Βία—Αντιμετωπίζουμε την Πρόκληση με Επιτυχία;
ΜΕΓΑΛΟ μέρος των εγκλημάτων στη Βρετανία διαπράττεται από νεαρούς σχολικής ηλικίας. Μια δασκάλα στο Σέφιλντ της Αγγλίας είπε ότι δίδασκε σε μια 15μελή τάξη σ’ ένα σχολείο, όπου μόνο 3 μαθητές δεν είχαν ποινικό μητρώο. Στην πραγματικότητα, μέχρι και παιδιά του νηπιαγωγείου εκδηλώνουν τώρα βία μέσα στην τάξη.
«Το προσωπικό των παιδικών σταθμών δέχεται βίαιες επιθέσεις από τους μαθητές, και μπορείτε να φανταστείτε τον τρόμο στις καρδιές των άλλων παιδιών», είπε μια δασκάλα στο Γιόρκσερ. Η ίδια πρόσθεσε: «Εφόσον στα πρώτα σχολικά χρόνια ένα παιδί μπορεί να προκαλεί τέτοιου είδους βλάβες, τι θα γίνουν αυτά τα παιδιά όταν πάνε στο γυμνάσιο, αν εμείς δεν κάνουμε κάτι γι’ αυτό;»
Γιατί όμως έχουν τα παιδιά τέτοια τάση προς τη βία;
Ο Ρόλος της Τηλεόρασης και του Κινηματογράφου
Όλο και περισσότερα παιδιά παρακολουθούν βίαια και σαδιστικά τηλεοπτικά προγράμματα και κινηματογραφικές ταινίες, και πολλοί ειδήμονες λένε ότι αυτό είναι ένας παράγοντας που συντελεί στην αύξηση της βίας. Για παράδειγμα, στην Αυστραλία διεξάχθηκε κάποια έρευνα σχετικά με τις συνήθειες παρακολούθησης θεαμάτων που είχαν 1.500 παιδιά ηλικίας 10 και 11 ετών. Η κριτική επιτροπή ταινιών της Αυστραλίας χαρακτήρισε τα μισά απ’ όλα τα έργα που είχαν δει τα παιδιά ως ακατάλληλα. Κι όμως, το ένα τρίτο των παιδιών είπαν ότι τους άρεσαν ιδιαίτερα οι βίαιες σκηνές.
Ένα παιδί εξήγησε: «Μου άρεσε η σκηνή που το κορίτσι έκοψε κομματάκια το κεφάλι του μπαμπά της και το έφαγε σαν τούρτα γενεθλίων». Σχετικά μ’ ένα άλλο κινηματογραφικό έργο, ένα παιδί είπε: «Μου άρεσε τότε που ο εξωγήινος έφαγε το κεφάλι της γυναίκας κι έπειτα ρευόταν». Ένα άλλο παιδί πάλι είπε: «Μου άρεσε εκεί που κατακομμάτιασαν μια γυναίκα και από μέσα της ξεπετάχτηκαν κάτι άσπρα πράγματα».
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα πως σαν αποτέλεσμα του ότι παρακολουθούν τέτοιου είδους ύλη, τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικοι αναπτύσσουν όρεξη για βία. Επίσης είπαν ότι οι γονείς εξαναγκάζονται ή παρασύρονται από ισχυρές κοινωνικές πιέσεις, που διοχετεύονται μέσω των παιδιών τους, και επιτρέπουν στα παιδιά τους να παρακολουθούν τέτοια έργα.
Η Υπηρεσία Ανεξάρτητων Δικτύων Εκπομπής της Βρετανίας διεξήγαγε μια μελέτη σχετικά με την επίδραση της παρακολούθησης προγραμμάτων που παρουσιάζουν βία. Δύο εκατομμύρια θεατές, δηλαδή το 6 τοις εκατό του συνολικού αριθμού των θεατών, είπαν ότι μετά την παρακολούθηση προγραμμάτων που έδειχναν εγκλήματα, ένιωθαν μερικές φορές «αρκετά βίαιοι». Η λονδρέζικη εφημερίδα The Times, στο δημοσίευμά της που σχετιζόταν με τα πορίσματα της μελέτης, είπε ότι τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν ότι η βία που παρουσιάζεται στην οθόνη δεν είναι πραγματική και έχουν την εντύπωση ότι ο φόνος είναι «καθημερινή κατάσταση». Είναι λοιπόν να απορεί κανείς που τόσα παιδιά εξοικειώνονται με τη βία και δεν έχουν και πολλούς ενδοιασμούς να τη διαπράξουν αυτά τα ίδια;
Σχολεία και Γονείς
Ορισμένοι ρίχνουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αύξηση της βίας στην αποτυχία των σχολείων να διδάξουν ηθικές αξίες. Σχετικά μ’ αυτή την αποτυχία, ένα δημοσίευμα, που συντάχθηκε στη Βρετανία από δυο δασκάλους που διδάσκουν στην υποβαθμισμένη περιοχή μιας πόλης, λέει: «Αυτή είναι τραγική κατάσταση και παίζει μεγάλο ρόλο όσον αφορά την εξήγηση της αύξησης της βίας στην κοινωνία μας». Είναι όμως δίκαιο να κατηγορούμε τους δασκάλους ότι δεν κατορθώνουν να ενσταλάξουν ηθικές αξίες στα παιδιά;
Μια έκθεση της Βρετανικής Εθνικής Ένωσης Διευθυντών Σχολείων απαντάει: «Τα πρότυπα της συμπεριφοράς στο σχολείο και στην κοινωνία εκφυλίζονται, αλλά δεν πρέπει να πέφτει υπερβολικό βάρος στην επιρροή που μπορούν να ασκήσουν τα σχολεία στην κοινωνία μέσω των νεαρών». Εφόσον η ιδιοσυγκρασία ενός παιδιού έχει ήδη διαμορφωθεί πολύ πριν πάει το παιδί στο σχολείο, η έκθεση έλεγε: ‘Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει ένας δάσκαλος για να το αλλάξει αυτό’.
Παρόμοια, ο Ρόι Μαντ, βοηθός διευθυντή στο Σχολείο Αρρένων της Πόλης του Πόρτσμουθ, τονίζει ότι οι δάσκαλοι που βλέπουν τους μαθητές τους μόνο λίγες ώρες την ημέρα ‘δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να προσδώσουν επιπρόσθετο ηθικό χαρακτήρα στο πρόγραμμα του σχολείου αν τα παιδιά δεν έχουν διδαχτεί από τους γονείς τους τη διαφορά μεταξύ σωστού και λάθους’.
Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό· το θεμέλιο για υγιή ηθική διαγωγή πρέπει να τίθεται τον πρώτο καιρό της ζωής από τους γονείς. Αν πρόκειται να αναχαιτιστεί η κλιμάκωση της βίας, τότε οι γονείς, και όχι τα σχολεία, είναι εκείνοι που θα πρέπει πρωταρχικά να ασχοληθούν με το να διδάξουν στα παιδιά τους ηθικές αξίες. Εντούτοις, ούτε οι γονείς ούτε τα σχολεία αντιμετωπίζουν με επιτυχία την πρόκληση της βίας, ή τουλάχιστον δεν είναι αρκετοί εκείνοι που το κάνουν αυτό.
Τι Μπορούμε να Πούμε για την Επιβολή του Νόμου;
Μήπως οι αξιωματούχοι που είναι υπεύθυνοι για την επιβολή του νόμου αντιμετωπίζουν με επιτυχία αυτή την πρόκληση; Αναφέρεται ότι στη νοτιοαμερικανική χώρα της Κολομβίας έχουν δολοφονηθεί 62 δικαστές επειδή δεν είχαν δεχτεί να δωροδοκηθούν από λαθρέμπορους κοκαΐνης. Παρόμοια, το 1987 στην πολιτεία του Λος Άντζελες των Η.Π.Α., τα όργανα του νόμου δεν κατόρθωσαν να εμποδίσουν 387 φόνους από συμμορίες που είχαν σχέση με ναρκωτικά. Ανώτεροι αξιωματούχοι σε θέματα επιβολής του νόμου, σε πολλά τέτοια μέρη, διαβεβαιώνουν ότι βρίσκονται, ιδιαίτερα εξαιτίας των ναρκωτικών, μπροστά σε μια κρίση που δεν μπορεί κανείς να την ελέγξει. Γιατί όμως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την πρόκληση;
Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της κατάρρευσης του νόμου και της τάξης σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο Μπράιαν Χέις, αρχιφύλακας στην αστυνομία του Σάρεϊ στη Μεγάλη Βρετανία, εξηγεί: «Στα περασμένα χρόνια, αν οι αστυνομικοί έλεγαν σε μια ομάδα να φύγει από κάποιο μέρος, η ομάδα θα έφευγε. Σήμερα οι αστυνομικοί θα δέχονταν επίθεση». Η εφημερίδα The Sunday Times του Λονδίνου σημειώνει ότι η κοινωνία συχνά «αντιστρέφει τις αξίες, και οι αστυνομικοί απορρίπτονται σαν εγκληματίες ενώ οι παραβάτες του νόμου θεωρούνται ήρωες».
Ο Ρίτσαρντ Κίνσι, λέκτορας της εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, λέει: «Στη Σκωτία στέλνουμε περισσότερους ανθρώπους στη φυλακή απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης και δυόμισι φορές περισσότερους απ’ όσους στέλνονται στη φυλακή στη νότια [Αγγλία]». Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Το 1988 η αστυνομία του Στράθκλαϊντ της Γλασκόβης ανέφερε αύξηση 20 τοις εκατό στα βίαια εγκλήματα στη διάρκεια μιας περιόδου 12 μηνών. Ο Κίνσι συμπεραίνει με πικρή ειρωνεία: «Εμείς εδώ στη Σκωτία διαπιστώσαμε [ότι] το κλειδί στην πόρτα του κελιού έχει αποδειχτεί άχρηστο».
Πρόκληση που δεν Έχει Αντιμετωπιστεί με Επιτυχία
Το άρθρο του εκδότη της βρετανικής εφημερίδας Nursing Times έδειχνε ότι δεν έχει αντιμετωπιστεί με επιτυχία η πρόκληση της βίας. Έλεγε τα εξής: «Κανείς δεν προειδοποιεί όσες πηγαίνουν για νοσοκόμες σχετικά με το ότι διαλέγουν ένα επικίνδυνο επάγγελμα—και ίσως θα ’πρεπε να το κάνουν». Όπως συνεχίζει και λέει το άρθρο, τα πορίσματα της Επιτροπής Υγείας και Ασφάλειας δείχνουν ότι οι νοσοκόμες έρχονται αντιμέτωπες με «ένα βαθμό βίας και εκφοβισμού πολύ μεγαλύτερο από εκείνον που αντιμετωπίζει ο πληθυσμός σαν σύνολο».
Μεταξύ των πιο επικίνδυνων τόπων εργασίας για μια νοσοκόμα είναι και το A&E [Accident and Emergency (Ατυχήματα και Επείγοντα Περιστατικά)], όπως λέγεται στη Βρετανία. Σ’ αυτά τα μέρη μπορεί να παρατηρηθεί ιδιαίτερη βία τα σαββατοκύριακα, όταν τα τμήματα των συνηθισμένων νοσοκομείων είναι κλειστά. Το Ξύπνα! πήρε συνέντευξη από μια πρώην νοσοκόμα η οποία περιέγραψε την εργασία σ’ ένα A&E του Λονδίνου.
«Το νοσοκομείο βρισκόταν σε μια περιοχή όπου υπήρχαν πολλοί ναρκομανείς, και είχαμε έναν ιδιαίτερο χώρο στο τμήμα των ατυχημάτων ειδικά γι’ αυτούς. Εκεί, μακριά από τους άλλους ασθενείς, μπορούσαμε να τους αφήνουμε να κοιμούνται για να συνέλθουν από τα επακόλουθα της υπερβολικής δόσης που είχαν πάρει. Μερικές φορές, καθώς συνέρχονταν γίνονταν πολύ βίαιοι. Ήταν τρομακτική εμπειρία.
»Έχω δει ανθρώπους που έμπαιναν στο νοσοκομείο επειδή είχαν τραυματιστεί άσχημα σε κάποια συμπλοκή ανάμεσα σε συμμορίες, και οι οποίοι εξακολουθούσαν να καβγαδίζουν και στο A&E. Πολύ συχνά η βία μπορεί να στραφεί, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ενάντια στο νοσοκομειακό προσωπικό. Τότε που μπήκα εγώ στο νοσοκομειακό επάγγελμα, φαινόταν ότι η στολή της νοσοκόμας πρόσφερε κάποιο είδος προστασίας—πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα».
Εξαιτίας της βίας, όλοι βρισκόμαστε στη μεριά των αμυνόμενων. Δηλώσεις του είδους, «Σήμερα κανείς δεν είναι ασφαλής» και, «Απ’ ό,τι φαίνεται δεν είσαι καθόλου ασφαλής πια», είναι όλο και πιο κοινές. Οι γονείς προσέχουν τα παιδιά τους και φοβούνται να τα αφήσουν από τα μάτια τους. Οι γυναίκες ζουν με το φόβο μήπως γίνουν θύματα ληστείας ή βιασμού. Οι ηλικιωμένοι κλειδαμπαρώνονται μέσα στα σπίτια τους. Μια θλιβερή εικόνα, από όποια άποψη και να τη δει κανείς.
Αυτό μας οδηγεί σ’ ένα ζωτικό ερώτημα: Τι μπορούμε να κάνουμε όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με τη βία;
[Εικόνα στη σελίδα 5]
Η βία στην τηλεόραση μπορεί να προωθήσει τη βία στην πραγματική ζωή