Αν και Απομονωμένη, Έζησα Αξιόλογη Ζωή
ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ τον Ιανουάριο του 1927 στη Μάλαγα της Ισπανίας και ήμουν το έκτο παιδί μιας φτωχής Καθολικής οικογένειας με εφτά παιδιά. Μεταξύ του 1936 και του 1939, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ερήμωνε τη χώρα μας, και εμείς προσπαθούσαμε να γλιτώσουμε από τις βόμβες και τρεφόμασταν με δελτίο. Παρ’ όλα αυτά, εγώ ήμουν ένα χαρούμενο παιδί που του άρεσε να τραγουδάει και να βρίσκεται ανάμεσα σε ανθρώπους.
Ένα πράγμα όμως με φόβιζε—η προοπτική τού να καίγομαι στην κόλαση. Για να αποδιώξω αυτόν το φόβο μπήκα σε μοναστήρι στην ηλικία των 12 ετών. Εκεί, επί τρία χρόνια σχεδόν, καθάριζα τη μαρμάρινη σκάλα, προσευχόμουν, και πάλι καθάριζα, αλλά εξακολουθούσα να νιώθω ότι κάτι έλειπε. Το 1941 μπόρεσα να φύγω, πράγμα που με χαροποίησε.
Έπειτα από μερικά χρόνια απέκτησα μια φίλη, τραγουδίστρια, η οποία πίστευε ότι η φωνή μου θα μπορούσε να μου αποφέρει χρήματα, και αυτή με παρότρυνε να κάνω μαθήματα φωνητικής και πιάνου. Όταν τέλειωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το 1945, πήγα στο Μαρόκο, όπου άρχισα να δίνω παραστάσεις σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης της Καζαμπλάνκας και της Ταγγέρης. Η ζωή αυτή ήταν συναρπαστική για μια έφηβη. Αλλά έπειτα από κάθε παράσταση, πήγαινα στην εκκλησία και ικέτευα την Παρθένα Μαρία να με συγχωρήσει, με την ελπίδα ότι θα γλίτωνα από την πύρινη κόλαση.
Εργάστηκα στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης εννιά χρόνια και κατόπιν γνώρισα έναν Αμερικανό, τον Τζακ Αμπέρναθι. Εκείνη την εποχή εργαζόταν στο Μαρόκο για μια αμερικανική οικοδομική εταιρία. Παντρευτήκαμε τον ίδιο χρόνο και εγώ σταμάτησα να δίνω παραστάσεις. Λίγο αργότερα μετακομίσαμε στη Σεβίλη της Ισπανίας όπου ζήσαμε μέχρι το 1960. Έπειτα μετακομίσαμε στο Λόντι, στην Καλιφόρνια των Η.Π.Α.—μετακόμιση που οδήγησε σε άλλη μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή μου.
Μαθαίνω για τον Ιεχωβά
Το 1961 δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά μάς επισκέφτηκαν στο σπίτι και άφησαν τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Αργότερα προσφέρθηκαν να μελετήσουν την Αγία Γραφή μαζί μου και εγώ δέχτηκα την προσφορά. Έτσι, έμαθα για τον αληθινό Θεό, τον Ιεχωβά, που είναι ο στοργικός ουράνιος Πατέρας μας. (Έξοδος 6:3) Πόσο ανακουφίστηκα επίσης όταν έμαθα πως δεν υπάρχει πύρινη κόλαση αλλά πως, αντίθετα, έχουμε την προοπτική να ζούμε για πάντα σε έναν παράδεισο στη γη!—Ψαλμός 37:9-11, 29· Αποκάλυψις 21:3, 4.
Η αδελφή μου, η Πακίτα, που έμενε κοντά μας, άρχισε και εκείνη να μελετάει. Προηγουμένως, κάπνιζα και μου άρεσε να συμμετέχω σε πάρτι. Και τι οξύθυμη που ήμουν! Αλλά έκανα αλλαγές, και στις 17 Οκτωβρίου 1962 η Πακίτα και εγώ βαφτιστήκαμε στο Σακραμέντο της Καλιφόρνιας, συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωσή μας για να υπηρετούμε τον Ιεχωβά.
Στην Ταϋλάνδη Μέσω της Ισπανίας
Λίγο αργότερα, η οικοδομική εταιρία στην οποία εργαζόταν ο σύζυγός μου τον μετέθεσε στην Ταϋλάνδη, και εγώ τον ακολούθησα. Καθ’ οδόν, επισκέφτηκα την Ισπανία και μπόρεσα να μοιραστώ τις πεποιθήσεις μου με άλλα μέλη της οικογένειάς μου. Η κουνιάδα μου, η Πούρα, ανταποκρίθηκε και έγινε Μάρτυρας.
Εκείνες τις μέρες το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά ήταν απαγορευμένο στην Ισπανία. Ωστόσο, παρακολουθήσαμε μια μυστική συνάθροιση σε ένα μικρό δωμάτιο, όπου υπήρχε ένα τραπέζι και καθόλου καρέκλες. Και οι 20 στεκόμασταν όρθιοι. Τι διαφορά από τις συναθροίσεις μας στην Καλιφόρνια! Βλέποντας ανθρώπους από τον ίδιο το λαό μου να ριψοκινδυνεύουν την ελευθερία τους για να συναθροιστούν, πείστηκα για τη σπουδαιότητα των Χριστιανικών συναθροίσεων, ένα επίκαιρο μάθημα λίγο πριν φτάσω στην Μπανγκόκ της Ταϋλάνδης.
«Αν σε πιάσω ποτέ να κηρύττεις, θα σε παρατήσω», μου είπε ο Τζακ τη μέρα που φτάσαμε στην Μπανγκόκ. Την επόμενη μέρα έφυγε για να διευθύνει ένα οικοδομικό έργο σε μια επαρχιακή περιοχή, και έτσι έμεινα ολομόναχη στην πολύβουη Μπανγκόκ με μια οικιακή βοηθό με την οποία δεν μπορούσα να επικοινωνήσω. Παρέμενα απασχολημένη μελετώντας τα Γραφικά έντυπά μου ξανά και ξανά.
Μια μέρα, το Σεπτέμβριο του 1963, όταν γύρισα στο σπίτι, πρόσεξα ένα άγνωστο ζευγάρι παπούτσια στο κατώφλι μου. Με περίμενε μια κυρία με κατσαρά ξανθά μαλλιά. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;» ρώτησα.
«Εκπροσωπώ την Εταιρία Σκοπιά», είπε.
Αναπήδησα από ενθουσιασμό, την αγκάλιαζα και τη φιλούσα. Η Εύα Χίμπερτ ήταν ιεραπόστολος από τον Καναδά. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα, η Εύα ερχόταν τακτικά, παίρνοντας δυο και τρεις συγκοινωνίες για να με βρει. Φοβόμουν να ανεβώ στο λεωφορείο, όπου οι άνθρωποι στοιβάζονταν σαν σαρδέλες σε κονσερβοκούτι, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να μετακινηθώ. Η Εύα είπε: «Δεν θα υπηρετήσεις ποτέ τον Ιεχωβά αν δεν χρησιμοποιήσεις αυτά τα λεωφορεία». Κάναμε λοιπόν μια δοκιμή για να δω πώς να παίρνω το λεωφορείο για να πηγαίνω στις συναθροίσεις.
Ήμουν διστακτική για το κήρυγμα επειδή δεν ήξερα τη γλώσσα. Κρεμόμουν από το χέρι της Εύας, από το καλάθι της και από το φόρεμά της. «Δεν μπορείς να υπηρετήσεις έτσι τον Ιεχωβά», είπε εκείνη.
«Μα δεν ξέρω τη γλώσσα», κλαψούρισα.
Η Εύα μού έδωσε δέκα περιοδικά και έφυγε, αφήνοντάς με στη μέση της αγοράς. Δειλά, πλησίασα μια Κινέζα, της έδειξα τα περιοδικά και τα δέχτηκε!
«Εύα, έδωσα και τα δέκα περιοδικά», της είπα αργότερα λάμποντας από χαρά. Αυτή απάντησε: «Στον Ιεχωβά αρέσουν οι άνθρωποι σαν εσένα. Μόνο να συνεχίσεις». Πράγματι, έμαθα να ανταλλάσσω χαιρετισμούς στην τάι και, σύμφωνα με το τοπικό έθιμο, να κάθομαι στο πάτωμα. Έμαθα επίσης να κινούμαι εδώ και εκεί. Και η αντίδραση του συζύγου μου; Μια μέρα που ο Τζακ, ο οποίος αντιμετώπιζε πιο διαλλακτικά τις πεποιθήσεις μου, είχε επισκέπτες, τους είπε: «Θα σας ξεναγήσει η Πεπίτα. Ξέρει τα μέρη επειδή κηρύττει».
Στην Αυστραλία
Η στοργική αλλά σταθερή εκπαίδευση που μου έδωσε η Εύα με προετοίμασε να παραμείνω δραστήρια στην υπηρεσία του Ιεχωβά κατά τη διάρκεια του επόμενου διορισμού εργασίας που πήρε ο σύζυγός μου, στη βορειοδυτική Αυστραλία. Φτάσαμε εκεί στα μέσα του 1965 και εγκαταστάθηκα σε έναν καταυλισμό για τους εργάτες, στη μέση της ερήμου όπου η εταιρία του Τζακ τοποθετούσε σιδηροδρομικές γραμμές. Μας έριχναν φαγητό με το αεροπλάνο, και ο καιρός ήταν πολύ ζεστός—πάνω από 43 βαθμούς Κελσίου. Στον καταυλισμό υπήρχαν 21 οικογένειες Βορειοαμερικανών, και έτσι εγώ άρχισα να τους πλησιάζω με το άγγελμα της Βασιλείας. Αργότερα, καθώς το έργο με τις σιδηροδρομικές γραμμές προχωρούσε, μεταφερθήκαμε ακόμη πιο βαθιά μέσα στην έρημο, όπου η απομόνωση ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Είχα γράψει νωρίτερα στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Αυστραλία, και πόση ευχαρίστηση ένιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα που έλεγε: «Θερμή αγάπη και χαιρετισμούς . . . Η σκέψη και οι προσευχές μας θα είναι μαζί σου για τους επόμενους μήνες»! Στη διάρκεια των ετών που ταξίδευα με το σύζυγό μου στις μεταθέσεις που έπαιρνε λόγω της δουλειάς του για απομακρυσμένα μέρη της γης, ενθαρρυνόμουν από παρόμοια γράμματα που λάβαινα από την οργάνωση του Ιεχωβά. Διαβάζοντάς τα ξεπέρασα περιόδους μοναξιάς και ενθαρρύνθηκα να βγαίνω στο έργο κηρύγματος παρ’ όλο που συχνά ήμουν απομονωμένη από άλλους Μάρτυρες.
Το γραφείο τμήματος στην Αυστραλία φρόντισε να με επισκεφτεί ένα ζευγάρι Μαρτύρων στον καταυλισμό για μια εβδομάδα. Στη διακονία μας συναντήσαμε μια ενδιαφερόμενη που ζούσε πολύ μακριά, οπότε δυο φορές την εβδομάδα διέσχιζα μια περιοχή γεμάτη φίδια και σαύρες για να την επισκεφτώ. Καθώς περπατούσα, τραγουδούσα δυνατά έναν ύμνο της Βασιλείας: «Χαρείτε, ταχθείτε/ Με τον Ιεχωβά,/ Στο φως του βαδίστε,/ Για σας μεριμνά». Μελετούσαμε επί 11 μήνες.
Κατόπιν, αφού έμεινα περίπου ένα χρόνο στη Μελβούρνη, μετακόμισα με το σύζυγό μου σε έναν καταυλισμό κοντά σε μια πόλη ορυχείων, το Πορτ Χέντλαντ, που βρίσκεται επίσης στη βορειοδυτική Αυστραλία. Έπειτα από πέντε μέρες, ήρθαν επισκέπτες. Το τμήμα είχε πληροφορήσει τους Μάρτυρες για το πού βρισκόμουν. Αφότου έφυγαν, συνέχισα να διεξάγω τις συναθροίσεις μόνη μου· εγώ ήμουν οδηγός στη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας, στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, στη Συνάθροιση Υπηρεσίας και στη Μελέτη Σκοπιάς. Αφού έψελνα ύμνο και άρχιζα με προσευχή, απαντούσα στις ερωτήσεις και έκλεινα με ύμνο και προσευχή. Δεν μου ήταν ποτέ πρόβλημα να μετράω τους παρόντες—πάντα ένας. Ωστόσο, αυτό το εβδομαδιαίο πρόγραμμα των συναθροίσεων με στήριξε στη διάρκεια των πολλών εκείνων ετών που υπηρετούσα τον Ιεχωβά απομονωμένη.
Στο Μπουγκενβίλ
Το 1969, έπειτα από τέσσερα χρόνια ιδρώτα στην Αυστραλία, ανατέθηκε στο σύζυγό μου η επιστασία ενός έργου οδοποιίας σε ένα ορυχείο χαλκού στα υγρά βουνά του νησιού Μπουγκενβίλ. Ένα βράδυ κάποιος χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε ο Τζακ. «Είναι ένας Μάρτυρας με τη σύζυγό του και τέσσερα παιδιά», είπε. Αυτοί ζούσαν στα παράλια. Μια φορά την εβδομάδα τους επισκεπτόμουν και παρακολουθούσα τη Μελέτη Σκοπιάς η οποία διεξαγόταν στο σχολείο της κοινότητας.
Σε μια άλλη περίπτωση με επισκέφτηκαν τρεις Μάρτυρες από την Παπούα-Νέα Γουινέα. Ο σύζυγός μου έλεγε με καμάρι στους συναδέλφους του: «Όπου και να πηγαίνει η σύζυγός μου, οι φίλοι της οι Μάρτυρες την περιμένουν».
Στην Αφρική
Το 1972 φτάσαμε στην έρημο της Αλγερίας, στη Βόρεια Αφρική, όπου η εταιρία του Τζακ κατασκεύαζε ένα αρδευτικό σύστημα. Αυτό θα ήταν ένα τετραετές έργο. Έγραψα στο γραφείο τμήματος των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Γαλλία σχετικά με το έργο κηρύγματος, και μου απάντησαν: ‘Να είσαι προσεκτική. Το έργο μας είναι απαγορευμένο εκεί’. Η Εταιρία με βοήθησε να έρθω σε επαφή με δυο αδρανείς Μάρτυρες, και σχηματίσαμε έναν όμιλο μελέτης.
Τότε, μια γειτόνισσά μου στον καταυλισμό των εργατών, η Σεσίλια, αρρώστησε. Την επισκεπτόμουν καθημερινά στο νοσοκομείο, της πήγαινα σούπα και έστρωνα το κρεβάτι της. Όταν ήρθε στο σπίτι, συνέχισα να της κάνω θελήματα και παράλληλα μοιραζόμουν μαζί της την ελπίδα της Βασιλείας. Αυτό οδήγησε σε μια Γραφική μελέτη, και έπειτα από οχτώ μήνες η Σεσίλια είπε: «Θέλω να βαφτιστώ». Αλλά πού και από ποιον;
Ένα γράμμα που λάβαμε από το γραφείο τμήματος στη Γαλλία έλεγε ότι κάποιος Μάρτυρας με το όνομα Φρανσουά επρόκειτο να έρθει στην Αλγερία για σύντομες διακοπές. Αν μπορούσαμε να τον φέρουμε στο χωριό όπου μέναμε, στην έρημο, και να τον ξαναπάμε στο αεροδρόμιο έγκαιρα, θα τελούσε το βάφτισμα. Αλλά δεν μπορούσε να μείνει περισσότερο από 24 ώρες.
Αμέσως μόλις έφτασε ο Φρανσουά, τον πήραμε άρον άρον με το αυτοκίνητο και τον φέραμε στην έρημο. Εκείνο το βράδυ, στο σπίτι της Σεσίλια, έβγαλε ένα μικροσκοπικό χαρτί με σημειώσεις από την τσέπη του πουκαμίσου του και εκφώνησε μια υπέροχη ομιλία. Νωρίς το πρωί της 18ης Μαΐου 1974, βάφτισε τη Σεσίλια μέσα στην μπανιέρα μου και έφυγε ξανά με το αεροπλάνο.
Στα τέλη του 1975 ξέσπασε πόλεμος στην Αλγερία, οπότε ο Τζακ και εγώ χρειάστηκε να φύγουμε απρόοπτα. Επισκέφτηκα τους συγγενείς μου στην Ισπανία. Το 1976, άρχισα να φτιάχνω τις βαλίτσες για τον επόμενο διορισμό του Τζακ—έναν καταυλισμό εργατών στο βροχερό δάσος του Σουρινάμ, στη Νότια Αμερική.
Στη Νότια Αμερική
Ο καταυλισμός στο νοτιοδυτικό Σουρινάμ ήταν περιτριγυρισμένος από οργιώδη βλάστηση. Θορυβώδεις παπαγάλοι και περίεργοι πίθηκοι που βρίσκονταν πάνω στα δέντρα κοίταζαν τις 15 νεοφερμένες οικογένειες, τις περισσότερες από τις οποίες τις ήξερα από προηγούμενες δουλειές. Έξι μήνες αργότερα έφτασαν και άλλες οικογένειες εργατών, περιλαμβανομένης και της Σεσίλια που είχε βαφτιστεί στην Αλγερία—μια σύντροφος για το κήρυγμα!
Καθώς πλησίαζε η 23η Μαρτίου 1978, αναρωτιόμασταν πώς να γιορτάσουμε την Ανάμνηση του θανάτου του Χριστού. Επειδή δεν υπήρχε συγκοινωνία για να πάμε στην πρωτεύουσα, το Παραμαρίμπο, σχεδιάσαμε να τη διεξαγάγουμε στο σπίτι μου. Ο υπεύθυνος του καταυλισμού μάς επέτρεψε να βγάλουμε φωτοτυπίες της τελευταίας σελίδας της Σκοπιάς που ανάγγελλε την Ανάμνηση, και τις μοιράσαμε από σπίτι σε σπίτι μέσα στον καταυλισμό. Παρευρέθηκαν 21 άτομα! Η Σεσίλια εκφώνησε την ομιλία και εγώ διάβαζα τα εδάφια. Εκείνο το βράδυ, αν και απομονωμένες, αισθανόμασταν ενωμένες με την παγκόσμια οργάνωση του Ιεχωβά.
Στο μεταξύ, το τμήμα των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Σουρινάμ μάς έστειλε ενίσχυση—ένα νεαρό ζευγάρι ιεραποστόλων με ένα παλιό Λαντ-Ρόβερ. Προτού έρθουν είχα αρχίσει να αισθάνομαι κάπως άχρηστη μέσα σε εκείνον τον καταυλισμό, αλλά οι ιεραπόστολοι με διαβεβαίωσαν: «Πεπίτα, βρίσκεσαι εδώ για κάποιο σκοπό». Δεν με έπεισαν τότε, αλλά σύντομα κατάλαβα.
Μια μέρα, στη διάρκεια της επίσκεψης των ιεραποστόλων, εξερευνήσαμε ένα χωματόδρομο που είχε ανοιχτεί πρόσφατα και κατενθουσιαστήκαμε όταν βρήκαμε μερικά χωριά Αμερινδιάνων γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τον καταυλισμό μας. Λίγες μέρες κηρύγματος ανάμεσα σε εκείνους τους φιλικούς Ινδιάνους Αραουάκ κατέληξαν σε πλήθος Γραφικές μελέτες. Όταν λοιπόν έφυγαν οι ιεραπόστολοι, η Σεσίλια και εγώ αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε εκείνους τους χωρικούς δυο φορές την εβδομάδα.
Σηκωνόμασταν στις τέσσερις το πρωί και στις εφτά αρχίζαμε την πρώτη μας Γραφική μελέτη. Κατά τις πέντε το απόγευμα ήμασταν πάλι στο σπίτι. Επί δυο χρόνια διεξήγαμε 30 μελέτες κάθε εβδομάδα. Προτού περάσει πολύς καιρός τα παιδιά στο χωριό με φώναζαν θεία Βίβλο! Πολλοί βαφτίστηκαν τελικά, και έπειτα από χρόνια 182 άτομα παρακολούθησαν μια συνέλευση περιοχής σε εκείνο το χωριό. Πράγματι, όπως είχαν πει οι αγαπητοί φίλοι μου, οι ιεραπόστολοι, βρισκόμασταν στη ζούγκλα για κάποιο σκοπό!
Στην Παπούα-Νέα Γουινέα
Φύγαμε από το Σουρινάμ το 1980, και το επόμενο έτος μάς έστειλαν στην Παπούα-Νέα Γουινέα. Έπειτα από έξι μήνες που κύλησαν ευχάριστα με τους Μάρτυρες στην πρωτεύουσα, το Πορτ Μόουρσμπι, αποβιβάστηκα από ένα ελικόπτερο στο καινούριο μου σπίτι—έναν καταυλισμό ψηλά στα βουνά, όπου η εταιρία του Τζακ έφτιαχνε ένα χρυσωρυχείο. Δεν υπήρχαν δρόμοι. Οι άνθρωποι, ο εξοπλισμός και τα τρόφιμα έφταναν αεροπορικώς. Αυτό ήταν το πιο απομονωμένο μέρος όπου είχα ζήσει ποτέ. Και πάλι αναρωτιόμουν: «Πού να βρω ανθρώπους για να μιλήσω;»
Οι άνθρωποι στον καταυλισμό μας με ήξεραν από πριν και κανείς δεν ήθελε να ακούσει. Ωστόσο, τότε περίπου, η εταιρία άνοιξε ένα παντοπωλείο. Γυναίκες από μακρινά μέρη ψώνιζαν εκεί. Σε λίγο έγινα από τις πιο συχνές πελάτισσες του καταστήματος. Έφερε αυτό αποτελέσματα;
Μια μέρα άρχισα συζήτηση με μια γυναίκα της Παπούα. Μου είπε ότι ήταν δασκάλα. «Α, είμαι και εγώ δασκάλα», είπα.
«Αλήθεια;» ρώτησε.
«Ναι, διδάσκω την Αγία Γραφή». Δέχτηκε αμέσως την πρότασή μου να μελετήσω την Αγία Γραφή μαζί της. Αργότερα, και άλλες γυναίκες που ψώνιζαν στο παντοπωλείο συμφώνησαν να κάνουν το ίδιο. Εκείνος ο συνοικισμός κοντά στο χρυσωρυχείο απέφερε εφτά Γραφικές μελέτες—πνευματικό χρυσωρυχείο πράγματι!
Αφού περάσαμε τρία χρόνια σε εκείνο το νησί του Ειρηνικού, μας έστειλαν για μια καινούρια δουλειά στο νησί Γρενάδα της Καραϊβικής. Έπειτα από ενάμιση χρόνο όμως, ο σύζυγός μου χρειάστηκε να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες για λόγους υγείας, και έτσι το 1986 εγκατασταθήκαμε στο Μπόισι του Άινταχο.
Συνεργασία με Εκκλησία
Ύστερα από τόσα χρόνια που έζησα απομονωμένη από τους Χριστιανούς αδελφούς και αδελφές μου, τώρα έπρεπε να μάθω να συνεργάζομαι με άλλους. Ωστόσο, οι Χριστιανοί πρεσβύτεροι και άλλοι με βοήθησαν υπομονετικά. Σήμερα, απολαμβάνω την παρακολούθηση συναθροίσεων και τη διεξαγωγή Γραφικών μελετών σε αυτό το μέρος του κόσμου.
Μερικές φορές, όμως, καθώς ξεκουράζομαι σε μια ήσυχη γωνιά και ξαναβλέπω τον εαυτό μου να τρέχει πίσω από την Εύα στην πολύβουη Μπανγκόκ ή να τραγουδάει δυνατά τον ύμνο της Βασιλείας ενώ περπατούσα σε εκείνον το δρόμο στην έρημο της Αυστραλίας ή να κηρύττει σε εκείνους τους ταπεινούς Αμερινδιάνους στο βροχερό δάσος του Σουρινάμ, χαμογελώ και τα μάτια μου γεμίζουν με δάκρυα ευγνωμοσύνης για τη φροντίδα που μου δείχτηκε στη διάρκεια των πολλών ετών που υπηρέτησα τον Ιεχωβά απομονωμένη.—Όπως το αφηγήθηκε η Χοσέφα ‘Πεπίτα’ Αμπέρναθι.
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Ψάλλοντας με τους Ισπανούς σπουδαστές της Αγίας Γραφής που είχα στη Μελβούρνη
[Εικόνες στη σελίδα 16]
Στην Παπούα-Νέα Γουινέα βοήθησα πολλούς να γνωρίσουν τον Ιεχωβά
Διδάσκοντας το Λόγο του Θεού στο Σουρινάμ
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Τώρα υπηρετώ σε μια εκκλησία στο Άινταχο