“Το Όνομα του Ιεχωβά είναι Πύργος Οχυρός”
Αφήγησις υπό Χάινριχ Ντίκμαν
Η ΓΚΕΣΤΑΠΟ με συνέλαβε το 1937 στο σπίτι μου στο Ντίνσλακεν της Γερμανίας. Μου ζητούσαν να προδώσω τους Χριστιανούς αδελφούς μου με το να δώσω πληροφορίες εναντίον τους. Αν «μιλούσα» τα πράγματα θα ήσαν ευκολώτερα για μένα· αν όχι, η Γκεστάπο είχε τους τρόπους της να με αναγκάση να μιλήσω, έτσι μου το έκανε γνωστό. Προτίμησα να μη μιλήσω οποιαδήποτε μεταχείρισι και αν επρόκειτο να μου κάμη η Γκεστάπο, γιατί εμπιστευόμουν στο όνομα του Ιεχωβά.
Ναι, από πείρα των σαράντα από τα εξήντα εννέα χρόνια της ζωής μου, έφθασα να γνωρίσω ότι «το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός.»—Παροιμ. 18:10.
Όταν ήμουν νέος δεν μπορούσα να βρω ούτε ασφάλεια ούτε ελπίδα στη Λουθηρανική Εκκλησία. Μολονότι υπήρχε ένας ύμνος στο Λουθηρανικό υμνολόγιο «Σ’ εσέ Θέλω Ψάλει, Ιεχωβά,» ωστόσο καμμιά εξοχότης δεν διδόταν σ’ αυτό το όνομα. Η σύζυγός μου και εγώ επρόκειτο ακόμη να γνωρίσωμε και να εκτιμήσωμε το όνομα του Ιεχωβά.
Το 1931 είχαμε μια μακρά συζήτησι πολλές ώρες με δύο μάρτυρες του Ιεχωβά. Με τη χρήσι που έκαναν της Γραφής, το όνομα του Ιεχωβά ήλθε στο προσκήνιο. Η συζήτησις είχε ως αποτέλεσμα να ενδιαφερθούμε σοβαρά για τη Γραφή. Την μελετούσαμε ως αργά τη νύκτα. Έγινε σαφές σ’ εμάς ότι αυτό που εδίδασκαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν πραγματικά η αλήθεια του Θεού. Σύντομα αρχίσαμε να παρακολουθούμε τις συναθροίσεις των Μαρτύρων. Στο Ντίνσλακεν, τη γενέτειρά μας, οι συναθροίσεις γίνονταν σε μια ιδιωτική κατοικία. Ύστερ’ από μερικές εβδομάδες αυξημένης Γραφικής γνώσεως, εγκαταλείψαμε την εκκλησία και ύστερ’ από μερικούς μήνες συμβολίσαμε την αφιέρωσί μας στον Ιεχωβά με το βάπτισμα.
Όλοι μέσα στην οικογένειά μας δεν ήσαν ευτυχείς που εμείς εγκαταλείψαμε την εκκλησία. Ο πατέρας μου, ο οποίος ούτε δάκρυσε όταν τον εκάλεσαν για στρατιωτική υπηρεσία στην διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, τώρα θρηνούσε. Αλλ’ εμείς συνεχίζαμε να συζητούμε τη Γραφή, και δύο από τους αδελφούς μου, ο Φρίτς και ο Άουγκουστ, δέχθηκαν την αλήθεια της Γραφής. Στον τόπο της εργασίας μου, στα Χαλυβουργεία Άουγκουστ-Τύσεν στο Ντίνσλακεν, μπορούσα να δίνω τακτικά το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!) σε μερικούς από τους συναδέλφους μου. Αυτό συνεχίσθηκε ως το 1933, όταν έγινε ο Χίτλερ δικτάτωρ. Πόσο κατάλληλο το εδάφιο Παροιμίαι 18:10 ήταν ως εδάφιο του έτους μας για το 1933: «Το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός· ο δίκαιος, καταφεύγων εν αυτώ είναι εν ασφαλεία»!
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΝΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΩΜΕΘΑ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ
Επανειλημμένως στη διάρκεια της χαραυγής της περιόδου του Ναζισμού έμαθα σε δύσκολες περιστάσεις ότι «το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός.» Παρά τη Ναζιστική εναντίωσι, μπορούσαμε να διαθέτωμε ευρέως το Γραφικό βιβλιάριο με τον τίτλο «Κρίσις.» Κατόπιν τον Ιούνιο του 1933 η κυβέρνησις του Χίτλερ απηγόρευσε κάθε δραστηριότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά, όπως τις συναθροίσεις και τη διανομή εντύπων.
Η 12 Νοεμβρίου 1933 ήταν η πρώτη ημέρα εκλογών του «Τρίτου Ράιχ.» Όλα τα πολιτικά κόμματα είχαν ενοποιηθή, και ο Γερμανικός λαός πήγε στις κάλπες, με μόνη εξαίρεσι τους μάρτυρας του Ιεχωβά. Για να βοηθηθούν να παραμείνουν ουδέτεροι σχετικά με την πολιτική του κόσμου και να παραμείνουν πιστοί στη βασιλεία του Θεού, υπήρχε το Γραφικό εδάφιο της ημέρας εκείνης, το οποίο ήταν από τις Παροιμίες 18:10: «Το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός.» Μολονότι τα Ες Ες (Η Εκλεκτή Φρουρά) ήλθαν στο σπίτι μου και μου είπαν να ψηφίσω, εγώ εμπιστεύθηκα στο όνομα του Ιεχωβά και δεν υπέκυψα στις συστάσεις των Ες Ες.
Πέρασε καιρός και η εναντίωσις αύξησε. Μια άλλη μέρα εκλογής ήλθε στις 19 Αυγούστου 1934. Με επεσκέφθησαν και πάλι τα Ες Ες και μου είπαν να ψηφίσω. Τρεις φορές μ’ επεσκέφθησαν και κάθε φορά μπόρεσα να τους δώσω μαρτυρία για τη βασιλεία του Θεού. Τελικά, στις 7 Οκτωβρίου, οι Μάρτυρες έστειλαν μια επιστολή στην κυβέρνησι που περιελάμβανε μια απόφασι. Ταυτοχρόνως οι Χριστιανοί αδελφοί μας από άλλες χώρες έστειλαν 20.000 τηλεγραφήματα για να διαμαρτυρηθούν για την απαγόρευσι των μαρτύρων του Ιεχωβά από τον Χίτλερ.
Στον τόπο της εργασίας μου η κατάστασις έγινε ακόμη εντατική. Ανάμεσα σε 2.000 εργάτες ήμουν ο μόνος που δεν ανήκε στο πολιτικό κόμμα ή στο μέτωπο των Γερμανών εργατών, για να μη αναφέρω και την άρνησι ν’ ανταποδώσω τον «Γερμανικό χαιρετισμό» (χαιρετισμό του Χίτλερ).
Τον Απρίλιο του 1935 έλαβα ένα γράμμα από το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Γερμανών Εργατών και το Μέτωπο των Γερμανών Εργατών, που με ρωτούσε να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους δεν έδινα τον «Γερμανικό χαιρετισμό,» τον λόγο που δεν ψήφιζα και την άρνησί μου να συνταυτισθώ με το μέτωπο των Γερμανών Εργατών. Απήντησα σ’ αυτό το γράμμα, και ανέφερα ωρισμένες αρχές της Γραφής εξηγώντας ότι δεν ήμουν εχθρός του κράτους αλλά μάλλον ένας Χριστιανός. Στις 30 Απριλίου με συνέλαβαν.
Η Γκεστάπο με ανέκρινε πολλές φορές. Κατόπιν με ωδήγησαν στο δικαστήριο. Ένας εισαγγελεύς μου είπε ότι και αυτός ήταν Χριστιανός. Σ’ αυτό απήντησα ότι ένας ακόλουθος του Χριστού δεν θ’ αναζητούσε να φυλακίση τους ομοίους του Χριστιανούς. Ύστερ’ από δέκα μέρες με άφησαν ξαφνικά ελεύθερο.
Όταν ξαναπήγα στην εργασία μου στα Χαλυβουργεία ο διευθυντής μου είπε: «Ντίκμαν, ήδη μου λέγουν ότι σαμποτάρω την πρόοδο της πατρίδος διότι δεν σε έχω απολύσει. Σήκωνε το χέρι σου στον ‘Γερμανικό χαιρετισμό.’ Εγώ θα πληρώσω τη συνδρομή σου στο Μέτωπο των Γερμανών Εργατών. Διακινδυνεύεις τα μέσα της ζωής σου!» Του έδωσα μια καλή μαρτυρία και του εξήγησα ότι δεν ήταν απλώς ζήτημα συντηρήσεως αλλά μάλλον ζήτημα του να ζη κανείς σύμφωνα με τις αρχές της Γραφής. Έτσι ήλθε εντολή από το Μέτωπο των Γερμανών Εργατών και με απέλυσαν.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΕΝΑΝΤΙΩΣΙ
Εξακολουθούσα το από σπίτι σε σπίτι έργο κηρύγματος με τη Γραφή ώς τις 7 Ιουλίου 1935 όταν με συνέλαβαν και πάλι. Ύστερ’ από ένα μήνα με μετέφεραν από τη φυλακή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως στο Έστερβεγκεν στα βαλτώδη μέρη του Έμσλαντ. Τέσσερις Μάρτυρες από τη δική μου εκκλησία με ακολούθησαν σύντομα. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο αδελφός μου Φρίτς, ο οποίος αργότερα πέθανε από τα τραύματα που είχε πάρει στο στρατόπεδο. Διεκράτησε όμως την ακεραιότητά του στον Ιεχωβά ώς το θάνατο.
Όταν έφερναν κάποιον σ’ αυτό το περίφημο στρατόπεδο, οι διατυπώσεις της ανακρίσεως κρατούσαν από το πρωί ως αργά το απόγευμα. Ό,τι ήταν δυνατόν με την έννοια της κακομεταχειρίσεως το είχαν δοκιμάσει εδώ. Το ωνόμαζαν «σπόρ.»
Για τη δίκη μου της 1ης Οκτωβρίου με μετέφεραν από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη δικαστική φυλακή στο Ντούισμπουργκ. Εδώ μπόρεσα να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια του Θεού επί μια περίπου ώρα. Μια εφημερίδα έγραψε γι’ αυτό: «Προσπαθούσε να προσηλυτίση ακόμη και τον δικαστή.»
Ξαφνικά την 1η Ιανουαρίου 1936 με απέλυσαν χωρίς γνωστή αιτία. Επειδή δεν είχα μέσα συντηρήσεως έπαιρνα επίδομα ανεργείας για μένα, τη σύζυγό μου και την οκταετή θυγατέρα μας. Κατόπιν ήλθε μια άλλη ημέρα εκλογής, στις 29 Μαρτίου 1936. Οι εκφωνηταί του Ναζιστικού Κόμματος διεκήρυτταν ότι οι Μάρτυρες θεραπεύθηκαν και θα πήγαιναν στις κάλπες. Τι μεγάλη απογοήτευσι που ένοιωσαν! Όλοι εμείς που ήμασταν πριν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Εστερβέγκεν συγκεντρωθήκαμε μαζί με τις οικογένειές μας νωρίς το πρωί στο δάσος. Ήταν μια έξοχη συνέλευσις μιας ημέρας και αυτό μας ενίσχυσε πνευματικώς για να υπομείνωμε.
Συνεχίσαμε να κηρύττωμε τις αλήθειες του Θεού με μέσα όχι φανερά, και τον Δεκέμβριο του 1936 διανείμαμε μια σπουδαία απόφασι. Είχα το προνόμιο να ζητήσω από Χριστιανούς αδελφούς μου άλλων εκκλησιών αν επιθυμούσαν να έχουν μέρος στο έργο. Κατόπιν διενεμήθησαν οι τομείς.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΓΚΕΣΤΑΠΟ ΝΑ ΜΕ ΑΝΑΓΚΑΣΗ ΝΑ «ΜΙΛΗΣΩ»
Στις 20 Ιουνίου 1937 ήταν η ημέρα για τη διανομή μιας «ανοιχτής επιστολής» που περιείχε μια ντοκουμενταρισμένη έκθεσι σχετικά με τον διωγμό των μαρτύρων του Ιεχωβά. Κανένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά οι οποίοι ήσαν ακόμη ελεύθεροι δεν εγνώριζε ποιος άλλος συμμετείχε σ’ αυτή την εκστρατεία. Αυτό γινόταν για ν’ αποφευχθή να βρεθή κανείς στον κίνδυνο ν’ αποκαλύψη άθελά του τα ονόματα άλλων. Το μεσημέρι είχε αρχίσει η διανομή. Δύο Μάρτυρες οι οποίοι είχαν λάβει τομέα από μένα συνελήφθησαν. Κάτω από την πίεσι της ανακρίσεως απεκάλυψαν το όνομά μου και της συζύγου μου. Έτσι στις 30 Ιουνίου με συνέλαβαν για τρίτη φορά.
Η Γκεστάπο με συνέλαβε στο σπίτι μου και με ωδήγησε στο αστυνομικό τμήμα στο Ντούισμπουργκ. Το επόμενο πρωί άρχισε η ανάκρισίς μου· η Γκεστάπο ήθελε να γνωρίζη στοιχεία για άλλους Μάρτυρας που είχαν λάβει μέρος στο έργο διανομής. Επειδή αρνιόμουν να μιλήσω, με έδειραν. Κατόπιν με έβαλαν σε απομόνωσι με τα χέρια δεμένα πίσω στην πλάτη. Κάθε μέρα πολλές φορές οι αξιωματούχοι της Γκεστάπο ερχόταν να με ρωτήσουν αν πρόκειται να μιλήσω. Ύστερ’ από οκτώ μέρες με έβαλαν σ’ ένα ειδικό κελλί για ανάκρισι.
Πρώτα οι αξιωματούχοι της Γκεστάπο έβγαλαν τα σακκάκια των και τα ρολόγια των. Κατόπιν άρχισε η «ανάκρισις.» Απαντώντας στα ερωτήματά τους έλεγα ότι εν ονόματι του Ιεχωβά Θεού και του Ιησού Χριστού αρνιόμουν να κάμω οποιαδήποτε δήλωσι. Κατόπιν με πετούσαν από την μια γωνιά στην άλλη. Μου έβαλαν μια μάλλινη κουβέρτα επάνω στο κεφάλι και μου έβγαλαν τα παπούτσια και τις κάλτσες. Κατόπιν με μαστίγωναν με δερμάτινη λωρίδα κάτω από το πέλμα των ποδιών. (Ύστερ’ από δεκατέσσερις μέρες είχα ακόμη θρόμβους αίματος κάτω από τα νύχια των ποδιών μου.) Αλλά δεν άφησα να μου διαφύγη καμμιά κραυγή πόνου. Πραγματικά το όνομα του Ιεχωβά είναι πύργος οχυρός.
Όταν η Γκεστάπο διεπίστωσε ότι αυτή η μέθοδος δεν έφερνε τα επιθυμητά αποτελέσματα, με μεταχειρίσθηκε ακόμη σκληρότερα. Από τις ερωτήσεις και τα σχόλια της Γκεστάπο κατάλαβα ότι δεν γνώριζαν ποιοι είχαν λάβει μέρος στη διανομή της αποφάσεως. Απειλούσαν να συλλάβουν τη γυναίκα μου αν δεν απεκάλυπτα ονόματα.
Κάθε μέρα υπήρχε ανάκρισις, που την συνώδευαν κτυπήματα. Μια μέρα είχα μια «τυχαία συνάντησι» με τα δύο άτομα που απεκάλυψαν το όνομά μου. Αυτοί με υπεράσπιζαν και προσπαθούσαν να με πείσουν να παραδεχθώ ότι είχαν παραλάβει από μένα τις «ανοιχτές επιστολές» καθώς επίσης και τους τομείς όπου διενεμήθηκαν. Στο μέσον της νύχτας οι αξιωματούχοι της Γκεστάπο έρχονταν να διαπιστώσουν αν οι χειροπέδες μου ήσαν αρκετά σφιχτές. Αφού παρέμεινα σ’ εκείνες τις σκουριασμένες χειροπέδες δέκα μέρες, οι καρποί των χεριών είχαν κάμει πληγές. Την 11η ημέρα, παρά την παράκλησί μου, δεν τις έβγαλαν ούτε μια φορά στο 24ωρο, ούτε ακόμη όταν πήγαινα στο αποχωρητήριο.
Όταν τελικά έβγαλαν τις χειροπέδες την ώρα του προγεύματος, τα χέρια μου φαίνονταν παράλυτα. Μου έδωσαν ένα σημειωματάριο κα ένα μολύβι για να γράψω εκείνα που αρνιόμουν να πω. Το σημειωματάριο παρέμεινε λευκό. Μου ξαναέβαλαν τις χειροπέδες.
Το μεσημέρι όταν πηγαίναμε για το φαγητό, πολλοί αξιωματικοί ήσαν εκεί γύρω στο διάδρομο για να παρακολουθήσουν ένα δράμα που είχαν σκηνοθετήσει, διότι καθώς πήγαινα από τον ανελκυστήρα στο κελλί μου είδα τη σύζυγό μου ν’ ανεβαίνη τις σκάλες. Εκείνη δεν με είδε και έτσι πήγε ήσυχα στο δρόμο της. Οι αξιωματούχοι ήσαν απογοητευμένοι όταν εγώ δέχθηκα να ιδώ τη γυναίκα μου χωρίς να της μιλήσω. Τώρα ήξερα ότι την είχαν συλλάβει και αυτήν.
ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΣ
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου πολλοί άλλοι Μάρτυρες και εγώ κλητευθήκαμε σ’ ένα ειδικό δικαστήριο στο Ντύσελντορφ, όπου με κατεδίκασαν σ’ ένα έως ενάμισυ έτος φυλάκισι. Η σύζυγός μου παρέμεινε υπό κράτησιν και τελικά την ωδήγησαν στο Ράβενσμπρουκ και το Σάχσενχαουζεν, όπου παρέμεινε ως το 1945.
Τον Μάρτιο του 1939 με ωδήγησαν στο Σάχσενχαουζεν, όπου με θεωρούσαν ως «αδιόρθωτο» και μου επέβαλαν τους συνήθεις βασανισμούς. Ο αδελφός μου Άουγκουστ, που είχε συλληφθή τον Οκτώβριο του 1936, ήταν στο Σάχσενχαουζεν από τον Οκτώβριο του 1937. Τώρα είχαμε την ευκαιρία να ενισχύωμε ο ένας τον άλλο με συναναστροφή μαζί με τους Χριστιανούς αδελφούς μας. Για ένα διάστημα είχαν αρνηθή σε όλους τους Μάρτυρας την άδεια να δέχωνται ή να στέλνουν ταχυδρομείο, έτσι ώστε οι συγγενείς των εγνώριζαν πολύ λίγα, αν γνώριζαν κάτι, σχετικά μ’ αυτούς. Όταν καταργήθηκε αυτή η απαγόρευσις μας επέτρεπαν να γράφωμε πέντε γραμμές το μήνα.
Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο αδελφός μου Άουγκουστ εκλήθη στο «πολιτικό τμήμα.» Ήταν αποφασισμένος να παραμείνη πιστός στον Ιεχωβά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δυο άλλοι Μάρτυρες, οι οποίοι είχαν κληθή επίσης, μου αφηγήθηκαν εκείνο το βράδυ ότι έδειραν τον αδελφό μου και τον ελάκτιζαν, επειδή αρνήθηκε στρατιωτική υπηρεσία.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1939 σταματήσαμε νωρίς την εργασία. Ο γεροντότερος του στρατοπέδου—ένας πολιτικός κρατούμενος—μου είπε ότι εκείνη την ημέρα επρόκειτο να τουφεκισθή ο αδελφός μου.
Όλοι εμείς οι φυλακισμένοι έπρεπε να σταθούμε σε στάσι προσοχής. Ήμασταν κάπου 350 έως 400 Μάρτυρες. Καθώς μας έφεραν έξω στον κύριο περίβολο, απέναντι στην κυρία είσοδο, είδαμε ένα ύψωμα από χώμα για να πέφτουν εκεί οι σφαίρες και μερικές στήλες άμμου μπροστά απ’ αυτόν. Μπροστά απ’ αυτόν υπήρχε ένα μαύρο κιβώτιο. Οι Ες Ες με τα κράνη βαστούσαν αυτόματα όπλα. Κατόπιν ωδήγησαν τον αδελφό μου με χειροπέδες στα χέρια και τον έθεσαν μπροστά στο λόφο από χώμα.
Τώρα ο διοικητής του στρατοπέδου μίλησε από το μεγάφωνο: «Ο κρατούμενος Άουγκουστ Ντίκμαν, από το Ντίνσλακεν, γεννημένος στις 7 Ιανουαρίου 1910, αρνείται στρατιωτική υπηρεσία διότι είναι πολίτης της βασιλείας του Θεού. Λέγει: Όποιος χύση αίμα ανθρώπου από άνθρωπο θα χυθή και το δικό του αίμα. Έτσι αποχωρίσθηκε μόνος του από την κοινότητα και πρόκειται να τουφεκισθή σύμφωνα με την διαταγή του Αρχηγού των Ες Ες Χίμλερ.»
Στράφηκε προς τον αδελφό μου και φώναξε: «Κάμε στροφή, εσύ γουρούνι. Κατόπιν έδωσε την εντολή για πυρ. Ο αδελφός μου, με το πρόσωπό του προς το χωματόλοφο, χτυπήθηκε από τρεις αξιωματικούς των Ες Ες. Όταν σωριάσθηκε κάτω, ο αρχηγός του στρατοπέδου, που ήταν ένας ανώτερος αξιωματικός των Ες Ες, πήγε κοντά του και του έρριξε μια σφαίρα στο κεφάλι του. Τώρα του αφήρεσαν τις χειροπέδες και τέσσερις από τους Χριστιανούς αδελφούς του τον έβαλαν μέσα στο μαύρο κιβώτιο.
Ύστερ’ από δυο μέρες με κάλεσαν στο «πολιτικό τμήμα.» Εκείνη την ψυχρή και βροχερή ημέρα παρέμεινα ώρες πολλές έξω. Ο διοικητής του στρατοπέδου και ο αρχηγός με έβλεπαν από το παράθυρό τους. Κατόπιν ήλθε η ανάκρισις. Ο αρχηγός της Γκεστάπο έκαμε πολλές ερωτήσεις, και ξαφνικά ρώτησε: «Είδες πώς τουφεκίσθηκε ο αδελφός σου; Τι μάθημα διδάχθηκες απ’ αυτό;»
Η απάντησίς μου ήταν: «Είμαι ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά και θα παραμείνω τέτοιος.»
«Τότε θα είσαι ο επόμενος για τουφεκισμό,» με απείλησε.
Σε λίγο έγινε γνωστό σ’ όλο το στρατόπεδο ότι μια τρομερή αρρώστια έπληξε τον διοικητή του στρατοπέδου. Πέθανε τον Φεβρουάριο του 1940. Τα Ες Ες είπαν: «Οι σπουδασταί της Γραφής [οι Μάρτυρες του Ιεχωβά] προσευχήθηκαν για τον θάνατό του.»
Χειρότερη μεταχείρισις μας περίμενε ύστερ’ από τον τουφεκισμό του αδελφού μου. Παραδείγματος χάριν, μας έδιναν λιγώτερη τροφή, και στη διάρκεια του χειμώνα δεν μας επέτρεπαν ζεστά ρούχα. Κατόπιν ήλθε μια αλλαγή.
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΤΡΟΦΗ
Τον Φεβρουάριο του 1940, ένας όμιλος από εμάς τους Μάρτυρας μετεφέρθη στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Βέβελσμπουργκ. Εκεί έφθασα τελείως εξηντλημένος. Το όνομά μου ήταν καλά γνωστό λόγω της εκτελέσεως του αδελφού μου. Ύστερ’ από λίγον καιρό αυτό το στρατόπεδο διελύθη και με έστειλαν τον Απρίλιο του 1943 στο Μπούχενβαλντ. Ύστερ’ από τρεις μήνες με μετέφεραν στο Ράβενσμπρουκ. Εδώ με διώρισαν να εργασθώ μ’ ένα όμιλο αναγκαστικής εργασίας έξω από το στρατόπεδο. Μέσα στο δάσος επρόκειτο να χτίσωμε μια βίλλα για ένα στρατηγό του σώματος αρμάτων μάχης.
Σ’ αυτόν τον όμιλο αναγκαστικής εργασίας ήταν δυνατόν να έχωμε επαφή με τους Χριστιανούς αδελφούς μας που εργάζονταν σ’ ένα αγρόκτημα που ανήκε στον Δρα Φέλιξ Κέρστεν, προσωπικό γιατρό του Χίμλερ, αρχηγού των Ες Ες. Ο Δρ Κέρστεν μεσολάβησε στον Χίμλερ και μπόρεσε να πάρη πολλούς Μάρτυρας, άνδρες και γυναίκες, από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως για να εργασθούν στο αγρόκτημά του στο Χάρτσβαλντε.
Αργότερα, με την άδεια του Χίμλερ, ο Δρ Κέρστεν πήρε μια Μάρτυρα μαζί του όταν πήγε στη Σουηδία. Εκεί αυτή εργάσθηκε ως υπηρέτρια στην οικογένειά του. Εφόσον ο Δρ Κέρστεν πηγαινοερχόταν με το αεροπλάνο πολύ συχνά, αυτή η Μάρτυς φρόντιζε ώστε να υπάρχη πάντοτε ένα αντίτυπο της Σκοπιάς στον χαρτοφύλακα του γιατρού, τον οποίο παρελάμβανε ένας Μάρτυς στο Χάρτζβαλντε. Παρεδίδετο τότε το τεύχος στους Μάρτυρας οι οποίοι εργάζονταν στο αγρόκτημα· απ’ εκεί η Σκοπιά τελικά έφθανε και στον δικό μας όμιλο εργασίας. Παρά τα συρματοπλέγματα που υπήρχαν και την αυστηρή φρουρά, ο Ιεχωβά προμήθευσε την αναγκαία πνευματική τροφή.
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΩΚΤΑΣ
Καθώς τα συμμαχικά στρατεύματα πλησίαζαν το 1945, υποθέσαμε ότι θα μας μετέφεραν σ’ ένα άλλο στρατόπεδο. Την 1 Μαΐου περίπου βρισκόμασταν καθ’ οδόν. Από το ένα πλευρό μας ήσαν τα Αμερικανικά στρατεύματα, από το άλλο οι Ρώσοι. Λόγω της επικίνδυνης θέσεως στην οποία βρέθηκαν οι φρουροί των Ες Ες, μας άφησαν ελεύθερους. Οι Ρώσοι μας κράτησαν για λίγες μέρες, αλλά κατόπιν μας απέλυσαν.
Έφθασα στο σπίτι των γονέων μου στο Ντίνσλακεν στα μέσα του Μαΐου, συνοδευόμενος από δύο άλλους Μάρτυρας από το ίδιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Ύστερ’ από δύο εβδομάδες η κόρη μας, την οποία είχαν απομακρύνει από μας, επέστρεψε επίσης στο σπίτι. Τώρα ήταν περίπου ηλικίας δεκαοκτώ ετών και είχε παραμείνει οκτώ χρόνια χωρίς τους γονείς της. Τώρα κάθε μέρα από νωρίς το πρωί ως αργά τη νύχτα ήμασταν μαζί. Επισκεφθήκαμε συγγενείς και φίλους να τους πούμε για τη θαυμαστή απελευθέρωσι που προμήθευσε ο Ιεχωβά. Η σύζυγός μου επέστρεψες στο σπίτι από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως τον Αύγουστο.
Μαζί με οκτώ Μάρτυρες αρχίσαμε ν’ αναδιοργανώνωμε τη Χριστιανική εκκλησία στο Ντίνσλακεν. Σε βραχύ χρονικό διάστημα ήταν τόσο μεγάλη ώστε παρέστη ανάγκη να νοικιάσωμε ένα δωμάτιο στο σχολείο.
ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Το 1945 διωρίσθηκα προεδρεύων διάκονος της εκκλησίας μας. Παρά τις δελεαστικές προσφορές, δεν ανέλαβα κοσμική εργασία. Για τη σύζυγό μου και για μένα ένα μόνο ενδιαφέρον υπήρχε τώρα: Το κήρυγμα του ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού! Ακολούθησαν ειδικά προνόμια. Παραδείγματος χάριν, είχα το προνόμιο να βοηθήσω στην ετοιμασία του γραφείου του Βισμπάτεν της Εταιρίας Σκοπιά στη Ρόντερ Στράσσε. Κατόπιν το 1946 διωρίσθηκα ειδικός ολοχρόνιος διάκονος.
Ακολούθησαν και άλλα ειδικά προνόμια: Πρόσκλησις στο Μάγδεμπουργκ για πρόσθετη εκπαίδευσι στη διακονία. Και τον Μάρτιο του 1947 άρχισα να επισκέπτωμαι εκκλησίες ως υπηρέτης περιοχής, για την ενθάρρυνσι και εποικοδόμησι των εκκλησιών. Χάρις στην παρ’ αξίαν αγαθότητα του Ιεχωβά, μπορώ ν’ απολαμβάνω αυτό το θαυμαστό προνόμιο ως αυτή την ημέρα.
Η χαρά μας αυξάνει κάθε χρόνο καθώς συνεχίζομε να μαθαίνωμε και να δοκιμάζωμε την πείρα νέων πραγμάτων που βαθύνουν τη σχέσι μας με τον Ιεχωβά, τον ισχυρό πύργο μας. Όλα τα προβλήματα, οικονομικά και σωματικά, έχουν λυθή με τη χάρι του Ιεχωβά. Έχω βεβαιωθή ότι σε όλες τις καταστάσεις το να εμπιστεύεται κανείς στο όνομα του Ιεχωβά παρέχει πραγματική ασφάλεια.