Ο Δυτικοαφρικανός Υφαντής και η Τέχνη Του
Από τον ανταποκριτή του Ξύπνα! στη Λιβερία
Σ’ ΑΥΤΟΝ τον προηγμένο 20ό αιώνα, με τα εργοστάσια μαζικής παραγωγής που λειτουργούν με κομπιούτερ, πόσο θαυμάσιο είναι να παρατηρεί κανείς έναν τεχνίτη καθώς παράγει ωραία έργα με τον ίδιο περίπου τρόπο ο οποίος εφαρμοζόταν και στους Βιβλικούς καιρούς.
Μια μέρα, ενώ επισκεπτόμουν τον Μουσταφά, τον βρήκα να εργάζεται στον αργαλειό του. Παλιότερα, η υφαντική ήταν μια μυστική τέχνη· έτσι, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, δεν μπορούσε κανείς να στέκεται πίσω από τον υφαντή για να τον κοιτάζει ενώ εργαζόταν. Ο Μουσταφά μού εξήγησε ότι κάποτε όλοι οι υφαντές της φυλής Μέντε, που ζούσαν σε μια ορισμένη επικράτεια, ανήκαν στην ίδια οικογένεια. Ακόμη και τότε, μόνο λίγα άτομα γνώριζαν πραγματικά τη διαδικασία αυτή και μόνο οι σημαίνοντες αρχηγοί ήταν σε θέση να πληρώνουν τις υπηρεσίες ενός υφαντή.
Όταν ένας σημαίνων αρχηγός προσλάμβανε έναν υφαντή, άνοιγαν ένα ξέφωτο στο κοντινό δάσος και χτιζόταν ένας φράχτης από φοινικόκλαρα για να κλειστεί ο χώρος στον οποίο θα γινόταν η ύφανση. Ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι ένα πνεύμα βοηθούσε τον υφαντή κατά την περίπλοκη διαδικασία της κατασκευής του υφάσματος κι έτσι, επειδή υπήρχε η περίφραξη, δεν μπορούσε να μπει κανείς χωρίς να το πάρει είδηση ο υφαντής.
Ο υφαντής προσλαμβανόταν από το σημαίνοντα αρχηγό για να φτιάξει ένα γκμπάλι, το οποίο αποτελούνταν από αρκετές λουρίδες υφάσματος, που ράβονταν μεταξύ τους δημιουργώντας ένα υφαντό λίγο πιο μεγάλο σε μέγεθος από το κάλυμμα ενός κρεβατιού. Ο υφαντής και η οικογένειά του, μαζί μ’ ένα βοηθό, έμεναν στον καταυλισμό του αρχηγού, και τους χορηγούνταν μια καλύβα και η ημερήσια τροφή τους. Ο υφαντής δεν έδειχνε αδικαιολόγητη βιασύνη στη δουλειά και θα μπορούσε να κάνει μέχρι κι ένα χρόνο, προκειμένου να τελειώσει δυο γκμπάλι. Όταν κάποιος αξιωματούχος ή κάποιο άλλο επίσημο πρόσωπο ερχόταν για επίσκεψη, του προσφερόταν ένα γκμπάλι ως δώρο. Ο υφαντής δεν πληρωνόταν με χρήματα για την εργασία που έκανε, αλλά θα μπορούσε να του δοθεί μια αγελάδα ή μια παρθένα.
Ωστόσο, οι σύγχρονοι υφαντές, όπως ο Μουσταφά, εργάζονται σε εμπορική βάση. Ο Μουσταφά, μάλιστα, είχε συμβόλαιο να εφοδιάσει με διάφορα υφαντά την Αίθουσα Συνεδριάσεων του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας, στη Μονροβία. Με την ανάπτυξη του τουριστικού εμπορίου, υπάρχει μια αυξανόμενη αγορά για ρόμπες, πουκάμισα, καλύμματα για κρεβάτια, πετσετάκια και άλλα υφαντικά προϊόντα.
Πηγές Πρώτων Υλών
Τις πρώτες ύλες, όπως έμαθα, μπορεί να τις προμηθευτεί κανείς τοπικά. Οι κλωστές είναι φτιαγμένες από βαμβάκι. Υπάρχουν κυρίως δυο είδη βαμβακιού, το θαμνώδες βαμβάκι (άσπρο) και το δενδρώδες βαμβάκι (καφέ). Το βαμβάκι ξεχωρίζεται, κατόπιν, ανάλογα με το χρώμα του—καφέ, ανοιχτό καφέ και άσπρο—και τοποθετείται σε κίνγια (καλάθια αποθήκευσης).
Προσκλήθηκα να επισκεφτώ μια ηλικιωμένη γυναίκα, τη Σία, για να παρακολουθήσω τα στάδια προετοιμασίας από τα οποία περνάει το βαμβάκι πριν δοθεί στον υφαντή. Αυτή επιδεικνύει τις ικανότητές της με μεγάλο καμάρι.
Το πρώτο στάδιο είναι η εκκόκκιση του βαμβακιού. Για να επιτευχθεί αυτό, τοποθετούν το βαμβάκι πάνω σ’ ένα χοντρό κομμάτι ξύλου και περνούν από πάνω του ένα στρογγυλό ραβδί ή ένα σιδερένιο κομμάτι, με περιστροφικές κινήσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι σπόροι πιέζονται και βγαίνουν από το βαμβάκι. Κατόπιν, τα κομμάτια των εκκοκκισμένων ινών τοποθετούνται σε καλάθια, περιμένοντας το επόμενο στάδιο, δηλαδή την ξάνση.
Είναι συναρπαστικό το να παρακολουθεί κανείς το στάδιο αυτό. Τυλίγουν τις ίνες του βαμβακιού γύρω από τη χορδή ενός τόξου, και κατόπιν τις τραβούν επανειλημμένα για να χαλαρώσει το βαμβάκι. Τελικά, το βαμβάκι γίνεται αφράτο. Κατόπιν κόβονται κομμάτια βαμβακιού στο μέγεθος μιας παλάμης, πατιούνται με τα χέρια και τοποθετούνται σε καλάθια, σε αφράτες στρώσεις, έτοιμα πια για την κλώση.
Το επόμενο στάδιο, δηλαδή η κλώση, γίνεται κυρίως από γυναίκες. Αυτό φέρνει στο νου τον έπαινο που αποδίδει η Αγία Γραφή στην ικανή σύζυγο: ‘Βάζει τα χέρια της στη ρόκα και κρατάει στα χέρια της το αδράχτι’. (Παροιμίαι 31:19, ΜΝΚ) Το εδάφιο αυτό περιγράφει με ακρίβεια τη μέθοδο που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, όπως επέδειξε η Σία.
Πρώτα, τυλίγει το ξασμένο βαμβάκι ανάλαφρα γύρω από ένα λείο ραβδί, τη ρόκα. Κρατώντας τη ρόκα ψηλά με το αριστερό της χέρι, τραβάει τις ίνες προς τα κάτω με το δεξί της χέρι, στρίβοντάς τες συγχρόνως, για να φτιάξει μια χοντρή κλωστή. Η άκρη της κλωστής τυλίγεται στο αδράχτι και στρίβεται ακόμη περισσότερο καθώς το αδράχτι περιστρέφεται με ταχύτητα.
Εφόσον το βαμβάκι είναι κυρίως άσπρο ή καφέ, αναρωτιόμουν πώς επιτυγχάνονται τόσο ζωηρά χρώματα. Μια λαμπερή κόκκινη βαφή φτιάχνεται βράζοντας το φλοιό ενός δέντρου που ονομάζεται βαφή η στίλβουσα. Μια κίτρινη βαφή προέρχεται από το φυτό που ονομάζεται κουρκούμη η μακρά. Με τον ίδιο τρόπο, γίνεται κατεργασία μιας ρίζας προκειμένου να κατασκευαστεί καφέ βαφή. Προστίθεται τέφρα ξύλου για να γίνουν ανεξίτηλα τα χρώματα.
Ένα εκθαμβωτικό μπλε χρώμα φτιάχνεται από τα τρυφερά φύλλα της ινδικοφόρου. Τα φύλλα συνθλίβονται με τα πόδια πάνω σε μια ψάθα και μετά ξεραίνονται στον ήλιο, επί τρεις ή τέσσερις μέρες. Κατόπιν, τοποθετούνται σε καλάθια αποθήκευσης, χωρίς να συμπιεστούν, και κρεμιούνται από το γείσο της στέγης του σπιτιού. Αργότερα, τις χρωστικές ουσίες τις παίρνουν από αυτά τα δοχεία και τις ανακατεύουν με νερό. Κατόπιν τις φυλάνε σε μεγάλα, σκεπαστά πήλινα αγγεία, τα οποία μπορεί να τα δει κανείς στην αυλή ή πίσω από το σπίτι, όρθια ή χωμένα στο έδαφος. Το νήμα βουτιέται στη βαφή περίπου μια μέρα και οι διάφορες αποχρώσεις παράγονται ανάλογα με το πόσες φορές θα βουτηχτεί το νήμα.
Επί αιώνες, η υφαντική τέχνη χρησιμοποιείται για να παραχθούν ένα σωρό αντικείμενα τα οποία αυξάνουν την ευχαρίστηση που νιώθουμε στη ζωή. Το ότι έμαθα από πρώτο χέρι μερικές λεπτομέρειες γι’ αυτή τη διαδικασία αποδείχτηκε πράγματι μια συναρπαστική εμπειρία για μένα.