Μια Μέρα από τη Ζωή μου στο Πυκνοκατοικημένο Χονγκ Κονγκ
Το Χονγκ Κονγκ αποτελεί ένα από τα πολυπληθέστερα μέρη του κόσμου. Με 5,8 εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι ζουν στα 1.070 τετραγωνικά χιλιόμετρα της χερσαίας έκτασής του, το Χονγκ Κονγκ έχει 5.592 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Εφόσον κατοικείται μόνο το 10 τοις εκατό της έκτασής του, αυτό αντιπροσωπεύει ένα μέσο όρο 54.000 κατοίκων ανά κατοικημένο τετραγωνικό χιλιόμετρο! Ωστόσο, οι ντόπιοι φαίνεται ότι έχουν προσαρμοστεί με αξιοθαύμαστο τρόπο στην κίνηση και στο βουητό μιας πυκνοκατοικημένης μεγαλούπολης, με τον εξαιρετικά περιορισμένο χώρο, τη θορυβώδη κυκλοφορία και τη μόλυνση που τη χαρακτηρίζουν.
ΞΥΠΝΗΣΑ στις 7:30 π.μ. από το διαπεραστικό ήχο που βγάζει το ξυπνητήρι μου, σηκώθηκα από τον καναπέ όπου κοιμάμαι και ντύθηκα στα γρήγορα. Μένω στο μικρό διαμέρισμα με τους γονείς μου και τις τρεις νεότερες αδελφές μου, που όλοι τους εργάζονται. Έτσι, δημιουργείται πάντοτε ουρά έξω από την τουαλέτα και ο χρόνος μας είναι περιορισμένος. Έπειτα από ένα γρήγορο πρόγευμα, αρπάζω το ποδήλατό μου και πηγαίνω στο σταθμό των τρένων. Το καθημερινό μου μαρτύριο έχει αρχίσει. Γίνομαι κι εγώ μέρος του τεράστιου πλήθους που πηγαίνει για δουλειά στο πολύβουο Χονγκ Κονγκ.
Το τρένο με περνάει με ταχύτητα δίπλα από ασφυκτικά γεμάτα διαμερίσματα και υπερπλήρεις ουρανοξύστες. Κατόπιν, αλλάζω συγκοινωνία και παίρνω λεωφορείο για να περάσω στην απέναντι πλευρά του λιμανιού. Περνάμε μέσα από μια σήραγγα στην οποία υπάρχει κυκλοφοριακή συμφόρηση. Τι ανακούφιση νιώθω όταν βγαίνω στο Νησί του Χονγκ Κονγκ όπου βρίσκεται το γραφείο μου, στο κέντρο της οικονομικής περιοχής της πόλης. Ολόκληρη η διαδρομή μπορεί να διαρκέσει από μία ως μιάμιση ώρα, ανάλογα με την κίνηση. Τελικά φτάνω στις 9:30. Αλλά δεν έχω χρόνο να πάρω μια ανάσα—το τηλέφωνο αρχίζει να κουδουνίζει. Είναι ο πρώτος πελάτης της ημέρας. Αυτό συνεχίζεται όλη τη μέρα—το ένα τηλεφώνημα διαδέχεται το άλλο κι εγώ είμαι όλη την ώρα με το ακουστικό στο χέρι. Ακολουθεί ένα σύντομο διάλειμμα για φαγητό.
Τώρα το πρόβλημα είναι να βρεις θέση σ’ ένα από τα πολυάριθμα εστιατόρια της περιοχής. Λες και όλοι προσπαθούν να φάνε την ίδια ώρα στο ίδιο μέρος και συχνά στο ίδιο τραπέζι! Και πάλι μοιράζομαι το τραπέζι μου με ανθρώπους που μου είναι εντελώς άγνωστοι. Αυτή είναι η ζωή στο πυκνοκατοικημένο Χονγκ Κονγκ. Αμέσως μετά το γρήγορο, αλλά θρεπτικό, κινέζικο γεύμα μου επιστρέφω στο γραφείο.
Η κάθε εργάσιμη μέρα μου υποτίθεται ότι τελειώνει στις 5:30, αλλά σπανίως είναι εφικτό κάτι τέτοιο. Όπως ήταν επόμενο, όταν τελικά παίρνω μια ανάσα και κοιτάζω το ρολόι, η ώρα έχει πάει 6:15. Μερικές μέρες μάλιστα φεύγω αρκετά μετά τις εφτά. Και τότε αρχίζει το ταξίδι της επιστροφής.
Πρώτα το λεωφορείο, έπειτα το τρένο. Τελικά, φτάνει στο σταθμό που κατεβαίνω, και κατευθύνομαι προς το ποδήλατό μου. Καθώς γυρίζω με το ποδήλατο στο σπίτι, φέρνω στο νου μου πώς η μικρή μας πόλη έχει μετατραπεί σε πολύβουη, κατάμεστη σύγχρονη μεγαλούπολη. Τα χαμηλά χωριάτικα σπίτια έχουν αντικατασταθεί από κτίρια που ορθώνονται πανύψηλα, σε ύψος 20 ως 30 ορόφων. Μεγάλοι, φαρδείς αυτοκινητόδρομοι έχουν καταλάβει μεγάλο τμήμα του εδάφους, και οι τεράστιες ανισόπεδες διαβάσεις κατακλύζονται από το συνεχές ρεύμα της θορυβώδους κυκλοφορίας. Ο παλιός νωχελικός τρόπος ζωής ανήκει πια στο παρελθόν.
Το σπίτι μας είναι μάλλον μικρό—λιγότερο από 28 τετραγωνικά μέτρα για τα έξι μέλη της οικογένειάς μας, και εγώ δεν έχω δικό μου δωμάτιο. Γι’ αυτό κοιμάμαι σ’ έναν καναπέ στο σαλόνι. Τουλάχιστον οι γονείς μου έχουν δικό τους δωμάτιο και οι τρεις αδελφές μου κοιμούνται σε κουκέτες μέσα στο μικροσκοπικό τους δωμάτιο. Η προσωπική ζωή είναι πολυτέλεια για εμάς.
Παρά το γεγονός ότι είναι μικρό, αποτελεί μεγάλη πρόοδο σε σχέση με ό,τι είχαμε προηγουμένως, όταν όλοι μας ζούσαμε σ’ ένα δωμάτιο κάποιου κρατικού συγκροτήματος σπιτιών. Αλλά πόσο καλύτερο είναι έστω κι αυτό αν συγκριθεί με την κατάσταση των χιλιάδων ατόμων που ζουν στην περιοχή Μονγκ Κοκ, οι οποίοι νοικιάζουν «διαμερίσματα-κλουβιά», τρία μαζί στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, με διαστάσεις 1,8 μέτρα μήκος, 0,8 μέτρα βάθος και 0,8 μέτρα ύψος. Αυτά έχουν χώρο για ένα στρώμα και για λιγοστά προσωπικά αντικείμενα. Δεν υπάρχει καθόλου χώρος για έπιπλα.
Μέχρι τις εννιά έχουν όλοι επιστρέψει στο σπίτι και καθόμαστε στο τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Μετά το φαγητό κάποιος ανοίγει την τηλεόραση. Αυτό εξανεμίζει τις ελπίδες μου να διαβάσω και να μελετήσω για λίγο με ησυχία. Περιμένω ως τις 11 που πέφτουν όλοι για ύπνο και τότε έχω το δωμάτιο στη διάθεσή μου και λίγη ηρεμία και ησυχία για να συγκεντρωθώ. Μέχρι να πάει μεσάνυχτα είμαι κι εγώ έτοιμος να πέσω για ύπνο.
Εργάζομαι από τότε που τέλειωσα το σχολείο, πριν από 12 χρόνια περίπου. Θα ήθελα κάποτε να παντρευτώ, αλλά είμαι αναγκασμένος να εργάζομαι τόσο σκληρά για να κερδίζω τα προς το ζην, ώστε δεν έχω καν το χρόνο που απαιτείται για να γνωρίσω καλά μια γυναίκα. Και πιο εύκολο είναι να ανεβείς στον ουρανό, σαν να λέγαμε, παρά να βρεις ένα μέρος για να μείνεις. Αν και έχουμε μάθει να τα βγάζουμε πέρα, αυτό το είδος της πυρετώδους ζωής των μεγαλουπόλεων δεν μου φαίνεται φυσιολογικό. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι εγώ είμαι σε πολύ καλύτερη θέση απ’ αυτή των εκατομμυρίων, και ίσως δισεκατομμυρίων, ανθρώπων που βρίσκονται σε άλλα μέρη του κόσμου και οι οποίοι ζουν χωρίς κανονικά σπίτια, ηλεκτρισμό, τρεχούμενο νερό ή στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής. Ασφαλώς χρειαζόμαστε ένα καλύτερο σύστημα, έναν καλύτερο κόσμο, μια καλύτερη ζωή.—Όπως το αφηγήθηκε ο Κιν Κουρν.