Το Παρελθόν της Θρησκείας Δείχνει το Μέλλον Της
Μέρος 13ο: 476 Κ.Χ. κι έπειτα—Κάτι «Άγιο» Μέσα από το Σκοτάδι
«Οι αμαρτίες που γίνονται στο σκοτάδι φαίνονται στον Ουρανό σαν φλόγες φωτιάς».—Κινεζική παροιμία
ΤΟΝ ΑΠΡΙΛΙΟ του 1988, η Εκκλησία στη Σοβιετική Ένωση χάρηκε όταν άκουσε τον Γενικό Γραμματέα, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, να δηλώνει δημόσια ότι επρόκειτο να διορθωθούν κάποια λάθη που έχει κάνει το Κράτος στις σχέσεις του με την Εκκλησία και με τα μέλη της.
Φαινόταν ότι κι ένα άλλο ρήγμα διαφορετικού είδους βάδιζε προς τη γεφύρωσή του, όταν ο Ρωμαιοκαθολικός πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ έστειλε χαιρετισμούς στη «χιλιόχρονη αδελφή εκκλησία, ως έκφραση της εγκάρδιας επιθυμίας να επιτευχθεί εκείνος ο τέλειος δεσμός που ήθελε ο Χριστός και ο οποίος είναι βασικός στη φύση της Εκκλησίας». Αλλά πώς επήλθε αρχικά αυτό το σχίσμα μεταξύ ‘αδελφών εκκλησιών’;
Απώλεια Μιας Ενότητας που Ποτέ δεν Υπήρξε
Στις αρχές του τέταρτου αιώνα, αφού πρώτα έγινε αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσά του από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, την ελληνική πόλη που βρισκόταν στις ακτές του Βοσπόρου και η οποία μετονομάστηκε Κωνσταντινούπολη. Αυτή η μεταφορά είχε σκοπό να ενώσει μια αυτοκρατορία που απειλούνταν με διαμελισμό. Στην πραγματικότητα, από το τελευταίο μισό του δεύτερου κιόλας αιώνα, «είχαν ήδη χαραχτεί τα βασικά σχέδια για μια διαιρεμένη αυτοκρατορία, άσχετα με το πόσο δυσδιάκριτα ήταν», παρατηρεί η εγκυκλοπαίδεια The New Encyclopædia Britannica.
Η Χριστιανοσύνη είχε εξαπλωθεί στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας γρηγορότερα και ευκολότερα απ’ ό,τι στο δυτικό τμήμα. Έτσι, ο Κωνσταντίνος διέκρινε ότι μια παγκόσμια (καθολική) θρησκεία θα αποτελούσε ενοποιητική δύναμη. Αλλά ακριβώς όπως ουσιαστικά διαιρέθηκε η αυτοκρατορία, έτσι διαιρέθηκε και η θρησκεία της. Η Ανατολική εκκλησία ήταν πιο συντηρητική από εκείνη που είχε για κέντρο της τη Ρώμη, και αντιστεκόταν στους θεολογικούς νεωτερισμούς που πρόσφερε η Ρώμη. «Ακόμη και μέχρι το δωδέκατο αιώνα, πρέπει να υπήρχαν πολλές πολιτικές και θεολογικές προστριβές ανάμεσα στις δυο εκκλησίες», λέει το σύγγραμμα The Collins Atlas of World History.
Μια απ’ αυτές τις θεολογικές προστριβές είχε να κάνει με το Σύμβολο Πίστης της Νίκαιας, το οποίο συνέβαλε στην ανάπτυξη του αντιγραφικού δόγματος της Τριάδας. Το σύμβολο πίστης, όπως αναπτύχθηκε στις τρεις πρώτες οικουμενικές συνόδους που έκανε η εκκλησία [στη Νίκαια το 325 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), στην Κωνσταντινούπολη το 381 Κ.Χ. και στην Έφεσο το 431 Κ.Χ.], μιλούσε για το «Πνεύμα το Άγιον . . . το εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Αλλά σε μια σύνοδο που έγινε τον έκτο αιώνα, η Δυτική εκκλησία άλλαξε αυτή τη φράση έτσι ώστε να λέει: «το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον». Αυτό το ζήτημα του filioque (λατινική έκφραση που σημαίνει «και εκ του υιού») αποτελούσε, και εξακολουθεί να αποτελεί, επίμαχο ζήτημα ανάμεσα σ’ αυτές τις «Χριστιανικές» αδελφές εκκλησίες.
Η διχόνοια έγινε πιο εμφανής όταν ήρθε το τέλος της δυτικής αυτοκρατορίας, το 476 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), πράγμα που σήμανε την έναρξη των Σκοτεινών Αιώνων. Όσον αφορά τη Χριστιανοσύνη, οι Σκοτεινοί Αιώνες αποτέλεσαν πράγματι μια εποχή διανοητικού σκοταδιού και άγνοιας. Προς το παρόν, το φως του ευαγγελίου της Χριστιανοσύνης είχε καταπνιγεί από το σκοτάδι του Χριστιανικού κόσμου.
Το θρησκευτικό σκοτάδι δεν προάγει την ενότητα. «Τα διάφορα τμήματα του Χριστιανικού κόσμου επιζητούσαν διαρκώς μια ενότητα που ποτέ δεν κατάφεραν να αποκτήσουν», λέει ο πρώην Εφημέριος του Καντέρμπουρι, Χέρμπερτ Γουάνταμς. «Δεν επρόκειτο για μια απόλυτη ενότητα που διασπάστηκε αργότερα», λέει ο ίδιος, προσθέτοντας ότι «η ιδέα πως ο Χριστιανικός κόσμος αποτελούσε κάποτε μια μεγάλη ενωμένη Εκκλησία είναι αποκύημα της φαντασίας».
Γεννιέται Ένα «Παιδί»
Το «παιδί» που γεννήθηκε το 800 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), την ημέρα των Χριστουγέννων, μεγάλωσε κι ονομάστηκε άγιο. Αυτό ήταν μια αποκαταστημένη δυτική αυτοκρατορία, που γεννήθηκε αφού πρώτα ο Πάπας Λέων Γ΄ αποσχίστηκε από την Ανατολική εκκλησία και έστεψε αυτοκράτορα τον Καρλομάγνο, το βασιλιά των Φράγκων. Μετά από μια σύντομη διακοπή, η δυτική αυτοκρατορία αναβίωσε το 962 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.) κι έγινε γνωστή αργότερα με έναν πιο επιδεικτικό τίτλο: Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Στην πραγματικότητα, το όνομα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν σωστό. Τα περισσότερα εδάφη της, η σημερινή Γερμανία, Αυστρία, δυτική Τσεχοσλοβακία, Ελβετία, ανατολική Γαλλία και οι Κάτω Χώρες, βρίσκονταν έξω από την Ιταλία. Κυριαρχούσαν οι γερμανικές χώρες και οι Γερμανοί κυβερνήτες, κι έτσι αργότερα το επίσημο όνομά της άλλαξε κι έγινε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους.
Η αυτοκρατορία αυτή ανέμειξε τη θρησκεία με την πολιτική. Η εγκυκλοπαίδεια Collier’s Encyclopedia εξηγεί πως επικρατούσε η ιδέα «ότι πρέπει να υπάρχει μια και μόνο πολιτική κεφαλή στον κόσμο, η οποία να εργάζεται σε αρμονία με την παγκόσμια Εκκλησία, και το καθένα απ’ αυτά τα δυο στοιχεία να αντλεί από τον Θεό τη δική του αρμοδιότητα και εξουσία». Αλλά η οριακή γραμμή δεν ήταν πάντοτε ξεκάθαρη, πράγμα που οδηγούσε σε διενέξεις. Κυρίως ανάμεσα στα μέσα του 11ου και στα μέσα του 13ου αιώνα, η Εκκλησία και το Κράτος αγωνίζονταν για να αποκτήσουν την ηγεσία στην Ευρώπη. Μερικοί πιστεύουν ότι η ανάμειξη της θρησκείας στην πολιτική ήταν ανιδιοτελής και δικαιολογημένη, αλλά όπως παραδέχεται ο συγγραφέας Γουάνταμς, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η φιλοδοξία του πάπα για εξουσία έπαιξε πράγματι σπουδαίο ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη».
Στη διάρκεια του τελευταίου ενάμιση αιώνα της ύπαρξής της, η αυτοκρατορία εκφυλίστηκε κι έγινε μια χαλαρή συλλογή εθνών, υπό την κλονιζόμενη εξουσία ενός κοινού αυτοκράτορα. Στη διάρκεια αυτής της φάσης της ιστορίας της, τα πιο κατάλληλα λόγια είναι εκείνα του Γάλλου συγγραφέα Βολτέρου, που είπε ότι αυτή δεν ήταν «ούτε άγια ούτε Ρωμαϊκή ούτε αυτοκρατορία». Τελικά, το 1806, γερασμένο και χωρίς να έχει τίποτα για να υποστηρίξει την αγιότητά του, το «άγιο παιδί» πέθανε. Το 1871 αναβίωσε με τη μορφή του Δεύτερου Ράιχ (γερμανική λέξη που σημαίνει «αυτοκρατορία»), αλλά κατέρρευσε το 1918, μέσα σε λιγότερο από 50 χρόνια. Και το 1933, το Τρίτο Ράιχ του Αδόλφου Χίτλερ άρχισε να επελαύνει μέσα από την Ευρώπη, μόνο και μόνο για να καταλήξει σε άδοξο τέλος το 1945, στα ερείπια του Βερολίνου.
Γερμανικές Επιρροές στη Δύση
Το γερμανικό εγκυκλοπαιδικό σύγγραμμα Meyers Illustrierte Weltgeschichte (Εικονογραφημένη Παγκόσμια Ιστορία του Μέγιερ) λέει ότι «οι τρεις στύλοι πάνω στους οποίους στηρίζεται ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας είναι . . . η κληρονομιά της κλασικής αρχαιότητας στην τελευταία της ρωμαϊκή μορφή, η Χριστιανοσύνη, και τελικά οι παραδόσεις που πήραν οι γερμανικοί λαοί από τους προγόνους τους». Επιβεβαιώνοντάς το αυτό, ο Γερμανός συγγραφέας Έμιλ Νακ λέει: «Οι παλιοί γερμανικοί ετήσιοι εορτασμοί συχνά εξακολούθησαν να υπάρχουν με τη μορφή Χριστιανικών γιορτών, αφού η εκκλησία, με συμβουλή του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου, μετέτρεψε πολλούς ειδωλολατρικούς εορτασμούς σε Χριστιανικούς».
Η τήρηση αυτών των θρησκευτικών εορτασμών δεν προϋπέθετε ότι οι γερμανικοί λαοί ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενοι. Ο Αντρέας Χάουσλερ, ένας εκλιπών ειδήμονας στη γερμανική θρησκεία, την περιγράφει ως θρησκεία που «απαγόρευε πολύ λίγα και δεν απαιτούσε τίποτα δύσκολο, περιλαμβανομένης και οποιασδήποτε μυθολογικής ορθοδοξίας. Το άτομο θεωρούνταν ευσεβές αν έκανε τις θυσίες, αν πλήρωνε το φόρο του στο ναό, αν δεν ατίμαζε το αγιαστήριο κι αν δεν έγραφε στίχους που χλεύαζαν τους θεούς». Ο ίδιος καταλήγει: «Αυτό δεν ήταν καν θρησκευτικός ζήλος. . . . Ο ιδεαλισμός του Γερμανού δεν οφειλόταν στη θρησκεία του».
Μολονότι οι αρχαίοι γερμανικοί λαοί πίστευαν σε θεούς, ήταν της άποψης ότι στην πραγματικότητα υπήρχε κάποια δύναμη ακόμη υψηλότερη, κάποια δύναμη που είχε δημιουργήσει τους θεούς. Αυτή ήταν «η δύναμη του πεπρωμένου», εξηγεί ο συγγραφέας Νακ, η οποία, λέει ο ίδιος, «δεν επηρεαζόταν από θυσίες ή προσευχές». Είναι αξιοσημείωτο ότι το πεπρωμένο δεν θεωρούνταν «εντελώς αυθαίρετο», γιατί λειτουργούσε σε αρμονία με τους φυσικούς νόμους. Επικρατούσε λοιπόν η άποψη ότι το άτομο «ενεργούσε ελεύθερα και δεν ήταν θύμα».
Η γερμανική θρησκεία είχε τις ρίζες της στη φύση. Γίνονταν συχνά θυσίες στο ύπαιθρο, σε άλση και σε δάση. Κάποιος γερμανικός μύθος μιλάει για ένα δέντρο του κόσμου που ονομάζεται Ιγκντρασίλ, όπου συγκεντρώνονταν καθημερινά οι θεοί και δίκαζαν. Η The Encyclopedia of Religion (Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας) το περιγράφει αυτό: «[Έφτανε] στον ουρανό και τα κλαδιά του απλώνονταν σ’ ολόκληρο τον κόσμο. . . . Ο συμβολισμός αυτού του δέντρου . . . αντανακλάται και σ’ άλλες παραδόσεις. Για παράδειγμα, στην αρχαία Βαβυλωνία, ένα δέντρο του κόσμου, το Κισκανού, μεγάλωνε σε κάποιον άγιο τόπο. . . . Στην αρχαία Ινδία, το σύμπαν συμβολίζεται από ένα αναποδογυρισμένο δέντρο. . . . [Αλλά] δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι η αντίληψη για το Ιγκντρασίλ έχει οποιοδήποτε Ιουδαιοχριστιανικό στοιχείο».
Έχοντας υπόψη αυτό το ιστορικό, δεν προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι σε χώρες που έχουν επηρεαστεί έντονα από τη γερμανική θρησκεία, οι άνθρωποι είναι συχνά μοιρολάτρες, δεν είναι και τόσο θρησκευόμενοι, και τείνουν να λένε: ‘Η φύση είναι ο θεός μου!’ Είναι επίσης δικαιολογημένο ότι πολλά από τα ειδωλολατρικά έθιμα της γερμανικής θρησκείας που παρείσφρυσαν στο Χριστιανικό κόσμο έχουν να κάνουν με τη φύση. Χριστουγεννιάτικα έθιμα, όπως το να χρησιμοποιούν φώτα και γκι, το να καίνε το κούτσουρο Γιουλ ή το να στολίζουν χριστουγεννιάτικο δέντρο, δεν είναι παρά μερικά μόνο παραδείγματα.
Στο Μεταξύ, στην Ανατολή . . .
Ενώ η Ανατολική εκκλησία βρισκόταν πάντα σε διαμάχη με τη Δυτική εκκλησία, δεν είχε ειρήνη ούτε στους κόλπους της, πράγμα που φαίνεται από την εικονομαχία. Οι εικόνες—που διαφέρουν από τις τρισδιάστατες αναπαραστάσεις, λόγου χάρη από τα αγάλματα της Δυτικής εκκλησίας—είναι θρησκευτικές αναπαραστάσεις ή απεικονίσεις σε επίπεδη επιφάνεια, περιλαμβανομένων και των αναγλύφων. Γενικά, αυτές απεικονίζουν τον Χριστό, τη Μαρία ή κάποιον «άγιο». Στην Ανατολή έγιναν τόσο δημοφιλείς, ώστε, σύμφωνα με τον Τζον Σ. Στρονγκ του Πανεπιστημίου του Μπέιτς, έφτασαν στο σημείο «να θεωρούνται ως άμεσες απεικονίσεις ή ομοιώματα των προσώπων που αντιπροσώπευαν, [κι] . . . έτσι επικρατούσε η άποψη ότι ήταν γεμάτες ιερή και πιθανόν θαυματουργική δύναμη». Ωστόσο, στις αρχές του όγδοου αιώνα, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων Γ΄ απαγόρευσε τη χρήση τους. Η διένεξη δεν τακτοποιήθηκε παρά μόνο το 843 της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), και από τότε η χρήση εικόνων έχει καθιερωθεί στην Ανατολική εκκλησία.
Ένα άλλο παράδειγμα διχόνοιας στην Ανατολή, έχει να κάνει με την Αίγυπτο. Ενώ μερικοί Αιγύπτιοι Καθολικοί μιλούσαν την κοπτική γλώσσα, άλλοι μιλούσαν την ελληνική, και οι δυο αυτές γλωσσικές ομάδες διαφωνούσαν σχετικά με τη φύση του Χριστού. Μολονότι οι βυζαντινές αρχές αρνούνταν να το παραδεχτούν, αυτό οδήγησε στην εκ των πραγμάτων ύπαρξη δύο ξεχωριστών εκκλησιών. Όλον αυτόν τον καιρό, η κάθε φατρία προσπαθούσε να προωθήσει κάποιον από τους επισκόπους της στη θέση του πατριάρχη της Αλεξάνδρειας.
Σήμερα, η Ανατολική εκκλησία εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη. Για παράδειγμα, μερικές εκκλησίες Ανατολικού τύπου, των οποίων τα μέλη είναι γνωστά ως Ουνίτες, αποδέχονται τη δικαιοδοσία του πάπα της Ρώμης. Από την άλλη μεριά, οι Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες και οι λεγόμενες κατώτερες Ανατολικές εκκλησίες δεν την αποδέχονται.
Σαν Φλόγες Φωτιάς
Πολύ καιρό προτού έρθει το τέλος της ‘μη άγιας, ελάχιστα Ρωμαϊκής και καθόλου Αυτοκρατορίας’, «είχε εμφυτευτεί βαθιά στις καρδιές της Χριστιανικής Ανατολής μια κληρονομιά μίσους από μέρους Χριστιανών για άλλους Χριστιανούς», λέει ο Αγγλικανός κληρικός Γουάνταμς. Σίγουρα, η αμαρτία τού να μισούν οι «Χριστιανοί» τους «Χριστιανούς», ακόμη κι αν γινόταν στο σκοτάδι, δεν περνούσε απαρατήρητη στον ουρανό, αλλά ήταν τόσο εμφανής όσο και οι φλόγες της φωτιάς.
Επιπρόσθετα, η αμαρτία του Χριστιανικού κόσμου, δηλαδή το ότι αυτός αποτελεί ένα διαιρεμένο σπίτι, δεν πέρασε απαρατήρητη και στη γη. Για παράδειγμα, ένας εξέχων Άραβας του έβδομου αιώνα της Κοινής μας Χρονολογίας (Κ.Χ.), που «ήξερε πολλά πράγματα για τη Χριστιανοσύνη, από τα ταξίδια του και από τους ανθρώπους που ήταν κοντά του», λέει ο κληρικός Γουάνταμς, δεν εντυπωσιάστηκε και πολύ από «τις προστριβές που παρατηρούσε ανάμεσα στους Χριστιανούς». Αυτός ο άντρας επιζήτησε ένα δρόμο καλύτερο από εκείνον που πρόσφερε ο διαιρεμένος Χριστιανικός κόσμος. Τον βρήκε; Σήμερα, το 1989, το 17 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού υπερασπίζονται τα ιδεώδη του. Το ποιος ήταν αυτός ο άντρας και το πώς αισθανόταν σχετικά με την «Υποταγή στο Θέλημα του Θεού» θα μας το πει το επόμενο τεύχος μας.
[Χάρτης στη σελίδα 24]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (το 476 Κ.Χ.), ο Χριστιανικός κόσμος διαιρέθηκε και περιήλθε κάτω από έξι ανταγωνιστές επισκόπους—της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας, της Ιερουσαλήμ και της Σαλαμίνας (στην Κύπρο)
Ρώμη
Κωνσταντινούπολη
Αντιόχεια
Σαλαμίνα
Ιερουσαλήμ
Αλεξάνδρεια
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Εικόνα (θρησκευτική αναπαράσταση) του Ιησού και της Μαρίας
[Ευχαριστίες]
Pictorial Archive (Near Eastern History) Est.