Από Χίπις που Έκανε Οτοστόπ, Ιεραπόστολος στη Νότια Αμερική
ΕΚΑΝΑ οτοστόπ στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας με τη Γαλλίδα φίλη μου το 1974. Δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά που επέστρεφαν με το αυτοκίνητο στο σπίτι τους από τη δουλειά πέρασαν μπροστά μας, και καθώς ο ένας από αυτούς, ο Τζον Χάιατ, κοίταξε πίσω προς το μέρος μας, ρώτησε φωναχτά το φίλο του: «Άραγε πώς μπορούν άνθρωποι σαν και αυτούς να μάθουν την αλήθεια για τον Θεό;» Φυσικά, εγώ δεν το έμαθα αυτό παρά μόνο αργότερα. Εν πάση περιπτώσει, δεν σταμάτησαν να μας πάρουν· ούτε εσείς θα σταματούσατε. Ήμουν χαρακτηριστικός χίπις.
Αλλά επιτρέψτε μου να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Γεννήθηκα στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνιας, στις Η.Π.Α., το 1948. Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι όταν ήμουν πέντε χρονών και δεν μπορούσα να περπατήσω. Είχα πολιομυελίτιδα. Η μητέρα μου με έλουζε σε ένα φορείο μέσα στην μπανιέρα. Ευτυχώς, έπειτα από τέσσερις ή πέντε εβδομάδες, με τη βοήθεια των γονέων μου και των γιατρών, ανέρρωσα. Μπόρεσα να περπατήσω ξανά.
Η οικογένειά μας ήταν τυπική οικογένεια του Νότου—συντηρητικοί, Νότιοι Βαπτιστές. Οι γονείς μας απαιτούσαν από εμάς τα παιδιά—τους δυο αδελφούς μου, την αδελφή μου και εμένα—να πηγαίνουμε στην εκκλησία, ώσπου γίναμε 18 χρονών. Στα 18 εγκαταλείψαμε την εκκλησία. Εγώ είχα βαφτιστεί όταν ήμουν εφτά χρονών, σε μια εκστρατεία του Μπίλι Γκράχαμ. Είχα πάρει το βάφτισμά μου στα σοβαρά· δεν έγινε σε κάποια συναισθηματική έξαρση. Θυμάμαι καθαρά ότι αφιέρωσα τη ζωή μου στον Θεό, αν και δεν ήξερα πραγματικά ποιος ήταν.
Οι γονείς μας μάς δίδαξαν καλές ηθικές αρχές, σεβασμό για την εξουσία και σεβασμό για την Αγία Γραφή. Εκείνες οι αρχικές ιδέες επηρέασαν τις αποφάσεις που θα έπαιρνα στην υπόλοιπη ζωή μου. Μέχρι σήμερα, είμαι ευγνώμων για εκείνη την εκπαίδευση που μου έδωσαν οι γονείς μου.
Στην έκτη τάξη του δημοτικού, θυμάμαι που συλλογιζόμουν την παγκόσμια κατάσταση και σκεφτόμουν: ‘Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί’. Ακόμη και τότε, δεν πίστευα ότι τα πολιτικά συστήματα μπορούσαν να συνεχιστούν.
Στη διάρκεια της εφηβείας μου, έπαθα σκολίωση, μια αφύσικη κλίση της σπονδυλικής στήλης, η οποία πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα της πολιομυελίτιδας που είχα περάσει προηγουμένως. Έγινα πειραματόζωο καθώς οι γιατροί φυλάκισαν το σώμα μου από τους γοφούς ως το λαιμό σε μια ορθοπεδική συσκευή, ένα περίβλημα που ενεργούσε ως εξωσκελετός.
Δεν ήταν η εικόνα που θα είχα διαλέξει. Έμοιαζα με κινούμενο άγαλμα. Τα άλλα παιδιά στο σχολείο ήταν καλοσυνάτα, αλλά το μάθημα που έμαθα ενώ φορούσα τη συσκευή στη δευτέρα λυκείου ήταν το εξής: Να δέχεσαι όσα δεν μπορείς να αλλάξεις.
Αναμενόταν από εμένα να πάω στο κολέγιο, έτσι πήγα. Αποφοίτησα το 1970. Στη δεκαετία του 1960 το κίνημα των χίπις ήταν στο αποκορύφωμά του, και η ανηθικότητα καθώς και τα ναρκωτικά ήταν στην ημερήσια διάταξη. Εργαζόμουν για να τελειώσω το κολέγιο, και η δουλειά μου σε ένα γραφείο απαιτούσε να έχω κοντά μαλλιά και να φοράω κοστούμι. Αλλά το ανεξάρτητο πνεύμα και η άρνηση συμβιβασμού από μέρους των φίλων μου με έλκυαν. Αυτοί ήταν τόσο αηδιασμένοι με το σύστημα όσο ήμουν και εγώ. Φορούσα τζιν παντελόνι κάτω από το επίσημο ένδυμα της αποφοίτησης.
Η σχολική εκπαίδευση δεν είχε αποδειχτεί ικανοποιητική. Παρατηρώντας τον πλούσιο θείο μου είχα πειστεί ότι τα χρήματα δεν ήταν η απάντηση. Αυτός δεν ήταν περισσότερο ευτυχισμένος από τους φτωχούς. Ποιο το όφελος; Έτσι, τα παράτησα, άφησα τα μαλλιά μου να μακρύνουν και ξεκίνησα μια αναζήτηση για τον αληθινό σκοπό στη ζωή.
Ταξίδεψα στην Ευρώπη με ένα εισιτήριο απεριορίστων διαδρομών για τρένο και με οτοστόπ. Ο στόχος μου ήταν να γυρίσω τον κόσμο με οτοστόπ. Ίσως κάπου να έβρισκα τις απαντήσεις. Στο σάκο μου κουβαλούσα δυο τζιν παντελόνια, τρία μπλουζάκια και μια Αγία Γραφή.
Καθόμουν στις παμπ, πίνοντας μπίρα και διαβάζοντας την Αγία Γραφή, και έκανα ερωτήσεις στους θαμώνες, παίρνοντας κάθε είδους διαφορετικές απαντήσεις. Αναζητούσα, έβλεπα, ψηλαφούσα—για ποιο πράγμα; Δεν ήμουν βέβαιος.
Στο Λονδίνο τα «Παιδιά του Θεού» κίνησαν το ενδιαφέρον μου. Αλλά όπως το μήνυμα όλων των νεαρών χίπις, το όλο μήνυμά τους ήταν παιδιάστικο—αγάπη χωρίς διακρίσεις. Δεν υπήρχαν απαντήσεις εκεί για εμένα.
Στη διάρκεια μιας ξενάγησης σε μια πολύ όμορφη Αγγλικανική εκκλησία, έναν πρώην Καθολικό καθεδρικό ναό, ένιωσα δέος. Ρώτησα το βικάριο που έκανε την ξενάγηση γιατί είχε γίνει ιερέας. Αυτός σήκωσε το χέρι του και έτριψε τον αντίχειρα με το δείκτη του, εννοώντας χρήματα! Ένιωσα συντριμμένος. Τι υποκρισία! Αηδιασμένος, μάζεψα όλα τα θρησκευτικά μου έντυπα και τα έκαψα.
Το Σεπτέμβριο του 1973 βρέθηκα ξανά στο δρόμο κάνοντας οτοστόπ—πήγαινα στο Λίβερπουλ για να δω τους Μπιτλς και να ακούσω τη μουσική τους. Ο Γκόρντον Μάρλερ με πήρε στο αυτοκίνητό του. Η Αγία Γραφή έγινε το θέμα της συζήτησής μας επειδή τη διαβάζαμε και οι δυο, και έτσι ανταλλάξαμε εδάφια που γνωρίζαμε.
Έπειτα από αυτό, ο Γκόρντον έγινε ο σύνδεσμός μου με την «αλήθεια». Αλληλογραφούσαμε, και την άνοιξη του 1974 μου έγραψε ότι έκανε Γραφική μελέτη με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Δεν αντέδρασα στο όνομα Μάρτυρες του Ιεχωβά, καθώς ποτέ δεν είχαν έρθει σε επαφή μαζί μου στο Ρίτσμοντ. Μήνες αργότερα έφτασε ένα γράμμα με την εξής πρόσκληση: «Έλα να με βρεις για μια Γραφική μελέτη». Είπε ότι η μελέτη του γινόταν Τετάρτη απόγευμα. Έτσι μια Τετάρτη πρωί, έκανα και πάλι οτοστόπ. Η παρουσία της Γαλλίδας φίλης μου το έκανε ευκολότερο να μας πάρει κάποιος στο αυτοκίνητό του.
Πήγαμε με τον Γκόρντον στη Γραφική του μελέτη. Ο οικοδεσπότης αποδείχτηκε ότι ήταν ο Τζον Χάιατ, αυτός που μας είχε προσπεράσει νωρίτερα και είχε αναρωτηθεί: ‘Άραγε πώς μπορούν άνθρωποι σαν και αυτούς να μάθουν την αλήθεια για τον Θεό;’ Όταν συστηθήκαμε, αυτός αναφώνησε: «Ω, το ζευγάρι των χίπις από το δρόμο, οι Αμερικανοί!»
Και έτσι άρχισε η μελέτη μου. Είχα πάρα πολλές ερωτήσεις επειδή διάβαζα την Αγία Γραφή. Δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να πάρω απαντήσεις, επειδή η μεγάλη συνέλευση των Μαρτύρων επρόκειτο να αρχίσει νωρίς το επόμενο πρωί. Ο Τζον μου έδωσε το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, και μου είπε να διαλέξω ένα κεφάλαιο, να συγκεντρώσω όλες τις ερωτήσεις μου και να ξαναπάω την επόμενη Τετάρτη. Με κάλεσε στη συνέλευση την Κυριακή. Οι καθαροί, ευγενικοί άνθρωποι με εντυπωσίασαν. Η φίλη μου δεν ενδιαφερόταν. Όταν της είπα ότι αγαπούσα τον Θεό περισσότερο από ό,τι αγαπούσα εκείνη, έφυγε.
Την Τετάρτη, ξαναβρέθηκα στο σπίτι του Τζον, έχοντας διαλέξει το κεφάλαιο που αναφερόταν στον Ιησού Χριστό. Είχα συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική συμπεριφορά και την προφητεία του Δανιήλ όσον αφορά τις 70 εβδομάδες ετών. Ο Τζον ήταν ολοχρόνιος ευαγγελιστής που ήξερε πραγματικά την Αγία Γραφή. Μου είπε ότι η άποψη της Αγίας Γραφής είναι πως το σεξ περιορίζεται στους παντρεμένους, και μου εξήγησε τις 70 εβδομάδες του Δανιήλ. Όλες οι απορίες που είχα διαβάζοντας την Αγία Γραφή έβρισκαν τη λύση τους. Στις δύο το πρωί, είπα: «Αυτή είναι η αλήθεια». Σκόπευα να κοιμηθώ στο πάρκο, όπως είχα κάνει συχνά στο παρελθόν, αλλά ο Τζον δεν με άφησε και με ανάγκασε να κοιμηθώ στο πάτωμα του καθιστικού του.
Φάνηκε ότι αυτό ήταν έκβαση, επειδή εκείνη τη νύχτα μια συμμορία μεθυσμένων σκίνχεντ είχαν στήσει καβγά μέσα στον ανελκυστήρα. Η εμφάνισή μου σίγουρα θα με είχε κάνει στόχο άγριου ξυλοδαρμού.
Καθώς προχωρούσε η μελέτη, έμαθα ότι είχα δίκιο όταν ήμουν παιδί. Το σύστημα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Οδεύει προς τη λησμονιά. Ο ίδιος ο Θεός θα επανορθώσει τα πράγματα μέσω της δικής του κυβέρνησης, της Βασιλείας για την οποία προσευχόμουν αλλά ποτέ δεν είχα καταλάβει τι ήταν. (Δανιήλ 2:44· Ματθαίος 6:9, 10) Η απέχθειά μου για την υποκρισία επικυρώθηκε. Η υποκρισία δεν άρεσε ούτε στον Ιησού. (Ματθαίος, κεφάλαιο 23) Είχα ψηλαφήσει τον Θεό, και αυτός με είχε αφήσει να τον βρω.—Πράξεις 17:27.
Μιλούσα για αυτή την αλήθεια σε όποιον συναντούσα. Ήθελα αμέσως να γυρίσω στο σπίτι μου και να μεταδώσω αυτή τη γνώση στην οικογένειά μου. Επέστρεψα στο Ρίτσμοντ και έκανα ακριβώς αυτό.
Επίσης τηλεφώνησα στην Αίθουσα Βασιλείας. Ο αδελφός Χέρμπερτ Λοουγουάσερ σήκωσε το τηλέφωνο. Εργαζόταν στην καινούρια αίθουσα ετοιμάζοντάς την για την αφιέρωσή της. Του είπα ότι ήθελα Γραφική μελέτη. Αυτός μου είπε για μια μεγάλη συνάθροιση που θα γινόταν την επομένη, στην οποία ήταν προσκαλεσμένη όλη η πόλη για να ακούσει μια Γραφική διάλεξη. Πήγα.
Ήμουν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, καθώς η εμφάνισή μου φανέρωνε ότι ήμουν κάποιος άγνωστος επισκέπτης. Ένας νεαρός ανύπαντρος σκαπανέας, ο Μάικ Μπόουλς, μου συστήθηκε και με κάλεσε να καθήσω δίπλα του μπροστά-μπροστά. Κατόπιν, όλοι στο πλήθος ρωτούσαν ψιθυριστά: «Ποια ήταν εκείνη η κοπέλα με τα ωραία μακριά μαλλιά που καθόταν δίπλα στον Μάικ Μπόουλς;» Εννοούσαν εμένα!
Μετά την τρίτη μελέτη μου, έκοψα τα μαλλιά μου και άλλαξα τον τρόπο ντυσίματός μου. Η εξωτερική μου εμφάνιση άρχισε να ταιριάζει με τον εσωτερικό μου άνθρωπο. Γράφτηκα στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο άρχισα να συμμετέχω στο δημόσιο έργο κηρύγματος. Σύντομα διεξήγα Γραφικές μελέτες με άλλους. Το Μάρτιο του 1975, βαφτίστηκα ξανά, αυτή τη φορά συμβολίζοντας την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά, τον Θεό που τελικά κατάφερα να γνωρίσω.
Έγινα ολοχρόνιος διάκονος, όπως εκείνοι που με είχαν βοηθήσει τόσο πολύ. Το Μπέθελ στο Μπρούκλιν, τα παγκόσμια κεντρικά γραφεία των Μαρτύρων του Ιεχωβά, έγινε το σπίτι μου το Μάιο του 1976. Είχα δυο διορισμούς, να χειρίζομαι έναν ανελκυστήρα και να παραδίδω την αλληλογραφία. Και οι δυο μού έδιναν το προνόμιο να μιλάω με πνευματικούς αδελφούς καθημερινά.
Έπειτα από δυο χρόνια, επέστρεψα στο σπίτι μου στη Βιρτζίνια και κήρυξα ολοχρόνια για λίγο. Τελικά έγινα πρεσβύτερος στην εκκλησία. Το έργο ήταν απόλαυση, αλλά αισθανόμουν κάτι που μέσα μου με ενοχλούσε. Συνέχεια σκεφτόμουν: ‘Πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο που να μπορώ να κάνω στην υπηρεσία του Θεού’. Ιεραποστολική υπηρεσία; Θα μπορούσε να είναι αυτό; Έκανα αίτηση για τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς και έγινα δεκτός για ιεραποστολική εκπαίδευση στη χειμερινή τάξη τού 1983.
Προτού αποφοιτήσω, ανακοίνωσαν τον ιεραποστολικό διορισμό μου: Κολομβία, Νότια Αμερική. Βρέθηκα και πάλι στο δρόμο ταξιδεύοντας, αλλά χωρίς οτοστόπ αυτή τη φορά.
Η πρώτη μου στάση ήταν στο γραφείο τμήματος της Σκοπιάς στη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, όπου μελέτησα την ισπανική γλώσσα εντατικά επί τρεις μήνες. Κατόπιν διορίστηκα σε έναν ιεραποστολικό οίκο στη Μεντελίν, όπου μελετούσα ισπανικά τέσσερις ώρες τη μέρα επί έξι μέρες την εβδομάδα.
Όταν άρχισα να κηρύττω σε μια νέα γλώσσα υπήρξαν αξέχαστες στιγμές. Στην αρχή χτύπησα κάποια πόρτα ολομόναχος καθώς μια ισπανόφωνη αδελφή παρατηρούσε σε απόσταση από την οποία μπορούσε να ακούει. Πρόσφερα τα Χριστιανικά μας περιοδικά σε μια γυναίκα για 30 πέσος. Η γυναίκα έδειξε αγανακτισμένη και έκλεισε την πόρτα! Επιστρέφοντας στην αδελφή, κατάλαβα το γιατί. «Να προσέχεις την προφορά σου», μου είπε. «Είπες μπέσος, όχι πέσος». Είχα ζητήσει από τη γυναίκα 30 φιλιά!
Η Κολομβία είναι όμορφο μέρος. Ο κύριος πόλος έλξης είναι οι άνθρωποι. Είναι καλόκαρδοι, πιο προσγειωμένοι από τους ανθρώπους που ζουν σε πιο βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Συνεπώς, η διδασκαλία της Αγίας Γραφής είναι διαφορετική. Οι Κολομβιανοί ανταποκρίνονται σε ιστορίες, παραβολές, εμπειρίες βγαλμένες από τη ζωή χωρίς μπερδεμένες λεπτομέρειες. Είναι περισσότερο προσαρμοσμένοι στην πραγματική ζωή. Οι άνθρωποι ζουν κοντά στους ανθρώπους εδώ. Έχουν ισχυρά αισθήματα και ανταποκρίνονται. Οι ακροατές μου είναι σαν τους ακροατές στους οποίους μιλούσε ο Ιησούς, άνθρωποι της γης· αυτό με κάνει να προσπαθώ να μιμούμαι πιστά τον Ιησού ως προς τη διδασκαλία. Οι άνθρωποι μου θυμίζουν το εδάφιο Εφεσίους 3:19, όπου ο Παύλος μίλησε για «την αγάπη του Χριστού η οποία υπερέχει από τη γνώση».
Το 1989 μου δόθηκε ένας νέος διορισμός, αυτός του επισκόπου περιοχής. Αυτό σημαίνει ότι πηγαίνω σε κάποια διαφορετική εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά κάθε εβδομάδα και μένω μαζί τους, συμμετέχοντας στην από πόρτα σε πόρτα αναζήτηση εκείνων που θέλουν να γνωρίσουν τον Θεό, εκφωνώντας ομιλίες στην Αίθουσα Βασιλείας και συνοδεύοντας τους τοπικούς αδελφούς και αδελφές σε Γραφικές μελέτες.
Ο Ιεχωβά συνεχίζει να με διαπαιδαγωγεί και να με βελτιώνει με πολλούς τρόπους. Συγκεκριμένα μου έρχεται στο νου ένα περιστατικό. Επρόκειτο να υπηρετήσω στην εκκλησία Μοσκέρα, έξω από την Μπογκοτά, και ως συνήθως οι αδελφοί είχαν κανονίσει να μείνω με μια οικογένεια—μια αδελφή, το σύζυγό της που δεν είναι ομόπιστος και τα δυο παιδιά τους.
Όταν έφτασα, βρήκα ένα σπίτι το οποίο, ουσιαστικά, είχε ένα δωμάτιο. Στο δωμάτιο υπήρχε στριμωγμένο ένα γραφείο μαζί με κουκέτες, το οποίο χωριζόταν από το υπόλοιπο σπίτι μόνο με μια διαφανή κουρτίνα. Με οδήγησαν σε εκείνον το χώρο και, επειδή μου είπαν να διαλέξω το κρεβάτι μου, πήρα την κάτω κουκέτα. Αυτό έγινε την Τρίτη. Ενώ ήμουν ξαπλωμένος και διάβαζα την Αγία Γραφή περίπου στις 9:30 μ.μ., μπήκαν τα δυο παιδιά και πλαφ, πλαφ, ανέβηκαν στην πάνω κουκέτα.
Οι σκέψεις μου έτρεχαν. ‘Ωχ, όχι! Χρειάζομαι περισσότερη ιδιωτική ζωή από αυτήν. Τι κάνω εδώ εγώ, ένας άντρας που είχε το δικό του δωμάτιο (ή τουλάχιστον το δικό του ιδιωτικό χώρο σε κάποιο πάρκο);’ Αποφάσισα ότι οπωσδήποτε θα έψαχνα να βρω άλλο κατάλυμα για την επόμενη επίσκεψη και έπεσα για ύπνο. Κάθε βράδυ επαναλαμβανόταν η ίδια σκηνή. Αλλά την Πέμπτη, ενώ διάβαζα, ένα μικρό κεφαλάκι ξεπρόβαλε από την πάνω κουκέτα. Ήταν ο εννιάχρονος Αντρές. «Αδελφέ Φλιτ», ρώτησε, «κοιμάστε;» Η απάντησή μου ήταν ένα ξερό όχι. Άλλη ερώτηση. «Αδελφέ Φλιτ, έχετε κάνει προσευχή;» Και άλλο όχι.
Κατόπιν ο Αντρές ρώτησε: «Όταν προσευχηθείτε, θα μπορούσα να κατέβω, και να προσευχηθείτε και για εμένα;» Συγκινήθηκα. Η στάση μου άλλαξε. Στην πραγματικότητα, άλλαξε η στάση μου σχετικά με την όλη επίσκεψη. Να, ένα μικρό ‘ορφανό αγόρι’ που ήθελε κάποιον άντρα για να προσευχηθεί μαζί του. Εγώ ήμουν αυτός ο άντρας. Προσευχήθηκα μαζί του. Μάλιστα, έμεινα με αυτή την οικογένεια σε κάποια επόμενη επίσκεψη. Ο μικρός Αντρές με βοήθησε να στρέψω την προσοχή μου λιγότερο στις δικές μου ανάγκες και περισσότερο στις προσωπικές ανάγκες των αδελφών. Άρχισα να ψάχνω για ‘τα ορφανά αγόρια’—εκείνα που ψηλαφούν τον Θεό, όπως έκανα και εγώ όταν ήμουν παιδί. (Ψαλμός 10:14) Ο πατέρας του Αντρές παρακολουθεί τώρα τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας και έχει συμμετάσχει μαζί μας στο δημόσιο έργο κηρύγματος.
Από τότε που έφτασα στην Κολομβία, ο αριθμός εκείνων που λατρεύουν τον Ιεχωβά έχει αυξηθεί από 22.000 σε 55.000. Δεν παλεύω πια με εκείνο το ενοχλητικό αίσθημα ότι υπάρχουν περισσότερα που θα έπρεπε να κάνω. Είμαι ικανοποιημένος που βρίσκομαι σε αυτό το καλό μέρος. Για πάντα θα είμαι ευγνώμων στον ελεήμονα Θεό που κοίταξε μέσα από την εξωτερική εμφάνιση που είχα ως χίπις και είδε ένα άτομο που αγωνιζόταν να βρει τον αληθινό Θεό, του οποίου το όνομα είναι Ιεχωβά.—Όπως το αφηγήθηκε ο Ρίτσαρντ Φλιτ.
[Εικόνα στη σελίδα 19]
Ο Ρίτσαρντ το 1973
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Ο Ρίτσαρντ Φλιτ, ιεραπόστολος στη Νότια Αμερική