Ιεραπόστολοι Φορείς Φωτός ή Σκοταδιού;—Μέρος 2ο
Προχωρώντας Δυτικά Προς την Ευρώπη
ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ να εκτελεστεί η ιεραποστολική εντολή που είχε δώσει ο Ιησούς, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο θα έπρεπε να έρθουν σε επαφή με το άγγελμα της Χριστιανοσύνης. (Ματθαίος 28:19· Πράξεις 1:8) Αυτό το γεγονός τονίστηκε όταν, στη διάρκεια του δεύτερου από τα τρία ιεραποστολικά ταξίδια του, ο απόστολος Παύλος είδε ένα όραμα στο οποίο τον ικέτευαν: «Πέρασε στη Μακεδονία και βοήθησέ μας».—Πράξεις 16:9, 10.
Ο Παύλος δέχτηκε εκείνη την πρόσκληση, και περίπου το 50 Κ.Χ., πέρασε στην ευρωπαϊκή πόλη των Φιλίππων για να κηρύξει εκεί. Η Λυδία και το σπιτικό της έγιναν πιστοί, και ιδρύθηκε μια εκκλησία. Αυτός ήταν μόνο ο πρώτος σταθμός της θριαμβευτικής πορείας της Χριστιανοσύνης σε όλη την Ευρώπη. Ο ίδιος ο Παύλος κήρυξε αργότερα στην Ιταλία, πιθανώς ακόμα και στην Ισπανία.—Πράξεις 16:9-15· Ρωμαίους 15:23, 24.
Εντούτοις ο Παύλος δεν ήταν ο μόνος ιεραπόστολος της Χριστιανοσύνης. Ο συγγραφέας Τζ. Χέρμπερτ Κέιν παρατηρεί: «Πρέπει να υπήρξαν δεκάδες άλλοι, των οποίων τα ονόματα χάθηκαν στο διάβα της ιστορίας. . . . Οι Πράξεις των Αποστόλων δεν λένε ολόκληρη την ιστορία».—Μια Παγκόσμια Άποψη των Χριστιανικών Ιεραποστολών από την Πεντηκοστή Μέχρι Σήμερα (A Global View of Christian Missions From Pentecost to the Present).
Δεν ξέρουμε, όμως, την έκταση στην οποία υπηρέτησαν οι άλλοι ακόλουθοι του Ιησού ως ιεραπόστολοι σε ξένες χώρες. Οι παραδοσιακές δοξασίες όσον αφορά το ότι ο Θωμάς πήγε στην Ινδία και ο Μάρκος ο ευαγγελιστής πήγε στην Αίγυπτο δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι όλοι οι αληθινοί μαθητές του Χριστού είχαν το ιεραποστολικό πνεύμα και ότι όλοι έκαναν ιεραποστολικό έργο τουλάχιστον στην πατρίδα τους. Όπως παρατηρεί ο Κέιν: «Αυτό το ιστορικό γεγονός [η Πεντηκοστή] σημείωσε την αρχή της Χριστιανικής εκκλησίας και την έναρξη του ιεραποστολικού κινήματος, επειδή εκείνες τις ημέρες η εκκλησία ήταν ιεραποστολή».
Στις πιο Απομακρυσμένες Γωνιές της Ευρώπης
Οι Ιουδαίοι πίστευαν στη λατρεία ενός αληθινού Θεού. Έθεταν τις ελπίδες τους σε έναν υποσχεμένο Μεσσία. Δέχονταν τις Εβραϊκές Γραφές ως το Λόγο της αλήθειας του Θεού. Συνεπώς, οι πολίτες των χωρών στις οποίες είχαν διασκορπιστεί οι Ιουδαίοι ήταν πιθανότατα κάπως εξοικειωμένοι με αυτές τις πεποιθήσεις. Εφόσον αυτές οι πλευρές της λατρείας ήταν κοινές στους Χριστιανούς και στους Ιουδαίους, το άγγελμα της Χριστιανοσύνης, όταν έκανε την εμφάνισή του, δεν ήταν εντελώς καινούριο. Σύμφωνα με τον Κέιν, «αυτοί οι παράγοντες παρείχαν άμεση βοήθεια στους Χριστιανούς ιεραποστόλους καθώς αυτοί ταξίδευαν σε όλο το ρωμαϊκό κόσμο κηρύττοντας το ευαγγέλιο και ιδρύοντας εκκλησίες».
Η Ιουδαϊκή διασπορά προετοίμασε έτσι το δρόμο για τη Χριστιανοσύνη. Η ταχεία εξάπλωση της Χριστιανοσύνης έλαβε χώρα επειδή οι Χριστιανοί είχαν το ιεραποστολικό πνεύμα. «Το ευαγγέλιο κηρυττόταν από τους λαϊκούς», λέει ο Κέιν, σημειώνοντας: «Οπουδήποτε πήγαιναν μετέδιδαν με χαρά τη νεοαποκτημένη πίστη τους σε φίλους, γείτονες και ξένους». Ο ιστορικός Γουίλ Ντουράν εξηγεί: «Σχεδόν έκαστος προσήλυτος, με την ζέσιν ενός επαναστάτου, κατέστησε τον εαυτόν του γραφείον προπαγάνδας».
Ήδη το 300 Κ.Χ., μια διεφθαρμένη μορφή Χριστιανοσύνης είχε διαδοθεί ευρέως σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτού του είδους η διαφθορά, η πτώση από την αγνή λατρεία, είχε προειπωθεί. (2 Θεσσαλονικείς 2:3-10) Στην πραγματικότητα έλαβε χώρα μια αποστασία. Ο Ντουράν εξηγεί: «Η Χριστιανοσύνη δεν κατέστρεψε την ειδωλολατρία· την υιοθέτησε».
Καθώς εκείνοι που ομολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από την αληθινή Χριστιανοσύνη, οι περισσότεροι από αυτούς έχασαν το ιεραποστολικό πνεύμα. Ωστόσο, ένα άτομο που είχε το ιεραποστολικό πνεύμα ήταν κάποιο παιδί που γεννήθηκε από Καθολικούς γονείς στη Βρετανία προς το τέλος του τέταρτου αιώνα. Αυτός ονομαζόταν Πατρίκιος, και είναι γνωστός για το ότι μετέδωσε το άγγελμα του Χριστού στο δυτικό άκρο της Ευρώπης—στην Ιρλανδία—όπου η παράδοση λέει ότι μετέστρεψε χιλιάδες ανθρώπους και σχημάτισε εκατοντάδες εκκλησίες.
Σύντομα η Ιρλανδία ανέλαβε την ηγεσία στο ιεραποστολικό έργο. Σύμφωνα με τον Κέιν, «οι ιεραπόστολοί της ρίχτηκαν με διακαή ζήλο στη μάχη εναντίον της ειδωλολατρίας». Ένας από αυτούς τους ιεραποστόλους ήταν ο Κολούμπα, ο οποίος προφανώς έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή της Σκωτίας. Περίπου το 563 Κ.Χ., εκείνος και 12 σύντροφοί του ίδρυσαν ένα μοναστήρι στην Αϊόνα, ένα νησί έξω από τη δυτική ακτή της Σκωτίας, το οποίο έγινε κέντρο ιεραποστολικής δραστηριότητας. Ο Κολούμπα πέθανε λίγο πριν από το 600 Κ.Χ., αλλά για τα επόμενα 200 χρόνια συνέχισαν να αποστέλλονται ιεραπόστολοι από την Αϊόνα σε όλα τα μέρη των Βρετανικών Νησιών και της Ευρώπης.
Αφότου η καθ’ ομολογία Χριστιανοσύνη εξαπλώθηκε στην Αγγλία, ορισμένοι Άγγλοι προσήλυτοι μιμήθηκαν το ιεραποστολικό πνεύμα των Ιρλανδών και έγιναν και οι ίδιοι ιεραπόστολοι. Για παράδειγμα, το 692 Κ.Χ. ο Βίλιμπρορντ από τη Νορθουμβρία, ένα αρχαίο αγγλοσαξονικό βασίλειο στη βόρεια Αγγλία, και 11 σύντροφοί του έγιναν οι πρώτοι Άγγλοι ιεραπόστολοι στις Κάτω Χώρες—την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο.
Στις αρχές του όγδοου αιώνα, ο Βονιφάτιος, ένας Άγγλος Βενεδικτίνος μοναχός, έστρεψε την προσοχή του στη Γερμανία. Ο Κέιν λέει ότι «η λαμπρή ιεραποστολική σταδιοδρομία» του Βονιφάτιου «η οποία διήρκεσε πάνω από σαράντα χρόνια είχε ως αποτέλεσμα να του δοθεί ο τίτλος του Αποστόλου της Γερμανίας» και συντέλεσε στο να γίνει ο «σημαντικότερος ιεραπόστολος των Σκοτεινών Αιώνων». Όταν ο Βονιφάτιος ήταν πάνω από 70 ετών, Φρίσιοι άπιστοι σκότωσαν αυτόν και περίπου 50 συντρόφους του.
Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας (The Encyclopedia of Religion) περιγράφει μια μέθοδο που χρησιμοποίησε με επιτυχία ο Βονιφάτιος για να κάνει προσηλύτους στον Καθολικισμό: «Στην Γκάισμαρ [κοντά στο Γκέτινγκεν της Γερμανίας] τόλμησε να κόψει την ιερή δρυ του Θορ. . . . [Όταν] ο τοπικός γερμανικός θεός δεν τον εκδικήθηκε, ήταν ξεκάθαρο ότι ο Θεός τον οποίο κήρυττε ήταν ο αληθινός Θεός, ο μόνος στον οποίο πρέπει να αποδίδεται λατρεία και σεβασμός».
Ορισμένοι ιεραπόστολοι χρησιμοποίησαν άλλες μεθόδους, προφανώς σκεπτόμενοι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο Κέιν παραδέχεται ότι η μεταστροφή των Γερμανών Σαξόνων «έγινε μέσω στρατιωτικής κατάκτησης παρά μέσω ηθικής ή θρησκευτικής πειθούς». Ο ίδιος προσθέτει: «Η ανόσια συμμαχία μεταξύ της εκκλησίας και του κράτους . . . ώθησε την εκκλησία να χρησιμοποιήσει σαρκικά μέσα για να επιτύχει πνευματικούς στόχους. Πουθενά δεν αποδείχτηκε αυτή η τακτική πιο καταστροφική από ό,τι σε σχέση με το έργο των Χριστιανικών ιεραποστολών, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Σάξονες. . . . Διαπράχτηκαν ωμότητες». Επίσης, μαθαίνουμε πως, όταν οι ιεραπόστολοι προχώρησαν στη Σκανδιναβία, «κατά κύριο λόγο η αλλαγή ήταν ειρηνική· μόνο στη Νορβηγία χρησιμοποιήθηκε βία».
Χρήση βίας; Διάπραξη ωμοτήτων; Χρησιμοποίηση σαρκικών μέσων για την επίτευξη πνευματικών στόχων; Αυτά θα πρέπει να περιμένουμε από ιεραποστόλους οι οποίοι υπηρετούν ως φορείς φωτός;
Ιεραπόστολοι σε Διαιρεμένο Σπίτι
Ξεχωριστές ιεραποστολικές εκστρατείες διεξάχτηκαν από τις δυο υποδιαιρέσεις της καθ’ ομολογία Χριστιανοσύνης που ασκούνταν στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Οι απόπειρές τους να «εκχριστιανίσουν» τη Βουλγαρία οδήγησαν σε σύγχυση χαρακτηριστική ενός θρησκευτικά διαιρεμένου σπιτιού. Ο ηγέτης της Βουλγαρίας, Βόρις Α΄, μεταστράφηκε στην Ελληνική Ορθοδοξία. Βλέποντας, ωστόσο, ότι η Κωνσταντινούπολη περιόριζε αυστηρά την ανεξαρτησία της βουλγαρικής εκκλησίας, εκείνος στράφηκε στη Δύση, επιτρέποντας σε Γερμανούς ιεραποστόλους, οι οποίοι αντιπροσώπευαν τη Ρώμη, να φέρουν τη δική τους μορφή Χριστιανοσύνης. Ήδη το 870 Κ.Χ. ήταν εμφανές ότι η Δυτική εκκλησία ήταν ακόμα πιο περιοριστική από την Ανατολική, έτσι οι Γερμανοί εκδιώχτηκαν και η Βουλγαρία επέστρεψε στους κόλπους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας όπου, από θρησκευτική άποψη, έχει παραμείνει από τότε και έπειτα.
Τον ίδιο καιρό περίπου, ιεραπόστολοι από τη Δύση εισήγαν τη «Χριστιανοσύνη» στην Ουγγαρία. Στο μεταξύ, και τα δύο παρακλάδια της «Χριστιανοσύνης» έβρισκαν υποστήριξη στην Πολωνία. Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας, «η εκκλησία των Πολωνών ήταν γενικά υπό τον έλεγχο της Δύσης, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηριζόταν από σημαντική Ανατολική επιρροή». Η Λιθουανία, η Λετονία και η Εσθονία είχαν επίσης «παγιδευτεί ανάμεσα στον ανταγωνισμό των Δυτικών και των Ανατολικών δυνάμεων, με όλες τις εκκλησιαστικές συνέπειες που είχε αυτό». Τέλος η Φινλανδία, αφού υιοθέτησε τη «Χριστιανοσύνη» στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα, βρέθηκε στην ίδια παρατεταμένη διαμάχη μεταξύ Ανατολής-Δύσης.
Στη διάρκεια του ένατου αιώνα, δύο αδέλφια από μια εξέχουσα ελληνική οικογένεια της Θεσσαλονίκης έφεραν τη βυζαντινή «Χριστιανοσύνη» στα σλαβικά τμήματα της Ευρώπης και της Ασίας. Ο Κύριλλος, που επίσης ονομαζόταν Κωνσταντίνος, και ο Μεθόδιος έγιναν γνωστοί ως οι «απόστολοι των Σλάβων».
Ένα από τα επιτεύγματα του Κύριλλου ήταν η ανάπτυξη μιας γραπτής γλώσσας για τους Σλάβους. Το αλφάβητό της, βασισμένο σε εβραϊκά και ελληνικά γράμματα, είναι γνωστό ως το κυριλλικό αλφάβητο, και χρησιμοποιείται ακόμα σε γλώσσες όπως η ρωσική, η ουκρανική, η βουλγαρική και η σερβική. Αυτά τα δύο αδέλφια μετέφρασαν μέρη της Αγίας Γραφής στη νέα γραπτή γλώσσα και επίσης εισήγαγαν τη λειτουργία στη σλαβική γλώσσα. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με την τακτική της Δυτικής εκκλησίας, η οποία ήθελε να κρατήσει τη λειτουργία στη λατινική, στην ελληνική και στην εβραϊκή γλώσσα. Ο συγγραφέας Κέιν λέει: «Η χρήση της καθομιλουμένης στη λατρεία, μια συνήθεια που ενθαρρυνόταν από την Κωνσταντινούπολη αλλά καταδικαζόταν από τη Ρώμη, αποτέλεσε καινούρια απόκλιση και εδραίωσε ένα προηγούμενο το οποίο έφτασε σε πλήρη άνθηση στη σύγχρονη ιεραποστολική δραστηριότητα του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα».
Μέχρι το τέλος του δέκατου αιώνα, η κατ’ όνομα Χριστιανοσύνη είχε επίσης εισαχτεί σε τμήματα της περιοχής που τώρα είναι η πρώην Σοβιετική Ένωση. Ο Πρίγκιπας Βλαδίμηρος του Κιέβου της Ουκρανίας βαφτίστηκε, σύμφωνα με την παράδοση, το 988 Κ.Χ. Λέγεται ότι διάλεξε τη βυζαντινή μορφή της «Χριστιανικής» θρησκείας σε αντίθεση με τον Ιουδαϊσμό και τον Ισλαμισμό λόγω των εντυπωσιακών της τελετουργιών, όχι λόγω κάποιου αγγέλματος ελπίδας και αλήθειας.
Στην πραγματικότητα, «ο χρόνος της μεταστροφής του Βλαδίμηρου», λέει το βιβλίο Τήρηση των Πίστεων—Θρησκεία και Ιδεολογία στη Σοβιετική Ένωση (Keeping the Faiths—Religion and Ideology in the Soviet Union), «αφήνει να εννοηθεί ότι αυτός ασπάστηκε τη νέα θρησκεία για να εξυπηρετήσει τα πολιτικά του συμφέροντα, ξεκινώντας έτσι μια παράδοση η οποία έχει συνεχιστεί κυριολεκτικά αδιάκοπα σε όλη την ιστορία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας». Το βιβλίο στη συνέχεια προσθέτει την εξής αφυπνιστική σκέψη: «Η εκκλησία ήταν γενικά πρόθυμη να υπηρετεί τα συμφέροντα της κυβέρνησης, ακόμα και όταν η κυβέρνηση έθιγε τα συμφέροντα της εκκλησίας».
Ο Βλαδίμηρος διέταξε να βαφτιστούν οι υπήκοοί του Χριστιανοί· εκείνοι δεν είχαν άλλη εκλογή. Από τη στιγμή που αυτός «υιοθέτησε την Ορθοδοξία ως θρησκεία του κράτους», λέει ο Πολ Στιβς, «ανέλαβε ένα πρόγραμμα εκρίζωσης των παραδοσιακών θρησκευτικών συνηθειών των ιθαγενών σλαβικών φυλών». Για παράδειγμα, σε τοποθεσίες που προηγουμένως οι άνθρωποι θυσίαζαν στα είδωλα, εκείνος έχτισε εκκλησίες. Ο Στιβς προσθέτει: «Εντούτοις, υπολείμματα ειδωλολατρίας παρέμειναν επί αρκετούς αιώνες και τελικά δεν εξαλείφτηκαν αλλά μάλλον αφομοιώθηκαν από τη ρωσική θρησκευτική ζωή».
Παρά το ασταθές αυτό θεμέλιο, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία υποστήριξε με ζήλο το ιεραποστολικό έργο. Ο Τόμας Χόπκο του Ορθόδοξου Θεολογικού Σεμιναρίου του Αγίου Βλαδίμηρου λέει: «Τα ιερά κείμενα και οι ακολουθίες της εκκλησίας μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες της Σιβηρίας και διαλέκτους της Αλάσκας καθώς οι ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας εποικίζονταν και εκχριστιανίζονταν».
Έντονη Ιεραποστολική Δραστηριότητα
Η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα άναψε πνευματικές φωτιές σε όλη την Ευρώπη. Η βάση για το έντονο «Χριστιανικό» ιεραποστολικό έργο τέθηκε καθώς οι Προτεστάντες ηγέτες, ο καθένας με τον τρόπο του, αναβίωσαν το ενδιαφέρον του κοινού για τη θρησκεία. Η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη γερμανική γλώσσα από τον Λούθηρο ήταν αξιοσημείωτη, όπως ήταν επίσης η μετάφραση της Αγίας Γραφής από τον Γουίλιαμ Τίντεϊλ και από τον Μάιλς Κόβερντεϊλ στην αγγλική γλώσσα.
Κατόπιν, το 17ο αιώνα εμφανίστηκε ένα κίνημα στη Γερμανία γνωστό ως Πιετισμός. Αυτό έδινε έμφαση στη μελέτη της Αγίας Γραφής και στην προσωπική θρησκευτική εμπειρία. Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: «Το όραμά του για μια ανθρωπότητα η οποία έχει ανάγκη το ευαγγέλιο του Χριστού ήταν ό,τι χρειαζόταν για την έναρξη και τη γοργή διάδοση των ξένων και των εσωτερικών ιεραποστολικών δραστηριοτήτων».
Σήμερα, μπορεί κάποιος να δει ότι οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου απέτυχαν οικτρά να ενσταλάξουν στους Ευρωπαίους προσηλύτους τους Χριστιανική πίστη και ελπίδα αρκετά ισχυρές για να ανακόψουν την άνοδο στον 20ό αιώνα μας του αθεϊστικού κομμουνισμού και άλλων ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Από τότε που έπεσε ο κομμουνισμός σε ορισμένες χώρες, οι ιεραπόστολοι έχουν αρχίσει ξανά τη δραστηριότητά τους, αλλά οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Ορθόδοξοι Καθολικοί και οι Προτεστάντες δεν είναι ενωμένοι στη Χριστιανική πίστη που ισχυρίζονται ότι έχουν από κοινού.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί Κροάτες και οι Ορθόδοξοι Σέρβοι αποτελούν μέρος της καρποφορίας των ιεραποστόλων του Χριστιανικού κόσμου. Υπάρχει κάτι που να δείχνει πιο παραστατικά την κατάσταση ενός διαιρεμένου σπιτιού από ό,τι η εικόνα που παρουσιάζει ο Χριστιανικός κόσμος; Τι είδους Χριστιανοί «αδελφοί» είναι αυτοί που σηκώνουν πρώτα τα όπλα τους ο ένας εναντίον του άλλου και κατόπιν τα στρέφουν μαζί εναντίον μη Χριστιανών γειτόνων τους; Μόνο κίβδηλοι Χριστιανοί μπορούν να είναι ένοχοι τέτοιας αντιχριστιανικής διαγωγής.—Ματθαίος 5:43-45· 1 Ιωάννη 3:10-12.
Έχουν αποτύχει όλοι οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου να ανταποκριθούν; Ας συνεχίσουμε την έρευνά μας βλέποντας τι επιτέλεσαν αυτοί στην Ασία. Διαβάστε στο επόμενο τεύχος μας το άρθρο με τίτλο «Οι Ιεραπόστολοι του Χριστιανικού Κόσμου Επιστρέφουν Εκεί Όπου Άρχισαν Όλα».
[Εικόνα στη σελίδα 21]
Λέγεται πως ο Βονιφάτιος απέδειξε ότι οι ειδωλολατρικοί θεοί είναι ανίσχυροι
[Ευχαριστία]
Εικόνα από το βιβλίο Die Geschichte der deutschen Kirche und kirchlichen Kunst im Wandel der Jahrhunderte