Η Σφαγή στην Καφετέρια Λούμπι
Η ΤΕΤΑΡΤΗ 16 Οκτωβρίου 1991 άρχισε όπως κάθε άλλη μέρα για τη σύζυγό μου, την Πόλα, και εμένα. Τώρα, τη θυμόμαστε ως διαφορετική από οποιαδήποτε μέρα ζήσαμε ποτέ.
Εκείνο το μεσημέρι βρισκόμασταν στην καφετέρια Λούμπι, στο Κιλίν του Τέξας, όταν ένας μανιακός άντρας έριξε το φορτηγό του πάνω στην τζαμαρία και άρχισε να πυροβολεί. Σκότωσε 22 άτομα και τραυμάτισε 20 και πλέον άλλους, και τελικά αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Ήταν η πιο πολύνεκρη μαζική δολοφονία στην ιστορία των Η.Π.Α.
Η Πόλα και εγώ είμαστε ολοχρόνιοι διάκονοι των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και είχαμε σταματήσει στην καφετέρια Λούμπι αφού δαπανήσαμε το πρωινό στη διακονία. Νωρίτερα, περίπου 50 από εμάς είχαμε συναντηθεί στον τόπο λατρείας μας, στην Αίθουσα Βασιλείας, και εξετάσαμε τη δραστηριότητά μας για το πρωινό πριν αρχίσουμε. Αρκετοί πρότειναν να μαζευτούμε για φαγητό στην καφετέρια Λούμπι, αλλά όλοι εκτός από τη Μαρία, την Πόλα και εμένα άλλαξαν τα σχέδιά τους.
Φτάσαμε στην καφετέρια στις 12:25 μ.μ. και μπήκαμε στο διάδρομο σερβιρίσματος. Επειδή η ουρά προχωρούσε αργά, η Μαρία, η οποία έπρεπε να διεξαγάγει μια Γραφική μελέτη στη μία η ώρα, αποφάσισε να φύγει. Η Πόλα πήγε στην τουαλέτα. Ευτυχώς, γύρισε γρήγορα—επειδή λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το φορτηγό έπεσε πάνω στο παράθυρο το οποίο εκείνη μόλις είχε προσπεράσει.
Ο θόρυβος έμοιαζε σαν να σπάνε τόνοι από πιάτα. Γυαλιά, τραπέζια και καρέκλες πετάγονταν στον αέρα προς κάθε κατεύθυνση. Κατόπιν, ακούστηκαν ξεροί κρότοι. Νόμισα ότι στον κινητήρα του φορτηγού γίνονταν πρόωρες αναφλέξεις. Μερικοί πίστεψαν ότι ο οδηγός είχε προβλήματα με το φορτηγό του και πήγαν να τον βοηθήσουν. Αλλά αυτός τους πυροβόλησε. Κάποιος φώναξε μην μπορώντας να το πιστέψει: «Αυτός πυροβολεί ανθρώπους!» Άρχισε να πυροβολεί πριν ακόμη βγει από το φορτηγό.
Ο διάδρομος σερβιρίσματος είχε σχήμα πέταλου. Βρισκόμασταν ακριβώς εκεί που κάνει καμπύλη το πέταλο. Το φορτηγό σταμάτησε στην αρχή του πέταλου, εκεί που ήταν το ταμείο. Η Πόλα άρπαξε το χέρι μου, λέγοντας: «Πάμε να φύγουμε από εδώ». Όμως εγώ την τράβηξα στο πάτωμα. Ο οπλοφόρος κατευθυνόταν προς το διάδρομο σερβιρίσματος, πυροβολώντας καθώς ερχόταν. Όλη αυτή την ώρα φώναζε διάφορα, όπως: «Άξιζε τον κόπο κομητεία του Μπελ; Άξιζε τον κόπο Μπέλταν;» Μαζί με αυτά τα λόγια ξεστόμιζε και βρισιές.
Έφτασε σε απόσταση λίγων μέτρων από εμάς, πυροβολώντας συνεχώς καθώς προχωρούσε. Ποτέ δεν είδαμε το πρόσωπό του, αλλά ήταν τόσο κοντά ώστε νιώθαμε το πάτωμα να δονείται καθώς χτυπούσαν οι σφαίρες. Και η Πόλα και εγώ προσευχόμασταν σιωπηλά στον Ιεχωβά. Μείναμε ακίνητοι· όσοι κουνήθηκαν δέχτηκαν πυροβολισμούς. Κρατούσα με τα χέρια μου τους αστράγαλους της συζύγου μου, χωρίς να ξέρω αν ήταν ζωντανή ή νεκρή.
Τότε αυτός οπισθοχώρησε, πυροβολώντας συνεχώς. Πήγε προς την άλλη πλευρά του όμοιου με πέταλο διαδρόμου σερβιρίσματος, σταματώντας κοντά στα πόδια μου. Πυροβόλησε τη γυναίκα που βρισκόταν πίσω μου. «Αυτή είναι για εσένα», είπε καθώς της έριξε τη σφαίρα. Ακριβώς πριν αυτός πυροβολήσει, εκείνη είχε πει: «Έρχεται προς το μέρος μας». Πιθανώς είχε ανασηκώσει το κεφάλι της.
Ο πυροβολισμός ήταν τόσο δυνατός ώστε νόμισα ότι είχα χτυπηθεί. Τότε άκουσα τον οπλοφόρο να γυρίζει και να πηγαίνει προς το χώρο του φαγητού, σε απόσταση 15 ή 20 μέτρα. Ήξερα ότι σε εκείνον το χώρο υπήρχε ένας τοίχος, ο οποίος μας έκρυβε εν μέρει από το οπτικό του πεδίο. Έτσι, τελικά ανασηκώθηκα για να δω αν η Πόλα ήταν εντάξει, και εκείνη έκανε το ίδιο λέγοντας «Πάμε!»
Βγήκαμε βιαστικά από την μπροστινή πόρτα, και περίπου οχτώ ή δέκα άλλοι έκαναν το ίδιο. Μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα, προχωρούσε μπροστά από εμάς. Αναγκάσαμε τον εαυτό μας να δείξει υπομονή παρά την αγωνία μας. Διασχίσαμε τρέχοντας μια ανοιχτή έκταση όση περίπου ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και βρήκαμε καταφύγιο σε κάποιο διαμέρισμα εκεί κοντά. Τηλεφωνήσαμε σε μια φίλη και της ζητήσαμε να μας συναντήσει κάτω στο δρόμο.
Καθώς φεύγαμε από το κτίριο, είδαμε την αστυνομία να πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήδη είχαν φτάσει ελικόπτερα για να πάρουν τους τραυματίες. Ήμασταν ακόμη αναστατωμένοι, μη γνωρίζοντας πού βρισκόταν ο οπλοφόρος. Όταν έφτασε η φίλη μας, έκλαιγε. Είχε ακούσει τα νέα στο ραδιόφωνο.
Πώς Αντιμετωπίσαμε τα Επακόλουθα
Επιστρέψαμε στο σπίτι, και οι φίλοι έρχονταν συνέχεια για να μας δουν. Πόσο παρηγορητική ήταν η παρουσία τους! Το επόμενο πρωινό, όπως ήταν η συνήθειά μας, αρχίσαμε τη δημόσια διακονία μας. Στο δρόμο, αγόρασα μια εφημερίδα, και οι περιγραφές έφεραν ζωντανά στη μνήμη μας ολόκληρο το επεισόδιο. Συνειδητοποιήσαμε ότι συναισθηματικά δεν ήμασταν έτοιμοι να βγαίνουμε έξω και έτσι επιστρέψαμε στο σπίτι.
Επί εβδομάδες ύστερα από αυτό, το να περπατάμε σε δημόσιους χώρους μάς αναστάτωνε. Κάποτε πήγαμε σε ένα εστιατόριο φαστ φουντ, και κάποιος έσκασε ένα μπαλόνι. Αυτό πραγματικά μας τέντωσε τα νεύρα! Οι ειδικοί στα ψυχικά τραύματα λένε ότι η καλύτερη θεραπεία για αυτούς που βιώνουν το είδος της τραγωδίας που βιώσαμε εμείς είναι να μιλούν ελεύθερα για αυτό. Πόσο ευγνώμονες είμαστε για τις επισκέψεις των φίλων στη διάρκεια των ημερών που ακολούθησαν, οι οποίες μας έδωσαν την ευκαιρία να το κάνουμε αυτό!
Μια φίλη μας είπε στην Πόλα: «Η διακονία θα σε γιατρέψει». Είχε δίκιο. Μολονότι η Πόλα την πρώτη εκείνη εβδομάδα δίσταζε να συμμετάσχει στη δημόσια διακονία μας, γρήγορα επέστρεψε στη διακονία από σπίτι σε σπίτι και ύστερα από αυτό διεξήγαγε Γραφικές μελέτες.
Η Αγία Γραφή είναι σίγουρα σωστή όταν προειδοποιεί ότι το να απομονώνεται κανείς επισύρει προβλήματα. (Παροιμίαι 18:1, ΜΝΚ) Μάθαμε ότι μερικοί, περιλαμβανομένων και ατόμων που ούτε καν ήταν στο εστιατόριο εκείνη τη μέρα, απομονώθηκαν. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και μήνες έπειτα από τη σφαγή, συνέχιζαν να φοβούνται να βγουν έξω.
Αυτό που μας έχει βοηθήσει ιδιαίτερα να αντιμετωπίσουμε αυτή την εμπειρία είναι η κατανόηση των Βιβλικών προφητειών. Οι μέρες μας προσδιορίζονται στο Λόγο του Θεού ως ‘έσχατες μέρες [όταν] θα υπάρχουν εδώ κρίσιμοι καιροί, δύσκολοι στην αντιμετώπισή τους’. (2 Τιμόθεον 3:1, ΜΝΚ) Συνεπώς, τέτοια τραγικά περιστατικά, όπως η σφαγή στην καφετέρια Λούμπι, θα πρέπει, δυστυχώς, να είναι αναμενόμενα. Μάλιστα, ένας ευρέως αναγνωρισμένος ειδικός, ο Δρ Τζέιμς Α. Φοξ, επισήμανε ότι από τις δέκα μεγαλύτερες μαζικές δολοφονίες στην αμερικανική ιστορία οι οχτώ συνέβησαν από το 1980 και έπειτα.
Ο Τζακ Λέβιν, καθηγητής κοινωνιολογίας, ο ένας από τους δυο συγγραφείς του βιβλίου Μαζική Δολοφονία (Mass Murder), είπε ότι αυτοί οι μαζικοί φόνοι αντανακλούν την κατάρρευση της κοινωνίας και της οικονομίας. «Ολοένα και περισσότεροι μεσήλικοι άντρες νιώθουν ότι η ζωή τούς έχει προσπεράσει», είπε. «Έχουν χάσει τη δουλειά τους ή έχουν χωρίσει. Οι μηχανισμοί υποστήριξης που υπήρχαν κάποτε, όπως η οικογένεια και η εκκλησία, βρίσκονται σε κατάσταση αποσύνθεσης». Προφανώς, αυτό συνέβη και στην περίπτωση του δολοφόνου, του 35χρονου Τζορτζ Τζ. Χέναρντ, ο οποίος προερχόταν από διαλυμένη οικογένεια και πρόσφατα του είχε αφαιρεθεί το ναυτικό του φυλλάδιο, επειδή ήταν ύποπτος για χρήση ναρκωτικών.
Ναι, οι άνθρωποι χρειάζονται τη βασισμένη στην Αγία Γραφή ελπίδα σχετικά με το δίκαιο νέο κόσμο που υπόσχεται ο Θεός. (2 Πέτρου 3:13· Αποκάλυψις 21:3, 4) Η πεποίθησή μας ότι όλες οι σημερινές τραγωδίες σύντομα δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά μια μακρινή ανάμνηση έχει ενισχύσει την Πόλα και εμένα σε αυτή την περίοδο αντιξοοτήτων. Ο Θεός μάς έχει πραγματικά παρηγορήσει, όπως υπόσχεται ο Λόγος του ότι θα έκανε. (2 Κορινθίους 1:3, 4)—Όπως το αφηγήθηκε ο Σάλι Πάουερς.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η αστυνομία επιθεωρεί το εσωτερικό της καφετέριας Λούμπι όπου κάποιος οπλοφόρος έριξε ένα φορτηγό πάνω στο μπροστινό παράθυρο
[Ευχαριστίες]
Courtesy of Killeen Daily Herald
[Εικόνα στη σελίδα 24]
Γυναίκες αγνώστων στοιχείων έξω από το εστιατόριο όπου ένας οπλοφόρος σκότωσε 23 ανθρώπους περιλαμβανομένου και του ίδιου
[Ευχαριστίες]
Courtesy of Killeen Daily Herald
Με τη σύζυγό μου, την Πόλα