Η Ανθρώπινη Διακυβέρνηση Ζυγίζεται στην Πλάστιγγα
Μέρος Δεύτερο—Οι Βασιλιάδες, Σαν Αστέρια, Υψώνονται και Πέφτουν
Μοναρχία: κυβέρνηση στην οποία επικεφαλής είναι ένας κληρονομικός αρχηγός της πολιτείας, όπως ένας βασιλιάς ή ένας αυτοκράτορας· Βασιλεία: μια μοναρχική μορφή κυβέρνησης στην οποία επικεφαλής είναι ένας βασιλιάς ή μια βασίλισσα· Αυτοκρατορία: μια εκτεταμένη επικράτεια, που συνήθως περιλαμβάνει ένα σύνολο εθνών, πολιτειών ή λαών υπό τον έλεγχο μιας και μοναδικής υπέρτατης δύναμης, στην οποία επικεφαλής είναι κατά γενικό κανόνα ένας αυτοκράτορας.
«ΕΠΙ των ημερών δε του Αμαρφέλ βασιλέως Σενναάρ». Εδώ, καθώς αρχίζει το 14ο κεφάλαιο της Γένεσης, η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί τη λέξη ‘βασιλιάς’ για πρώτη φορά. Αν το όνομα Αμαρφέλ ήταν, όπως ισχυρίζονται μερικοί, άλλο ένα όνομα για τον πολύ γνωστό βασιλιά της Βαβυλώνας, Χαμουραμπί, αυτό δεν το ξέρουμε. Αυτό που ξέρουμε είναι πως, όποιος κι αν είναι ο Αμαρφέλ, η ιδέα της ανθρώπινης βασιλείας δεν προήλθε από εκείνον. Αρκετές εκατοντάδες χρόνια νωρίτερα, ο Νεβρώδ, παρ’ όλο που δεν αποκαλείται βασιλιάς, ήταν αναμφισβήτητα βασιλιάς. Στην πραγματικότητα, ήταν ο πρώτος ανθρώπινος βασιλιάς στην ιστορία.—Γένεσις 10:8-12.
Είναι αλήθεια πως δεν έχουμε κάποιο ανθρωποποίητο αντικείμενο που να αναφέρεται στον βασιλιά Νεβρώδ ή στον βασιλιά Αμαρφέλ. «Ο Ενμεμπαραγκέζι, βασιλιάς της Κις, είναι ο παλαιότερος κυβερνήτης της Μεσοποταμίας για τον οποίον υπάρχουν αυθεντικές επιγραφές», λέει Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica). Από την Κις, μια αρχαία πόλη-κράτος στη Μεσοποταμία, προήλθε η σουμερική λέξη για τον κυβερνήτη, που σημαίνει «μεγάλος άντρας». Η χρονολόγηση της διακυβέρνησης του Ενμεμπαραγκέζι, αν και διαφέρει από τη χρονολογία της Αγίας Γραφής, παρ’ όλα αυτά προσεγγίζει την περίοδο που αναγνωρίζεται ως ορθή από την Αγία Γραφή και, το πιο σπουδαίο, τοποθετεί την προέλευση της ανθρώπινης διακυβέρνησης στο ίδιο μέρος της γης που την τοποθετεί και η Αγία Γραφή.
Ενότητα Μέσω της Πλειοψηφίας του Ενός
Σε γενικές γραμμές, υπάρχει η άποψη ότι η κινεζική δυναστεία Σανγκ ή Γιν άρχισε κάπου μεταξύ του 18ου και του 16ου αιώνα Π.Κ.Χ., αν και αυτή η χρονολόγηση είναι αμφίβολη. Όπως και αν είναι τα πράγματα, οι μοναρχίες αποτελούν την παλαιότερη μορφή ανθρώπινης κυβέρνησης. Είναι επίσης πολύ διαδεδομένες.
Η λέξη «μονάρχης» προέρχεται από τη λέξη μόνος και τη λέξη αρχή, που σημαίνει «διακυβέρνηση». Συνεπώς, η μοναρχία παραχωρεί ανώτατη εξουσία σε ένα και μόνο άτομο, που υπηρετεί από μόνο του ως μόνιμος αρχηγός του κράτους. Στην απόλυτη μοναρχία, ο λόγος του βασιλιά είναι νόμος. Αυτός σχηματίζει, σαν να λέγαμε, την πλειοψηφία του ενός.
Οι μοναρχίες ανέκαθεν θεωρούνταν χρήσιμες στο να κρατάνε τα έθνη ενωμένα. Ο Τζον Χ. Μάντι, που διδάσκει μεσαιωνική ιστορία της Ευρώπης, εξηγεί ότι στα χρόνια του Μεσαίωνα, η πολιτική θεωρία «υποστήριζε πως επειδή ήταν υπεράνω συγκεκριμένων φατριών, η θέσπιση της μοναρχίας ήταν κατάλληλη για μεγάλες περιοχές με διαφορετικά και συγκρουόμενα τοπικά συμφέροντα». Αυτές οι μεγάλες περιοχές με τα «συγκρουόμενα τοπικά συμφέροντα» ήταν συχνά η συνέπεια των στρατιωτικών κατακτήσεων, αφού οι βασιλιάδες ήταν κατά κανόνα στρατιωτικοί αρχηγοί. Στην πραγματικότητα, ο ιστορικός Γ. Λ. Γουόρεν λέει ότι η νίκη στον πόλεμο «θεωρούνταν γενικά το πρώτο κριτήριο μιας επιτυχημένης βασιλείας».
Έτσι, η μοναρχική μορφή κυβέρνησης συνέβαλε στην ίδρυση παγκόσμιων δυνάμεων, όπως η ελληνική αυτοκρατορία υπό τον Μεγάλο Αλέξανδρο, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπό τους Καίσαρες και, πιο πρόσφατα, η βρετανική αυτοκρατορία. Αυτή η αυτοκρατορία, στο αποκορύφωμά της στις αρχές του 20ού αιώνα, ένωσε υπό έναν και μόνο αντιβασιλέα περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της γης και το ένα τέταρτο της επιφάνειας της γης.
Βασιλεία με Θρησκευτικά Ενδύματα
Πολλοί αρχαίοι βασιλιάδες ισχυρίστηκαν ότι είχαν θεϊκή υπόσταση. Όπως παρατήρησε ο ιστορικός Τζορτζ Σαμπίν: «Αρχίζοντας με τον Αλέξανδρο, οι ελληνιστικοί βασιλιάδες κατατάσσονταν επίσης ανάμεσα στους θεούς των ελληνικών πόλεων. Ο θεοποιημένος βασιλιάς έγινε γενικός θεσμός στην Ανατολή και στο τέλος τον υιοθέτησαν αναγκαστικά και οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες». Ο ίδιος λέει ότι αυτή η πίστη στη θεϊκή υπόσταση των βασιλιάδων επικράτησε στην Ευρώπη «με τη μια ή με την άλλη μορφή μέχρι τους σύγχρονους καιρούς».
Στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική, τα κράτη των Αζτέκων και των Ίνκα θεωρούνταν ιερές μοναρχίες. Στην Ασία, μόλις το 1946, ο εκλιπών αυτοκράτορας Χιροχίτο της Ιαπωνίας παραιτήθηκε από τον τίτλο που είχε ως ο 124ος ανθρώπινος απόγονος της θεάς του ήλιου Αματεράσου Ομικάμι.
Αν και δεν ισχυρίζονταν όλοι οι βασιλιάδες ότι είχαν θεϊκή υπόσταση, οι περισσότεροι τουλάχιστον ισχυρίζονταν ότι είχαν θεϊκή υποστήριξη. Το γεγονός ότι είχαν επιλεγεί για να αντιπροσωπεύουν τον Θεό στη γη συνεπαγόταν το ιερατικό χάρισμα. Ο Τζον Χ. Μάντι εξηγεί ότι «η αρχαία ιδέα πως οι ίδιοι οι βασιλιάδες είχαν ιερατικά χαρακτηριστικά διαδόθηκε σ’ όλη τη Δύση, καθιστώντας έτσι έναν άρχοντα διοικητικό αρχηγό της εκκλησίας του και οδηγό της εκκλησιαστικής του αποστολής». Επρόκειτο για μια θρησκευτική αντίληψη, «που προερχόταν από τη συνεργασία εκκλησίας και κράτους επί εποχής Κωνσταντίνου [στη διάρκεια του τέταρτου αιώνα Κ.Χ.] και από την παράλληλη αφομοίωση της Νεοπλατωνικής σκέψης από την εκκλησία». Η θρησκευτική ευλογία που δινόταν τη στιγμή της στέψης προσέδιδε στην εξουσία του βασιλιά ένα κύρος που διαφορετικά θα έλειπε.
Το 1173, ο Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας άρχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο «Βασιλιάς ελέω Θεού». Αυτό οδήγησε στην ιδέα που έγινε αργότερα γνωστή ως θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων, που σήμαινε πως η εξουσία του βασιλιά ήταν κληρονομική. Υποτίθεται ότι ο Θεός έκανε φανερή την εκλογή του με το γεγονός της γέννησης του ατόμου. Το 1661, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ της Γαλλίας έθεσε σε εφαρμογή μια υπερβολική ερμηνεία αυτής της δοξασίας με το να αναλάβει πλήρη κυβερνητικό έλεγχο. Θεωρούσε την εναντίωση αμαρτία ενάντια στον Θεό που αντιπροσώπευε. «L’état c’est moi! [Το κράτος είμαι εγώ]», καυχιόταν.
Μια παρόμοια ιδέα εμφανίστηκε στη Σκωτία περίπου την ίδια εποχή. Ενώ κυβερνούσε τη Σκωτία ως Ιάκωβος ΣΤ΄, αλλά πριν γίνει ο Βασιλιάς Ιάκωβος Α΄ της Αγγλίας το 1603, αυτός ο μονάρχης έγραψε: «Οι βασιλιάδες αποκαλούνται Θεοί . . . γιατί κάθονται στο Θρόνο του ΘΕΟΥ στη γη, και έχουν να δώσουν λόγο για τη διακυβέρνησή τους σ’ Αυτόν». Δεν ξέρουμε σε ποιο βαθμό επηρέασε τον Ιάκωβο αυτή η πεποίθηση ώστε να δώσει εντολή να μεταφραστεί η Αγία Γραφή στην αγγλική. Ξέρουμε όμως το αποτέλεσμα, τη Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου, που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως από τους Προτεστάντες.
Η Εποχή των Απόλυτων Μοναρχιών
Από τις αρχές του Μεσαίωνα κι έπειτα, οι μοναρχίες αποτελούσαν τη χαρακτηριστική μορφή κυβέρνησης. Οι βασιλιάδες βρήκαν έναν ανέξοδο και βολικό τρόπο να κυβερνούν, με το να μεταβιβάζουν εξουσία σε εξέχοντες γαιοκτήμονες. Αυτοί, με τη σειρά τους, θέσπισαν ένα πολιτικό και στρατιωτικό σύστημα γνωστό ως φεουδαρχία. Σε αντάλλαγμα για διάφορες στρατιωτικές και άλλες υπηρεσίες, οι γαιοκτήμονες έδιναν στους υποτελείς τους γη. Αλλά όσο πιο αποδοτικοί και ισχυροί γίνονταν οι φεουδάρχες γαιοκτήμονες τόσο πιο πιθανό ήταν ότι η βασιλεία θα διαχωριζόταν σε ισχυρά φέουδα.
Επιπλέον, το φεουδαρχικό σύστημα στερούσε από τους πολίτες την αξιοπρέπεια και την ελευθερία τους. Αυτοί εξουσιάζονταν από στρατιωτικούς γαιοκτήμονες, για το εισόδημα των οποίων ήταν κυρίως υπεύθυνοι. Στερημένος από εκπαιδευτικές και πολιτιστικές ευκαιρίες, «ο δουλοπάροικος είχε ελάχιστα δικαιώματα που θα μπορούσαν να εκτελεστούν από το νόμο ενάντια στο φεουδάρχη άρχοντα», λέει η Κόλιερς Ενσαϊκλοπίντια (Collier’s Encyclopedia). «Δεν μπορούσε να παντρευτεί, να μεταβιβάσει το ενοικιαζόμενο κτήμα σε κληρονόμους ούτε να φύγει από το φέουδο χωρίς τη συγκατάθεση του άρχοντα».
Αυτή δεν ήταν η μοναδική μέθοδος διακυβέρνησης στις απόλυτες μοναρχίες. Μερικοί βασιλιάδες παραχωρούσαν διοικητικές θέσεις σε άτομα που μπορούσαν αργότερα να απομακρυνθούν από την υπηρεσία τους, αν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Άλλοι βασιλιάδες εμπιστεύονταν την τοπική διακυβέρνηση σε δημοφιλείς θεσμούς, που κυβερνούσαν μέσω εθίμων και κοινωνικής πίεσης. Αλλά όλες αυτές οι μέθοδοι, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, δεν ήταν ικανοποιητικές. Παρ’ όλα αυτά, συγγραφείς του 17ου αιώνα, όπως ο Σερ Ρόμπερτ Φίλμερ από την Αγγλία και ο Ζακ-Μπενίν Μποσουέ από τη Γαλλία, εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την απολυταρχία ως τη μόνη κατάλληλη μορφή κυβέρνησης. Εντούτοις, οι μέρες της ήταν μετρημένες.
Οι «Θεοί» Υποβιβάζονται σε Διακοσμητικά Στοιχεία
Παρά τη γενική πεποίθηση ότι οι μονάρχες ήταν υπεύθυνοι μόνο απέναντι στον Θεό, από καιρό ασκούνταν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση για να κατασταθούν υπεύθυνοι απέναντι σε ανθρώπινους νόμους, έθιμα και αρχές. Το 18ο αιώνα, «οι μονάρχες χρησιμοποιούσαν μια ρητορική διαφορετική απ’ αυτή των ηγεμόνων του δέκατου έβδομου αιώνα», λέει Η Παγκόσμια Ιστορία της Κολούμπια (The Columbia History of the World), προσθέτοντας, όμως, ότι «κάτω και πέρα από τη ρητορική εξακολουθούσαν να είναι ηγεμόνες». Μετά εξηγεί ότι «όταν ο Φρειδερίκος ο Μέγας αυτοαποκαλέστηκε ο ‘πρώτος υπηρέτης του κράτους’ και αρνήθηκε το θεϊκό δικαίωμα των βασιλιάδων, δεν σκεφτόταν να απαρνηθεί την εξουσία».
Παρ’ όλα αυτά, μετά την Επανάσταση του 1688 στην Αγγλία και τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, η εποχή της απολυταρχίας είχε ως επί το πλείστον τελειώσει. Σταδιακά, οι απόλυτες μοναρχίες παραχώρησαν τη θέση τους στις περιορισμένες μοναρχίες με νομοθετικά σώματα ή με συντάγματα ή και με τα δύο. Σε αντίθεση με το 12ο αιώνα, όταν η «βασιλεία είχε ακόμα τη μορφή που ο βασιλιάς ήταν ικανός να της δώσει και που οι υπήκοοί του ήταν έτοιμοι να δεχτούν», για να παραθέσουμε από τον ιστορικό Γ. Λ. Γουόρεν, σήμερα η πολιτική δύναμη που έχουν οι περισσότεροι βασιλιάδες και βασίλισσες είναι αρκετά περιορισμένη.
Φυσικά, ορισμένοι μονάρχες εξακολουθούν να ασκούν αξιόλογη εξουσία. Αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν χάσει από καιρό τα φωτοστέφανα της «θεϊκής υπόστασης» που είχαν και αρκούνται να αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία, κεντρικές μορφές εξουσίας γύρω από τις οποίες μπορεί ο λαός να λαβαίνει ενθάρρυνση να συγκεντρώνεται μ’ ένα πνεύμα αφοσίωσης. Οι περιορισμένες μοναρχίες προσπαθούν να διατηρούν τα ενοποιητικά χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης του ενός ενώ παράλληλα να ξεριζώνουν τις αρνητικές πλευρές της παραχωρώντας την ουσιαστική εξουσία σ’ ένα νομοθετικό σώμα.
Η ιδέα των περιορισμένων μοναρχιών εξακολουθεί να είναι δημοφιλής. Πρόσφατα, το 1983, ο Κρίσνα Πρασάντ Μπχαταράι, αρχηγός του πολιτικού κόμματος του Νεπαλικού Κογκρέσου, στο Νεπάλ, μίλησε θαρραλέα υπέρ της μοναρχίας αποκαλώντας τη ‘φραγμό ενάντια στο χάος’, λέγοντας ότι ‘ο Βασιλιάς είναι απαραίτητος για να κρατάει τη χώρα ενωμένη’. Και παρ’ όλο που το 1987 οι Γάλλοι έκαναν τις τελικές προετοιμασίες για τον εορτασμό της 200ής επετείου της Γαλλικής Επανάστασης, το 17 τοις εκατό απ’ αυτούς που ρωτήθηκαν σε μια σφυγμομέτρηση ήταν υπέρ της επιστροφής στη μοναρχία. Κάποιο μέλος ενός μοναρχικού ομίλου είπε: «Ο Βασιλιάς αποτελεί τη μόνη οδό για να ενωθεί ένα έθνος που επί πολύ καιρό είναι διαιρεμένο από πολιτικές διαμάχες».
Τον ίδιο χρόνο, το περιοδικό Τάιμ (Time) παρατήρησε: «Το βασιλικό αξίωμα απαιτεί αφοσίωση, ίσως γιατί οι μονάρχες είναι οι τελευταίες εξέχουσες εικόνες της εποχής μας, οι μόνες επιζώσες προσωπικότητες που μπορούν ακόμα να τονώσουν την πίστη ενώ παραμένουν μυστήριο. Αν ο Θεός είναι νεκρός, ζήτω η Βασίλισσα!» Αλλά μετά, βλέποντας τα πράγματα πιο ρεαλιστικά, πρόσθεσε ότι «η υπέρτατη δύναμη της [Βρετανής] Βασίλισσας βρίσκεται περισσότερο στην εντυπωσιακή αδυναμία της».
‘Βρέθηκε Ελλιπής’
Οι απόλυτες μοναρχίες δεν είναι ικανοποιητικές. Από τη φύση τους είναι ασταθείς. Αργά ή γρήγορα, κάθε κυβερνήτης πεθαίνει και πρέπει να αντικατασταθεί από ένα διάδοχο, που συχνότατα επιλέγεται λόγω της καταγωγής και όχι λόγω των υψηλών ηθικών αρχών ή της ικανότητάς του. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ο γιος θα είναι τόσο καλός όσο ο πατέρας του; Ή αν ένας πατέρας ήταν κακός ότι ο γιος του θα είναι καλύτερος;
Επίσης, όπως τονίζει ο Κριστιάνο Γκροτανέλι, «η επιλογή του βασιλικού διαδόχου» συχνά «καθορίζεται αόριστα και μόνο, έτσι ώστε ανάμεσα στα εκλέξιμα μέλη της βασιλικής γραμμής μπορεί να ξεσπάσει ανταγωνισμός. Κατά συνέπεια, η περίοδος που ακολουθεί το θάνατο ενός βασιλιά είναι συνήθως μια περίοδος κοινωνικού (και κοσμικού) χάους, τόσο από κατά γράμμα όσο και από συμβολική άποψη».
Αφού αποτελεί διακυβέρνηση του ενός, η αποτελεσματικότητα της απόλυτης μοναρχίας εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα του ενός, που είναι ο κυβερνήτης της. Οι ικανότητες και τα σημεία υπεροχής του ίσως αντανακλώνται στην κυβέρνησή του, αλλά το ίδιο θα συμβαίνει και με τις αδυναμίες του, τους περιορισμούς του και την έλλειψη γνώσης από μέρους του. Ακόμα και οι γαλαζοαίματοι είναι ατελείς. Οι κακοί βασιλιάδες συγκροτούν κακές κυβερνήσεις, οι καλοί βασιλιάδες πιθανώς συγκροτούν καλύτερες, αλλά μόνο ένας τέλειος βασιλιάς μπορεί να εγκαθιδρύσει το είδος της κυβέρνησης που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα και που της αξίζει να έχει.
Και οι κοινοβουλευτικές ή περιορισμένες μοναρχίες αποτυγχάνουν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αυτός ο αιώνας έχει δει τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες της Αγγλίας, που έχουν υποβιβαστεί σε διακοσμητικά στοιχεία, να προΐστανται στο διαμελισμό της μεγαλύτερης και πιο ισχυρής αυτοκρατορίας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
Ένα Αστέρι Διαφορετικού Είδους
Οι βασιλιάδες, σαν αστέρια, και υψώνονται και πέφτουν—με μια εξαίρεση. Ο Ιησούς Χριστός λέει για τον εαυτό του ότι είναι «η ρίζα και το γένος του Δαυίδ, το λαμπρό πρωινό αστέρι». (Αποκάλυψις 22:16, ΚΔΤΚ) Με το να είναι απευθείας απόγονος του Βασιλιά Δαβίδ από σαρκική άποψη, ο Ιησούς έχει τα προσόντα να είναι Βασιλιάς της κυβέρνησης του Θεού. Σαν το «λαμπρό πρωινό αστέρι», ο Ιησούς είναι επίσης το ‘αστέρι της ημέρας’ που ο Πέτρος είπε ότι θα υψωνόταν και θα έκανε την ημέρα να χαράξει.—2 Πέτρου 1:19, ΜΝΚ· Αριθμοί 24:17· Ψαλμός 89:34-37.
Ενόψει αυτών των γεγονότων, πόσο σοφό είναι να αποβλέπουμε για καθοδήγηση στα αστέρια των ανθρώπινων μοναρχιών τα οποία πέφτουν; Μάλλον η σοφία θα επέβαλλε να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στο διορισμένο από τον Θεό Βασιλιά, τον Ιησού Χριστό, ‘τον Βασιλέα των βασιλευόντων, και Κύριον των κυριευόντων, όστις μόνος [υπεράνω όλων των ανθρώπινων βασιλιάδων] έχει την αθανασίαν’. (1 Τιμόθεον 6:15, 16) Εκείνος, έχοντας ήδη υψωθεί ως αόρατος Βασιλιάς στους ουρανούς, θα φέρει σύντομα το ξημέρωμα ενός νέου κόσμου. Είναι ένα αστέρι—ένας βασιλιάς—το οποίο τώρα που έχει υψωθεί, δεν θα πέσει ποτέ!
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Με το θάνατο, ακόμα και ο καλύτερος ανθρώπινος βασιλιάς αφήνει το έργο του σε αβέβαια χέρια