. (Γνωριστήκαμε πολλά χρόνια αργότερα.) Δεν γνωρίζω αν θα εξυπηρετούσε κάποιο σκοπό να του το πω. Τον καιρό που μάθαινα την αλήθεια (πάνω από δέκα χρόνια πριν) ζήτησα τη συγχώρεση του Ιεχωβά για όλες τις αμαρτίες που είχα κάνει, περιλαμβανομένης και της αφαίρεσης της ζωής του αγέννητου παιδιού μου. Ελπίζω ότι Αυτός έχει πλατύνει το έλεός Του μέσω της θυσίας του Ιησού για να καλύψει τις αμαρτίες μου. Αφού η ζωή μου έχει καθαριστεί με το να εφαρμόζω αυτά που έχω μάθει από το Λόγο Του την Αγία Γραφή, δεν το κάνω συνήθειά μου πια να αμαρτάνω κατάφωρα. Αλλά, ίσως να μην μπορέσω ποτέ να συγχωρήσω τον εαυτό μου.—1 Ιωάννου 1:7.
Αν είχα φονεύσει το παιδί μου όταν ήταν μερικών μηνών, 6 ετών, 20 ετών, τουλάχιστον θα είχε την ελπίδα της ανάστασης στο νέο σύστημα του Θεού. (Λουκάς 23:43· Αποκάλυψις 20:12, 13) Αλλά αυτό το μωρό ποτέ δεν γεννήθηκε, ποτέ δεν ανέπνευσε. Κατάστρεψα εκείνη τη ζωή και την πιθανότητά της να ξαναζήσει ποτέ. Δεν υπάρχει επανόρθωση γι’ αυτό που έγινε.
Καθώς περνούν τα χρόνια μου, εκείνο το περιστατικό με βασανίζει όλο και πιο συχνά. Όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν ήθελα να το σκεφτώ. Όποτε μου ερχόταν στη σκέψη το περιστατικό απλώς δεν άφηνα τον εαυτό μου να συνεχίσει να σκέπτεται γι’ αυτό. Διανοητικά «άλλαζα το θέμα αμέσως». Δεν μπορώ πια να το κάνω αυτό. Μου φέρνει πραγματικά ένα οδυνηρό πόνο στην καρδιά να ζω με αυτή τη διαρκή ενοχή. Ποτέ δεν δόθηκε σ’ εκείνο το μωρό η ευκαιρία να αγαπηθεί από κάποιον. Ίσως όμως υπάρχει κάπου έστω κι ένα μωρό που να του δοθεί η ευκαιρία ν’ αγαπηθεί.
Αυτός είναι ο λόγος που γράφω αυτά που φύλαγα μέσα μου για χρόνια. Αν κάποια γυναίκα που σκέφτεται την έκτρωση, τύχει να διαβάσει αυτή την επιστολή, πιθανόν να αλλάξει γνώμη και να επιτρέψει σ’ αυτή τη ζωή να συνεχίσει να υπάρχει. Δώστε στο μωρό αυτό την ευκαιρία να ζήσει και να αγαπηθεί. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που θα ήθελαν να υιοθετήσουν ένα παιδί. Εκτός απ’ αυτό, όταν τελικά η καρδιά σας και η συνείδησή σας κατανοήσουν το ζήτημα, δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσετε το γεγονός ότι δολοφονήσατε το ίδιο σας το παιδί. Μπορεί τώρα να μην αισθάνεστε την ενοχή· αλλά κάποτε θα την αισθανθείτε. Και αυτή ποτέ δεν φεύγει!—Ησαΐας 1:18· 55:6, 7.
Με πολλή μετάνοια,
Η Μητέρα του Αγέννητου Παιδιού