Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά Ενισχύει τα Δικαιώματα των Γονέων
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΟΝ ΚΑΝΑΔΑ
ΟΤΑΝ το παιδί σας αντιμετωπίζει σοβαρά ιατρικά προβλήματα, ως στοργικοί γονείς φυσιολογικά ανησυχείτε και αγωνιάτε. Πόσο σας καθησυχάζει και σας παρηγορεί το να γνωρίζετε ότι υπεύθυνοι, συμπονετικοί γιατροί σέβονται τη θεραπεία που επιλέξατε! Εντούτοις, παρουσιάζονται καταστάσεις στις οποίες γίνονται αυθαίρετες ενέργειες και αγνοούνται οι επιθυμίες των γονέων. Πολύ συχνά αυτό οδηγεί σε τραυματική εμπειρία.
Στον Καναδά, οι νόμοι για την προστασία του παιδιού εξουσιοδοτούν τους κρατικούς αξιωματούχους να θέτουν τα παιδιά υπό την κηδεμονία τους. Τέσσερις επαρχίες επιτρέπουν στο κράτος να παρακάμπτει τις επιλογές των γονέων χωρίς δικαστική ακρόαση. Αυτό θέτει σημαντικά ζητήματα για όλους τους γονείς και τα παιδιά. Σε ποιους τομείς έχουν το δικαίωμα οι γονείς να παίρνουν αποφάσεις; Αν το κράτος επιλέξει να παρέμβει στο δικαίωμα των γονέων να παίρνουν αποφάσεις, ποια διαδικασία θα πρέπει να τηρηθεί ώστε να αποδοθεί στους γονείς και στα παιδιά η θεμελιώδης δικαιοσύνη; Προστατεύει το Σύνταγμα το δικαίωμα των γονέων να παίρνουν αποφάσεις;
Στην εφημερίδα Δε Τορόντο Σταρ (The Toronto Star), της 3ης Μαρτίου 1995, δημοσιεύτηκε ένα άρθρο το οποίο συνόψιζε αυτά τα ζητήματα όπως τέθηκαν σε μια υπόθεση η οποία αφορούσε ένα κοριτσάκι που γεννήθηκε πρόωρα το 1983. Οι γονείς της ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. «[Αυτοί] δέχονταν τις περισσότερες μεθόδους θεραπείας αλλά αντιτίθονταν στις μεταγγίσεις αίματος. Οι γιατροί ζήτησαν δικαστική εντολή. Ο δικαστής ανέθεσε τον έλεγχο στην Εταιρία Βοήθειας Παιδιών. Στο μωρό δόθηκε αίμα τρεις εβδομάδες αργότερα, και αυτό έγινε μόνο και μόνο στα πλαίσια της προετοιμασίας για μια προαιρετική οφθαλμολογική εξέταση και πιθανή εγχείρηση στα μάτια. Οι γονείς πρόβαλαν ενστάσεις σε όλα τα επίπεδα μέχρι και στο Ανώτατο Δικαστήριο».
Η απόφαση εκδόθηκε στις 27 Ιανουαρίου 1995, και ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ανέτρεψε τα όσα έγιναν το 1983, οι πέντε από τους εννέα δικαστές έθεσαν κατευθυντήριες γραμμές για να εμποδίσουν την κατάχρηση της κρατικής εξουσίας. Η απόφαση του Δικαστηρίου ενισχύει τα δικαιώματα των γονέων να λαβαίνουν ιατρικές αποφάσεις για τα παιδιά τους.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο εξέτασε το δικαίωμα της λήψης αποφάσεων από τους γονείς υπό το πρίσμα της ελευθερίας θρησκείας την οποία εγγυάται ο Καταστατικός Χάρτης του Καναδά για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες (Canadian Charter of Rights and Freedoms). Ο δικαστής Ζεράρ Λα Φορές, μιλώντας εκ μέρους της πλειοψηφίας, είπε: «Το δικαίωμα των γονέων να αναθρέψουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, στο οποίο περιλαμβάνεται και η επιλογή ιατρικών και άλλων μεθόδων θεραπείας, είναι μια εξίσου θεμελιώδης πτυχή της ελευθερίας θρησκείας».
Αυτή είναι η πρώτη φορά που το ανώτατο δικαστήριο του Καναδά αποφάνθηκε ότι η ελευθερία θρησκείας, όπως διασφαλίζεται από τον Καταστατικό Χάρτη, περιλαμβάνει το δικαίωμα των γονέων να επιλέγουν τη μέθοδο θεραπείας που θα εφαρμοστεί στα παιδιά τους. Ο δικαστής Λα Φορές αποσαφήνισε αυτή την αρχή όταν δήλωσε: «Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν μπορεί να παρεμβαίνει όταν το θεωρεί αναγκαίο να περιφρουρήσει την αυτονομία ή την υγεία του παιδιού. Αλλά αυτή η παρέμβαση θα πρέπει να είναι δικαιολογημένη. Με άλλα λόγια, το δικαίωμα των γονέων να παίρνουν αποφάσεις πρέπει να προστατεύεται από τον Καταστατικό Χάρτη, ώστε τα δικαστήρια να μπορούν να ελέγχουν κατάλληλα την κρατική παρέμβαση, και να την επιτρέπουν μόνο όταν βρίσκεται σε αρμονία με τις αξίες που υπογραμμίζει ο Καταστατικός Χάρτης».
Ο δικαστής Λα Φορές τόνισε ότι είναι ανάγκη να αποδεικνύεται δικαιολογημένη η παρέμβαση στο δικαίωμα των γονέων να παίρνουν αποφάσεις όταν απάντησε σε σχόλια που έκαναν δύο άλλοι από τους δικαστές: «Μερικά από τα σχόλιά τους ίσως δώσουν την εντύπωση ότι υποστηρίζουν πως μπορεί να αγνοηθεί το δικαίωμα του γονέα απλώς και μόνο επειδή κάποιος γιατρός πιστεύει ότι αυτό είναι απαραίτητο. Θα ανησυχούσα πάρα πολύ αν κάποιος γιατρός μπορούσε να παρακάμψει τις απόψεις του γονέα χωρίς να καταδείξει γιατί αυτό είναι αναγκαίο».
Το δικαίωμα των γονέων να παίρνουν αποφάσεις για τις μεθόδους θεραπείας αναγνωρίστηκε ως συνταγματικό δικαίωμα σε αρμονία με τον Καταστατικό Χάρτη του Καναδά για τα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες. Επομένως, οι αξιωματούχοι και οι δικαστές που χειρίζονται θέματα ιατρικής περίθαλψης παιδιών έλαβαν ένα ισχυρό μήνυμα. Πρέπει να ενεργούν με προσοχή και με κατάλληλο σεβασμό για τα δικαιώματα των γονέων. Οι υπεύθυνοι γιατροί επίσης θα καλοδεχτούν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές υποστηρίζοντας τις επιλογές των γονέων όσον αφορά λογικές εναλλακτικές λύσεις, περιλαμβανομένων και των αναίμακτων μεθόδων θεραπείας για τα παιδιά τους.
Λαβαίνοντας υπόψη τις τρέχουσες συζητήσεις για τις μεταγγίσεις αίματος και τους γνωστούς κινδύνους τους, περιλαμβανομένου και του AIDS, κάποιος μπορεί να κατανοήσει το σχόλιο του δικαστή Λα Φορές, ο οποίος πρόσθεσε: «Η ανησυχία που εξέφρασαν οι ενάγοντες στην παρούσα προσφυγή θέτει το γενικότερο ζήτημα του κατά πόσο είναι κατάλληλο να εφαρμόζει κάποιος μεθόδους θεραπείας των οποίων τα ιατρικά οφέλη είναι πολύ αμφίβολα . . . Ωστόσο, τα ιατρικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν το 1983 . . . δεν μας επιτρέπουν να αμφισβητήσουμε το αν ήταν αναγκαία η μετάγγιση αίματος, μολονότι μερικοί ίσως εκ των υστέρων να έμπαιναν στον πειρασμό να το κάνουν αυτό. Η παρούσα προσφυγή μάς υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι είναι αναγκαίο να προχωρούμε με προσοχή όταν παρακάμπτουμε την άρνηση των γονέων».—Τα πλάγια γράμματα δικά μας.
Το άρθρο της εφημερίδας Δε Τορόντο Σταρ, το οποίο προαναφέρθηκε, κατέληξε: «Τι πέτυχε η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου; Πρώτον, γιατροί, γονείς, κοινωνικοί λειτουργοί και δικαστές έχουν τώρα κατευθυντήριες γραμμές στις περιπτώσεις που υπάρχει διαφορά απόψεων μεταξύ γονέων και γιατρών. Δεύτερον, η έμφαση που δίνεται στις ιατρικές εναλλακτικές λύσεις θα πρέπει να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά την ιατρική των μεταγγίσεων, σε έναν καιρό κατά τον οποίο αναπτύσσονται και γίνονται διαθέσιμες ολοένα και περισσότερες αναίμακτες εναλλακτικές λύσεις. Τρίτον, όταν παίρνεται η απόφαση να ζητηθεί η ανατροπή της απόφασης των γονέων, θα πρέπει να υπάρξει μια δίκαιη ακρόαση στο δικαστήριο, κατά την οποία το κράτος και οι γιατροί θα είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν την αναγκαιότητα της προτεινόμενης παρέμβασης».
Οι γιατροί, οι δικαστές και οι γονείς σε άλλες χώρες αναμφίβολα θα διαπιστώσουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες έθεσε η πλειοψηφία στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά είναι υποβοηθητικές και εποικοδομητικές. Ελπίζουμε ότι οι γιατροί παντού θα συνεχίσουν να παρέχουν ιατρική περίθαλψη με ευαισθησία και συμπόνια, δείχνοντας ενδιαφέρον για τα δικαιώματα τόσο των παιδιών όσο και των γονέων.