Διακράτησα Ακεραιότητα στη Ναζιστική Γερμανία
ΜΙΑ κρύα απριλιάτικη μέρα του 1939, με έστειλαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Σαξενχάουζεν της Γερμανίας. Μαζί με άλλους νεοφερμένους κρατούμενους εμφανίστηκα μπροστά στο διοικητή του στρατοπέδου, έναν κτηνώδη άντρα που είχε το παρατσούκλι Τετράγωνος λόγω του γεροδεμένου σώματός του. Στο λόγο που έβγαλε για να μας «καλωσορίσει», μας επιτίμησε περιγράφοντας τα απάνθρωπα βασανιστήρια που μας περίμεναν.
«Μπορείτε να πάρετε οτιδήποτε θέλετε από εμένα», φώναξε, «έναν πυροβολισμό στο κεφάλι, έναν πυροβολισμό στο στήθος ή έναν πυροβολισμό στο στομάχι!» Και προειδοποίησε: «Τα αγόρια μου είναι καλοί σκοπευτές. Θα σας στείλουν κατευθείαν στον παράδεισο! Μόνο πεθαμένοι θα φύγετε από εδώ».
Έπειτα με έστειλαν στην Απομόνωση, μια περιφραγμένη πτέρυγα μέσα στο στρατόπεδο. Εκεί κρατούνταν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά καθώς και άλλοι κρατούμενοι που θεωρούνταν επικίνδυνοι. Όταν με πήγαν εκεί, ένας νεαρός των Ες-Ες (Μελανοχίτωνες/Επίλεκτη Φρουρά του Χίτλερ) με χαστούκισε επανειλημμένα επειδή είχα αρνηθεί να υπογράψω κάποια δήλωση με την οποία θα αποκήρυττα την πίστη μου.
Έγινα φίλος με τον Ότο Καμιέν από τη Χέρνε, ο οποίος με βοήθησε να ράψω πάνω στη στολή μου τον αριθμό που είχα ως κρατούμενος και το μοβ τρίγωνο το οποίο χρησίμευε ως αναγνωριστικό σημείο των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο στρατόπεδο. Μου έδειξε επίσης πώς να στρώνω το κρεβάτι μου—οι κρατούμενοι ξυλοκοπούνταν ή και θανατώνονταν ακόμη αν δεν έστρωναν το κρεβάτι τους σωστά.
Ο Ότο με προειδοποίησε: «Από καιρό σε καιρό θα σε ρωτούν αν εξακολουθείς να είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Να είσαι σταθερός, να είσαι αμετακίνητος και να λες δυνατά και καθαρά: ‘Εξακολουθώ να είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά’». Και πρόσθεσε: «Αν είσαι σταθερός και αμετακίνητος, ο Διάβολος θα σε αφήσει ήσυχο». (Ιακώβου 4:7) Η ενθάρρυνση του Ότο με βοήθησε να διακρατήσω την ακεραιότητά μου στον Θεό κατά τη διάρκεια των επόμενων έξι ετών που πέρασα σε τρία στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όταν αναπολώ εκείνα τα σκληρά χρόνια, αναγνωρίζω, σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε, ότι μόνο με τη βοήθεια του Θεού μπόρεσα να διακρατήσω ακεραιότητα. Πώς ήρθαν όμως τα πράγματα και με συνέλαβαν την πρώτη φορά, στις 20 Ιανουαρίου 1938;
Τα Πρώτα μου Χρόνια
Μερικά χρόνια πριν από το 1911, το έτος το οποίο γεννήθηκα, οι γονείς μου, οι οποίοι ζούσαν στο Κένινγκσμπεργκ της Ανατολικής Πρωσίας, έγιναν Bibelförscher (Σπουδαστές της Γραφής), όπως ήταν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Είχα τρεις αδελφούς και δυο αδελφές, και η μητέρα μάς έπαιρνε συχνά στις συναθροίσεις. Δυστυχώς, έπειτα από λίγο ο πατέρας έπαψε να συμμετέχει μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στην αληθινή λατρεία. Παρ’ όλο που οι αδελφοί μου και μια από τις αδελφές μου έγιναν ζηλωτές διαγγελείς της Βασιλείας, με τον καιρό η αδελφή μου Λίζμπεθ και εγώ σταματήσαμε να δίνουμε πολλή προσοχή στις Γραφικές αλήθειες που είχαμε μάθει.
Όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερος από 20 χρονών, στη Γερμανία ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ, και ο λαός αντιμετώπιζε έντονη πίεση. Εγώ εργαζόμουν ως μηχανικός αυτοκινήτων σε ένα μεγάλο συνεργείο στο Κένινγκσμπεργκ. Σε κάποιες ειδικές περιστάσεις που ο Φίρερ έβγαζε λόγο, έπρεπε να συγκεντρωνόμαστε όλοι όσοι εργαζόμασταν στο συνεργείο. Επίσης καθιερώθηκε ως χαιρετισμός το «Χάιλ Χίτλερ!» Αργότερα, ήρθε διαταγή να πάρω μέρος σε κάποια προκαταρκτική στρατιωτική εκπαίδευση, οπότε χρειάστηκε να αντιμετωπίσω το ερώτημα: Με τίνος το μέρος είμαι εγώ;
Από το εδάφιο Πράξεις 4:12, ήξερα ότι η σωτηρία, που είναι η έννοια της λέξης χάιλ, δεν θα ερχόταν από τον Χίτλερ αλλά μόνο μέσω του Ιησού Χριστού. Οπότε, δεν μπορούσα να πω «Χάιλ Χίτλερ», και ποτέ δεν το είπα. Επίσης, αγνόησα τη διαταγή να συμμετάσχω στην προκαταρκτική αυτή στρατιωτική εκπαίδευση.
Στη διάρκεια του 1936 και του 1937, η μητέρα μου, η μικρή μου αδελφή Χελένε και οι αδελφοί μου Χανς και Ερνστ, όλοι τους συνελήφθησαν. Από τότε και έπειτα ήθελα και εγώ να πάρω θέση υπέρ του αληθινού Θεού. Άρχισα να διαβάζω την Αγία Γραφή τα βράδια και προσευχόμουν στον Ιεχωβά να με βοηθήσει. Η Λίζμπεθ επίσης άρχισε να δείχνει περισσότερο ενδιαφέρον.
Παίρνω Θέση
Όταν ήρθε ο καιρός πήρα σαφή θέση υπέρ του Ιεχωβά και αρνήθηκα να υπηρετήσω στο στρατό του Χίτλερ, παρ’ όλο που δεν ήμουν ακόμη βαφτισμένος. Με συνέλαβαν και με παρέδωσαν στο στρατό. Πέντε εβδομάδες αργότερα, ένα στρατοδικείο στο Ράστενμπουργκ με καταδίκασε σε ένα χρόνο φυλάκιση.
Με έριξαν στην απομόνωση στις Κεντρικές Φυλακές, στη Στουμ της Δυτικής Πρωσίας. Την ώρα που ασκούμουν στον περίβολο των φυλακών, αντλούσα παρηγοριά καθώς αντάλλασσα βλέμματα με πιστούς Μάρτυρες από το Κένινγκσμπεργκ τους οποίους ήξερα από τα παιδικά μου χρόνια. Κατόπιν, έβαλαν τους αδελφούς μου—τον Πολ, τον Χανς και τον Ερνστ—στην ίδια αυτή φυλακή λόγω της πίστης τους στον Θεό. Όσο ήμουν στην απομόνωση, ο Χανς κατάφερνε πότε-πότε να μου δίνει στα κρυφά ένα κομμάτι ψωμί.
Αφού εξέτισα την ποινή μου, η Γκεστάπο στο Κένινγκσμπεργκ με ανέκρινε επανειλημμένα. Εφόσον αρνιόμουν να αλλάξω γνώμη, με πήγαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σαξενχάουζεν. Εκεί με διόρισαν να εργάζομαι στην οικοδόμηση ενός γκαράζ και δούλευα από τις έξι το πρωί μέχρι τις έξι το βράδυ. Λόγω της σκληρής κακομεταχείρισης, μερικοί κρατούμενοι προσπαθούσαν να αποδράσουν, παρότι γνώριζαν πως αν τους έπιαναν θα τους πυροβολούσαν. Μια φορά είδα έναν κρατούμενο να αυτοκτονεί πέφτοντας πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα του φράχτη.
Η Πίεση Εντείνεται
Το Σεπτέμβριο του 1939 ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και εντάθηκε η πίεση σε εμάς που βρισκόμασταν στο Σαξενχάουζεν. Ο φόρτος της εργασίας μας αυξήθηκε, και μας πήραν τα ζεστά μάλλινα ρούχα μας. Στις 15 Σεπτεμβρίου, οι Ναζί θα εκτελούσαν για παραδειγματισμό τον Χριστιανό αδελφό μας Άουγκουστ Ντίκμαν, ο οποίος είχε αρνηθεί τη στρατιωτική υπηρεσία. Έτσι κανονίστηκε μια ειδική συγκέντρωση για την εκτέλεσή του.
Αρκετές εκατοντάδες από εμάς τους Μάρτυρες είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια το εκτελεστικό απόσπασμα να πυροβολεί και τον Άουγκουστ να πέφτει νεκρός. Έπειτα, άφησαν όλους τους κρατουμένους να φύγουν, εκτός από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Εν συνεχεία, ο Τετράγωνος ρώτησε ποιος ήταν έτοιμος να υπογράψει τη δήλωση με την οποία θα απέρριπτε την πίστη του και θα εκδήλωνε την προθυμία να γίνει στρατιώτης. Δεν υπέγραψε κανείς και ο Τετράγωνος έγινε έξω φρενών.
Ο χειμώνας του 1939 ήταν βαρύς. Ήμασταν υποτυπωδώς ντυμένοι και υποσιτιζόμασταν, με αποτέλεσμα να θερίζει ο θάνατος. Πολλοί από τους μεγαλύτερους σε ηλικία αδελφούς μας πέθαναν, αλλά σε γενικές γραμμές το ποσοστό θανάτων ανάμεσα σε εμάς τους Μάρτυρες ήταν μικρό σε σύγκριση με το ποσοστό σε άλλες ομάδες κρατουμένων. Ακόμα και ο εύρωστος Τετράγωνος έπεσε κατάκοιτος και πέθανε το Φεβρουάριο του 1940.
Σε Άλλο Στρατόπεδο
Λίγες μέρες μετά το θάνατο του Τετράγωνου, μετέφεραν 70 από εμάς στο μικρό στρατόπεδο στο Βέβελσμπουργκ, κοντά στο Πάντερμπορν. Τρέφαμε την ελπίδα ότι οι συνθήκες θα ήταν καλύτερες εκεί, αλλά ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. Είχαμε λιγότερο φαγητό και η εργασία μας, σε ένα λατομείο, ήταν πιο σκληρή. Μερικές μέρες μουσκευόμασταν μέχρι το κόκαλο από το χιόνι και τη βροχή. Εκείνη την ιδιαίτερα δύσκολη εποχή, κουκουλωνόμουν με την κουβέρτα τη νύχτα και με κλάματα άνοιγα όλη μου την καρδιά στον Ιεχωβά. Κάθε φορά που το έκανα αυτό, αισθανόμουν μια εσωτερική ηρεμία και ειρήνη διάνοιας, λαβαίνοντας έτσι από τον Θεό ‘βοήθεια στον κατάλληλο καιρό’.—Εβραίους 4:16, ΜΝΚ.
Ο Ιεχωβά φρόντιζε για την πνευματική μας υγεία. Μερικοί Μάρτυρες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ στάλθηκαν στο Βέβελσμπουργκ, φέρνοντας μαζί τους πνευματική τροφή υπό μορφή Γραφικών εντύπων. Κατά μικρές ομάδες πηγαίναμε στο θάλαμο και εκεί κάναμε όλοι μαζί στα κρυφά τη Μελέτη Σκοπιάς. Ακόμη και η υλική τροφή στο στρατόπεδο βελτιώθηκε ελαφρά.
Ευχαρίστησα τον Ιεχωβά για την καλοσύνη του όταν ένας άλλος Μάρτυρας φρόντισε να πάω να δουλέψω μαζί του στο σιδηρουργείο. Στα εργαστήρια, όπου κυρίως εργάζονταν οι Μάρτυρες, οι κρατούμενοι έπαιρναν καλύτερες μερίδες τροφής. Επιπρόσθετα, εκεί ήταν ζεστά και δεν ασκούνταν καταπιεστική επίβλεψη στους εργάτες. Αυτό με ωφέλησε τόσο πολύ σωματικά ώστε μέσα σε έξι μήνες ήμουν πάλι ακμαίος, ενώ νωρίτερα είχα μείνει σωστός σκελετός.
Μαθαίνω Νέα για τα Αδέλφια Μου
Τον καιρό που ήμουν στο Βέβελσμπουργκ έμαθα από την αδελφή μου Λίζμπεθ ότι ο αδελφός μας Ερνστ είχε διακρατήσει την ακεραιότητά του στον Ιεχωβά μέχρι θανάτου. Αποκεφαλίστηκε στο Βερολίνο στις 6 Ιουνίου 1941, έπειτα από τέσσερα χρόνια φυλάκισης. Άλλοι Μάρτυρες, όταν άκουσαν τα νέα, ήρθαν και με συγχάρηκαν. Η θετική τους στάση με συγκίνησε πολύ. Το να παραμείνουμε πιστοί σήμαινε για εμάς περισσότερα από το να επιζήσουμε.
Δυο χρόνια αργότερα, την 1η Φεβρουαρίου 1943, ο αδελφός μου Χανς τουφεκίστηκε στο Κφέιντναου, κοντά στο Κένινγκσμπεργκ. Ο Χανς ήταν 34 χρονών και έμεινε στη φυλακή πέντε χρόνια. Αργότερα, κάποιος αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσής του μού είπε ότι ο αξιωματικός ρώτησε τον Χανς αν είχε κάποια τελευταία επιθυμία. Ο Χανς ζήτησε την άδεια να κάνει προσευχή, και του την έδωσαν. Η προσευχή έκανε τέτοια εντύπωση στους στρατιώτες που, όταν τελικά ο αξιωματικός έδωσε εντολή να πυροβολήσουν, κανείς τους δεν υπάκουσε. Επανέλαβε τη διαταγή και τότε έπεσε ένας πυροβολισμός που χτύπησε τον Χανς στο σώμα. Τότε ο αξιωματικός έβγαλε το δικό του πιστόλι και του έδωσε ο ίδιος τη χαριστική βολή.
Και Άλλα Παραδείγματα Ακεραιότητας
Είκοσι εφτά από τους Μάρτυρες που μεταφέρθηκαν από το Μπούχενβαλντ στο Βέβελσμπουργκ επιλέχτηκαν για στρατιωτική υπηρεσία και στάλθηκαν να υπηρετήσουν σε διάφορες μονάδες. Ένας προς έναν αρνήθηκαν να καταταχτούν· μόνο ένας δέχτηκε άοπλη θητεία. Οι άλλοι 26 απειλήθηκαν με εκτέλεση, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αφού επέστρεψαν στο στρατόπεδο του Βέβελσμπουργκ, ο διοικητής τούς απείλησε: «Μέσα σε τέσσερις εβδομάδες θα έχετε πάει στα θυμαράκια».
Τότε αυτοί οι πιστοί αδελφοί αντιμετώπισαν ιδιαίτερα σκληρή μεταχείριση. Τα Ες-Ες επινόησαν κάθε τρόπο για να τους καταπιέζουν, να τους εξαντλούν και να τους βασανίζουν μέχρι θανάτου. Ωστόσο, και οι 26 επέζησαν! Αργότερα, κάποιοι που δεν ήταν Μάρτυρες είχαν την ίδια μεταχείριση, και ανάμεσά τους το ποσοστό θανάτων ήταν υψηλό και μάλιστα έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα.
Οι Αδελφές μου Διακρατούν Ακεραιότητα
Τον Απρίλιο του 1943 μεταφέρθηκα στο στρατόπεδο του Ράβενσμπρικ. Αυτό ήταν κυρίως για γυναίκες αλλά είχε μια μικρή πτέρυγα για άντρες. Με έβαλαν να δουλεύω στο συνεργείο αυτοκινήτων το οποίο βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το στρατόπεδο των γυναικών. Οι Χριστιανές αδελφές που περνούσαν από εκεί γρήγορα πρόσεξαν το μοβ τρίγωνό μου. Πόση ήταν η χαρά μας καθώς ανταλλάσσαμε κάποιο συγκαλυμμένο χαιρετισμό ή ένα θερμό χαμόγελο! Σε λίγο διαδόθηκε το νέο ότι ήμουν ο γιος της γιαγιάς Ρέιβαλντ. Ναι, η μητέρα μου ήταν μεταξύ αυτών που βρίσκονταν στο στρατόπεδο των γυναικών, μαζί με την αδελφή μου Χελένε και τη νύφη μου, τη σύζυγο του αδελφού μου Χανς που είχε πεθάνει!
Οι Χριστιανές αδελφές μας κατάφεραν να μου προμηθεύσουν εσώρουχα, και πότε-πότε μου έδιναν και ένα κομμάτι ψωμί. Μια φορά κανόνισαν έτσι τα πράγματα ώστε να μπορέσω να μιλήσω στα κρυφά με την αγαπημένη μου μητέρα. Αν είχαν ανακαλύψει τη συνάντησή μας, αυτό θα σήμαινε μεγάλα προβλήματα για εμάς. Τι χαρά νιώσαμε που ξανασμίγαμε! Μερικούς μήνες αργότερα, λίγο προτού απελευθερωθεί το στρατόπεδο, η μητέρα μου πέθανε. Είχε διακρατήσει ακεραιότητα μέχρι θανάτου.
Επιτέλους Ελεύθεροι!
Τον Απρίλιο του 1945, οι Ρώσοι και οι Αμερικανοί πλησίαζαν στο Ράβενσμπρικ. Μου έδωσαν ένα τρακτέρ και μια πλατφόρμα για να βοηθήσω στην εκκένωση του στρατοπέδου. Έπειτα από ένα περιπετειώδες ταξίδι, ο επικεφαλής αξιωματικός των Ες-Ες μάς είπε ότι οι Αμερικανοί βρίσκονταν κοντά και ότι ήμασταν όλοι ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι μας άρεσε.
Τελικά φτάσαμε στο Σβέριν, στην πολιτεία του Μεκλεμβούργου, όπου συναντήσαμε αρκετούς Μάρτυρες που είχαν περάσει από το στρατόπεδο Σαξενχάουζεν, μεταξύ αυτών και τον αδελφό μου Πολ. Αυτός είχε επιζήσει από τις πορείες θανάτου που είχαν ξεκινήσει από το στρατόπεδο Σαξενχάουζεν καθώς και από άλλες κακουχίες. Μερικές μέρες αργότερα μπήκαμε σε ένα τρένο με κατεύθυνση προς το Βερολίνο και εκεί βρήκαμε μια οικογένεια Μαρτύρων που φιλόξενα μας πήραν στο σπίτι τους.
Αυτή η οικογένεια έκανε πολλά για να βοηθήσει τους αδελφούς και τις αδελφές που απελευθερώθηκαν από τα στρατόπεδα και τις φυλακές. Το 1946, παντρεύτηκα την Έλι, κόρη αυτής της οικογένειας. Τελικά, έγιναν κάποιες διευθετήσεις για να βαφτιστώ, κάτι που δεν ήταν δυνατόν να γίνει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Πόσο συναρπαστικό ήταν να συναντώ στις συνελεύσεις τον ένα χρόνο μετά τον άλλον αδελφούς μαζί με τους οποίους είχα ζήσει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης! Μερικοί είχαν διακινδυνέψει τη ζωή τους για τους αδελφούς τους, και αυτοί μου ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί. Τα έξι μέλη της οικογένειάς μας τα οποία είχαν συλληφτεί—η μητέρα μου, η αδελφή μου Χελένε και εγώ, και επιπλέον οι αδελφοί μου Πολ, Χανς και Ερνστ—πέρασαν συνολικά 43 χρόνια υπό περιορισμό. Η αδελφή μου Λίζμπεθ διακράτησε επίσης την ακεραιότητά της στον Θεό μέχρι το θάνατό της το 1945.
Εξαρτημένοι από τη Δύναμη του Ιεχωβά
Αφού παντρευτήκαμε, η Έλι και εγώ είχαμε το προνόμιο να υπηρετήσουμε επί αρκετά χρόνια στο Μπέθελ του Μαγδεμβούργου και στο έργο σκαπανέα, ώσπου άρχισε η ανατροφή των δυο γιων μας. Είμαστε πολύ ευγνώμονες που ο ένας από αυτούς, ο Χανς-Γιόακιμ, υπηρετεί ως πρεσβύτερος και η σύζυγός του ως σκαπάνισσα. Δυστυχώς, ο άλλος μας γιος δεν παρέμεινε στη Χριστιανική πορεία στην οποία τον κατευθύναμε.
Έχουν περάσει 45 και πλέον χρόνια από τότε που έζησα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά ακόμη και τώρα, ο Θεός κάθε παρ’ αξία καλοσύνης δεν έχει ολοκληρώσει ο ίδιος την εκγύμνασή μου. (1 Πέτρου 5:10, ΜΝΚ) Συχνά ξαναθυμάμαι τα λόγια του αποστόλου Παύλου στο εδάφιο 1 Κορινθίους 10:12: «Ο νομίζων ότι ίσταται ας βλέπη μη πέση».
Σήμερα, σε ηλικία 81 χρονών, είμαι ευγνώμων που μπορώ ακόμη να συμμετέχω στο έργο της μαρτυρίας και να υπηρετώ ως πρεσβύτερος στην εκκλησία. Και είμαι ευγνώμων που μπόρεσα να βοηθήσω αρκετούς ανθρώπους να φτάσουν στο σημείο της αφιέρωσης και του βαφτίσματος. Και αυτό επίσης το θεωρώ έκφραση της παρ’ αξία καλοσύνης του Ιεχωβά.—Όπως το αφηγήθηκε ο Γιόζεφ Ρέιβαλντ.
[Εικόνα στη σελίδα 20]
Ο Γιόζεφ Ρέιβαλντ το 1945
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Η οικογένεια Ρέιβαλντ, γύρω στο 1914. Η μητέρα με τον μικρό Γιόζεφ στα γόνατά της
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Ο Γιόζεφ και η Έλι Ρέιβαλντ στη συνέλευση του Βερολίνου το 1991, με το γιο τους Χανς-Γιόακιμ και τη σύζυγό του Ούρσουλα