Ένας Ντραμίστας της Τζαζ Βρίσκει την Αληθινή Ευτυχία
ΝΤΟΥΜ! Ντουμ! Ντουμ! Στο εκτυφλωτικό φως που έριχναν τα φώτα της σκηνής, ο ντράμερ κρατούσε το ρυθμό. Τα μάτια μου είχαν καρφωθεί στα ντραμς και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο άκουσμά τους.
Τον Ιανουάριο του 1945, όταν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στην τελική του φάση, η οικογένειά μου κατέφυγε στους γονείς της μητέρας μου στην Κατσουνούμα της Ιαπωνίας. Μετά τον πόλεμο, ο πατέρας έγινε μαέστρος στην μπάντα των νέων της πόλης. Καθώς παρακολουθούσα τις πρόβες τους, γοητεύτηκα από το δυνατό ήχο των ντραμς.
Όταν πήγα στο γυμνάσιο, έβαλα στόχο να γίνω ντράμερ της τζαζ. Ο καθηγητής που μας δίδασκε μουσική με ενθάρρυνε να πάω σε κάποιο ωδείο και οι γονείς μου με βοήθησαν να προετοιμαστώ για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Το 1964, μέσα από πολλούς εξεταζόμενους από ολόκληρη την Ιαπωνία, ήμουν ένας από τους τρεις που έγιναν δεκτοί στο Τμήμα Κρουστών Οργάνων της Εθνικής Σχολής Καλών Τεχνών και Μουσικής του Τόκιο.
Παρά το γεγονός ότι η σχολή αυτή ήταν η καλύτερη στην Ιαπωνία, απογοητεύτηκα. Γιατί; Επειδή ούτε αυτή παρείχε σ’ έναν φοιτητή εκπαίδευση για να γίνει ντραμίστας της τζαζ ούτε οι φοιτητές έπαιζαν τζαζ. Ωστόσο έβαλα τα δυνατά μου να μάθω να παίζω κρουστά όργανα και ανέπτυξα διάφορες τεχνικές. Σιγά-σιγά εγκατέλειψα τα όνειρα που είχα να γίνω ντραμίστας της τζαζ και άρχισα να σκέφτομαι να μπω σε κάποια διάσημη ορχήστρα. Αλλά με περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
«Όσο σκληρά κι αν προσπαθήσεις, δεν θα τα καταφέρεις», μου είπε εμπιστευτικά ένα μέλος κάποιας ορχήστρας. «Τα νέα μέλη έχουν ήδη εκλεγεί, πριν ακόμα μπεις εσύ στη σχολή».
Ένιωσα αποθάρρυνση κι ένα αίσθημα ήττας, έτσι ξαναγύρισα στο πάθος μου για τα ντραμς της τζαζ. Είπα μέσα μου, ‘Αυτό που μετράει στον κόσμο της τζαζ είναι το πόσο καλά παίζεις τα ντραμς κι όχι οι γνωριμίες και το μέσον που έχεις’. Καθώς πλησίαζε ο καιρός για να πάρω το πτυχίο μου, άρχισα να συμμετέχω στις πρόβες που έκαναν όμιλοι τζαζ από διάφορα πανεπιστήμια.
Το Παιδικό Όνειρο Γίνεται Πραγματικότητα
Έπειτα, το 1967, γνώρισα έναν πιανίστα που λεγόταν Γιοσούκε Γιαμασίτα. Αυτός όχι μόνο έπαιζε τζαζ, αλλά ήταν και ταλέντο στις καινοτομίες και μελετητής της μουσικής. Φτιάξαμε ένα ασυνήθιστο τρίο με πιάνο, σαξόφωνο και ντραμς. Στην αρχή ούτε το κοινό ούτε οι κριτικοί κατανοούσαν το πρωτότυπο και δυναμικό είδος τζαζ που παρουσιάζαμε. Στις παραστάσεις που δίναμε, έρχονταν πολύ λίγα άτομα. Κι όμως εγώ ήμουν ικανοποιημένος. Ο Γιοσούκε ευχαριστιόταν με τις εκτελέσεις μου και με τον καιρό, ο τρόπος που δέναμε μουσικά εμείς οι δυο έγινε πιο αρμονικός και πλούσιος σε παραλλαγές.
Ο τρόπος που έπαιζα ντραμς έγινε απαράμιλλος. Έτσι όπως χτυπούσα ασταμάτητα και με αρμονία το τάσι, το τύμπανο, την γκρανκάσα και το ταμτάμ, τα ντραμς ηχούσαν όλη την ώρα. Οι γρήγορες και δυναμικές κινήσεις των χεριών και των ποδιών μου άφηναν έκπληκτους τους θεατές και έγιναν περιβόητες. Μια φορά παίζαμε μπροστά σε ακροατήριο στο υπόγειο της διάσημης Αίθουσας Κοσέι Νένκιν στο Τόκιο, την ίδια στιγμή που η Συμφωνική Ορχήστρα Γιομιούρι της Ιαπωνίας έδινε συναυλία στην κυρίως αίθουσα στο επάνω πάτωμα.
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες είχαν την ακόλουθη δήλωση της ορχήστρας: ‘Λυπούμαστε για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε εχτές το βράδυ στην παρακολούθηση της συναυλίας μας, εξαιτίας του θορύβου που ερχόταν από την αίθουσα του υπογείου. Θα θέλαμε να ζητήσουμε ολόκαρδα συγνώμη’. Αργότερα η αίθουσα ανακαινίστηκε προκειμένου να ενισχυθεί η ηχομόνωση. Ύστερα απ’ αυτό έγινα γνωστός ως ο Ντραμίστας-Τέρας.
Γνήσια Ευτυχία;
Καθώς το συγκρότημά μας σημείωνε όλο και μεγαλύτερη επιτυχία, εγώ άρχισα να ζω τη ζωή μου έτσι όπως μου άρεσε. Ταξίδευα σ’ όλη την Ιαπωνία, τριγυρίζοντας εδώ κι εκεί με φίλους όποτε ήθελα. Ήμουν ήδη παντρεμένος, αλλά έδειχνα ελάχιστο ενδιαφέρον για τη γυναίκα μου, τη Γιουκίκο, που έπαιζε κρουστό στη Γυναικεία Ορχήστρα.
Δεν ήμουν ευτυχισμένος. Ζήλευα όλους τους ανταγωνιστές ντραμίστες και η απογοήτευσή μου μεγάλωνε, καθώς η φήμη μου και τα λεφτά που έπαιρνα δεν ανταποκρίνονταν σ’ αυτά που ονειρευόμουν. Με βασάνιζε ένα αίσθημα ματαιότητας. Ρωτούσα τους συντρόφους μου: «Και τι νόημα έχει που ζούμε έτσι· δουλειά, πιοτό και γλέντια;»
«Μη σκοτίζεσαι με τέτοιες ανόητες σκέψεις», μου απαντούσαν. «Αυτό που μετράει είναι η απόλαυση». Ωστόσο, ακολουθώντας έναν τρόπο ζωής που είχε ως κύριο σκοπό τις απολαύσεις, κατέληξα στο νοσοκομείο με διαταραχές στο συκώτι, το καλοκαίρι του 1972. Ένιωθα ισχυρές ζαλάδες και αδυναμία και φοβόμουν πως θα πέθαινα. ‘Θέλω να ζήσω’, σκέφτηκα, ‘ακόμα κι αν χρειαστεί να παρατήσω τα ντραμς!’
Εκείνο τον καιρό, η γυναίκα μου βρισκόταν σε περιοδεία με την ορχήστρα της. Όταν τελικά γύρισε και είδε πόσο άρρωστος ήμουν, αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά της. Μόλις τότε είχε αρχίσει να μελετάει την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, κι επειδή εκτιμούσα πάρα πολύ τη φροντίδα που μου έδειχνε, συμφώνησα να συνεχίσει τη μελέτη της. Η υγεία μου παρουσίασε σταθερή βελτίωση κι ύστερα από τρεις μήνες ανάρρωσης, ξαναγύρισα στο μουσικό μας συγκρότημα. Κατά καιρούς κάναμε εμφανίσεις στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο και τόσο το κοινό που μας άκουγε όσο και η αμοιβή που παίρναμε, αυξήθηκαν.
Επιτυχία στην Ευρώπη
Το 1973 κάναμε την πρώτη μας περιοδεία για συναυλίες στην Ευρώπη. Την πρώτη μέρα παίξαμε στο Φεστιβάλ Τζαζ του Μόερς στη Γερμανία. Όταν τελειώσαμε, ακολούθησε μια σύντομη σιγή κι έπειτα ξέσπασε καταιγισμός από χειροκροτήματα. Εκείνος που χρηματοδοτούσε το φεστιβάλ ρώτησε: «Ε, παιδιά! Θέλετε να ξανάρθει και του χρόνου αυτό το συγκρότημα;» Το κοινό απάντησε με περισσότερα χειροκροτήματα. Την επόμενη μέρα μια εφημερίδα είχε τη φωτογραφία μου και με χοντρά γράμματα την επικεφαλίδα: «Ο Καμικάζι Ντραμίστας από την Ιαπωνία».
Τον επόμενο χρόνο πήραμε και μεγαλύτερη αμοιβή και περισσότερες αιτήσεις για παραστάσεις. Παίξαμε στο Φεστιβάλ Τζαζ του Βερολίνου, στο Φεστιβάλ Μοντέρνας Μουσικής του Ντόναουεσινγκεν, στο Φεστιβάλ Τζαζ της Χαϊδελβέργης, στο Φεστιβάλ Τζαζ της Λουμπλιάνα, στο Φεστιβάλ Τζαζ της Βόρειας Θάλασσας και σε άλλα. Το κοινό χειροκροτούσε και ζητούσε ξανά και ξανά εκτελέσεις εκτός προγράμματος, και σε μερικά φεστιβάλ, η αστυνομία σχημάτιζε σειρές μπροστά στη σκηνή για να μας προστατεύει από τους θαυμαστές. Ναι, τώρα πια ήμουν πάρα πολύ επιτυχημένος ντραμίστας και είχα ξεπεράσει ακόμα και τα παιδικά μου όνειρα.
Το Παράδειγμα της Γυναίκας μου
Δεν με είχε πειράξει καθόλου που η γυναίκα μου είχε ασχοληθεί με τη μουσική, αλλά τώρα, στη σκέψη ότι θα έλειπε για τις Χριστιανικές συναθροίσεις και το κήρυγμα, γινόμουν έξω φρενών. Σκεφτόμουν: ‘Αυτοί που βασίζονται στη θρησκεία είναι αδύναμοι. Η θρησκεία είναι ένα τέχνασμα για να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους’. Παρ’ όλο που έκανα ό,τι μπορούσα για να την πείσω να αφήσει τη νέα της θρησκεία, εκείνη αρνήθηκε να την εγκαταλείψει.
Μια φορά, από τις τόσες που πήγαινα και τα ’πινα σε μπαρ, ήρθε μαζί μου και κάθησε ήσυχα δίπλα μου. Εξοργισμένος, της έριξα επάνω της ουίσκι. «Χάσου από ’δώ!» της είπα. Εκείνη ήρεμα σκούπισε τα μαλλιά και τα ρούχα της μ’ ένα μαντήλι, κάνοντας σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ο μπάρμαν και οι πελάτες μού έριξαν βλέμματα αποδοκιμασίας. Συνέχισα να πίνω μέχρι που έχασα τις αισθήσεις μου· έπειτα απ’ αυτό η γυναίκα μου με πήγε στο σπίτι.
Μια άλλη νύχτα την έβγαλα με το ζόρι έξω από το διαμέρισμά μας, κλείδωσα την πόρτα και έβαλα την αλυσίδα ασφαλείας. Εκείνη, αντί να φύγει, ξεκλείδωσε την πόρτα, πήρε από κάπου ένα σιδεροπρίονο και άρχισε να πριονίζει την αλυσίδα. Ο θόρυβος ακουγόταν σ’ όλο το κτίριο, όπου οι άνθρωποι κοιμούνταν. Αναγκάστηκα να την αφήσω να μπει μέσα.
Συχνά μεθούσα από την απελπισία μου. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να πέθαινα. Από την άλλη μεριά, η γυναίκα μου δεν αναστατωνόταν ούτε φοβόταν με όλα αυτά που της έκανα. Όταν έβλεπα τηλεόραση τα βράδια, εκείνη με παρακαλούσε να ακούω καθώς διάβαζε το βιβλίο Από τον Απολεσθέντα Παράδεισο στον Αποκαταστημένο Παράδεισο. Μου διάβαζε κάθε βράδυ. Η αντίδρασή μου άλλαξε σιγά-σιγά και από εκεί που έλεγα «Σταμάτα!» μετά έλεγα «Συνέχισε να διαβάζεις».
Επίσης όταν πήγαινα ταξίδι για συναυλίες, έβαζε τα περιοδικά Η Σκοπιά και το Ξύπνα! μέσα στη βαλίτσα μου. Η περιέργειά μου υπερνίκησε το φόβο που είχα μήπως μεταστραφώ, και άρχισα να διαβάζω στα περιοδικά τις αφηγήσεις περιπτώσεων ατόμων που είχαν ακολουθήσει το δρόμο της Χριστιανοσύνης, τις οποίες αφηγούνταν τα ίδια τα άτομα. Συχνά η κατάληξη ήταν να σκουπίζω τα δάκρυα από τα μάτια μου, παρά το ότι σκεφτόμουν πως δεν θα ’πρεπε να παρασύρομαι απ’ αυτές τις ιστορίες.
Μια νύχτα ένιωσα ασυνήθιστα ήρεμος και πήρα την απόφαση να βάλω τον εαυτό μου στη θέση της γυναίκας μου. Αναρωτήθηκα: ‘Τι το κακό κάνει που μελετάει την Αγία Γραφή; Μήπως έχω και τίποτα καλύτερο να της προσφέρω σε αντικατάσταση της Αγίας Γραφής;’ Την επόμενη μέρα θέλησα να τη δοκιμάσω. Την έβαλα σε δίλημμα: «Ή εγκαταλείπεις τελείως την Αγία Γραφή ή χωρίζουμε».
Μετά από αρκετή ώρα σιωπής, είπε με δάκρυα στα μάτια: «Εγώ δεν πρόκειται να χωρίσω. Ούτε θα εγκαταλείψω τη Γραφική μου μελέτη».
Ανακουφισμένος της απάντησα: «Θα πάψω να σου εναντιώνομαι».
Σύντομα έπειτα απ’ αυτό πήγα μαζί με τη γυναίκα μου σε μια συνάθροιση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Όμως δεν έπαψα να είμαι επιφυλακτικός. Ωστόσο, η καλή διαγωγή των παιδιών και η λογικότητα των όσων διδάσκονταν εκεί με εντυπωσίασαν. Συνέχισα να πηγαίνω στις συναθροίσεις και λίγο-λίγο η επιφυλακτικότητά μου απέναντι στους Μάρτυρες μετριαζόταν. Άρχισα να αντιλαμβάνομαι αμυδρά ότι ίσως η απάντηση στο αίσθημα ματαιότητας που ένιωθα βρισκόταν στην Αγία Γραφή. Αλλά καθώς βάθαινε η κατανόηση που αποκτούσα, διέκρινα επίσης ότι αν πραγματικά μελετούσα την Αγία Γραφή, θα χρειαζόταν να κάνω αλλαγές στη ζωή μου.
Πάλη με τον Εαυτό μου
Έτσι άρχισε μια εσωτερική πάλη. Ήξερα ποιο ήταν το σωστό, κι όμως δεν μπορούσα να το εφαρμόσω. Με βασάνιζαν επιθυμίες να καπνίσω και να διαπράξω ανηθικότητα. Όμως δεν ήθελα πια να ενδώσω σ’ αυτές τις επιθυμίες. (Ρωμαίους 7:18-24) Για να ενδυναμωθώ, παρακολουθούσα τις Χριστιανικές συναθροίσεις όσο πιο συχνά γινόταν.—Εβραίους 10:23-25.
Οι συναθροίσεις άρχισαν να επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης μου. Δόξα, πλούτη και κοσμικές απολαύσεις δεν έμοιαζαν πια καθόλου αξιόλογα. Μπορούσα καθαρά να βλέπω τις κοσμικές επιθυμίες ως εχθρούς. Όταν γύριζα με τα πόδια σπίτι από την Αίθουσα Βασιλείας, ένιωθα μια ηρεμία πνεύματος που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ πριν. Για πρώτη φορά, μπορούσα να πω, «Είμαι ευτυχισμένος».
Εγκατέλειψα το Συγκρότημα
Το 1975, αμέσως αφότου είχα ζητήσει να κάνω Γραφική μελέτη, χρειάστηκε να φύγω για το τέταρτο ταξίδι μας για συναυλίες στην Ευρώπη. Όπως και πριν, το κοινό χειροκροτούσε ζωηρά. Όμως στην καρδιά μου δεν ένιωθα τη φλόγα που ένιωθα παλιά. Ακόμα κι όταν ο υπεύθυνος είπε, «Σας παρακαλούμε να ξανάρθετε του χρόνου», εγώ είχα πάρει την απόφαση να εγκαταλείψω το συγκρότημα.
Όταν γύρισα στο Τόκιο, ξανάρχισα αμέσως τη Γραφική μου μελέτη, και σύντομα άρχισα να μιλάω σε άλλους για τη γνήσια ευτυχία που ένιωθα. Στην τελευταία περιοδεία που έκανα στην Ιαπωνία για να δώσω συναυλίες, ένιωσα κάτι να με παρακινεί να μιλήσω για τη νέα μου ελπίδα σ’ έναν από εκείνους που χρηματοδοτούσαν φεστιβάλ, με τον οποίο είχα ανέκαθεν ιδιαίτερη οικειότητα. Προσευχόμουν στον Ιεχωβά να μου δώσει την ευκαιρία να του μιλήσω. Πώς όμως θα άρχιζα τη συζήτηση;
«Τι έρχεται στο νου σου, όταν ακούς τη λέξη ευτυχία;» τον ρώτησα.
«Φαντάζομαι συνθήκες όπου θα έχουν εξαλειφθεί η αρρώστια και ο θάνατος και όπου όλοι θα ζουν μαζί με ειρήνη», απάντησε εκείνος. Ενθουσιάστηκα μ’ αυτή την ιδανική απάντηση και του είπα αμέσως: «Αυτός είναι ο λόγος που εγκαταλείπω αυτό το συγκρότημα». Καθώς συνέχισα να μιλάω, ο Ιεχωβά έκανε το σπόρο στην καρδιά του να μεγαλώνει. Αργότερα έγινε ο πρώτος βαφτισμένος Μάρτυρας του Ιεχωβά στην περιοχή του. Η χαρά που ένιωσα απ’ αυτή την εμπειρία ήταν βαθιά και διαρκής· ξεπερνούσε κατά πολύ τη χαρά που ένιωθα όταν έπαιζα ντραμς.
Απολαμβάνοντας Γνήσια Ευτυχία
Όταν εγκατέλειψα το συγκρότημα και μετά, κάποιος άντρας είπε σ’ έναν Μάρτυρα του Ιεχωβά που τον επισκέφτηκε: «Εσείς σκοτώσατε τον Μοριγιάμα». Είναι αλήθεια ότι ο Μοριγιάμα, ο ντραμίστας της τζαζ πέθανε, αλλά γεννήθηκε ο Μοριγιάμα ο Χριστιανός διάκονος. Βαφτίστηκα τον Ιούνιο του 1976 συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά.
Το 1979 η γυναίκα μου κι εγώ αρχίσαμε να υπηρετούμε ως ολοχρόνιοι σκαπανείς διάκονοι. Από τότε είχαμε τη χαρά να βοηθήσουμε αρκετούς ανθρώπους να βρουν τη γνήσια ευτυχία. Είχα επίσης το προνόμιο να υπηρετήσω ως πρεσβύτερος σε εκκλησίες του Τόκιο και της Ναγκόγια.
Όταν ήμουν νεαρός, νόμιζα ότι η ευτυχία ήταν συνυφασμένη με τα ντραμς. Αν και εξακολουθώ να παίζω ντραμς κατά καιρούς, έχω διαπιστώσει ότι η γνήσια ευτυχία δεν έρχεται από την επιδίωξη κάποιας μουσικής καριέρας, αλλά από το να υπηρετείς τον Δημιουργό, τον Ιεχωβά. Τώρα ολόκληρη η ζωή μου στρέφεται γύρω από την ελπίδα να απολαύσω γνήσια ευτυχία για πάντα στην παραδεισένια γη μαζί με τη γυναίκα μου και την κόρη μας, την Σαόρι, που γεννήθηκε πριν από δυο χρόνια.—Όπως το αφηγήθηκε ο Τακέο Μοριγιάμα.
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Η γυναίκα μου (με την κόρη μας τη Σαόρι) κι εγώ περιμένουμε με λαχτάρα να απολαύσουμε τη γνήσια ευτυχία για πάντα στην παραδεισένια γη